Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η γερμανική πολιτική και επιχειρηματική ηγεσία έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο, που τείνει να μετατρέψει τα επόμενα χρόνια όλες τις χώρες της Ευρωζώνης σε φτηνές βάσεις παραγωγής της Γερμανίας:
- Το 1995, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Γερμανία έφθασε στο ιστορικό αποκορύφωμά του και έκτοτε πάγωσε, με συνεχείς μεταρρυθμίσεις που συμπιέζουν τα εισοδήματα των εργαζομένων, με «αντάλλαγμα» τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Παράλληλα, συμπιέζεται και η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, που θα μπορούσαν να εξάγουν οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης στην Γερμανία.
- Το αποτέλεσμα της φρενήρους κούρσας της Γερμανίας προς όλο και μεγαλύτερη μείωση του εργατικού κόστους είναι δραματικό, ιδιαίτερα για τις χώρες του Νότου, αλλά τελευταία και για την Γαλλία: το κόστος εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 17% από το ’95, της Ισπανίας κατά 30% και της Ιταλίας κατά 75%. Τα διεθνή μερίδια αγοράς των χωρών του νότου συρρικνώνονται, ενώ το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έχει ξεπεράσει τα 120 δις. ευρώ και είναι πλέον υπερδιπλάσιο από το πλεόνασμα της Γαλλίας (49 δις. ευρώ).
- Η δημιουργία της νομισματικής ένωσης έδωσε ακόμη μεγαλύτερα πλεονεκτήματα στην Γερμανία, διευρύνοντας τις ανισορροπίες: οι χώρες που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τη γερμανική κούρσα ανταγωνιστικότητας έχουν χάσει τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των νομισμάτων τους, ενώ τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια που έχει διατηρήσει η ΕΚΤ εδώ και δέκα χρόνια εξυπηρετούσαν μεν τη γερμανική οικονομία, που είχε χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, αλλά συνέβαλαν στη μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών και δημόσιων χρεών στις χώρες του Νότου, όπως και στην αύξηση των ελλειμμάτων των ισοζυγίων πληρωμών.
- Η παγκόσμια κρίση επέτεινε το πρόβλημα, καθώς οι χώρες του Νότου βρέθηκαν αντιμέτωπες με το πάγωμα της ανάπτυξης και με νέα χρέη, για να στηρίξουν τις οικονομίες στη διεθνή ύφεση, η Γερμανία πάτησε ακόμη περισσότερο το «γκάζι» των εξαγωγών, για να τις χρησιμοποιήσει ως μηχανισμό εξόδου από την κρίση και παράλληλα συγκράτησε ακόμη περισσότερο το εργατικό κόστος, βυθίζοντας ακόμη χαμηλότερα τη ζήτηση στην αγορά της.
Καθώς οι χώρες του Νότου, με πρώτη την Ελλάδα, γονατίζουν από το βάρος των χρεών και της οικονομικής καχεξίας, η Γερμανία περνά στο επόμενο και πιο επικίνδυνο στάδιο της πολιτικής της, που έχει θορυβήσει ακόμη και την Γαλλία, ιστορικό εταίρο των Γερμανών στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μετά το μακελειό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Γερμανοί, αρχής γενομένης από την Ελλάδα, προτείνουν σε όσες χώρες «γονατίζουν», αντιμετωπίζοντας τεράστια ανοίγματα στο ισοζύγιο πληρωμών, που είναι το πραγματικά σοβαρό πρόβλημα, πέρα από τα δημοσιονομικά ελλείμματα, μια συνταγή που δεν έχει ακολουθηθεί καν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: εισηγούνται αιματηρά μέτρα σταθεροποίησης, χωρίς καν να παρέχεται στα κράτη η χρηματοδοτική στήριξη που συνοδεύει πάντα ακόμη και τα σκληρότερα προγράμματα του ΔΝΤ.
Πρόγραμμα ΔΝΤ, χωρίς λεφτά ΔΝΤ
«Η Ελλάδα εφαρμόζει πρόγραμμα του ΔΝΤ, χωρίς τα λεφτά του ΔΝΤ», επισήμανε χθες χαρακτηριστικά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο διεθνούς φήμης καθηγητής Ζαν Πισανί-Φερί, συμφωνώντας απόλυτα με την τοποθέτηση, νωρίτερα, του Γιώργου Παπανδρέου στην ίδια συζήτηση. «Η Ευρώπη πρέπει να θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα υπό όρων παροχής βοήθειας», τόνισε ο καθηγητής, αλλά την ίδια ώρα η γερμανική πλευρά επέμενε σε μια «κλειστή» ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, λέγοντας συνεχώς «όχι» στην υποστήριξη της Ελλάδας.
Εφαρμογή «αιματηρών» μέτρων λιτότητας (η BNP έχει τονίσει ότι η Ελλάδα εφαρμόζει το αυστηρότερο πρόγραμμα που έχει τεθεί σε εφαρμογή από το 1978!) χωρίς χρηματοδοτική υποστήριξη οδηγεί σε κάθετη υποχώρηση εισοδημάτων και βαριά υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου μιας χώρας. Η γερμανική ηγεσία, όμως, δεν φαίνεται να θορυβείται από την προοπτική αυτή, ούτε και να ανησυχεί από τον κίνδυνο πτώχευσης μιας ή περισσότερων χωρών. Στην πιο ακραία εκδοχή της γερμανικής πολιτικής, που πλέον υιοθετείται και δημόσια από την Μέρκελ ή τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όποιος δεν μπορεί να μείνει στο ευρώ, μπορεί και να φύγει!
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι θα εκπληρωθεί ο επόμενος στόχος του γερμανικού σχεδίου: χώρες με τρομακτικά οικονομικά προβλήματα, που θα είναι υποχρεωμένες να υποστούν βαθιά ύφεση και συμπίεση εισοδημάτων, θα είναι έτοιμες να ενδώσουν στις επεκτατικές διαθέσεις των γερμανικών πολυεθνικών.
Το οικονομικό Δ’ Ράιχ ευελπιστεί, ότι για πρώτη φορά από την έναρξη της ευρωπαϊκής διαδικασίας ενοποίησης, θα σπάσουν οι εθνικές γραμμές αντίστασης στις εξαγοράς στρατηγικών επιχειρήσεων από ξένες εταιρείες και, αργά ή γρήγορα, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ασθενέστερων χωρών θα περάσουν με ελάχιστο κόστος στα χέρια γερμανικών, ώστε να επεκτείνουν θεαματικά τις βάσεις παραγωγής τους και να συνεχίσουν με νέα μέσα και δυνατότητες την κούρσα ανταγωνιστικότητας, για την κατάκτηση μιας παγκοσμίως πρωταγωνιστικής θέσεις, δίπλα στις εξαγωγικές υπερδυνάμεις της Ασίας, νέες και αναδυόμενες.
Άλλωστε, αυτή την επέκταση παραγωγικής βάσης προώθησαν με επιτυχία οι Γερμανοί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και σε αυτή την επέκταση στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό το διεθνές ανταγωνιστικό θαύμα των τελευταίων ετών από τις γερμανικές πολυεθνικές. Σήμερα, όπως ιστορικές βιομηχανίες, σαν την τσεχική Skoda, βρέθηκαν στον έλεγχο γερμανικών πολυεθνικών με ψίχουλα, οι Γερμανοί ελπίζουν ότι κάτι ανάλογο θα επαναληφθεί και σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης, όσο αυτές θα βρίσκονται σε όλο και μεγαλύτερη οικονομική αδυναμία.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που συμβαίνει με τον ΟΤΕ: την ώρα που η Ελλάδα βρίσκεται με το πιστόλι στον κρόταφο και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο χρεοκοπίας, οι Γερμανοί της Deutsche Telekom έχουν ζητήσει επισήμως την άδεια από το υπουργείο Οικονομικών, για να αγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί μετοχές του Οργανισμού από το Χρηματιστήριο και να αποκτήσουν την πλειοψηφία και τον πλήρη έλεγχο. Προς το παρόν η κυβέρνηση αρνείται την… ευγενική προσφορά, αλλά ουδείς γνωρίζει πόσο ακόμη θα αντέξει την πίεση.
Αν η Ελλάδα πέσει σε ακόμη βαθύτερη ύφεση, πτωχεύσει ή εκδώσει δραχμές με τριτοκοσμικές ισοτιμίες με το ευρώ, ίσως το κακόγουστο αστείο γερμανικών media («πουλήστε την Κέρκυρα ή την Ακρόπολη για να σωθείτε») να πάψει να είναι τόσο αστείο: μετρημένες στα δάχτυλα γερμανικές πολυεθνικές και εύποροι Γερμανοί θα μπορούν να αγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί από στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις, μέχρι τα καλύτερα «φιλέτα» του ελληνικού real estate.
Το ξύπνημα της Γαλλίας
Για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η απειλή αρχίζει να γίνεται πλέον ορατή. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρώπης, υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, η Κριστίν Λαγκάρντ, καταφέρθηκε ευθέως αυτή την εβδομάδα κατά της γερμανικής πολιτικής, από τις στήλες μάλιστα της βρετανικής «ναυαρχίδας» του οικονομικού Τύπου, των Financial Times. Η Λαγκάρντ καυτηρίασε τη συνεχή μείωση του εργατικού κόστους στη Γερμανία, για να ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα, καθώς διαπιστώνει ότι οι γαλλικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να πουλήσουν αγαθά στο βασικό εμπορικό εταίρο της Γαλλίας.
Οι Γάλλοι διαπιστώνουν με έκπληξη, ότι ο ιστορικός συμβιβασμός των αρχών της δεκαετίας του ’90, όταν η Γερμανία δέχθηκε να θυσιάσει το πολύτιμο μάρκο της στο βωμό της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αρχίζει να χάνει την αξία του, όσο το Βερολίνο εφαρμόζει μια ακραία επιθετική πολιτική στο εμπορικό και οικονομικό πεδίο, θυσιάζοντας αυτή τη φορά όχι τις ζωές στρατιωτών, αλλά τα εισοδήματα πολιτών. Η Γερμανία, όπως διαπιστώνει το Παρίσι, δεν ακολουθεί πλέον πολιτικές σύγκλισης και ενίσχυσης των θεσμών οικονομικής συνεργασίας, αλλά στρατηγικές που επιτρέπουν όλο και μεγαλύτερες αποκλίσεις, ανάμεσα στους ισχυρούς και τους ασθενέστερους οικονομικά στην Ευρωζώνη.
Οι Γάλλοι βλέπουν με αγωνία το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας να αυξάνεται με ρυθμούς που οι ίδιοι είναι αδύνατο να παρακολουθήσουν, χωρίς να θυσιάζουν εργατικές κατακτήσεις δεκαετιών και το βιοτικό επίπεδο που σήμερα απολαμβάνουν και δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν τη γερμανική προέλαση.
Από μια άλλη οπτική γωνία, επίσης, το master plan των πολιτικών της Δεξιάς και των συμμάχων τους στη γερμανική βιομηχανία αρχίζει να ενοχλεί τους τραπεζίτες στην ίδια τη Γερμανία: η ΕΚΤ διαφωνεί με την προτροπή στην Ελλάδα να απευθυνθεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γιατί αντιλαμβάνεται, ότι η Ουάσιγκτον θα βάλει με αυτό τον τρόπο «πόδι» στην επικράτειά της, ενώ ο Γιόζεφ Άκερμαν της Deutsche Bank προειδοποίησε χθες την Μέρκελ, ότι αν η Ελλάδα δεν στηριχθεί, θα έχουν πολλά να χάσουν οι γερμανικές και οι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, ως έμπειρος στη διεθνή διπλωματία, έχει διαγνώσει την τάση απομόνωσης που έχει δημιουργήσει στην Ευρώπη η στρατηγική και οι τακτικές της γερμανικής ηγεσίας και επιδιώκει να το εκμεταλλευθεί στο έπακρο. Έχοντας κερδίσει την υποστήριξη της Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Γαλλίας και των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο αίτημα της Ελλάδας να παρουσιασθεί επιτέλους δημόσια ο μηχανισμός στήριξης της χώρας που θα ενεργοποιηθεί αν χρειασθεί, ο κ. Παπανδρέου σχεδιάζει να ολοκληρώσει τη διπλωματική του εκστρατεία στη Σύνοδο Κορυφής του Βερολίνου, στις 25 Μαρτίου.
Το μήνυμά του προς τους ηγέτες θα είναι απλό: «αν δεν μας στηρίξετε, προσφεύγουμε άμεσα στο ΔΝΤ». Οι περισσότεροι ηγέτες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν ήδη υποστηρίξει το αίτημα της Ελλάδας και πλέον θα κληθεί η γερμανική ηγεσία να δώσει την οριστική της απάντηση, αντιμετωπίζοντας πιθανότατα συνθήκες πολιτικής απομόνωσης πρωτοφανείς στο χρονικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πολιτικοί παρατηρητές τονίζουν, ότι δεν θα είναι εύκολο για την κυβέρνηση Μέρκελ να πει ένα «όχι» που ουσιαστικά θα κλονίζει τα θεμέλια της μεταπολεμικής συνεργασίας στην Ευρώπη, που έχει προσφέρει 70 χρόνια ειρηνικής συνύπαρξης των ευρωπαϊκών λαών. Αν οι Γερμανοί υποχρεώσουν τους εταίρους τους να αμυνθούν απέναντι σε μια νέα γερμανική προέλαση, έστω ειρηνική αυτή τη φορά, το Βερολίνο θα έχει πολλά να χάσει: η ιστορία έχει αποδείξει, ότι η γερμανική ισχύς μπορεί να φαίνεται ανυπέρβλητη, αλλά αργά ή γρήγορα δημιουργεί τόσο ισχυρές αντισυσπειρώσεις, που οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα στην ήττα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου