5 Φεβρουαρίου 2023

ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΡΟΠΑΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΟΜΗΡΙΚΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗ ΘΑΜΥΡΙ 24-6-2011

 ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ


Πέρα στις πλατιές πεδιάδες της μακρινής Θράκης, η άνοιξη είχε φτάσει για τα καλά. Οι ημέρες είχαν μεγαλώσει, τα ηλιοτρόπια είχαν ψηλώσει κοιτάζοντας συνέχεια τον Ήλιο, και τα βουβάλια στους βάλτους αναμασούσαν τεμπέλικα το χορτάρι. Στις πυκνόφυλλες λεύκες τα πουλιά έφτιαναν τίς φωλιές τους.
Εκείνο το πρωινό, σ ‘ένα χωριουδάκι ανατολικά του Νέστου, ένας νέος ψηλός με κατάξανθα μακριά μαλλιά, βγήκε στο δρομάκι. Ξοπίσω του η ηλικιωμένη γυναίκα με τον μακρύ της χιτώνα τον ακολούθησε.

-Ώστε γιέ μου θα φύγεις; τον ρώτησε με φωνή τρεμάμενη.
- Ναι μητέρα, πρέπει να φύγω. Ο Βασιλιάς της Οιχαλίας με κάλεσε στα μεγάλα Μυστήρια που θα γίνουν στην αρχή του φθινόπωρου στο Καρνάσιο άλσος της Ανδανίας. Θα παίξω λύρα και θα τραγουδήσω στην τελετή της έναρξης και λήξης. Η Μεσσηνία μάνα μου είναι τόσο μακριά που δεν το βάνει ο νους σου και πρέπει να ξεκινήσω τώρα που είναι Άνοιξη για να είμαι εκεί στην αρχή του φθινόπωρου.


Είδε η μάνα ότι δεν γινόταν να αναβάλει το ταξίδι ο γιος της. Πήρε το ταγάρι που είχε αποθέσει στο χώμα και του το πέρασε στο ώμο. Είχε βάλει μέσα τυρί βουβαλίσιο, ξεροψημένο ψωμί, λίγο παστό κρέας και αλατισμένους ηλιόσπορους. Στον άλλο του ώμο ο γιος είχε κρεμασμένη τη λύρα του από έναν δερμάτινο ιμάντα κι ένα φλασκί με κρασί.
Γύρισε ,κοιτάχτηκαν στα μάτια και μετά αγκαλιάστηκαν σφιχτά για ώρα πολλή. Ένιωθε τα δάκρυα της μάνας του καυτά στον λαιμό του και άκουγε τίς ψιθυριστές συμβουλές της και τίς ευχές της για το μακρινό του ταξίδι. Μετά ξαφνικά χωρίστηκαν και ο νέος με μεγάλα βιαστικά βήματα απομακρύνθηκε . Καθώς ξεμάκραινε, η μάνα του έκανε λιγοστά βήματα κατά κείνον και φώναξε . -Γιέ μου να προσέχεις. Εκείνος σήκωσε το χέρι χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει , σ ‘έναν τελευταίο χαιρετισμό και χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Η μάνα ξαναμπήκε στο σπιτάκι και σφούγγισε τα μάτια της με το μαντήλι της κεφαλής της , όπως κάνουν όλες οι μάνες όταν το παιδί τους ξενιτεύεται.
Στην άκρη του χωριού, ο νέος άνοιξε την αυλόπορτα ενός σπιτιού και μπήκε. Σέ μια γωνιά καθόταν ο γέροντας, τυφλός και χάιδευε τον σκύλο του.
-Γειά σου αγαπημένε μου δάσκαλε, είπε με σεβασμό.
-Καλώς ήλθες Θάμυρι, αντιχαιρέτισε ο γέροντας. Ξεκίνησες λοιπόν;
-Ναι δάσκαλε, όπως σου έχω εξηγήσει, ο Βασιλιάς της Οιχαλίας, επιθυμεί να παίξω λύρα και να τραγουδήσω εγώ στα μεγάλα Μυστήρια. Οι πρώτοι βασιλιάδες της Ανδανίας, ο Πολυκάων και η Μεσσήνη, έφεραν στην αρχή τα μυστήρια από την Ελευσίνα, αλλά τώρα έχουν περάσει ήδη πέντε γενιές και ο νέος Βασιλιάς θέλει να τα αναβαθμίσει.
-Θάμυρι, είπε ο γέροντας, ο τόπος μας γέννησε τους σπουδαιότερους μουσικούς του κόσμου. Εδώ γεννήθηκε ο ισόθεος Ορφέας, ο μεγάλος Μουσαίος και σύ είσαι αγαπημένε μου Θάμυρι, ισάξιός τους. Θα σου δώσω την τελευταία μου συμβουλή πριν φύγεις στα μακρινά ξένα. Να είσαι πάντα σεμνός γιέ μου .Να σέβεσαι και να τιμάς τους θεούς και να αγαπάς τους ανθρώπους. Να μην παραβαίνεις ποτέ τού νόμους και τούς ανθρώπινους και τους θεϊκούς. Τίποτα άλλο. Να πας στο καλό εκεί που θα μιλήσεις με τούς θεούς και θα σε ακούσουν οι άνθρωποι. Στο καλό. Και μην ξεχάσεις να γυρίσεις Θάμυρι.
- Δάσκαλε, όλα όσα μου είπες τα έβαλα καλά στο μυαλό μου και σου ορκίζομαι στους Ολύμπιους θεούς ότι θα τιμήσω τον τόπο μου και σένα, που με δίδαξες την τέχνη της λύρας, να σέβομαι τους θεούς και μ έμαθες να αγαπάω τον κόσμο.
Έσφιξαν τα χέρια, κοιτάχτηκαν στα μάτια για λίγο και χωρίστηκαν. Σέ κείνη τη ματιά του δάσκαλου, ο Θάμυρις είδε όλη τη γαλήνη που δίνει η σοφία στον άνθρωπο, είδε την καρτερία και την ανεκτικότητα, είδε το βλέμμα του δάσκαλου να κοιτάζει πέρα από τα εγκόσμια. Θα ήθελε νάρθει μια μέρα που θα μοιάσει στο σοφό του δάσκαλο...
Βγήκε στο δρόμο και τράβηξε δυτικά. Λαμπερός ο ήλιος πάνωθέ του έκανε τα μαλλιά του να μοιάζουν σαν στέμμα και η ματιά του καθάρια κι αποφασιστική, το βήμα γρήγορο και σταθερό που θα τον έφερνε στο βασίλειο της Οιχαλίας.
Περπάταγε την ημέρα και τη νύχτα κοιμόταν όπου τον έπιανε το σκοτάδι, σε καλύβα ,σε στάνη η και κάτω από τον έναστρο ουρανό θαυμάζοντας τα διαμάντια του Γαλαξία.
Περπάταγε δέκα ημέρες τώρα και έφτασε στον Ίασμο στην χώρα των ανθρωποφάγων Κικκόνων. Ο βασιλιάς τους ο Μάρων, είχε ακούσει για την τέχνη του Θάμυρι, τον κάλεσε στο παλάτι του και τον παρακάλεσε να παίξει για χάρη του. Έπαιξε ο Θάμυρις τη λύρα του και αυτοί οι ανθρωποφάγοι Κίκκονες ηρέμησαν και άκουγαν εκστατικοί τη θεία μουσική της λύρας. Ο βασιλιάς του έδωσε για ασφάλεια δύο στρατιώτες να τον συνοδέψουν μέχρι τα σύνορα της χώρας κι ‘έφυγε για τη συνέχεια του ταξιδιού του. Μετά τέσσερις ακόμη ημέρες, ήταν στο βασίλειο του Διομήδη με τα ανθρωποφάγα άλογα, δεν είχε ακόμη περάσει ο Ηρακλής να του τα πάρει και τα έτρεφε με ανθρώπινες σάρκες. Ο Διομήδης ήταν άγριος βασιλιάς, μα δεν ήταν ασυγκίνητος στη θεϊκή μουσική του Θάμυρι και τον πήρε στο παλάτι του για να τον ακούσει από κοντά να τραγουδάει τα κατορθώματα του Οίαγρου και την τέχνη του Ορφέα. Έμεινε λίγες μέρες να ξεκουραστεί στο παλάτι του βασιλιά και μετά ξεκίνησε πάλι για το ταξίδι του. Πέρασε τον Νέστο, περπάταγε μέρες πολλές και μπήκε στην Πιερία. Αντίκρυσε από μακριά το Όλυμπο χιονοσκέπαστο και από τα ανατολικά του τη καταγάλανη ήρεμη θάλασσα. Έφτασε στην κοιλάδα των Τεμπών ανάμεσα στην Όσσα και τον Όλυμπο και κει στα βαθύσκια πλατάνια κάθισε λίγο να αναπαυτεί. Λούστηκε στα γαλαζοπράσινα νερά του Πηνειού και πήρε τη λύρα του να παίξει για τους θεούς.
Με τίς πρώτες νότες της λύρας, τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν. Όλα σώπασαν. Σαν προχώραγε το ουράνιο παίξιμο, πάνω στον Όλυμπο ο Δίας άφησε κατάχαμα τούς κεραυνούς του και η Ήρα έπαψε τη γκρίνια. Ο Απόλλωνας θαύμαζε ένα λυράρη σχεδόν ισάξιό του, η Αθηνά σταύρωσε τα χέρια εκστασιασμένη από την αρμονία κι η Αφροδίτη φόρεσε τα εσώρουχά της σοβαρεύοντας. Ο Πλούτωνας έκλεισε τίς πύλες του Άδη κι έτρεξε στην μουσική πανδαισία. Ο Ήφαιστος διέκοψε το σφυροκόπημα του αμονιού κι ο Ποσειδώνας βγήκε από τη θάλασσα. Τον ακολουθούσαν Νηρηίδες και Τρίτωνες. Έπαιζε, έπαιζε τη λύρα κι εκστασιαζόταν κι ο ίδιος από το παίξιμό του, που όλο και γινόταν γλυκύτερο.
Ποτέ, κανένας μουσικός δεν έτυχε τέτοιας προσοχής και θαυμασμού από τους θεούς.
Ο Θάμυρις ένιωσε να ανεβαίνει ψηλά, να πλησιάζει τον ‘Όλυμπο, στην αυλή των θεών. Θυμήθηκε όμως τα λόγια του σοφού δάσκαλου σε κείνο το χωριουδάκι της μακρινής Θράκης που του ψιθύρισε ’’Θάμυρι να είσαι πάντα σεμνός και να σέβεσαι τού θεούς’. συγκρατήθηκε ο Θάμυρις, υποκλίθηκε, χαιρέτησε με σεβασμό, θεούς και ανθρώπους, κι έγειρε κι αποκοιμήθηκε στην όχθη του Πηνειού.
Την άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς γιατί είχε δρόμο πολύ μπροστά του κι έπρεπε να προλάβει, πέρασε τα Τέμπη και μπήκε στην πεδιάδα της Θεσσαλίας.
Έφτασε στη χώρα των Περραιβών, ανέβηκε στο δασωμένο Πήλιο και συνάντησε

το σοφό Κένταυρο Χείρωνα που του έδωσε χρήσιμες συμβουλές για το ταξίδι που είχε μπροστά του μέχρι τη Μεσσηνία, του μίλησε για τούς θεούς και τον κόσμο, για το νόημα της ζωής και την ηθική τελείωση του ανθρώπου. Έφυγε από το Πήλιο και πήρε το δρόμο κατά τα νότια περπατώντας ημέρες πολλές ώσπου έφτασε στην Αττική στην πόλη της Αθηνάς, στάθηκε δυο μέρες θαυμάζοντας το μεγαλείο της πόλης και τούς σοφούς της και συνέχισε πρός την Ελευσίνα. Ήταν κατακαλόκαιρο πιά και οι ιερείς των Ελευσίνιων μυστηρίων είχαν αρχίσει τις προετοιμασίες για τις φθινοπωριάτικες γιορτές. Του μίλησαν για τα μεγάλα μυστήρια σαν εκείνα που θα γίνουν για πρώτη φορά στην Οιχαλία χωρίς βέβαια να του δώσουν όλες τίς απόρρητες λεπτομέρειες εκείνες που γνωρίζουν μόνο οι μυημένοι.
Ανυπομονούσε ο Θάμυρις νάρθει εκείνη η μέρα που θα γνώριζε όλα τα απόκρυφα των μυστηρίων θα έπαιζε τη λύρα του μπροστά στους ιερείς και τούς βασιλιάδες που θα τον επευφημούσε ο κόσμος, γιαυτό ξεκίνησε για την Πελοπόννησο πέρασε τον ισθμό και τη χώρα των Κορινθίων και μπήκε στην Αρκαδία. Εδώ στην Αρκαδία μέτρησε το χρόνο του και είδε ότι ο δρόμος του κόντευε και μπορούσε να μείνει λίγες ημέρες. Ανέβηκε πάνω στα δασωμένα βουνά με τούς βαλανοφάγους βοσκούς, ήπιε κατσικίσιο γάλα και έφαγε ψημένα βελανίδια όπως έτρωγαν όλοι στην Αρκαδία. Οι βοσκοί τίς νύχτες έπαιζαν την σύριγγα και ο Θάμυρις τη λύρα. Όποιος εκείνες τίς μέρες βρέθηκε πάνω στα Αρκαδικά βουνά και αφουγκράστηκε τη μουσική που αντηχούσε μέσα στη σιγαλιά της καλοκαιρινής νύχτας, θα πρέπει να θεωρήσει τον εαυτό του όλβιο.
Νοτιοδυτικά ο δρόμος τον οδήγησε στο Λύκειον όρος. Είδε τη Λυκόσουρα τη πρώτη πόλη που ’’ χαιρέτισε ‘’στον κόσμο ο Ήλιος.-

- Μιας μέρας δρόμο έχεις ακόμη Θάμυρι του είπαν οι βοσκοί στην Λυκόσουρα, εδώ αποκάτω είναι η Οιχαλία και η Ανδανία. Καλή τύχη να έχεις και οι θεοί να είναι πάντα κοντά σου. Πρωί πρωί την άλλη μέρα ξεκίνησε, δεν είχε περπατήσει πολύ και στο ξάγναντο φάνηκε η πεδιάδα του Στενυκλάρου και πιο μακριά η πεδιάδα της Μακαρίας. Δάκρυα θάμπωσαν τα μάτια του από την ευτυχία που δίνει η άφιξη στον προορισμό του ονείρου που τώρα γίνεται πραγματικότητα. Οι κόποι και οι κίνδυνοι του μακρινού ταξιδιού ξεχάστηκαν, τώρα θα έρθει η δικαίωση της σκληρής μαθητείας κοντά δε δασκάλους, η δικαίωση για τις στερήσεις και τις αγρύπνιες.
Στην Οιχαλία είχε φτάσει το νέο της άφιξης του Θάμυρι, αλλά πολύ πιο πριν είχε φτάσει η φήμη του. Ο καλλίτερος μουσικός του κόσμου θα έπαιζε για χάρη του λαού της Οιχαλίας. Κόσμος είχε βγει στους δρόμους με κλαριά μυρτιάς στα χέρια

τύμπανα και σάλπιγγες διαλαλούσαν τον ερχομό του στους κάμπους της Μεσσηνίας. Τέσσερις άρχοντες τον υποδέχτηκαν στην είσοδο της πόλης με τέθριππο άρμα για να τον οδηγήσουν μέχρι το παλάτι του βασιλιά. Μα ο Θάμυρις βλέποντας το μεγάλο πλήθος που τον επευφημούσε παρακάλεσε τούς άρχοντες να παίξει λίγο για τούτον τον κόσμο και να αμείψει την προσμονή τους. Κάθισε κάτω από ένα μεγάλο κυπαρίσσι κι έπαιξε όπως αυτός ήξερε να παίζει. Όσοι τον άκουσαν, έτρεξαν ασυγκράτητοι να διαδώσουν πως η τέχνη του ήταν ακόμη μεγαλύτερη από την φήμη του.
Μετά από λίγο, έφθασαν στο παλάτι. Ο βασιλιάς ο Αφαρεύς και η βασίλισσα τον δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, με μουσικές και χορούς από τις ορχηστρίδες και ένα πλούσιο γεύμα ακολούθησε μετά τίς τόσες στερήσεις του μακρινού ταξιδιού. Μετά το γεύμα ,αφού ξεκουράστηκε ο Αφαρεύς τον κάλεσε στην αίθουσα του θρόνου για να μιλήσουν για τίς γιορτές.
-Θάμυρι, γνωρίζεις τον λόγο που σε καλέσαμε στις γιορτές των μυστηρίων των μεγάλων θεών. Σε καλέσαμε γιατί είσαι ο πιο σπουδαίος απ΄όλους τους μουσικούς του κόσμου, για να παίξεις και να τραγουδήσεις στην τελετή έναρξης και λήξης των εορτών που αρχίζουν σε λίγες μέρες. Μα πριν, θεωρώ σκόπιμο να σε ενημερώσω λίγο για την ιστορία αυτού του τόπου που τώρα πατάς. Που λες, εδώ πρώτος βασιλιάς έγινε ο Πολυκάων με τη γυναίκα του τη Μεσσήνη που χτίσανε την Ανδανία, και όσο βασίλευαν, καλέσανε τον Μέθαπο από την Αθήνα να τους διδάξει τα μικρά μυστήρια. Ο Πολυκάων και η Μεσσήνη, δεν απόχτησαν παιδιά και για πέντε γενεές τους κυβερνούσαν πρόχειροι άρχοντες, ,ώσπου κάλεσαν για βασιλιά τον Περιήρη ,από τη Θεσαλία, και εγκαταστάθηκε στα παλάτια της Ανδανίας. Μαζί με τον Περιήρη ήρθε και ο στενός του φίλος τοξότης  ο Μελανεύς και ο βασιλιάς του έδωσε το Καρνάσιο για να εγκατασταθεί και εκεί έχτισε την Οιχαλία που πήρε το όνομά της από τη γυναίκα του Μελανέα.
Μετά από χρόνια έγινα βασιλιάς εγώ ο Αφαρεύς και εγώ πήρα την απόφαση να αναβαθμίσουμε τα μυστήρια που γίνονται στον τόπο μας. ‘Έχει έρθει εδώ και ο Λύκος από την Αθήνα, ο γιος του Πανδίωνα επειδή τον έδιωξε ο αδερφός του ο Αιγαίας. Αυτός θα μας αποκαλύψει τα μυστήρια των μεγάλων θεών...
-Εσύ Θάμυρι, θα παίξεις στην τελετή ‘έναρξης των μυστηρίων αλλά και στη λήξη τους. Αν αισθάνεσαι έτοιμος, μπορείς να μυηθείς σ΄αυτά μετά τον ανάλογο καθαρμό.
-Τίποτα δεν με κάνει ευτυχέστερο από αυτό , σεβαστέ βασιλέα και η χάρη που θα σου χρεωστώ, θα είναι αιώνια.
-πολύ καλά λοιπόν, πήγαινε να αναπαυθείς και αύριο το πρωί οι ιερείς θα σε οδηγήσουν όπου πρέπει και θα σου δώσουν τίς ανάλογες οδηγίες. Την επόμενη μέρα έγινε η τελετή έναρξης των εορτών. Χόρεψαν ορχηστρίδες , έπαιξαν αυλούς , τραγούδησαν ύμνους στους μεγάλους θεούς και μετά εκκάλεσαν τον Θάμυρι να παίξει τη Λύρα του. Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή που όλοι περίμεναν. Λαός αμέτρητος είχε κατακλύσει όλους τούς χώρους, είχαν έρθει αντιπροσωπίες και από τίς τρείς φυλές της Τριφυλίας, από τη Λακωνία και την Ήλιδα αυλητές από την Αρκαδία, και οι ιερείς σε σειρές παραστέκονταν στο θρόνο που καθόταν ο Βασιλιάς με τη Βασίλισσα. Ο Θάμυρις ανέβηκε πάνω στο μεγάλο ικρίωμα που είχε στηθεί για την τελετή, πήρε τη λύρα του στα χέρια και αμέσως όλο αυτό το πολύβουο πλήθος σταμάτησε κάθε ψίθυρο, άκρα ησυχία επικράτησε παντού. Με τίς πρώτες νότες της λύρας, το πλήθος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και ξέσπασε σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές, αλλά πάλι σώπασε για να μη χάσει ούτε μια νότα από την θεϊκή μελωδία. Έπαιζε ο Θάμυρις στην τέλεια ησυχία και μόνο μάτια βουρκωμένα από συγκίνηση έβλεπες που ήταν καρφωμένα επάνω στον νέο από τη Θράκη, τον πιο μεγάλο μουσικό του κόσμου. Έπαιζε ώρα πολλή, μα κανένας δεν κατάλαβε το πέρασμα του χρόνου και όταν ήρθε η λήξη , ένα βουητό έφθασε ως τα ουράνια ,- Ζήτω ο Θάμυρις , Ζήτω ο νέος Ορφέας...
Ο Βασιλιάς σηκώθηκε από το θρόνο του για να τον συγχαρεί, οι αντιπρόσωποι τω πόλεων υποκλίθηκαν μπροστά του και ο λαός συνέχιζε να χειροκροτά και να ζητωκραυγάζει. Η υπερηφάνεια φούσκωνε τα στήθη του Θάμυρι και ένιωθε πως δεν πατούσε τη γη της Οιχαλίας.
Την άλλη μέρα οι ιερείς οδήγησαν τον Θάμυρι στα προπύλαια του ναού, του έδωσαν έναν λευκό χιτώνα να φορέσει και προχώρησαν στο εσωτερικό. Στην πρώτη αίθουσα υπήρχαν διάφορα αντικείμενα που θα χρησιμοποιούσαν αργότερα στην τελετή του καθαρμού. Ήταν ένα μεγάλο πιθάρι με κόκκινο δυνατό κρασί από την Κορινθία , μία σειρά από καλάθια που το πρώτο είχε μέσα φύλλα Δάφνης το δεύτερο δηλητηριώδεις Αμανίτες από τα σκιερά φαράγγια του Ταΰγετου, τό άλλο φύλλα Μπελαντόνας –την Άτροπο-, το τέταρτο είχε ανθρωπόσχημες ρίζες Μανδραγόρα και το τελευταίο Δατούρα. Ο αρμόδιος ιερέας διάλεγε τις σωστές ποσότητες από αυτά τα επικίνδυνα φυτά που θα έριχνε μέσα στο κρασί για να φτιάξει τον Κυκεώνα. Ένα λάθος και ο θάνατος παραμόνευε.
Στην επόμενη αίθουσα θα γινόταν η κατήχηση για τρείς συνεχόμενες ημέρες και αν κρινόταν κατάλληλος θα συνέχιζε και θα μπορούσε να μετάσχει των μυστηρίων. Ο Θάμυρις ήταν καταπληκτικός, σε όλα πρώτευε, κρίθηκε άξιος να μετάσχει των μυστηρίων. Την τέταρτη μέρα των εορτών, μπήκε μαζί με τούς ιερείς και τούς άλλους άξιους, στα άδυτα του ναού, αφού πρώτα φόρεσε τον καινούργιο άσπρο χιτώνα. Αγωνία και φόβος τον κατείχαν έτρεμαν τα γόνατά του, αλλά είχε πάρει την απόφασή του να φτάσει μέχρι το τέλος. Επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι βρίσκονταν τα ποτήρια γεμάτα με τον κυκεώνα και μετά τίς δεήσεις που έψαλλαν οι ιερείς, πήρε πρώτος το ποτήρι του και το ήπιε μονομιάς.
Ένιωσε μια φλόγα να τον καίει από τον λαιμό ως το στομάχι του, μια θύελλα σάρωσε το μυαλό του. Κάθε σκέψη για τα εγκόσμια χάθηκε από το νου του. Τώρα έβλεπε πέρα από τα ανθρώπινα , τούς θεούς πάνω στον Όλυμπο και τους πεθαμένους ήρωες, έβλεπε και μιλούσε με τον Ορφέα και τον Μουσαίο, συναντούσε τούς χαμένους προγόνους, μίλαγε με τίς Μούσες και τις Νεράιδες, είδε την μικρή Διώνη που είχε αγαπήσει μέσα στα ηλιοτρόπια και χάθηκε τόσο γρήγορα, είδε τον πατέρα του που μόλις τον θυμόταν. Είδε τούς έρωτες να πετούν. Άρχισε να λικνίζεται σε ένα χορό που δεν τον είχε ξαναχορέψει, τα τύμπανα έδιναν τον ρυθμό στα βήματα και ο χορός γινόταν όλο και πιο γρήγορος χόρευε, χόρευε κάθιδρος χωρίς να κουράζεται, έβγαζε άναρθρους ήχους και βογκητά, τα χέρια του απλωμένα άγγιζαν ότι δεν μπορούσε να αγγίξει στη ζήση του. Πόσο βάσταξε αυτός ο χορός κανένας από τους συμμετέχοντες δεν κατάλαβε. Ο Θάμυρις έπεσε κάτω κι έμεινε ακίνητος ανασαίνοντας βαριά. Ένας ύπνος βαθύς του σφράγισε τα βλέφαρα, ξύπνησε μετά τρείς ημέρες. Το κεφάλι του το αισθανόταν βαρύ, μα μια απέραντη αγαλλίαση τον κατείχε, τον φόβο τον διαδέχτηκε η ηρεμία και η σιγουριά της ολοκλήρωσης, ένιωθε περήφανος κι ευτυχισμένος..
-Θάμυρι, τελείωσε η μεγάλη δοκιμασία, είσαι από τούς εκλεκτούς των θεών, είσαι από εκείνους που θα αγγίξουν την αθανασία. Να πας να ξεκουραστείς, γιατί σε δύο ημέρες λήγουν οι γιορτές και σύ θα παίξεις στον τελικό ύμνο.
-Βασιλιά Αφαρέα, μου έδωσες την ευκαιρία να γίνω ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, με έκανες να δω κόσμους που δεν φανταζόμουν με γέμισες τιμές που ποτέ δεν ονειρεύτηκα. Θα παίξω στην τελετή λήξης των εορτών και σου υπόσχομαι να είμαι καλλίτερος από ότι στην τελετή της έναρξης. Σε καληνυχτίζω βασιλέα.
Την τελευταία ημέρα των εορτών από νωρίς το πρωί άρχισαν οι ύμνοι των ιερέων στους μεγάλους θεούς, έγιναν αγώνες και πλούσια συμπόσια ακολούθησαν, έγινα ομιλίες για τίς επόμενες γιορτές που θα γίνουν σε τέσσερα χρόνια και όλα ήταν έτοιμα το απόγευμα για τη μεγάλη στιγμή.
-Καλείται ο Θάμυρις να παίξει την λύρα και ο βασιλιάς να κηρύξει το πέρας των εορτών, ανήγγειλε ο κήρυκας.
Ο Θάμυρις κρατώντας τη λύρα του, προχώρησε αργά αργά πρός τα μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην μεγάλη εξέδρα. Φορούσε λευκό χιτώνα και δερμάτινα σανδάλια, τα μαλλιά του καλοχτενισμένα και το βλέμμα αγέρωχο. Μυριόστομες ιαχές σηκώθηκαν από το πλήθος, στάθηκε δίπλα από τον βασιλιά για τη βασίλισσα, έκανε βαθύ χαιρετισμό και στράφηκε πρός τον κόσμο που περίμενε και φώναξε. – Θα παίξω για σας και το βασιλιά σας , θα παίξω για θεούς και ανθρώπους, θα παίξω για την γη και τον Άδη.
Τα δάχτυλα έτρεχαν πάνω στη λύρα και ο ήχος που έβγαινε ήταν ουράνιος, άκρα σιγή επικρατούσε στον χώρο και μόνο την μελωδία μπορούσες να ακούσεις και τίς καρδιές που χτυπούσαν στον ρυθμό της. Ο ήλιος έγερνε στα δυτικά προς τα βουνά της Κυπαρισσίας και οι ακτίνες του ανακατεύονταν με τα μαλλιά του Θάμυρι κι έλαμπαν όλα μαζί σαν χρυσάφι αναλυμένο, είχες την αίσθηση πως ο ίδιος ο Απόλλων κατέβηκε και στάθηκε πάνω στο ικρίωμα, μπροστά σε τούτους τους τυχερούς ανθρώπους της Οιχαλίας.
Σαν τέλειωσε ο ύμνος της λήξης των εορτών κι ο Θάμυρις απόθεσε τη λύρα, ένα ασυγκράτητο πλήθος όρμησε πρός την εξέδρα σήκωσε στα χέρια τον Θάμυρι με ιαχές και επαίνους και τον περιέφερε στους ώμους γύρω από τον ναό φωνάζοντας ‘’είσαι ο πιο μεγάλος μελωδός του κόσμου κι εμείς οι τυχεροί που σε ακούσαμε’’ Μετά από αρκετή ώρα τον άφησαν να ανέβει πάλι στην εξέδρα που ήταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα και τον έβαλαν να καθίσει ανάμεσά τους. Του πέρασε δαχτυλίδια στα χέρια και χρυσή καδένα στον λαιμό, τον στεφάνωσε με στεφάνι μυρτιάς, τον έχρισε πολίτη της χώρας του, τον γέμισε δώρα. Οι αντιπρόσωποι των ‘άλλων πόλεων υποκλίθηκαν μπροστά του μεταφέροντας τους χαιρετισμούς και τον θαυμασμό των βασιλέων τους. Ο αρχιερέας έβγαλε λόγο επαινετικό για τον μεγάλο μουσικό.
Ο Θάμυρις δεν ήταν σίγουρος που πατούσε ,τη γη η τον ουρανό. Η περηφάνεια του φούσκωνε το στήθος, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, δεν άντεχε τόση ευτυχία. αισθανόταν πως πλησίαζε τούς θεούς. Μια δύναμη από μέσα του τον έσπρωχνε να φωνάξει την ευτυχία του και το μεγαλείο του, μα η φρόνηση τον συγκρατούσε, αλλά όλο και πιο κοντή γινόταν η αναπνοή του και εκείνη η δύναμη ξανά και ξανά τον έσπρωχνε, ώσπου δεν άντεξε άλλο. Σηκώθηκε απ΄τον θρόνο του βασιλιά, έκανε δυο βήματα εμπρός και σήκωσε τα χέρια πρός τον ουρανό και φώναξε με φωνή μεγάλη. ‘’ Ω Μούσες, εσείς που κατοικείτε στο καταπράσινο Ελικώνα της Βοιωτίας, ελάτε εδώ στο Καρνάσιο άλσος της Ανδανίας, στην Οιχαλία να αγωνιστείτε μαζί μου στην Λύρα. Κανένας δεν μπορεί να νικήσει τον ισόθεο Θάμυρι ‘’

Μόλις τέλειωσε τα λόγια του, σιγή έπεσε στο πλήθος, μετά ένα μουρμουρητό και μετά φόβος. Πώς τόλμησε τούτος ο νέος ο καλός μουσικός να ξεστομίσει τέτοια ύβρι πρός τούς θεούς; ο φόβος πως κάτι κακό θα συμβεί τους κυρίεψε, άρχισαν να φεύγουν πρός τους στενούς δρόμους της πόλης λέγοντας προσευχές και ξόρκια. Ο βασιλιάς πήρε την βασίλισσα και μπήκαν στο παλάτι τους, οι επίσημοι αποχώρησαν κι έμεινε πάνω στην εξέδρα μόνος ο Θάμυρις με τα χέρια ακόμη υψωμένα στον ουρανό.
Επάνω στον Ελικώνα οι Μούσες ταράχτηκαν. Θα αφήσουμε αυτόν τον ιταμό υβριστή χωρίς τιμωρία; φώναξε η Τερψιχόρη. Μα τούς θεούς όχι απάντησαν όλες μαζί.
-Εσύ Κλειώ, που είσαι η πιο μεγάλη και πιο σοφή από όλες μας, να ορίσεις την τιμωρία.
-Να χάσει το φως του, να χάσει την αγάπη των ανθρώπων, να ξεχάσει να παίζει λύρα. Είπε η Κλειώ. Μετά επανέλαβαν εν χορό τρείς φορές όλες μαζί την τιμωρία.
Στην Οιχαλία, στο Καρνάσιο άλσος , στεκόταν ακόμη στην εξέδρα με τα χέρια ψηλά ο Θάμυρις, με μισόκλειστα τα μάτια, παρασυρμένος από την μεγάλη δόξα και την ευτυχία, ένιωθε ισόθεος και αθάνατος ήταν έτοιμος να ζητήσει από τούς θεούς να τον ανεβάσουν στον Όλυμπο. Δεν πρόφτασε να ανοίξει το στόμα του και πυκνό σκοτάδι σκέπασε τη ματιά του, άπλωσε τα χέρια μπροστά να κρατηθεί μα έπιασε το κενό, -βοήθειααα, φώναξε στον κόσμο, μα κανένας δεν πλησίασε να τον κρατήσει στο παραπάτημά του. Μα πού πήγε εκείνη η αγάπη του λαού που πριν λίγη ώρα τον έστελνε στα ουράνια, του γέμιζε την ψυχή; Κατάλαβε ότι ήταν θεϊκή τιμωρία, και σήκωσε πάλι τα χέρια ψηλά όχι για να προκαλέσει πλέον, αλλά σε θερμή ικεσία. Κανένας δεν τον άκουγε ,ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι. Η απελπισία τον κυρίευσε ως τα βάθη της ψυχής του, πήρε στα χέρια του τη λύρα να παίξει λίγο για δική του παρηγοριά. Μα η λύρα δεν έβγαζε πιά μελωδίες, αλλά άναρχες νότες, δεν ήξερε πιά να παίζει λύρα, ξέχασε τίς νότες και τα λόγια των ασμάτων, η δυστυχία του ολοκληρώθηκε.
Σκοτείνιαζε πιά και ο Θάμυρις φορτώθηκε στον ώμο τη λύρα του και ψηλαφητά πήγε ως το ποτάμι, τον Χάραδρο. Εκεί τον πήρε ο ύπνος , ένας ύπνος εφιαλτικός, βασανιστικός. Το πρωί, μόλις άκουσε τα πρώτα πουλιά να κελαηδούν, φορτώθηκε πάλι τη λύρα και άρχισε να περπατάει στην όχθη του ποταμού ακούγοντας το νερό που κυλούσε για να μην απομακρύνεται από το ποτάμι. Περπάταγε σιγά, ψηλαφητά, οι αγκαθωτοί θάμνοι του έσκιζαν το πρόσωπο και τα χέρια, δηλητηριώδη έντομα τον τσιμπούσαν παντού, έπεφτε και ξανασηκωνόταν, ψιθύριζε εκκλήσεις σε θεούς και ανθρώπους μα ήταν ανώφελο γιατί κανείς δεν τον άκουγε. Περπάταγε όλη την ημέρα ο Θάμυρις, ώσπου έφτασε εκεί που ο Χάραδρος συναντάει τη Μαυροζούμενα, περπάτησε ακόμη λίγο και αποκαμωμένος σταμάτησε στην όχθη, ξεκρέμασε την άχρηστη λύρα του, τη φίλησε πολλές φορές και την πέταξε - την έβαλε – στο ποτάμι. Από τότε το ποτάμι και το γειτονικό χωριό λέγονται Βαλύρα.
Απελπισμένος , αδύναμος, χωρίς την αγάπη των ανθρώπων με τίς κατάρες των θεών, μακριά από τούς δικούς του, ξάπλωσε ημιθανής στην λασπουριά της όχθης. Τα χέρια του έπεσαν άτονα σε έκταση και ρόγχος έφυγε από το στόμα του. Κανένας δεν τον αναζήτησε. Την άλλη ημέρα τον βρήκαν τα όρνεα.
-Εκεί στη μακρινή Θράκη, ο τυφλός δάσκαλος αφουγκράζεται τα ξένα βήματα. Η μάνα άφησε ανοιχτή την πόρτα να βλέπει στο δρόμο του γυρισμού Μα όσο κι αν ζήσει ο δάσκαλος, όσο κι αν περιμένει η μάνα, δεν θα ιδούνε ποτέ πάλι τον Θάμυρι...

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: