ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Με κούρευε με τη μηχανή όταν γνωριστήκαμε. Άσχημος, χοντρός με μαλλί μαύρο και αγκαθωτό σαν του αχινού, έμοιαζε με θρεμμένο χοίρο. Μ’ έκανε γουλί κι αφού μου τράβηξε το δεξί μου αυτί, μ’ έστειλε να καθίσω στο έσχατο θρανίο.
Στο μάθημα που σμίξαμε τις ματιές μας, σάλταρε πάνω μου και με τη φωνή του μπάσα και υψωμένη, μου είπε:
--- Να το πετάξεις αυτό το κόκκινο κασκόλ που φοράς, γιατί δε μου χτυπάει καλά στο μάτι! Το γαλάζιο είναι το εθνικό μας χρώμα κι αυτό να προτιμάς!
Έφυγε από κοντά μου αφού γέλασε σαρκαστικά, πήγε στον πίνακα, πήρε μια κιμωλία κι έγραψε: << Είσαστε Ελληνόπουλα, να αγαπάτε το γαλάζιο χρώμα της σημαίας μας, το γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσάς μας και να έχετε και τη συνείδησή σας γαλάζια! >>
Βρέθηκε ύστερα μ’ ένα σάλτο στην έδρα, πήρε το βιβλίο των θρησκευτικών και άρχισε να μας απαγγέλλει το << Πάτερ ημών >>.
Το βράδυ στο σπίτι στριφογύριζα άυπνος στο κρεβάτι, με την καρδιά μου να βράζει από θυμό. Το πήρε χαμπάρι ο πατέρας μου, πλησίασε στη στρωμνή μου και με ρώτησε ευθέως και σοβαρά: Διαβάστε περισσότερα »
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου