Τούτος ο λαός, πάσχει από έλλειψη Παιδείας και ιστορική γνώση.Ή που θα ξεχνά το ένδοξο ιστορικό παρελθόν του, ή που θα αγωνίζεται με την ψυχή του, για να εμποδίσει τους διαστρεβλωτές της Ιστορίας του.Κάποιοι, με τους αγώνες τους τιμούν τους προγόνους τους και στέλνουν γνώσεις και μηνυματα ακόμα και σε μια εποχή που η Ιστορική μνήμη αργοπεθαίνει.Κι ένας λαός χωρίς ιστορική μνήμη, είναι νεκρός.Ευχαριστούμε τον Πρόεδρο του Συλλόγου "ΕΥΝΟΜΙΑ"της Αδούλωτης Μάνης, για την υπενθύμιση της Ιστορίας μας και των ένδοξων σελίδων του αγώνα μιας άλλης εποχής.
Της Βέργας το μοιρολόγι...
Της Μοίρας χέρι σ'όρισε ορόσημο να γίνεις
για την ψυχή της λευτεριάς και την ψυχή να δίνεις,
τα σύνορα της Μάνης μας εσύ να προσδιορίζεις
και δόξα και παλικαριά σε όλους να θυμίζεις .
Άψυχη πέτρα στην νυχτιά πήρες μορφή θανάτου
του κάτω κόσμου τις μορφές να βάλλεις aπό κάτου
να σημαδέψεις τη ζωή εκείνων που ταγμένοι
φυλάγανε την άνοιξη μπαρουτοκαπνισμένοι,....
και με το βλέμμα του θεού πούβλεπε από πάνω
στάχτη γινήκαν κουρνιαχτός σαν βότσαλα στην άμμο,
εκείνοι οι αγαρηνοί το άθεο ασκέρι
είδαν το χάρο νάρχεται με δίκοπο μαχαίρι.
Κι όσοι γλιτώσαν από εκεί ακόμα τώρα τρέχουν
στης θάλασσας τρικάταρτα ελπίδα μήπως έχουν.
Αφήσανε τα όπλα τους αφήσαν την τιμή τους
της λευτεριάς το τίμημα το πήρανε μαζί τους,
για να το λένε κλαίγοντας το χάροντα πως είδαν
στης Βέργας την ξηρόμανδρα που δεν τον ματαείδαν.
Πέρασαν χρόνοι εκατό και ακόμα πάρα πέρα
στη ίδια μάνδρα στήσανε την προσβολή μια μέρα,
σαν φλάμπουρο ανάποδο σχισμένο ντροπιασμένο
χαρτί του κράτους σήμερα διπλά (!)υπογεγραμμένο
δήλωνε πως της λευτεριάς το αίμα των παιδιών της
χαμένο πότισε τη γη στα χέρια των εχθρών της.
Οι Τούρκοι φύγανε ξανά και δεν ξαναγυρίσαν
δεν ήθελαν δεν μπόρεσαν μαυτά που αντικρίσαν
όμως πίσω τους έμεινε μετά από τόσα χρόνια
το χέρι του Χρισταρνητή με τα μαλλιά σαν χιόνια
να υπογράφει περισσά χωρίς ντροπή καμία
στης Μάνης Τούρκοι θάφτηκαν τα ιερά μνημεία,
τους Πύργους Τούρκοι κτίσανε που ήξεραν τα μέρη
κι αγάδες κι αγαρηνοί μέσα στο μεσημέρι
σεργιάναγαν στης Μάνης μας τα χώματα τα άγια
για να αποκτήσει ο άνανδρος δόξα, τιμή, προσφάγια.
Ετσι χωρίς φιλότιμο καρδιά αίμα και τύψεις,
έγραψε πως για ν΄ανεβείς θα γλύψεις και θα σκύψεις .
Kαι τόλμησε το ιερό της Μάνης άγιο χώμα
να το «δωρίσει» στον εχθρό τον εικοστό αιώνα.
Αλίμονο στα τέκνα μας εσείς που κυβερνάτε,
που στων εχθρών το πέρασμα τα χέρια σας κτυπάτε.
Και δώσατε προαγωγή χωρίς ντροπή καμία
σ αυτούς που για σημαία τους κάναν την ατιμία.
Κάποιοι στο τοίχο στήσανε όλη της Ιστορία
πίναν ούζο και τσίπουρο και κάνουν φασαρία
για να γιορτάσουν σίγουρα αυτό που είχαν κάνει
που φόρεσαν στη Μάνη μας αγκάθινο στεφάνι.
Και βλέπουνε τα αίματα τη γη μας να ποτίζουν
κι αυτοί αχόρταγοι ταγοί εαυτούς να λιβανίζουν.
Υπάρχει κράτος σήμερα που ακούει και θυμάται
'η μήπως στης πολιτικής τον καναπέ κοιμάται
και περιμένει στη γωνιά να σβήσουνε τα φώτα
να βγουν οι καλικάντζαροl να είναι όπως και πρώτα;
Επιστολές τους έστειλα πάνω από είκοσι δύο !
τη Μάνη να βοηθήσουνε να μη κοπεί στα δύο
μα αυτοί ντροπή δεν έχουνε τη μοιρασιά θυμούνται
κι απ την πολυφαγία τους πέφτουν βαθιά κοιμούνται.
Και περιμένουνε ξανά στις εκλογές να ρθούνε
ντυμένοι έτσι δα απλά μπας και συγκινηθούμε
Την Μάνη να παινέψουνε απάτητη (!)να πούνε
και φεύγοντας να τιναχτούν (!) τα χώματα μη δούνε.
Ετσι σε κάθε εκλογές οι νεκραναστημένοl
Μανιάτες που θυσιάστηκαν εμπρός τραυματισμένοι
Γιoρτάζoυν μεσ΄ στα μνήματα χορεύουν τραγουδάνε
Το μοιρολόγι της ντροπής τα τύμπανα χτυπάνε,
το βλέμμα τους ταγριωπό ποιος από σας τολμάει
να συναντήσει και να πει γιατί τους πολεμάει
γιατί πουλήσαν το Χριστό πουλήσανε την Μάνη
και τρικυμία φέρανε στου Άδη (!) το λιμάνι;
7/11/2005. Το...Μανιατοπαίδι.
Νίκος Μαντάγαρης
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΕΡΓΑΣ Του Αντώνη Ξεπαπαδάκου, Ιστορικού, Συγγραφέα, Σκηνοθέτη. Η αυταπάρνηση, η τόλμη, το θάρρος, η ανδρεία και πατριωτική Αρετή των θρυλικών ηρωίδων δρεπανηφόρων Μανιατισσών ελάμπρυναν τον Ιερό Αγώνα του Εικοσιένα και διέσωσαν τη φυλή και την Πατρίδα από βέβαιον εξολοθρεμοαφανισμό. Η ανεκτίμητη αυτή εθνική προσφορά των γυναικών της Μάνης θα φανή, νομίζομε, ως αυταπόδεικτη από τα Ιστορικά ντοκουμέντα, τα οποία ευθύς αμέσως θα παραθέσωμεν... Ο επάρατος διχασμός στα 1824-25 έχει ανοίξει πολύ βαθειές πληγές στο καταματωμένο σώμα της νεκραναστημένης Ελλάδος. Ο Γιουσούφ Πασάς κρατά ακόμα γερά την Πάτρα, ή Εύβοια είναι τουρκοκρατημένη, η Ρούμελη αποδυναμωμένη, ο Κιουταχής πολιορκεί στενά το Μεσολόγγι και μερικά από τα Ρουμελιώτικα σώματα πού κατεβαίνουν προς υποστήριξη των Κυβερνητικών στην Πελοπόννησο, διάγουν σαν να ευρίσκονται σε εχθρική γη, με τον Κολοκοτρώνη, του, αδελφούς Δεληγιανναίους και όλους τους άλλους κυριότερους Πελοποννήσιους πρωτοκαπετάνιους στη φυλακή (στη χάψη), όπως πολύ παραβολικά και με μεγάλη πικρία ομολογεί ο Μακρυγιάννης. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα δεινά, στις 10 με 12Φεβρουαρίου τού 1825 πραγματοποιεί απόβαση στα Μοθωκόρωνα ο Ιμπραήμ Πασάς, τελείως ανενόχλητος και ατουφέκιστος, παρ’ ότι η Κυβέρνηση Κουντουριώτη έχει σπάνιες, σαφείς και σημαντικές πληροφορίες για τις δυνάμεις και τα πιθανά σημεία αποβάσεως στις ακτές της Πελοποννήσου, καθώς και για τους φοβερούς κινδύνους που θα διατρέξη η επανάσταση από την τρομερή αυτή επιδρομή. Όπως είναι δε στρατηγικά παραδεκτό, αν υπήρχε πρόνοια, με ελάχιστα οργανωμένο στράτευμα θα μπορούσε να χτυπηθούν αποφασιστικά οι πρώτες 5.000 των Τουρκοαιγυπτίων, που επί ημέρες ζαλισμένοι από τη θάλασσα περίμεναν αναποφάσιστοι στην παραλία της Μεθώνης την άφιξη του ιδίου του Ιμπραήμ και των υπολοίπων 27.000 πεζών, πυροβολητών. ναυτικών και ιππέων, που ερχόντουσαν με τον φόβο ότι μπορεί να πάθουν την «νίλα» του Δράμαλη. Είχε όμως και ο Ιμπραήμ τις θετικές πληροφορίες του για τον εμφύλιο σπαραγμό των Ελλήνων, γι' αυτό και όταν είδε πως το πρώτο αποβατικό του σώμα έμεινε ανενόχλητο, έσπευσε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και επεδόθη αμέσως στο καταστροφικό του έργο. Και μετά την ηρωική έξοδο και φοβερή σφαγή του Μεσολογγίου, την νύχτα της 10ης Απριλίου 1826, ο Ιμπραήμ ξαναγυρίζει στο Μοριά, όπου συνεχίζει το κόψιμο και κάψιμο των καρποφόρων δέντρων και το εξολοθρεπτικό και γενεοκτονικό έργο του. Γι' αυτό και ο Φωτάκος συμπληρώνει στα απομνημονεύματά του (σελ. 537): |
«...Αφού δε εφθάσαμεν εις Άγιον Φλώρον προς τον δρόμον της Καλαμάτας, οπού βγαίνει κεφαλόβρυσον και έχει μεγάλα δένδρα και ίσκιο... Εκεί ηύραμε κρεμασμένα από τα δέντρα ως εξ παιδιά μικρά, βυζανιάρικα, από πέντε έως επτά μηνών το καθένα, σπαργανωμένα καθώς τα είχαν αι μάναις των. Είχαν δε αποκάμει και δεν μπορούσαν να κλάψουν. Είχαν περάσει τρεις ημέραις αφ' ότου διήλθον εκείθεν Τούρκοι αράπηδες, οι οποίοι είχαν κυνηγήσει τες μανάδες των, αι οποίαι δια να γλιτώσουν εγκατέλειψαν τα παιδιά των. Οι δε αράπηδες τούρκοι παίρνοντας από κάτω τα παιδιά, τα εβαστούσαν εις τα χέρια και δείχνοντας αυτά εφώναζον την κάθε μάνα: Μαριά, Μαριά, στάσου να σου το δώσω...Ήθελαν με τούτο να γελάσουν την μάνα με την ψυχοπόνια και να την πιάσουν, διότι ενόμιζον οτι θα την κλονίση ο πόνος του παιδιού και θα σταθή...» Και ο Φωτάκος στο σημείο αυτό διευκρινίζει: «...Αυτοί τα είχαν κρεμάσει εις τα δέντρα, το καθένα με την νιάκα του, οπού χάριν φιλανθρωπίας δεν τα εσκότωσαν. Το θέαμα ήταν λυπηρόν. Είχαν τα χέρια των εις το στόμα των και εβύζαιναν τα δάκτυλά των. Τινά δε από αυτά βυζαίνοντα εμαλάκωσαν τα δάκτυλά των, τα οποία εξεπέτσωσαν, ώστε έρεε το αίμα των και το εβύζαιναν...» Και ο Φωτάκος, συμπληρώνοντας τις περιγραφές του για την μάστιγα που έπληξε τότε Μοριά και Ρούμελη, σε άλλο μέρος των απομνημονευμάτων του λέει (σελ. 560-561): "...Ο δε Ιμπραήμ με τα στρατεύματα του εκυνηγούσε τους Έλληνας επάνω εις τα βουνά και εις τα δάση, αρπάζοντας τα πράγματα και τα ζώα των, αλλά και οι Έλληνες κτυπούντες τους Τούρκους, τα έπαιρναν πάλι και έφευγαν. Έφευγαν δε και τα γυναικόπαιδα επάνω εις τα βουνά και εκρύπτοντο μέσα εις τα δάση και εις τα σπήλαια. Καθ' όλην την Πελοπόννησον τίποτε άλλο δεν ηκούετο και δεν εφαίνετο, παρά μόνον τουφεκισμοί και πυρκαϊαί. Καπνοί δε υψούντο παντού. Και καθ' εκάστην ημέραν εγίνοντο σκοτωμοί και αιχμαλωσίαι και άλλα ανήκουστα δυστυχήματα. Ο ουρανός της Πελοποννήσου εφαίνετο οτι εχαμήλωσεν. Όλαι δε αι ειδήσεις ήσαν φόβος και απελπισία. Όστις τότε επεριπάτει εις Πελοπόννησον, τίποτε άλλο δεν έβλεπεν, ει μη πτώματα άταφα Τούρκων και Ελλήνων, πολλά ζώα ψόφια, ως και άλλα διάφορα πράγματα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Δυσωδία δε μεγάλη και βρώμα αφόρητος έβγαινεν από τα άταφα και σηπωμένα πτώματα των ανθρώπων και των ζώων... |
Μόνον εις τους βράχους και τας κορυφάς των αγρίων τόπων και των βουνών υπήρχον πνοές ανθρώπων...Κανείς δεν δύναται να περιγράψη τα τραγικά συμβάντα, τα όποια από τόπου εις τόπον εγίνοντο. Αι γυναίκες καταδιωκόμεναι από τους Τούρκους, έπεφταν από τους απότομους βράχους και απέθνησκον, τα δε παιδία των, τα μικρά, έπνιγον αι ίδιαι εις τους ποταμούς, δια να μη φωνάζουν κλαίοντα, αλλά και τους πετεινούς ακόμα έσφαζαν δια να μη λαλούν και ακούουν οι Τούρκοι. Εχάθησαν τα γόνιμα αυγά και οι σπόροι. Επάνω δε εις αυτούς τους τόπους το ένα τραγικώτερον του άλλου εγίνετο και ούτε ομοίαζον μεταξύ των τα γινόμενα. Όλοι οι άνθρωποι ήτον αλαφιασμένοι και κατατρομαγμένοι. Έτρεχαν άνω κάτω, εδώ κι εκεί και επλανώντο μέσα εις τα δάση και τα βαθειά ρέματα. Ετρόμαζαν δε να αναγνωρισθούν μεταξύ των, αν ήταν Τούρκοι ή Έλληνες. Τους εφαίνετο οτι όλος ο τόπος ήτο χάος και ήθελε να τους καταπιή. Όμοιος ήτο ο φόβος των ημέραν και νύκταν και καμμίαν ανάπαυσιν δεν είχαν άνθρωποι και ζώα και εκινούντο παντού και πάντοτε και που επήγαιναν δεν καταλάβαιναν και δεν εγνώριζαν..." Αναφέραμε αυτά τα τρία συγκλονιστικά περιστατικά, που με τόση παραστατικότητα και πειθώ περιγράφει ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φωτάκος, για να ειδούμε, ποια ήταν η προ της μάχη; του Διρού γενική κατάσταση της Επαναστάσεως και να βεβαιωθούμε πειστικότερα μέσα από πόσα οικογενειακά και ομαδικά οράματα και εθνικές τραγωδίες ξαναγεννήθηκε η «απ' τα κόκαλα βγαλμένη» Ελληνική Λευτεριά και για να φανή μεγαλειωδέστερη η συμβολή της Μάνης στον τιτάνιο αυτόν αγώνα ζωής ή θανάτου. Οι βιβλικές αυτές σκηνές ήταν, όπως είδαμε, σύνηθες φαινόμενο επί τουρκοκρατίας και καθημερινό δυστύχημα των επαναστατημένων Ελλήνων κατά την επιδρομή των ορδών του Ιμπραήμ. Η Μάνη γλίτωσε αυτή την συμφορά και ταπείνωση, χάρις εις την έντονη φιλοπατρία και το Ιερό πείσμα των κατοίκων της να ζουν ανυπότακτοι και ελεύθεροι. Και ήταν και καταφύγιο των κατατρεγμένων. Την εποχή αυτήν κορυφώνεται και το τουρκοπροσκύνημα στο Μοριά με 2.000 τουρκοπροσκυνημένους του Νενέκου στην Αχαΐα και Ηλεία. Για το τρομερό αυτό γεγονός, μας μιλά ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά, που μόλις έχει αποφυλακισθή και προσπαθεί να σώση οτι είναι μπορετό:
Η ίδια θλιβερή κατάσταση παρετηρείτο και στη θάλασσα. Τα πλοία ήταν δεμένα στην Ύδρα και στις Σπέτσες χωρίς πληρώματα και επισκευαστικές εργασίες, με πανιά ρακένδυτα και ξάρτια σπασμένα. Και τα θρυλικά πυρπολικά ήταν παραμελημένα τελείως και άνευ πολεμικής ικανότητος. Αυτή ήταν δυστυχώς η κατάντια του Ιερού Αγώνος του Εικοσιένα, υστέρα από την αλληλοφαγωμάρα και την βαρβαρική επιδρομή της Τουρκοαιγυπτιακής λαίλαπας. Μέσα όμως στη μεγάλη αυτή απόγνωση, τον όλεθρο και την ανείπωτη συμφορά πού πλήττει Μοριά και Ρούμελη, υπάρχει κάτι το ανεπαίσθητο και ασήμαντο, αλλά πολύ δυνατό και ελπιδοφόρο για την τύχη της Ελλάδος και την μοίρα του Γένους γενικότερα. Η θεία Πρόνοια έχει διαφυλάξει άθικτη και αλώβητη μια ακραία κόχη της Ελληνικής γης. Μια αξέψυχη σπίθα. Μια ανυπότακτη έπαλξη. Την σκληροτράχηλη και αδούλωτη Μάνη. Προς την οποία, ο Ιμπραήμ στέλνει με πολλήν αναίδειαν, χαιρέκακην έπαρση και άμετρη κομπορρημοσύνη τελεσίγραφο: Να παραδοθή αμαχητί, άλλως θα την περάση όλη από το σπαθί του και δεν θ' αφήση «μήτε ίχνος οσπιτίου...» Και ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης. που κρατά το ξερότειχο της Βέργας, στο ιταμό αυτό τελεσίγραφο, απαντά σαν άλλος Λεωνίδας:
ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ - Αρχηγός Σπαρτιατών |
Ο Ιμπραήμ φρενιάζει από τη λύσσα του και το πρωί της 22ας Ιουνίου του 1826 αρχίζει ο τιτάνιος, ο υπέρτατος αγώνας των Μανιατών για να σώσουν τα ιερά τους χώματα. Χρησιμοποιεί 15.000 περίπου δυνάμεις από στεριά και θάλασσα. Βομβαρδίζει με το στόλο του τις θέσεις των αμυνομένων και εξαπολύει κατά κύματα τα γιουρούσια 8.000 πεζών και ιππέων κατά των 2.400 περίπου κυρίως Μανιατών. Η μάχη κρατά όλη την ημέρα. Ο Ιμπραήμ ρίχνει όλο και πιο ξεκούραστα σώματα στον αγώνα, αλλά τα ατσάλινα στήθη των υπερασπιστών πυργώνουν το ξερότειχο αυτό μετερίζι και υψώνουν μεσούρανα την τιμή. την ανδρεία και την δόξα της Μάνης. Η Μάνη εξαϋλώνεται, τρανεύει και εξυψώνεται ακόμα περισσότερο και μεγιστοποιεί στο έπακρον την περιλάλητη φήμη, την απαράμιλλη πολεμική της Αρετή και φωτοστέφανη Δόξα της. Γιατί η Μάνη ολόμονη σαν άλλος Διγενής Ακρίτας, κονταροχτυπήθηκε ανελέητα. Πάλεψε υπέρ των δυνάμεών της και νίκησε τον αήττητον. Κατετρόπωσε στο απονενοημένο αυτό πάλεμα τον Χάροντα και μέσα στην γενική απογοήτευση και θολή εθνική απελπισία, εθαυματούργησε. |
Οκτώ με Δέκα γιουρούσια την ημέρα, με αμέτρητη καβαλαρία και πολλά κανόνια από στεριά και θάλασσα, έκανε ο Ιμπραήμ το τριήμερο 22, 23 και 24 Ιουνίου, μα η Βέργα δε λύγισε και δεν πατήθηκε. Γιατί πίσω από αυτό το ξερότειχο είχαν στήσει ταμπούρι άπαρτο με τα ατσάλινα στήθη τους οι αρειμάνιοι Μανιάτες, που το υπεράσπιζαν και το διαφέντευαν σαν αληθινοί απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών, «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Η ίδια πανωλεθρία περίμενε τον επαρμένο σερασκέρη και στο δεύτερο μέτωπο πού άνοιξε στρατηγικώτατα στην καρδιά της Μάνης, στο ΔΙΡΟ, όπου οι γυναίκες με τα δρεπάνια του θερισμού, με πέτρες, με ξύλα, με τα δόντια και τα νύχια ακόμα, ξέσχισαν και θέρισαν στην κυριολεξία τις δυνάμεις του. Οι τρομερές σκηνές άφθαστου ηρωισμού πού λαμβάνουν χώρα στα λουριά του Διρού και σ’ όλη την γύρω περιοχή, είναι απίστευτοι ιστορικού και εθνικού μεγαλείου. Μερικά από τα εχθρικά πλοία που είναι στο Διρό, πάνε στον διπλανό όρμο για να χτυπήσουν το παλάτι των Μαυρομιχαλαίων, στο Λιμένι. Οι εύστοχες βολές του 18ετούς κανονιέρη Λουκά Λουκέα, από τον Λάκκο Οιτύλου, τα πισωγυρίζουν στο Διρό. Οι προς Αρεόπολη, τον Πύργο και την Χαριά επιδραμώντες τουρκοαιγύπτιοι, έπιασαν μερικούς γέροντες και γερόντισσες να κοιμούνται στ' αλώνια, όπου εφύλαγαν τις θημωνιές τους και τους κατέσφαξαν. Για το γεγονός αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Ιμπραήμ με το διμέτωπο πόλεμο κατά της Μάνης, επεδίωκε και το μεγάλο υπέρ αυτού πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Γι' αυτό και απεβίβασε τις δυνάμεις του την νύχτα της 22ας προς την 23η Ιουνίου στο Διρό, ώστε μόλις πήρε να φωτίζη, να έχη περιζώση τα γύρω χωριά. |
Ο Πρωτοσύγγελος Ρηγανάκος, όμως. που λειτουργούσε στο Διρό και ο παπα-Πουλάκος στον Άγιο Νίκωνα της Χαριάς, πρωτοβάρεσαν τις καμπάνες και από αυτούς πήραν το φοβερό μήνυμα και όλα τα άλλα χωριά της Μάνης. Την εικόνα του παμμανιάτικου αυτού συναγερμού, μας την δίνει εναργέστερα ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φραντζής, ο οποίος λέγει μεταξύ άλλων στα Απομνημονεύματά του:
Και η αλάθητη λαϊκή Μούσα μας διεφύλαξε ατόφιον τον μεγάλο και ανεπανάληπτον θρύλο των γυναικών της Μάνης, που αντί να στήσουν ένα καινούργιο Ζάλογγο, έκαναν κάτι το πρωτόγνωρο, αδιανόητο, αφάνταστο, ηρωϊκό, επικό και μεγαλειώδες:
Άλλο πάλι περιστατικό αναφέρει ότι η κόρη του γέρο-Βοζίκη, Πανωραία (Πανώρια), πηγαίνοντας στο χωράφι με ψωμί και βλέποντας δυο Τουρκοαιγύπτιους να προσπαθούν να δέσουν τον καταληφθέντα εξ απήνης γέροντα πατέρα της, απέκοψε τον λάρυγγα του ενός με το δρεπάνι και με την βοήθεια του πατέρα της εξέκαμε και τον άλλον. Ενώ η γυναίκα του Γεωργούλια Γερακαράκου με τον μικρό γιό της, ονόματι Κατσιβαρδά, που πήγαινε λίγο ψωμί και τυρί στον άντρα της πού πολεμούσε στη Βέργα νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με τις άλλες γυναίκες στο Λαγκάδι της Χαριάς. κοντά στα Ξεπαπαδιάνικα, κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη κυνηγούσε τους Τούρκους με τις πέτρες. Κι όταν το παιδί της χτυπήθηκε θανάσιμα, πήρε το όπλο του και κλείνοντας τα ματάκια του, του είπε: |
«...Κοιμήσου, παιδάκι μου... κοιμήσου. Πήρα εγώ τη θέση σου...» Κάτι παρόμοιο έκανε και η Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Οι άλλοι δεν το είχαν καταλάβει. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έπνιξε τον πόνο της, έκανε πέτρα την καρδιά. Πήρε το καριοφίλι του παιδιού της και τουφεκώντας αδιάκοπα τους εχθρούς, γύριζε κάθε τόσο και έβλεπε το παιδί της και του έλεγε: «Κοιμήσου...ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου...»» Ενώ οι οπλαρχηγοί της Βέργας, σ' ένα από τα πολλά ανακοινωθέντα πού εκδίδουν και για τις δύο αυτές δίδυμες μάχες, λένε με υπερηφάνεια για τις γυναίκες τους προς την Κυβερνητική Επιτροπή:
Και σε άλλο ανακοινωθέν τους, οι οπλαρχηγοί της Βέργας καταλήγουν: |
Μια πολύ σοφή λαϊκή μας έκφραση λέει, πως όσοι ορκίστηκαν στο θάνατο, βάδισαν προς την Δόξα και την ζωή. Αυτή η φράση βρήκε την ολοκλήρωση, ενσάρκωση και τελειότητά της στη Μάνη. Γιατί χάρις στο πείσμα, την αποφασιστικότητα και γενναιότητα των γυναικών της, ο επιδρομέας υπέστη πρωτοφανή πανωλεθρία και ετράπη εις φυγήν. Ο Ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος (Τόμος Ε'. σελ. 424). αναφερόμενος στη Μάχη του Διρού και ιδιαίτερα στις ηρωίδες της Μάνης, τους αφιερώνει τα ακόλουθα λυρικά λόγια:
Και ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φρατζής κλείνει την αναφορά του στις μάχες του Διρού και της Βέργας, λέγοντας, (τόμος Β'. σελ. 449):
Αλλά η ίδια πανωλεθρία ανέμενε τον Ιμπραήμ μετά δύο μήνες και στον Πολυάραβο, όπου συνετρίβη, καταντροπιάστηκε και έφυγε τρομαγμένος, γιατί κινδύνευσε να συλληφθή ο ίδιος αιχμάλωτος των Μανιατών. Η σημασία λοιπόν της τριπλής περιθρύλητης Νίκης των Μανιατών και Μανιατισσών στη Βέργα, στο Διρό και στον Πολυάραβο ήταν ανέλπιστη, εθνική και μέγιστη. |
Γιατί για πρώτη φορά τα Ελληνικά και κατά κυριολεξία μόνο τα Μανιάτικα άρματα εταπείνωσαν τον Ιμπραήμ τόσο πολύ, όσο ακριβώς ύψωσαν τη φήμη, το γόητρο και την Δόξα της Μάνης. Και μάλιστα, η ταπείνωση για τον Τουρκοαιγύπτιο σατράπη είναι ακόμα μεγαλύτερη, γιατί στη μάχη του Διρού νικήθηκε από άοπλες γυναίκες. Από εδώ εδράζεται και το μεγάλο παράπονο και η αβάστακτη πίκρα της Μάνης. Γιατί η εθνική μας ιστορία και παράδοση δεν έχουν δυστυχώς μέχρι σήμερα φωτίσει όλα τα γεγονότα με όση τους ανήκει ιστορική λάμψη και αλήθεια. Και πολλά από αυτά παραποιούνται η διαστρέφονται και άλλοτε πάλι η προσοχή των Πανελλήνων μετατοπίζεται σε αλλά περιστατικά η συμβάντα καθόλου ωφέλιμα για το Έθνος και αρνητικά για την εθνική μας διαπαιδαγώγηση, ιδεολογική μας ανάταση και δεοντολογική μας θωράκιση. Με άλλα λόγια, ο άφθαστος αυτός ηρωισμός, η εθελοθυσία και απαράμιλλη ανδρεία των γυναικών της Μάνης δεν έχει γίνει συνείδησις «ιερού χρέους», από την Ελληνική Πολιτεία. Κανένας ταγός μας ή άλλος ισχυρόγνωμος επίσημος δεν έχει εντυπωσιασθή από το άφθαστο πατριωτικό μεγαλείο τους και η μνήμη τους δεν έχει τύχει μέχρι στιγμής της οφειλομένης εθνικής και ιστορικής δικαιώσεως. Το επίσημο κράτος εξακολουθεί να τις αγνοή, μη εμπνεόμενο από τον τρισμέγιστο θρύλο τους, και κανένας Πανεπιστημιακός Διδάσκαλος δεν εμελέτησε στα σοβαρά τις γιγαντομαχίες Βέργας, Διρού και Πολυαράβου, που αν δεν τις παραδέχεται ως ασύγκριτες και ανώτερες όλων των άλλων του Ιερού μας Αγώνος, είναι τουλάχιστον ισάξιες των μαχών του Βαλτετσίου, της Γραβιάς, των Βασιλικών και των Δερβενακίων. Γιατί κατά τις μάχες αυτές, κατανικήθηκε τρεις φορές ο αήττητος Ιμπραήμ και έχασε τα δύο τρίτα του στρατού του σε νεκρούς και τραυματίες. Και επί πλέον, χωρίς τις νίκες αυτές των Σπαρτιατικών αρμάτων, είναι απόλυτα βεβαιωμένο ότι δεν θα είχαμε το Ναυαρίνο, γιατί απλούστατα, η Επανάσταση θα είχε σβήση. |
Ιδιαίτερα μάλιστα στις γυναίκες της Μάνης η Πατρίδα οφείλει όχι μόνο κάτι το σημαντικώτατο και υπέροχο για την ελευθερίαν της, αλλά και κάτι το ανεπανάληπτο και μεγαλειώδες για την ύπαρξη της και την πανένδοξη Ιστορία της. Αλλά για την περίπτωση των γυναικών της Μάνης ταιριάζει το μεγάλο παράπονο και ο ακράτητος αφορισμός ενός άλλου αδικημένου τραγικού ήρωος. Του ηρωικού και πάνσοφου Παλαμήδη, ο οποίος ζώντας ο ίδιος και πεθαίνοντας από την αχαριστία και αγνωμοσύνη των κρατούντων της εποχής του, ανέκραξε με Ιερή αγανάκτηση: «Ώ, τλήμων Αρετά, λόγοις άρ' ήσθα, εγώ δε σε ως έργον ήσκουν» (Ω, ταλαίπωρη Αρετή, λόγια μόνο είσαι, εγώ όμως πίστεψα σε σένα και με έργα σε υπηρέτησα...) Ώ, Ιερές Σκιές... Μείνετε στο τρισμέγιστο ύψος σας. Ό,τι μεγαλειώδες επράξατε, το κατορθώσατε γιατί υπερπιστέψατε στου Χριστού την Πίστη την Αγία και στης Πατρίδος την Ελευθερία... Συνεχίστε να σελαγίζετε (φωτίζετε) από τα δυσθεώρητα ύψη του απλησίαστου θεϊκού σας Πανθέου και παραβλέψετε τον ηθικοπνευματικοπατριωτικό μας ξεπεσμό. Μπορεί να ξαναβρούμε και να ξαναπάρει με την εθνική μας πορεία. Το επιβάλλουν και προμηνύουν τα δυσοίωνα σημεία των καιρών και το αξιώνει και επιτάσσει η Ιστορία. |
ΝΙΚΟΣ ΜΑΝΤΑΓΑΡΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου