30 Οκτωβρίου 2023

Οταν γίναμε φίλοι με τους Τούρκους 1930, το Σύμφωνο Φιλίας Του Κώστα Μπογδανίδη

 

Η μόνη ίσως μεγάλη όπου δεν υπήρξε έντονη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν αυτή που εγκαινιάστηκε το 1930, στις 30 Οκτώβρίου, με την υπογραφή συμφώνου ελληνοτουρκικής φιλίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κεμάλ Ατατούρκ.

 Η «φιλία» αυτή δε διακόπηκε παρά μόνο με την κρίση που δημιουργήθηκε όταν η ΕΟΚΑ ξεκίνησε τη δράση της στην Κύπρο και σαν αντίποινα την πλήρωσαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης (Σεπτέμβρης 1955).

 Ο Βενιζέλος της περιόδου αυτής (1928-1932) είχε ακολουθήσει μια γενικότερη πολιτική συμμαχιών στα Βαλκάνια, αλλά και με την Ιταλία, μια πολιτική που όλοι οι Βαλκάνιοι ηγέτες είχαν αναγκαστεί να ακολουθήσουν τα δύσκολα εκείνα χρόνια της ανασυγκρότησης - δεν έλειψαν πάντως κάποιες μικροσυγκρούσεις, όπως το σύντομο ελληνοβουλγαρικό επεισόδιο του 1925.

 Η συμβολή του Βενιζέλου υπήρξε καθοριστική στην αποκατάσταση των σχέσεων με την Τουρκία. Η διαδικασία προσέγγισης των δύο χωρών ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμώντας να προωθήσει την ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας, θυσίασε συνειδητά μέρος των διεκδικήσεών της (χρηματικές οφειλές κ.λ.π.), προκειμένου να αποκομίσει γενικότερα κέρδη. Καίριο ρόλο στις σχετικές εκτιμήσεις της διαδραμάτισε η ανάγκη κατοχύρωσης της θέσης και των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας που είχε απομείνει κυρίως στην Πολη. Κατά δεύτερο λόγο εναρμονιζόταν με την ευρύτερη πολιτική που άσκησε ο Βενιζέλος την τετραετία 1928-1932, αιχμή της οποίας ήταν κυρίως η εσωτερική ανασυγκρότηση και η διασφάλιση των κεκτημένων.

 Μετά από συνεχείς επαφές μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας, υπογράφτηκε το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, που προέβλεπε την εκκαθάριση των διμερών διαφορών αναφορικά με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ως βάση της συμφωνίας οριζόταν η αρχή του συμψηφισμού των περιουσιών των ανταλλάξιμων και μη, ενώ η ελληνική πλευρά υποχρεώνονταν να καταβάλλει το ποσό των 425.000 λιρών Αγγλίας, σε αντιστάθμισμα προς την ενέργεια της τουρκικής πλευράς να αποδώσει στους Έλληνες τα καταπατημένα κτήματά τους στην Κων/πολη. Οι όροι της σύμβασης ήταν σαφώς ευνοϊκοί για την Τουρκία και γι' αυτό εκφράστηκαν κάποιες επιφυλάξεις από την ελληνική πλευρά.

 Με την επίσκεψη του Βενιζέλου στην Άγκυρα, υπογράφτηκε το σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαιτησίας στις 30 Οκτωβρίου 1930, το οποίο απαγόρευε οποιοδήποτε πολιτικό ή οικονομικό συνασπισμό να στραφεί κατά του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Επίσης προβλεπόταν συμφωνία στο εμπορικό πεδίο καθώς επίσης και για τον αμοιβαίο περιορισμό στους ναυτικούς εξοπλισμούς. Με βάση αυτά υπογράφτηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 ένα ακόμα σύμφωνο εγγυήσεως, με σκοπό την προαγωγή των σχέσεων των δύο χωρών "εις καθαράν αμυντικήν συμμαχίαν". Στις επίσημες προτάσεις τους οι δύο πρωθυπουργοί βεβαίωναν αμοιβαία ότι δεν έχουν εδαφικές βλέψεις και ότι αναγνωρίζουν ως μόνιμο το εδαφικό καθεστώς που είχε διαμορφωθεί από τη συνθήκη της Λωζάννης. Παρ' όλες πάντως τις αντιδράσεις και τις επιφυλάξεις που ήταν εύλογο να υπάρξουν, η ελληνοτουρκική συνεννόηση με την πάροδο του χρόνου αποδείχτηκε σύμφωνη με τις υπαγορεύσεις του πολιτικού ρεαλισμού.

 Η επίσκεψη του Ισμέτ Ινονού στην Αθήνα το 1931 και στη συνέχεια το σύμφωνο εγγύησης της 14ης Σεπτεμβρίου 1933, προήγαγαν την προσέγγιση των δύο χωρών σε εγκάρδια συνεννόηση, αλλά και όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε ο Βενιζέλος σε "καθαράν αμυντικήν συμμαχίαν απέναντι της Βουλγαρίας, εις ήν περίπτωσιν ήθελεν αυτή να παραβιάση τα κοινά μας σύνορα…".

 Οι επικρίσεις

 Ήταν μία κίνηση για την οποία επικρίθηκε σφόδρα ο Βενιζέλος που ήθελε πραγματικα στο τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας να δει μια σταθερή σχέση και μια οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών.

 Αρκετοί ιστορικοί και επικριτές του Βενιζέλου αναρωτήθηκαν πώς ο κάποτε οραματιστής της Μεγάλης Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», και ο Κεμάλ, ο σφαγέας του ποντιακού ελληνισμού και ο νικητής του πολέμου του 1922, βρέθηκαν με τόση εγκαρδιότητα στο ίδιο τραπέζι.

 Ξεχνούν ίσως οι περισσότεροι τη βαθιά κρίση που αντιμετώπιζαν την περίοδο εκείνη οι δύο χώρες: η Ελλάδα είχε βγει κατεστραμμένη από τις πολεμικές περιπέτειες δέκα χρόνων σε Βαλκάνια και Μικρά Ασία, το κύμα των προσφύγων και τον διχασμό, ενώ και η Τουρκία προσπαθούσε να αποκτήσει μια νέα ταυτότητα, πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν μια κρίσιμη φάση, «όπου οι δύο ηγέτες ήθελαν να ασχοληθούν απερίσπαστοι με την εσωτερική ανασυγκρότηση και ασφαλώς δεν πρέπει να μας διαφεύγει πόσο πρόσφατη ήταν η μεγάλη οικονομική κρίση, που προκλήθηκε με το κραχ στη Νέα Υόρκη το 1929 και εξαπλώθηκε σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Τις συνέπειες της κρίσης τις γνώρισαν πολύ πιο έντονα χώρες όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, που είχαν ακόμα νωπά τα σημάδια του πολέμου και εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από τα ξένα δάνεια».

 Έγιναν λάθη

 Σύμφωνα με ορισμένους αυστηρούς ιστοριογράφους ο Βενιζέλος έκανε δύο βασικά λάθη: τοποθέτησε καταρχάς ως αρμοστή στη Σμύρνη τον Στεργιάδη, άνθρωπο των Βρετανών, ο «οποίος υπήρξε ο κακός δαίμονας των Μικρασιατών και παρόλες τις εκκλήσεις τους για αντικατάσταση, επέμενε στην αρχική του απόφαση, την οποία -όλως περιέργως- αποδέχτηκαν και σεβάστηκαν οι βασιλικοί διάδοχοί του». Το δεύτερο βασικό λάθος του υπήρξε η υποτίμηση του ποντιακού κινήματος, ενός δυναμικότατου ελληνικού ένοπλου και πολιτικού κινήματος που δρούσε στη βόρεια Μικρά Ασία και απειλούσε άμεσα τις γραμμές εφοδιασμού των κεμαλικών.

 Επίσης, οι Έλληνες του Πόντου είχαν διατυπώσει από νωρίς το αίτημα δημιουργίας δεύτερου ελληνικού κράτους στις νότιες παραλίες της Μαύρης Θάλασσας, ως μοναδική δυνατότητα επιβίωσης του ελληνισμού στη γενέθλια γη. Τον Οκτώβριο του 1917 ο Κ. Κωνσταντινίδης, ένας από τους ηγέτες του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος της δυναμικής οργάνωσης της Μασσαλίας είχε ενημερώσει τον Βενιζέλο. Στον Πόντο, όπου κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι Τούρκοι είχαν προβεί σε γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού, δρούσε ένα δυναμικό αντάρτικο ελληνικό κίνημα, το οποίο αριθμούσε σε 18.000 άντρες. Το αίτημα των Ποντίων ήταν η ενίσχυση των ανταρτών κατά το υπόδειγμα του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Βενιζέλος, παρότι αρχικά αμφιταλαντεύτηκε, επέλεξε να αγνοήσει τα αιτήματα των Ποντίων και να υποστηρίξει στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 1918, την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Μια θέση που εξόργισε τους Έλληνες του Πόντου και τις ποντιακές οργανώσεις, οι οποίες με επικεφαλής το μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο προσπάθησαν να παρέμβουν αυτοτελώς στις Συνδιασκέψεις Ειρήνης προωθώντας το αίτημα δημιουργίας Ελληνικού Κράτους στον Πόντο. Ο Βενιζέλος συνέχισε την πολιτική του και στις 4 Φεβρουαρίου του 1919 δήλωσε στον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον ότι παρότι οι Έλληνες του Πόντου επιθυμούσαν την ανεξαρτησία, αυτός αντιτάχθηκε απόλυτα.

 Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων άλλαξε η πολιτική της κυβέρνησης. Απεστάλησαν στον Πόντο και στον Καύκασο ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο Ι. Σταυριδάκης για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ο Βενιζέλος φαίνεται να αποδέχεται εν μέρει τα ποντιακά σχέδια, επιτρέποντας τη δημιουργία ειδικού ποντιακού σώματος στον ελληνικό στρατό, ώστε μελλοντικά να μπορεί να αποσταλεί στον Πόντο. Όμως, ακόμα και τότε ήταν ορατή η αποστασιοποίηση του Βενιζέλου από το Ποντιακό Ζήτημα το οποίο δεν το ενέτασσε στα ευρύτερα εθνικά σχέδια. Οι Πόντιοι συνέχισαν να επιζητούν την ελλαδική βοήθεια και να απαιτούν την αποστολή ελληνικού στρατού στον Πόντο. Το Νοέμβριο του 1919 οι Βρετανοί απέρριψαν σχέδιο αποστολής του ποντιακού τμήματος του ελληνικού στρατού στο Βατούμι και τη συγκρότηση επί τόπου ποντιακού στρατού. Ο Ελ. Βενιζέλος, με αφορμή τη βρετανική άρνηση επανήλθε στις απορριπτικές του θέσεις και επαναμετέθεσε το Ποντιακό Ζήτημα στα πλαίσια του Αρμενικού. Η στάση αυτή προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Εθνοσυνέλευσης του Πόντου ενώ ο μητροπολίτης Χρύσανθος χαρακτήρισε τον Βενιζέλο "απληροφόρητο στο ζήτημα του Πόντου." Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1920, ο Βενιζέλος θα λάβει τις εκθέσεις των Σταυριδάκη και Καθενιώτη, με τις οποίες προτρέπεται να αποδεχτεί αμέσως τα ποντιακά αιτήματα. Ο Βενιζέλος άλλαξε για άλλη μια φορά στάση και ανακοίνωσε στο Βρετανό πρωθυπουργό Λόιδ Τζορτζ το σχέδιό του για επέμβαση στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί. Ήταν όμως πολύ αργά! Στην Ελλάδα άρχιζε η προεκλογική περίοδος. Οι βασιλικοί διάδοχοι του Βενιζέλου δεν είχαν καμιά άποψη για τον Πόντο και αγνόησαν ολοκληρωτικά τις ποντιακές προτάσεις, ενώ ο Κεμάλ Ατατούρκ ολοκλήρωνε τη γενοκτονία του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού.

 Ενα από τα λάθη του Βενιζέλου ήταν η προκήρυξη εκλογών εν μέσω πολέμου. Στις 14 Νοεμβρίου 1920 στην κυβέρνηση ανέβηκε η αντιβενιζελική φιλοβασιλική παράταξη με τις ψήφους των Τούρκων της Μακεδονίας και των άλλων εθνικών μειονοτήτων. Η συμπαγής ψήφος των Τούρκων, των Εβραίων, των βουλγαροφρόνων κ.ά έδωσαν τη νίκη στους αντιβενιζελικούς, οι οποίοι πολιτεύτηκαν με αντιπολεμικά συνθήματα, συγκροτώντας μια ανίερη συμμαχία με τους Ελλαδίτες κομμουνιστές.

 Στα μεγάλα ιστορικά αινίγματα εντάσσονται τα κίνητρα του Βενιζέλου για προκήρυξη εκλογών. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι πίστευε πως θα κερδίσει, ως επιβράβευση για τις μεγάλες επιτυχίες που κατάφερε στο διπλωματικό τομέα. Οι αντίπαλοί του ισχυρίζονται ότι ήταν μια συνειδητή απόφαση για εύσχημη αποχώρηση από την πολιτική σκηνή, ώστε να απεκδυθεί από κάθε ευθύνη πιθανής κακής εξέλιξης στο μικρασιατικό.

 Ως αποτέλεσμα της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο ξέσπασε το Σεπτέμβριο του 1922 η επανάσταση του Στρατού και του στόλου εναντίον της κυβέρνησης Γούναρη με επικεφαλής το συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα. Η ανατροπή της βασιλικής κυβέρνησης και η παρουσία ισχυρού ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη δημιούργησε ελπίδες ότι η καταστροφή δεν θα ήταν πλήρης. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν όμως αποφασίσει την παράδοσή της στους Κεμαλικούς. Ο Ελ. Βενιζέλος, τον οποίο οι επαναστάτες κάλεσαν να αναλάβει τη διακυβέρνηση είχε ήδη αποδεχτεί την άποψη της Αντάντ για την Ανατολική Θράκη. Έτσι, συνέδεσε την επιστροφή του στην κυβέρνηση με την αποδοχή της γαλλοβρετανικής άποψης από τους επαναστάτες.

 Έτσι έγινε αποδεκτή η συμφωνία των Μουδανιών και τα μεσάνυχτα της 1ης/14ης Οκτωβρίου 1922 ο ελληνικός στρατός άρχισε να αποχωρεί από την Ανατολική Θράκη, ακολουθούμενος από 250.000 νέους πρόσφυγες. Η Ελλάδα δεν έκανε ούτε το ελάχιστο για να διατηρήσει τον έλεγχό της σ' αυτή την βασική περιοχή του ελληνισμού, ενώ είναι βέβαιο ότι ούτε τα κεμαλικά στρατεύματα μπορούσαν να διασχίσουν τον Ελλήσποντο και τα Δαρδανέλλια, ούτε η Αντάντ να υποχρεώσει στρατιωτικά την Ελλάδα να αποχωρήσει.

 Ο Βενιζέλος έχει ήδη μετατραπεί σε ένα κλασικό πολιτικό, επιμένουν ορισμένοι και θεωρούν ότι «τίποτα πια δεν θυμίζει το Βενιζέλο της κρητικής επανάστασης. Το μόνο του μέλημα είναι τα κρατικά συμφέροντα, όπως αυτός τα ερμηνεύει, ανεξαρτήτως αν γι' αυτό πρέπει να θυσιαστούν ελληνικοί πληθυσμοί». Οι επικριτές του θεωρούν ότι «με μεσολαβητή τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι, ο Βενιζέλος υπογράφει το 1930 την "Ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας" παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Για να δείξει επί πλέον τα αισθήματά του προς την Τουρκία, ο Βενιζέλος προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ για Νόμπελ Ειρήνης. Οι μεγάλοι χαμένοι της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ήταν οι πρόσφυγες. Οι περιουσίες τους ισοψηφίστηκαν, παρότι δεκαπλάσιας αξίας, με αυτές των μουσουλμάνων που ανταλλάχθηκαν. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό κράτος πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις προς την Τουρκία»!

ΠΗΓΕΣ

 *Η Ελλάς στον μεσοπόλεμο

 *Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος"

 *Ατατούρκ. Μια ψυχοβιογραφία, Βαμίκ Ντ. Βολκάν

 Νόρμαν Ίτσκοβιτς

 *Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

 *Αττατούρκ -Βενιζέλος Μάριος Παπακυριακού

Δεν υπάρχουν σχόλια: