Τι ύπαρξη θλιβερή κι αυτή τότε! Τίποτα δε χαιρόμαστε από τον αναστεναγμό κι ένα παράπονο πνιχτό. Η αγάπη να θέλει φίλημα και εμείς να μην μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας, να πιαστούμε μαζί της στο χορό, να διώξουμε τη Μέδουσα που μας πέτρωνε.
Δεν έφταναν οι δέκα πληγές του Φαραώ που μας είχαν πατημένους, τα είχε και ο πατέρας σκούρα. Μέρες πεσμένος στο κρεβάτι δεν είχε σκοπό να σηκωθεί. Ο γιατρός που τον ακροάστηκε είπε, << πως τα ψωμιά του είναι λίγα και όπου να ‘ναι θα ρέψει, γι’ αυτό να ετοιμαζόμαστε για σπερνά >>.
Ο γέροντας πατέρας το ‘χε καταλάβει πως ο Άγιος Πέτρος τον καλούσε στα δεξιά του και φώναζε σαν έμενε μόνος:
<< Αυτός, αυτός ο τραγογένης δε μ’ αφήνει να ζήσω! Ανάψτε του κανα κερί να τον ξεγελάσετε και να μ’ αφήσει ζωντανό! >>
<< Αυτός, αυτός ο τραγογένης δε μ’ αφήνει να ζήσω! Ανάψτε του κανα κερί να τον ξεγελάσετε και να μ’ αφήσει ζωντανό! >>
Στο σχολείο είχαμε ντράβαλα. Ο δάσκαλος, ένας όγκος από στουρνάρι που τον φωνάζαμε << γιούκο >> μας είχε σαπίσει στο ξύλο. Είχε επίτηδες φτιάξει μια βέργα και μας τις έριχνε ξιδάτες και στο φουλ που σαν τις τρώγαμε τσινάγαμε σαν βαρβατσέλια πουλάρια!
Τον έβλεπε ο παπα - Πρόκλος από το καμπαναριό του Αϊ – Γιώργη να μας βαρεί και του φώναζε ξαναμμένος:
--- Τι, τα βαράς τα νηστικά βλογημένε μου; Θα τα αποτελειώσεις με τόσο ξύλο, θα τα κάνεις ανάπηρα! Καρδιά δεν έχεις μέσα σου; Να δω τι ψυχή θα παραδώσεις ταχιά έτσι που τα παιδεύεις!
Άφηνε ο δάσκαλος τη βέργα πάνω στην έδρα και του έλεγε με το κεφάλι κρεμασμένο έξω από το παράθυρο:
--- Δεν ξέρεις παπά μου, τι δαιμόνια είναι, γι’ αυτό τα λες αυτά! Τα βαρώ να διαβάζουν και να μάθουν πως εγώ είμαι ο μπόσης τους και να μ’ ακούνε. Μην ξεχνάς πως το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο και χαρά σ’ εκείνον που το τρώει! Γιατί χωρίς αυτό το μυαλό δεν παίρνει μπροστά και να συχωράνε το βούρδουλα που τους το κινάει! Και μην αμφιβάλλεις αν αυτό που κάνω είναι καλό, αφού γνωρίζεις πως το ΄χω σπουδάσει το παιδαγωγικό και ξέρω να κάνω κουμάντο σ’ όλα τα τριπίθαμα μυξοσπορίδια που μαζεύονται εδώ μέσα!
Σ’ αυτόν τον τρομοκράτη δάσκαλο, είχε η πολιτεία εμπιστευθεί τη ζωή, τη μόρφωση και το μέλλον μας. Και τώρα με το συσσίτιο που μας παραχώρησε η μεγάλη αγία δύναμη του Ατλαντικού, προήχθη σε μάγειρα και σε συσσιτιάρχη!
Του άρεσε να φορεί την ποδιά, να μας ρίχνει με την κουτάλα γάλα στα κατσαρόλια, να μοιράζει το τυρί και να επιβλέπει αν γλίστρησε στον οισοφάγο μας το βούτυρο από φάλαινα. Όταν τα έκανε αυτά καθόταν απέναντί μας και περίμενε να κάνει χάζι με τους κοιλόπονους που μας έπιαναν όταν χωνεύαμε το αμερικάνικο σκουπίδι. Σκασμένος στα γέλια όταν μας έβλεπε διπλωμένους στα δύο, έφευγε μπαίνοντας στην τάξη κι επέστρεφε βαστώντας τη βέργα. Την ακουμπούσε στο κεφάλι μας και δεν το κούναγε ρούπι πριν αδειάσουμε τα σκεύη μας. Όταν έβλεπε άσπρο πάτο μας έβαζε στην τάξη και γελώντας σαρδόνια μας έλεγε με μπάσα φωνή:
--- Χωνέψτε το και συχωράτε το Μάρσαλ που ‘φτιαξε το σχέδιο και περιδρομιάζετε αφιλοκερδώς! Χωρίς το δικό του << οκέυ >> θα είσαστε προ πολλού μακαρίτες και θα μέτραγα απόντες!
Άρπαζε μετά ένα μεγάλο κομμάτι τυρί, το ‘χωνε στο στόμα και μπουκωμένος, πρόσθετε:
--- Να δούμε όμως ύστερα από τέτοιο τάισμα των πενήντα πολιτειών τι αυγό θα μας κάνετε όταν μεγαλώσετε!
Να εξομολογηθώ πως πηγαίναμε στο σχολείο μόνο για το συσσίτιο δεν πέφτω έξω. Κι αυτό γιατί τα γράμματα είναι σκληρά καρύδια κι άμα δεν τα αγαπάς σου παλουκώνουν το μυαλό και στο κάνουν τρύπιο και άδειο αγγειό! Εμείς αν τα αγαπάγαμε ή τα μισούσαμε δεν το ξέρω! Ξέρω όμως πως μας γοήτευαν αλλά μπροστά στη βέργα του δάσκαλου τα ξεχνάγαμε! Ο ίδιος δεν το παραδεχόταν αλλά έριχνε το φταίξιμο της αμάθειας σε μας. << Είσαστε ντουβάρια! ντουβάρια!>> συνεχώς μας υπενθύμιζε << πώς να μάθετε! >>
Άρπαζε τη βέργα στο χέρι με κοίταζε με μάτι τίγρη και με ρωτούσε;
--- Βάιε;
--- Τι κύριε;
--- Μπορείς να μου λύσεις ένα πρόβλημα;
--- Ρωτήστε με και αν μπορέσω.
Άφηνε τη βέργα, στεκόταν όρθιος μπροστά στον πίνακα και εκφωνούσε:
--- Τρεις γάτες τρώνε τρεις ποντικούς σε τρία λεπτά. Πόσες γάτες θα φάνε τριάντα ποντικούς σε ενενήντα λεπτά;
Πάλευα να το λύσω, τίποτα.
Μ’ έβλεπε που ζοριζόμουν, ξανάπαιρνε τη βέργα, μου τις έβρεχε και όλο ειρωνεία μου έλεγε:
--- Ακόμη; Κι εγώ που σκεφτόμουν να σε στείλω στη Μαθηματική εταιρεία, μου τα χάλασες!
Δεν τον άντεχα, του ξεστόμιζα με νεύρο:
--- Αφού δεν το ξέρεις εσύ κύριε, πώς θέλεις να το ξέρω εγώ;
Με πλησίαζε αρματωμένος με τον οπλισμό του, έκανε πως θα με βαρέσει και ψέλλιζε οργισμένος:
--- Εγώ το ξέρω ρε κωθώνι αλλά θέλω να δω εσύ που ‘σαι μαθητής τι πουλιά πιάνεις!
Τραβιόμουν από κοντά του, λούμωνα στο θρανίο και ψιθύριζα σκιαγμένος:
Δεν ξέρω!
Ύψωνε τη φωνή και με μάλωνε, λέγοντάς μου:
--- Πού να ξέρεις! Τέτοιο ντουβάρι που ‘σαι τι περιμένεις!
Με μάτι γέρακα κοιτούσε και τους άλλους και συνέχιζε:
--- Και σεις ντουβάρια είσαστε! Σας το επαναλαμβάνω για να μην το ξεχνάτε!
= = =
Ακόμη και για το ρούχο μας είχε προνοήσει η Μεγάλη Δύναμη. Ό,τι σχισμένο εσώρουχο έμεινε χωρίς περιεχόμενο το μάζεψε ο λαός της, το ‘βαλε στα τσουβάλια και το ‘στειλε με τα καράβια, ελεημοσύνη στους σαλταρισμένους Έλληνες.. Έτσι όταν ερχόταν το Αμερικάνικο ρούχο, ο επίτροπος έπιανε το γλωσσίδι της καμπάνας, ο παπα- Πρόκλος, δάσκαλος, πρόεδρος και γραμματικός το τραπέζι και στήνανε την Επιτροπή να κάνουν τη μοιρασιά.
Πετάγονταν στα παράθυρα οι γυναίκες και ρωτούσαν για να πιάσουν κουτσομπολιό:
--- Θα ‘ναι η Ούντρα για να τη βαρούν!
--- Ποιος ξέρει;
--- Βλέπω την Επιτροπή να μαζεύεται αλλά και η καμπάνα βαρά χαρμόσυνα! Αμ τα σακιά! Δεν τα είδατε; Τα πέρασε με το κάρο ο Παντελής της Φωφώς, τι άλλο να έχουν εξόν από την Αμερικάνικη βοήθεια!
Η νεωκόρισσα έπαιρνε τώρα το λόγο για να πει:
--- Τα ξεφόρτωσε στην αυλή της εκκλησίας, τα είδα! Θα τα μοιράσουνε το μεσημέρι!
--- Για βγες ρε Πηνιώ λίγο πιο πέρα και ρώτα! Εσένα θα ξέρει ο άντρας σου που είναι και πρόεδρος! φώναζε μια άλλη αφράτη χοντρή και συμμάζευε τη ρόμπα της.
--- Η Ούντρα είναι σας το ορκίζομαι ακραδάντως! επέμενε σοβαροφανής η Χάιδω η μαμή και έκρυβε με τα χέρια της το μεσοβύζι της που ‘χε φανεί από το σκύψιμο.
= = =
Μεθυσμένος από χαρά που θ’ άρχιζε το πανηγύρι της μοιρασιάς, φώναζε ο γραμματέας:
--- Όλοι πέριξ της Επιτροπής και άρχισε να διαβάζει τα ονόματα γραμμένα στο στρατσόχαρτο.
Όρθιος ο πρόεδρος έδειχνε με το δεξί του χέρι το σωρό με τα ρούχα και με ύφος Ναπολέοντα, τσίριζε: << Αυτό εδώ, εκείνο εκεί και τ΄ άλλο παραπέρα! >>
Έπαιρναν και ο παπα - Πρόκλος με το δάσκαλο τα ξεχωρισμένα ρούχα και ακούγοντας το όνομα τα μοίραζαν με φωνή ο πρώτος σε βυζαντινό αμανέ και ο δεύτερος σε δημοτικό τσάμικο.
--- Τούτο δικό σου!
--- Εκείνο δικό του!
--- Εσύ την τραγιάσκα!
--- Ο παππούς το σώβρακο!
--- Η γιαγιά το στηθόδεσμο!
---
Πήγε και ο πατέρας μου εγερθείς από το κρεβάτι του πόνου με σαράντα πυρετό να πάρει το ρούχο του, έπεσε στο τελείωμα, από τα ελάχιστα που είχαν μείνει τα περισσότερα ήταν φουστάνια φαρδιά και κακόγουστα σαν Αμερικάνικες σημαίες. Πήρε ένα στο χέρι του ο παπα -Πρόκλος, του το έδωσε και του ψιθύρισε γελαστά:
--- Πάρε κι εσύ μπαρμπα – Γιάννη το δικό σου! Με γεια σου!
Έβαλε τις φωνές ο πατέρας μου, η εκκλησία ταρακουνήθηκε συθέμελη σαν του ‘πε:
--- Δεν έχω κορίτσι παπά μου και η γριά μου δεν το φορά τέτοιο λουλουδάτο σκουτί! Βρακί θέλω να βάλω τα κρέατά μου μέσα κι όχι κουρελού!
Με το χέρι να κάνει το σταυρό του ο παπα - Πρόκλος, ήρεμα του μίλησε να τον συνεφέρει:
--- Θα κάνεις και κορίτσι μπαρμπα – Γιάννη, να, όπου να ΄ναι καλομελέτα κι έρχεται! Στο κάτω - κάτω αυτό σου ‘τυχε, κάνε το ό,τι θέλεις, εμείς κοιτάμε η δουλειά μας να ‘ναι δίκαιη για να μην μας πεις αύριο πως δε σου δώσαμε!
Θηρίο έγινε ο πατέρας μου. Ύψωσε τη φωνή του και τους είπε:
--- Ποιανού εντολές εκτελείτε, μικρόψυχοι; Θα σας σκαγιάσω όλους της Επιτροπής αν δεν μου αλλάξετε το ρούχο! Τι θέλετε να με κάνετε γυναικωτό μ’ αυτό το ρέλι που μου δίνετε; Δεν πάτε στον αγύριστο, λέω εγώ, εσείς και οι τρομοκράτες προστάτες σας!
Κι αφού τους κοίταξε με άγριο βλέμμα, συμπλήρωσε:
--- Φτου σας, Γενίτσαροι! Φτου σας!
= = =
Τώρα τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα. Μέχρι και ο δάσκαλος πήρε το λερωμένο μας φάκελο και έκανε ό,τι ήταν γραμμένο μέσα. Έτσι το πρωί στο συσσίτιο, μ’ άρπαξε απ΄ το τσουλούφι και μου είπε με φωνή εθνική:
--- Εσύ φύγε απ΄ τη γραμμή!
--- Εγώ κύριε; Γιατί;
--- Ναι, εσύ!
--- Μα, γιατί; Τι έκανα;
---Εσύ τίποτα! Ο πατέρας σου τα έκανε μπάχαλο χθες στο μοίρασμα. Δεν άφησε τίποτα όρθιο! Έβρισε αρχές και προστάτες μας!
--- Και δε θα πιω γάλα;
--- Δε θα πιεις!
--- Και τι φταίω εγώ, για ό,τι έκανε ο πατέρας μου; Εμένα με κόβει η πείνα! Θέλω να φάω!
Ξεδίπλωσε ένα χαρτί, μου το ‘δειξε και είπε:
--- Διαταγές εκτελώ! Άμα δε με πιστεύεις διάβασε τι γράφει.
Είχα βάλει τα κλάματα. Σφούγγισα τα μάτια και τον ρώτησα:
--- Τι γράφει;
--- Πως σου κόβεται το συσσίτιο!
--- Εμένα;
--- Ναι, εσένα!
--- Εμένα μου είπε ο γιατρός να τρώω, γιατί είμαι πετσί και κόκαλο και πρέπει να καρδαμώσω! Χωρίς φαϊ θα πεθάνω!
Απόμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά ψέλλισε φουσκωμένος πατριωτισμό;
--- Τι να σου κάνω! Καλά τα λέει ο γιατρός αλλά το δίκιο είναι με το χαρτί! Κάτσε έξω τώρα!
= = =
--- Γεια σου Ελλάς με τους αρχόντους σου, τις βρωμοδουλειές και τις πομπές τους! Τι άλλο να σου πω έτσι συγχυσμένος που είμαι!
Αυτά θυμάμαι τώρα από δω μεριά Αθηνάς, κυλώντας το καροτσάκι φίσκα κατεψυγμένα προϊόντα για την αποθήκη. Δουλεύω έξι με τέσσερις, μ’ ένα τέταρτο διάλειμμα για κολατσιό και σωματική μου ανάγκη. Το αφεντικό είναι φασίστας και μ’ έβαλε να δηλώσω πως έχω την απεργία κομμένη. Τις προάλλες αρρώστησα και την έβγαλα σε ράντζο δύο μήνες με το πνευμόνι να κρέμεται έξω! Ο γιατρός ήθελε φακελάκι να με εγχειρίσει, δεν το είχα και μ’ έσφαξε σαν κάπρο. Ανάρρωσα στην τύχη, χάρη στο ισχυρό δομικό υλικό του κυττάρου μου. Είμαι για κλάματα! Οι μέρες μου μετρημένες, οι άλλοι χαμάληδες μ’ αποφεύγουν κι ένας Γύπας υπουργός με κυνηγάει να μου πάρει το καρότσι, να με βάλει φυλακή και να με ακρωτηριάσει γιατί δεν έχω άδεια για το χειροκίνητο μεταφορικό μου!
Όποιος θέλει να με βοηθήσει, ας έρθει οδός Αθηνάς, αριθμό τριάντα έξι, να φωνάξει, Βάιε χαμάλη! και να περιμένει. Σε δυο λεπτά έφτασα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου