Χερσαίες Ελληνικές δυνάμεις
Οι επαναστατήσαντες Έλληνες ξεκίνησαν ουσιαστικώς
χωρίς οργανωμένον στρατόν για να επιτεθούν σε μίαν υπερδύναμη σε όγκον στρατού
και πλήρως εφοδιασμένην με τα απαραίτητα, πολεμοφόδια και όλα τα μέσα
μετακινήσεως από περιοχήν σε περιοχήν. Ανάλογον δυνατότητα δεν διέθεταν οι
Έλληνες. Στρατόν τακτικόν, δηλαδή οργανωμένον και γυμνασμένον, αλλά και
υπάκουον στις εντολές του υπευθύνου δεν είχαν. Υπήρχαν ορισμένες
εξαιρέσεις για όσους είχαν υπηρετήσει σε τακτικούς στρατούς, όπως τον
αγγλικόν, τον γαλλικόν, τον ρωσικόν.
Η εμπειρία των Ελλήνων ήταν στον ανταρτοπόλεμον (Κλέφτες, Αρματωλοί) απ’ όπου και απέκτησαν αξιόλογον εμπειρίαν. Πέραν αυτής διέθεταν και ένα σημαντικόν όπλον, αυτό της πάση θυσία αποτινάξεως του ζυγού του βαρβάρου κατακτητή. Θα εξεγερθώμεν και θα τον διαλύσωμεν. Αμετάβλητον σύνθημά μας «Ή Ελευθερία ή Θανατος». ΗΕΗΘ όπως έγραφαν στα λάβαρα. Ένα ζέον συναισθηματικόν γεγονός, το οποίον εξάρει ο Θ. Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του, επισημαίνοντας.
«Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελλοί
δεν εκάναμεν την Επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτα δια πολεμοφόδια,
καβαλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριταποθήκες, τα μαγαζιά μας, ηθέλομεν
λογαριάσει την δύναμη την ιδικήν μας και την τουρκική δύναμη». Σε όλα
αυτά τα απαιτούμενα για ένα πόλεμον, οι Έλληνες υστερούσαν πολύ
έναντι του κατακτητή ο οποίος τα είχε σε πληθοπαραγωγήν και σε πλείστα
σημεία της Ελλάδος. Διέθετε δε ο μαύρος τύραννος και ένα χαμερπές
εσώψυχον, το οποίον ήταν ο αδιάληπτος πολύμορφος βασανισμός και η συνεχής σφαγή
Ελλήνων πολεμιστών και αμάχων άνευ αιτίας!!!! Οι Έλληνες πολεμιστές ήσαν
στο σύνολόν τους αγρότες και κτηνοτρόφοι. Απ’ αυτές τις τάξεις ο Κολοκοτρώνης
ελάμβανε αρκετούς και με σκληρή προσπάθεια και συνεχείς ασκήσεις, τους
εμάθαινε σκοποβολήν, απαιτούσε πειθαρχίαν, γιατί παρετηρούντο και
λιποταξίες μη οφειλόμενες σε δειλίαν αλλά σε έλλειψη στρατιωτικού
πνεύματος. Η περίοδος πολιορκίας της Τριπολιτσάς, αλλά και η κατάκτησή
της ήταν μέγα εκπαιδευτήριον για τους Έλληνες. Από την πτώση της κυρίευσαν
τουφέκια πολλά και εφοδιάστηκαν με μέσα αμύνης.
Ιππικόν δεν είχαν αξιόλογον.
Ξιφολόγχες δεν είχαν.
Γνώση χρήσεως όπλων δεν κατείχαν
επαρκή. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μέγα ποσοστόν υπήρχε άγνοια, αφού πολλοί σε
οπλισμόν τυφεκίου έβαλαν πρώτα την σφαίραν (βόλι) και ύστερα την πυρίτιδα
(μπαρούτι). Λάθος μέγα.
Όπλα είχαν το γιαταγάνι,
μικρόν ξίφος ή σπαθί με μικρήν λεπίδα.
Πέλα σπαθί μικρόν κυρτόν και
καμπυλωτόν εξαρτώμενον από την ζώνην.
Κουμπούρια, είδος πιστολιού με
μία ή δύο κάνες.
Γενικώς οι επαναστάτες μας που δεν είχαν τα αναγκαία όπλα,
εμάχοντο και με τσεκούρια, με αξίνες, με δενδρορόπαλα, με πέτρες!! Ο Δημήτρης
Καμπούρογλου δίδει εναργή εικόνα για τον εξοπλισμόν των Αθηναίων αγροτών, ο
οποίος λογικώς έπρεπε να είναι καλλίτερος του της υπαίθρου. Αναφέρει.
«Άλλοι έχουν μόνον κουμπούρες, άλλοι μαχαίρια,
άλλοι σούβλες, αξίνες, τσάπες, τσεκούρια και άλλοι μόνον ρόπαλα. Μερικά κοπέλια
μάλιστα έβγαλαν και τα στηρίγματα των δένδρων». Οι
πέτρες δεν έλειπαν ως όπλον. Στα Δερβενάκια οι γυναίκες τους
επέφεραν συμφοράν με κύλιση ογκολίθων!
Η πυρίτιδα παρουσίαζε δυσκολίες
σε εξεύρεση. Λύση έδωσαν οι 14 μπαρουτόμυλοι του Σπηλιωτόπουλου στην
Δημητσάνα, οι οποίοι παρήγαγον 300 οκάδες το 24άωρον. Εκεί
παρήγοντο και φυσίγγια όπλων με χρήση χαρτιού δυστυχώς από βιβλία και
εχάθη πολύτιμος πνευματικός πλούτος.
Βόλια. Πρόβλημα υπήρχεν επίσης και
με την κατασκευήν σφαιριδίων (βόλια) για τα όπλα, τα οποία ήσαν εκ
μολύβδου ο οποίος είχε καταστεί περιζήτητος. Στην Πάτρα επί παραδείγματι
αφαίρεσαν την σκεπήν μολυβδοσκεπάστου τζαμιού, για να κατασκευάσουν βόλια. Ο Νικήτας
Σταματελόπουλος ο περίφημος Νικηταράς με μερικούς συναγωνιστές του,
έπραξε το αυτό και αφαίρεσαν από τζαμί στην Κόρινθον την στέγην και την
μετέφεραν προς την Δημητσάνα για παραγωγήν πολεμοφοδίων. Από έλλειψη πυρίτιδος
και βολίων υπήρχε κίνδυνος να χαθεί η Πατρίδα μας, διεκήρυττε ο Παλαιών
Πατρών Γερμανός και συνιστούσε στους πάντες όσοι είχαν μολύβδινα σκεύη στα
χωριά να τα παραχωρήσουν για αυτόν τον ιερόν σκοπόν. Πυρίτιδα
προμηθευόταν και από την Μάλταν, αλλά οι οικονομικές δυνατότητες της Εξουσίας
ήσαν ελάχιστες. Οσάκις συνέβαλαν οι έχοντες ελύετο κάπως το πρόβλημα.
Ελλείψεις πολεμοφοδίων παρουσιάζοντο πολλές φορές σε κρίσιμα επαναστατικά
κινήματα και επιθέσεις. Οι κλεισμένοι σε κάστρα δεν είχαν ατελείωτα αποθέματα
και τυχόν ανεφοδιασμός ήταν αδύνατος.
Οι οπλαρχηγοί είχαν περιορισμένον αριθμόν μαχητών-
συντρόφων 150, 300, 400, εμπίστων και υπάκουων. Η συντήρηση ήταν πάντα
πρόβλημα. Σε επιθέσεις κατά του τυράννου μαχόταν σκληρώς, με απίθανη
γενναιότητα και φανατικήν ορμήν. Το μένος έναντι του κατακτητού τους είχε κάμει
λάβρους και πολεμούσαν χωρίς ίχνος φόβου αλλά με ανέκφραστην ανδρείαν. Το
μένος έναντι του εχθρού ισοδυναμούσε με χιλιάδες μαχητές!!!!
Όταν συμμαχούσαν λόγω των περιστάσεων πολλοί οπλαρχηγοί, οι
δυνάμεις τα ανήρχοντο σε μερικές χιλιάδες, φυσικά πάντα κατώτερες του εχθρού,
όπως π.χ. στα Βασιλικά χωριό άνω των Θερμοπυλών όπου οι ΄Ελληνες ανήλθαν στις
2.000 έναντι 8.000 τουρκαλβανών που ερχόταν από την Λαμίαν. Οι Έλληνες με την
δεξιοτεχνίαν τους, με την άνετην βάδιση στις άγριες βουνοπλαγιές του
Καλλιδρομίου, συνέτριψαν τον εχθρόν στις 25 Αυγούστου 1824. Όμοιες αριθμητικώς
δυνάμεις συναντούμεν και στην Πελοπόννησον, όπου τις συγκροτούσε ο Κολοκοτρώνης,
από αγρότες κλπ. φθάνοντας κάποτε τις 4.000 για να αμυνθούν εναντίον
πολυαρίθμου εχθρού. Ο πιο σημαντικός ήταν του Δράμαλη.
Μεγάλη μάστιγα κατά των Ελλήνων μαχητών, ήταν και οι
στερήσεις από φαγητά και λοιπές βασικές ανάγκες. Στην μάχην της Άμπλιανης
(χωριό της Ευρυτανίας) 14 Ιουλίου 1824 παρατηρούνται δύο σημαντικές
καταστάσεις. Οι τουρκαλβανοί επετέθησαν με μένος αλλά μόνον για 2 ώρες, επειδή
ήλθαν δυνάμεις των Σουλιωτών και τους επετέθηκαν εκ των νώτων, οπότε
πανικοβλήθηκαν και ετράπηκαν σε φυγήν προς την Γραβιάν. Όμως η περιοχή είναι
τραχεία και καταδιωκόμενοι γκρεμοτσακιζόταν στις πλαγιές και συνολικώς
σκοτώθηκαν 500. Οι Έλληνες έμπειροι σε πορείες πάνω σε κατσάβραχα δεν
έπαθαν τίποτε και όρμησαν στα λάφυρα όπου εξασφάλισαν οπλισμόν, πολύτιμα
πολεμοφόδια, κανόνια, σημαίες και χρήματα από τους τουρκαλβανούς οι
οποίοι πάντα μαχόταν επί μισθώ. Από την άλλην πλευράν όμως κατεδείχθη για
μίαν εισέτι φοράν, ποίες αιτίες μαστίζουν τους Έλληνες. Από το Αρχείον
του Ιωάννη Βλαχογιάννη διαβάζομεν επιστολήν προς την Εξουσίαν της
Στερεάς από τους οπλαρχηγούς που έλαβαν μέρος στην μάχην, Οδυσσέαν
Ανδρούτσον, Γεώργιον Καραϊσκάκην, Νάκον Πανουργιάν,
Δήμον Σκαλτσάν και τους λοιπούς στην οποίαν επισημαίνεται. «Δηλοποιούμεν
στη Στή (Σεβαστή) Διοίκηση ότι ψωμί δεν έχομεν περισσότερον από
δέκα πέντε ημερών, πολεμοφόδια ολίγα, κρέας σχεδόν δια δύο ημέρας, οι
στρατιώται ευρίσκονται κατάγυμνοι και ξυπόλυτοι. Τα δε στρατόπεδα Σαλώνων και
Λοιδορικίου από τις πολλές επιδρομές των εχθρών έφθασαν εις άκραν ένδειαν και
μάλιστα κατά το παρόν το πλείστον μέρος κατέφυγεν εις Πελοπόννησον, οι δε
λοιποί εις τα όρη και τα σπήλαια. Παρακαλούμεν να πέμψετε χωρίς αναβολήν
χρήματα…. Αλλέως οι στρατιώται πεινασμένοι, γυμνοί και ξυπόλυτοι ου μόνον
εχθρούς να κτυπήσουν δεν δύνανται, αλλά ούτε τα σώματά των είναι, ικανοί να
εξοικονομήσουν (σσ. να φροντίσουν)».
Αυτήν την κατάσταση εβίωναν οι επαναστατήσαντες ΄Ελληνες
εναντίον του πολυδυνάμου τυράννου και με αυτές τις συνθήκες, πείνας, γύμνιας
και ελλείψεως πολεμοφοδίων, μας απελευθέρωσαν!! Τα όπλα των Επαναστατών ήταν σε
απόλυτη σπανιότητα! Η επιμονή για την Ελευθερίαν και η σπάθη δεν έλειψαν ποτέ,
αν και η τελευταία κάποιες φορές τους «επρόδωσε» από τις ακατάπαυστες
σφαγές!!
14/2/2021
Μιχαήλ
Στρατουδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου