Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Ρέππας
Αν υπάρχει πράγματι μνημονιακή παραίτηση από το δικαίωμα συμψηφισμού των χρεών μας με τα χρέη της Γερμανίας προς εμάς, θα προσπαθήσω από τώρα να απαντήσω στο βασικό ερώτημα του ειδικού δικαστηρίου, που θα συσταθεί από την επόμενη κυβέρνηση: πρόκειται για σύγχρονους δωσίλογους, ή πολιτική επιλογή;. Την «συμπάθεια» μου και την «εκτίμηση» μου προς την κυβέρνηση και το πολιτικάντικο συνάφι, την έχω δείξει στα προηγούμενα κείμενα, ωστόσο ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος δικαιούται να δικάζει (ως αναμάρτητος) με συνοπτικές διαδικασίες.
Το πράγμα εκ πρώτης δείχνει εθνική προδοσία, που ούτε οι κατοχικές κυβερνήσεις δεν αποτόλμησαν. Ωστόσο οι «τολμήσαντες» θα αντιτείνουν, πως μερικές δεκάδες δις δεν μας λύνουν το πρόβλημα και αντίθετα η διεκδίκηση τους θα προξενούσε μεγαλύτερα (προβλήματα). Απάντηση: Δεν είναι ακριβώς έτσι, γιατί τα (απλήρωτα) δάνεια των Γερμανών προηγούνται και μπορούμε να τα θεωρήσουμε ως αίτιο του (αρχικού) δικού μας δανεισμού. Από τα εκατοντάδες δις που χρωστάμε, μόνο 50 δις έφτασαν στα ταμεία μας· όλα τα άλλα είναι ανακυκλούμενοι τόκοι και ανατοκισμοί. Συνεπώς συμψηφισμός δεν είναι να αφαιρέσουμε 30 δις από το χρέος, αλλά από το κεφάλαιο χρέους και να παραγραφούν όλοι οι αναλογούντες τόκοι και ανατοκισμοί, δηλαδή τα 3/5 του συνολικού χρέους.
Από την άλλη όμως, αν και φαίνεται για μεγάλη ανακούφιση αυτό, δυστυχώς δεν είναι. Είναι ένα κούρεμα, απολύτως δίκαιο μεν, αλλά απαράδεκτο από τους ισχυρούς (όχι μόνο από τους Γερμανούς). Δεν είναι ανακούφιση λοιπόν, γιατί αν δικαιωθούμε (μετά από μακρές διαδικασίες) θα κληθούμε να αποπληρώσουμε τα υπόλοιπα χωρίς νέους δανεισμούς. Όπως και νάχει δηλαδή, είτε με την μέθοδο του ξεπουλήματος, είτε με συμψηφισμούς και κουρέματα, θα φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα: ότι θα πρέπει να ζήσουμε με την δική μας παραγωγή και αυτή η παραγωγή δεν μπορεί να είναι γραφειοκρατική χαρτούρα.
Βέβαια «μπορούμε» να αναιρέσουμε την συνθήκη του Λονδίνου και να λογαριάσουμε όλες τις ζημιές, που μας έχουν προξενήσει (και τις παρεπόμενες από την μη καταβολή των δανείων και των αποζημιώσεων) και να ανεβάσουμε τον λογαριασμό στο ένα τρις. Τι νόημα όμως έχει αυτό; (πέραν του να τους πούμε λεκτικώς «μας χρωστάτε ρε κερατάδες· δεν σας χρωστάμε») Αν το πούμε, θα μας τα δώσουν; Ούτε το να ξεπουλάμε λοιπόν, ότι μας απέμεινε, έχει νόημα (γιατί χρεωνόμαστε κι άλλο) αλλά ούτε να νομίζουμε, ότι θα την βγάλουμε με δίκες και τέτοια.
Αφού λοιπόν δεν θα αποφύγουμε την πτώχευση, γιατί ξεπουλάμε ακόμη και αυτά που μας χρωστούν για λίγα δανεικά παραπάνω; Η (πιθανότερη) απάντηση τους είναι: γιατί δεν παίρνουμε μόνο τα δανεικά, αλλά και τις ενισχύσεις της Ε.Ε.. Βλέπουμε λοιπόν, ότι κάτι που αρχικά φαίνεται πολύ χοντρή εθνική προδοσία, με πιο ψύχραιμη εξέταση γίνεται πολιτική επιλογή (με την οποία βέβαια διαφωνώ).
Παρότι συμφωνώ με τον μονομερή συμψηφισμό (και μάλιστα με την ακραία μορφή της καταγγελίας της συμφωνίας του Λονδίνου ως προϊόν χυδαίου εκβιασμού εκ μέρους των «συμμάχων» μας) διαφωνώ με τα μπαρμπούτσαλα, ότι τάχαμτες αυτό θα μας σώσει. Ένα μόνο θα μας σώσει: δουλειά ουσίας. Δεν είναι ανάγκη να πεθάνουμε στην δουλειά (για όσους τους τρόμαξε το «ξινιάρι που βογγάει») πρέπει όμως να κάνουμε (όλοι) δουλειά ουσιαστικής κοινωνικής ωφέλειας. Η γραφειοκρατία δεν είναι εξ ολοκλήρου άχρηστη, ωστόσο πρέπει να περιοριστεί στο απολύτως απαραίτητο. Κάθε υπερβολή που αποσκοπεί στην δήθεν πλήρη καταγραφή της πραγματικότητας καταντάει ανυπέρβλητο πρόσκομμα στην ίδια την (αναγκαία) εξέλιξη της πραγματικότητας. Ενας άλλος παράγοντας που γεννάει από μόνος του ατέλειωτες γραφειοκρατικές διαδικασίες είναι η περίεργη ανοχή του νομοθετικού πνεύματος αυτής της χώρας στην λαμογιά, τον παραβατισμό, τον ωχαδερφισμό, διασπείροντας το κόστος της αντικοινωνικής συμπεριφοράς σε δίκαιους και αδίκους. Για παράδειγμα, ποιος έντιμος άνθρωπος θέλει για πάρτι του φορολογικό απόρρητο; (Για την ακρίβεια, ποιος θα ήθελε φορολογικό απόρρητο, αν η φορολογία ήταν λογική;) Δεν γνωρίζει ο σοφός νομοθέτης, τι σόι άνθρωποι θέλουν τέτοια απόρρητα; Δεν γνωρίζει την τεράστια γραφειοκρατική ταλαιπωρία, με την οποία επιβαρύνει τον έντιμο πολίτη, για να δώσει κάλυψη στον απατεώνα; Δεν γνωρίζει, ότι αυτός ο γραφειοκρατικός όγκος, απασχολεί ανάλογο όγκο εργασιακού προσωπικού; Δεν γνωρίζει, ότι δημιουργεί συνθήκες άνισου ανταγωνισμού σε βάρος των έντιμων φορολογουμένων;
Ας διορθώσουμε εμείς το χάλι μας και θα αλλάξει η στάση όλων απέναντι μας. Ούτε τώρα είναι ανθέλληνες, ούτε μετά θα γίνουν φιλέλληνες. Μας δέχτηκαν στην Ε.Ο.Κ. πολύ πριν δεχτούν χώρες με πολύ μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή παράδοση. Δεν λέω ότι αυτό δείχνει κάποιας μορφής φιλελληνισμό· πιστεύω ότι έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη που έδειξαν στον Ελληνικό δυναμισμό (που γνώριζαν από τους Ελληνες της διασποράς). Η μέχρι τότε περιορισμένη στον αρχικό πυρήνα ένωση έπρεπε να μεγαλώσει, για να ορθώσει ανάστημα απέναντι σε Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ. και η Ελλάδα (πέραν της διπλωματικής επιτυχίας των τότε κυβερνήσεων) είχε τα εχέγγυα του δυναμισμού των Ελλήνων και του φυσικού της πλούτου. Είχε τα φόντα να γίνει δυναμικός εταίρος και όχι απλά κιμπάρης πελάτης, που πληρώνει με δανεικά. Φυσικά και θα ήθελαν για τα προϊόντα τους μία δυναμική αγορά, που αγοράζει όμως με δικά της λεφτά, από τα δικά της προϊόντα· δεν βλέπω τίποτα το πονηρό σε αυτό. Δεν ήταν λοιπόν οι αρχικές προθέσεις τους ίδιες με την σημερινή τους στάση. Σήμερα ετοιμάζονται να ξυλεύσουν την πεσμένη δρύ. Μας ξέγραψαν από πιθανούς εταίρους· συνεπώς με τις σημερινές συνθήκες άγριου καπιταλισμού, είμαστε ένα ξεγραμμένο θύμα, που προτιμάνε να φάνε οι ίδιοι.
Που είναι ο Ελληνικός δυναμισμός, που πάνω του πόνταραν πριν τριάντα χρόνια, εκείνοι που σήμερα ποντάρουν στην χρεοκοπία μας; Τα χρέη μπορούν να κουρευτούν, να ξυριστούν και να μπουν «στο χρονοντούλαπο της ιστορίας». Αν αλλάξουμε την δομή της οικονομίας μας θα πεισθούν, ότι δεν είναι ανάγκη να πάρουν την ΔΕΗ, τα λιμάνια και τα πεύκα και οφείλουν του λοιπού να μας λογαριάζουν για ισότιμους εταίρους. Αν αρνηθούν (που δεν θα το κάνουν) μπορούμε να τους στείλουμε να κουρεύονται, γιατί αν μάθουμε να ζούμε με τις δυνάμεις μας δεν θα τους έχουμε ανάγκη. Τότε πράγματι θα μπορούμε να διαπραγματευτούμε με άλλους πιθανούς οικονομικούς εταίρους (Ρωσία, Κίνα) γι αυτό είπα, ότι δεν θα το κάνουν. Ετσι όπως είμαστε, τι να διαπραγματευτούμε με τους γίγαντες; Αν θα χρησιμοποιήσουν βαζελίνη ή όχι; Δεν θα χρησιμοποιήσουν, γιατί δεν κάνουν τέτοιες χάρες ούτε στους δικούς τους λαούς. Απλά θα μας μεθύσουν, για να μας παρασύρουν στον οντά τους· «ελάτε αγαπημένοι μας Ελληνες· εμείς εκτιμάμε τον πολιτισμό σας, θα αναλάβουμε τα χρέη σας, θα σας στείλουμε μιλιούνια τουρίστες, θα είμαστε ισότιμοι συνέταιροι και αιώνιοι βλάμηδες»… Μου θυμίζει το ανέκδοτο με την τουρίστρια στην Κωνσταντινούπολη, που όπου πήγαινε (αγανακτισμένη) να καταγγείλει τον βιασμό, την ξαναβιάζανε.
Εκείνοι που μας ήθελαν για εταίρους, τώρα θέλουν να μας αρπάξουν και τα τελευταία ασημικά για ένα ξεροκόμματο. Είναι αδικαιολόγητοι; Αφού θα χάσουν από τα ομόλογα (και τις ενισχύσεις, που δεν έπιασαν τόπο) θα ρεφάρουν την ζημιά με αυτόν τον τρόπο. Αν κάτσουμε να λογαριάσουμε όλα όσα εισέπραξε η Ελλάδα (ως σχέδιο Μάρσαλ, ως δάνεια, ως Ευρωπαϊκές ενισχύσεις) ίσως να μην υπολείπονται πολύ των όσων της χρωστούσαν. Αν κοιτάμε μόνο το δικό μας δίκιο και προσπερνάμε το δίκιο του αντιδίκου, δεν είμαστε δίκαιοι, είμαστε εγωιστές. Εγώ προτείνω μεν τον συμψηφισμό όλων όσων μας χρωστάνε (και των παραγεγραμμένων από την συνθήκη του Λονδίνου, ή άλλες εκβιαστικές συνθήκες) με τις αναπροσαρμογές σε αγοραστική αξία και όλους τους νόμιμους τόκους, αλλά και όλων όσων πήραμε, όχι μόνο των δανείων. Ετσι χωρίζουν αξιοπρεπώς τα τσανάκια τους οι άνθρωποι. Δεν έχω κάνει τον λογαριασμό, γιατί δεν έχει και καμία σημασία, αν θα τα λογαριάσουμε έτσι ή αλλιώς. Εκ των πραγμάτων και εμείς θα ξεχάσουμε τα δικά τους χρέη και εκείνοι τα δικά μας. Σημασία έχει τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα, ώστε να είμαστε αυτάρκεις. Ότι ξεπουλήσει η κυβέρνηση, μπορούμε να το πάρουμε πίσω χωρίς καμία αποζημίωση, αρκεί να μπορούμε από εδώ και πέρα να την βγάλουμε μόνοι μας. Οι «μεγάλοι» το ξέρουν αυτό, γι αυτό αν δώσουμε δείγματα (παραγωγικής) γραφής, δεν θα τραβήξουν τα πράγματα στα άκρα. Η επιλογή να μας τα πάρουν όλα είναι η έσχατη, όχι η πρώτη· γνωρίζουν τον κίνδυνο της κοινωνικής εξέγερσης (και της ζημιάς που θα έχουν από αυτήν). Ποια εξέγερση φοβόνται όμως; Εκείνη που μπορεί να διαχειριστεί το μετά. Τώρα τι να φοβηθούν από τις απειλές ότι θα αλλάξουμε νταβατζή; Θα μας πουν «πηγαίνετε να σας ξεπουπουλιάσουν αυτοί, για να μας γυρίσετε ήσυχες και ταπεινωμένες κοτούλες». Αυτά πρέπει να λογαριάζουμε και αυτά πρέπει να λένε στον λαό οι κύριοι καθηγητές, που μας έχουν πρήξει αν το μνημόνιο είναι νόμιμο, ή παράνομο. Αυτά ο απλός χωρικός στην επαρχία τα ήξερε και τώρα τα καταλαβαίνει καλύτερα και αρχίζει να κάνει τα κουμάντα του σε προσωπικό επίπεδο. Στα αστικά κέντρα όμως ο λαός δεν έχει καν την διέξοδο αυτής της σχετικής αυτάρκειας και έχει ήδη χάσει την υπομονή του. Τι κάνουν όσοι διεκδικούν εξουσία για τον σχεδιασμό της επόμενης μέρας; (της ημέρας δηλαδή, που θα πρέπει να ζήσουμε με την δική μας παραγωγή) Απολύτως τίποτα· απλά υποδαυλίζουν την οργή των πολιτών, λες και αυτό από μόνο του θα λύσει τα προβλήματα.
Είμαστε σε σταυροδρόμι και πρέπει να διαλέξουμε. Δύο είναι οι δρόμοι: ο ένας είναι ο (σημερινός) δρόμος της πλήρους υποταγής, ο οποίος το βλέπουμε, οδηγεί και πάλι στην πτώχευση και ο οποίος δεν είναι δρόμος μόνο της κυβέρνησης, αλλά και όλων όσων θα έκαναν… «καλύτερη διαπραγμάτευση», χωρίς το διαπραγματευτικό ατού της αυτάρκειας. Ο άλλος είναι ο δρόμος του συμψηφισμού και γενικώς της άρνησης πληρωμών. Όπως είπα, υποστηρίζω τον (πλήρη) συμψηφισμό, αλλά αν μείνουμε σε αυτό, θα είναι το ίδιο καταστροφικός δρόμος με τον πρώτο. Αυτοί που σήμερα λένε «λεφτά υπάρχουν· θα τα πάρουμε από την πλουτοκρατία» απλά μας ξαναλένε τις εξυπνάδες του Γεώργιου Β΄. Με τα ίδια ακριβώς λόγια θα την ξαναπατήσουμε; Στην τελική όμως θα συμφωνήσω: λεφτά υπάρχουν, αλλά είναι στα χέρια μας· μην τα ψάχνουμε στις τσέπες κανενός. Τα χωράφια υπάρχουν, δεν τα εξανέμισε η κρίση· τα εργοστάσια, οι δρόμοι, τα μηχανήματα, εξακολουθούν να υπάρχουν. Από εκεί θα βγούν τα λεφτά και εκεί πρέπει να κοιτάμε για δουλειά και να αφήσουμε τα κουτοπόνηρα «εγώ σπούδασα πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες και θέλω ανάλογη εργασία και μισθό». Και μπάλα να έπαιζες παλικάρι μου, πιο χρήσιμος θα μας ήσουν (γιατί θα μας διασκέδαζες τουλάχιστον). Αν πάλι άλλες χώρες κάνουν κρα για τις γνώσεις σου, στο καλό και να μας γράφεις. Στην θέση που αφήνεις θα έλθουν Πακιστανοί, Αλβανοί, Βούλγαροι και αυτοί επάξια θα είναι οι αυριανοί Ελληνες, γιατί δέχτηκαν να κάνουν τις δουλειές, που δεν σου επιτρέπει η επιστημονική σου ιδιότητα. Αν το όνειρο, που σου στερεί η πατρίδα, ήταν να μας κάτσεις και εσύ στον σβέρκο (όπως οι «άμοιροι» ευθυνών καθηγητάδες σου), είναι σωστός ο δρόμος της ξενιτιάς. Εκεί θα μάθεις πως κατακτιέται η ιθαγένεια, γιατί εδώ την πήρες τζάμπα και δεν την εκτίμησες. Το πρόβλημα μας δεν είναι αν θα μας φύγουν χολωμένοι οι των «πολιτικών και κοινωνικών επιστημών», το πρόβλημα μας είναι μην μας φύγουν οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι (και τότε την κάτσαμε την βάρκα). Και μην ξεχνάς παλικάρι μου φεύγοντας, πάρε μαζί σου τον Αδωνι, τον Ψωμιάδη και τους άλλους προδομένους γιατί καίγεται το φυλλοκάρδι μου όταν βλέπω τις πληγές που τους ανοίγει η ρουφιάνα η πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου