6 Δεκεμβρίου 2016

ΔΑΚΕ ΙΔ.ΤΟΜΕΑ:Η τρύπα είναι τεράστια, το μπάλωμα πολύ μικρό!

24ωρη Γενική Απεργία στις 8 του Δεκέμβρη
Η χθεσινή συμφωνία στο Eurogroup επιβεβαίωσε με τον πιο απόλυτο τρόπο ότι το “καρότο” είναι μικρό, ασαφές και μακροπρόθεσμο ενώ το “μαστίγιο” είναι μεγάλο, εξαιρετικά λεπτομερές, άμεσο και εις το διηνεκές… Η κυβέρνηση, που με τις παλινωδίες της έγραψε το “σενάριο” και υπέγραψε το 3ο –σωρευτικά επαχθέστερο– Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής, δεσμεύτηκε και συνομολόγησε επίσημα το 4ο Μνημόνιο.
Είναι, πλέον, αδύνατο να κρύψουν κάτω από το “χαλί” της μικρής και προβλεπόμενης –για μετά το 2040– μείωσης του χρέους, την κλιμάκωση των μέτρων ακραίας λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης. Ο υφεσιακός και ανάλγητος Προϋπολογισμός του 2017, άλλωστε, υπήρξε το χρονικό μιας ακόμη προαναγγελθείσας λεηλασίας της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας.


Οι δεσμεύσεις για τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ, που ούτε οι πιο ανθηρές οικονομίες της Ε.Ε. δεν μπορούν να επιτύχουν, ανοίγουν τον “ασκό του Αιόλου”  για νέα αβάσταχτα βάρη στους μισθωτούς και συνταξιούχους, στα μόνιμα φορολογικά υποζύγια. Οι Δανειστές παραδέχονται ότι τα Προγράμματα ήταν ταξικά ετεροβαρή, συνεχίζουν όμως να λειτουργούν ως ανισόρροποι… Οι παράλογες απαιτήσεις τους “μεταφράζονται αυτολεξεί” σε επώδυνες κυβερνητικές αποφάσεις. Ο “κόφτης” έχει, ήδη, ενεργοποιηθεί συνοδευόμενος από νέες φοροεπιδρομές, περικοπές σε συντάξεις, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των κρατικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, καθώς και μια αγχόνη ρευστότητας στην αγορά.

Την ίδια ώρα, στα “ψιλά γράμματα” της απόφασης και στις “λεπτομέρειες” της αξιολόγησης φαλκιδεύονται οι ελάχιστοι εναπομείναντες όροι εργασιακής δικαιοσύνης και συλλογικής δράσης.

Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, σε πείσμα των κιβδηλοποιών που τις εμφανίζουν ως συντεχνιακό προνόμιο των λίγων και σε “τροχοπέδη” ανταγωνιστικότητας, αφορούν το σύνολο του εργατικού δυναμικού αποτελώντας το θεμέλιο λίθο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, απαραίτητη προϋπόθεση και αναγκαία συνθήκη για μια βιώσιμη ανάπτυξη με κοινωνική συνοχή.  

Το καθεστώς και τα όρια των ομαδικών απολύσεων, που κάποιοι διαχειρίζονται λες και πρόκειται για ποσοστά απόδοσης σε τυχερά παιχνίδια, διασφαλίζουν τη δουλειά και την προστασία χιλιάδων εργαζομένων από την εργοδοτική αυθαιρεσία.

Το Συνδικαλιστικό Κίνημα, όσο κι αν το κατασυκοφαντούν, είναι το τελευταίο οργανωμένο και συντεταγμένο ανάχωμα για την αποτροπή των ακολουθούμενων πολιτικών που οδηγούν σε μια πρωτοφανή κοινωνική και παραγωγική απαξίωση. Οι σχεδιαζόμενες χειρουργικές αλλαγές στην συνδικαλιστική δράση έχουν ως μόνο στόχο την αποδυνάμωση του ρόλου της συνδικαλιστικής παρέμβασης στη διαφύλαξη και προαγωγή των συμφερόντων των δυνάμεων της εργασίας. 

Τα μηνύματα αλληλεγγύης της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας και της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων πιστοποιούν τις καταστροφικές διαστάσεις της πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της υφαρπαγής θεμελιωδών κοινωνικών κατακτήσεων.

ΤΕΡΜΑ ΠΙΑ ΣΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ. ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ. 
Με την καθολική και μαζική συμμετοχή μας στην απεργιακή κινητοποίηση των Συνδικάτων στις 8η του Δεκέμβρη στέλνουμε ένα ηχηρό μήνυμα σε όλους εκείνους που “βαφτίζουν” το κοινωνικό, οικονομικό και αναπτυξιακό τέλμα της χώρας ως μεταρρύθμιση ή διαρθρωτική αλλαγή.

Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. με υπευθυνότητα απέναντι στον κόσμο της μισθωτής εργασίας που εκπροσωπεί, αλλά και την υγιή επιχειρηματικότητα, παραθέτει και καταθέτει τις θέσεις και προτάσεις της για τα κρίσιμα ζητήματα των ΣΣΕ, των Ομαδικών Απολύσεων και του Συνδικαλιστικού Νόμου (θα τις βρείτε συνημμένες).  Ο αγώνας γίνεται ακόμη πιο δυνατός όταν τεκμηριώνουμε τις διεκδικήσεις μας σπάζοντας τους “μύθους”. 

Όλοι μαζί, λοιπόν, στην 24ωρη απεργιακή κινητοποίηση της 8ης του Δεκέμβρη
Όλοι μαζί στα αγωνιστικά συλλαλητήρια των Συνδικάτων, 
στην Αθήνα 11π.μ στο Πεδίον τους Άρεως και σε κάθε πόλη.

ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΔΑΚΕ Ι.Τ.
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ & ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΑΚΕ Ι.Τ.


Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας
Ομαδικές Απολύσεις
Συνδικαλιστικός Νόμος


ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Από την ένταξη της χώρας μας στο Μεικτό Μηχανισμό Στήριξης και την εφαρμογή των Προγραμμάτων Δημοσιονομικής Προσαρμογής ξεκινά μια διαδικασία εκτεταμένης αποδιάρθρωσης του Συστήματος των Συλλογικών Συμβάσεων.
Η αποκλειστική ταύτιση της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με τη συρρίκνωση του εργασιακού κόστους, μια αδιέξοδη και αναποτελεσματική προσέγγιση στο πλαίσιο της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, οδήγησε στη θεσμοθέτηση σειράς νομοθετημάτων με στόχο την βίαιη αποκέντρωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης.
Η ανταγωνιστικότητα, όμως, μιας εθνικής οικονομίας είναι ένα πολύ πιο σύνθετο και πολυπαραγοντικό ζήτημα από την “ανταγωνιστικότητα κόστους” που επικαλούνται διαχρονικά οι εκπρόσωποι των Δανειστών προκειμένου να δικαιολογήσουν τη δογματική εμμονή τους στη συνολική υποβάθμιση του περιεχομένου της εργασίας.
Το πρόβλημα, εξάλλου, ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι κυρίως διαρθρωτικό. Εστιάζεται, δηλαδή, στο είδος των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται, στην ποιότητά τους, στη συμβατότητα της ποιότητας με τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της διεθνούς ζήτησης, στη διαρθρωτική προσαρμογή των συντελεστών παραγωγής και των αλυσίδων αξίας στις νέες αναπτυξιακές ανάγκες, στην τεχνολογική πρόοδο, καθώς και στο βαθμό ενσωμάτωσης της έρευνας και της καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τις σχετικές οικονομετρικές μελέτες, η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία 2000-2009 αποδίδεται κατά τα 4/5 στις ανατιμήσεις της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Επιπρόσθετα, στις έρευνες που διεξάγονται για την κατάρτιση των δεικτών ανταγωνιστικότητας των κρατών, ως σημαντικότερα εμπόδια ανόδου της επενδυτικής δραστηριότητας καταγράφονται η γραφειοκρατία (21%), το πρόβλημα πρόσβασης σε χρηματοδότηση (19.8%) και η διαφθορά (11.6%), όταν το εργασιακό καθεστώς και οι αμοιβές αξιολογούνται μόλις κατά 5.6%.
Στην ίδια κατεύθυνση, οι ποσοτικές εκτιμήσεις, οι οποίες κάνουν χρήση οικονομετρικής τεχνικής variance de composition analysis στη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι:
το 78% της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας προέρχεται από λιγότερο μετρήσιμους παράγοντες όπως, εκτός των παραπάνω, η πολυνομία, η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος -το οποίο αλλάζει κατά βούληση για να καλύψει εισπρακτικές ανάγκες- και το ύψος των φορολογικών συντελεστών, 
με τη βελτίωση της παραγωγικότητας να συνεισφέρει 12% στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, τη μείωση των πραγματικών μισθών μέχρι 8% και τη μείωση των κατώτατων αποδοχών (βασικού μισθού) μόλις 2%.
Στον αντίποδα, σε μια οικονομία που το μακροαναπτυξιακό της μοντέλο βασίζεται στη δυναμική της σχέσης κατανάλωση → εγχώρια ζήτηση → οικονομική μεγέθυνση, οι επιπτώσεις της αποδυνάμωσης του καθεστώτος των Ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και της επακόλουθης μείωσης των μισθών διατρέχουν με εξαιρετικά αρνητικό πρόσημο όλο το φάσμα του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού.
Η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 24,4% την περίοδο 2010-2015 με συνέπεια τη διόγκωση του Δημόσιου Χρέος στο 176,9% του ΑΕΠ από 126,7% το 2009, όπως αυτό συμφωνήθηκε με τις "αλχημείες" των στατιστικών στοιχείων από πλευράς ΕΛΣΤΑΤ ΚΑΙ EUROSTAT.
η μεσοσταθμική μείωση των Δημοσίων Εσόδων κατά 2,3% ανά έτος παρά την επιβολή επαχθών φορολογικών μέτρων που εξάντλησαν τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών,
η κατακόρυφη πτώση της εγχώριας ζήτησης κατά 26% και της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 21%,
τα περισσότερα από 240 χιλιάδες λουκέτα επιχειρήσεων,
η εκρηκτική άνοδος της ανεργίας και η παγίωση της στα δυσθεώρητα επίπεδα του 25% (2015: 24,9% το 2015, Eurostat- πραγματική ανεργία 30% στοιχεία ΙΝΕ-ΓΣΕΕ- ανεργία 2009:9%), η ραγδαία αύξηση της ανεργίας των νέων (2015: 49,8%, Eurostat) και της μακροχρόνιας ανεργίας (2015: 18,2% - 74,3% του συνόλου των ανέργων, Eurostat),
ο πολλαπλασιασμός φαινομένων ένδειας, ακραίας φτώχειας και φτωχοποίησης (6,3 εκατ. άτομα διαβιούν είτε υπό καθεστώς φτώχειας είτε υπό την απειλή αυτής, υπερδιπλασιασμός των φτωχών εργαζόμενων)
είναι, μεταξύ άλλων, όψεις επιδείνωσης της ελληνικής οικονομίας, κοινωνίας και απασχόλησης που τροφοδοτούνται, άμεσα ή έμμεσα, από την καταστρατήγηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, η οποία συσχετίζεται ευθέως με 
την ανεξέλεγκτη διάδοση της ευελιξίας (51,98% των νέων προσλήψεων αφορούν ευέλικτες μορφές όταν το 2009 καταγράφονταν στο 21%, 2009-2015: 35% συνολική άνοδος της μετατροπής της πλήρους απασχόλησης σε μερική ή εκ περιτροπής εργασία),
την ασφυξία ρευστότητας που μαστίζει την πραγματική οικονομία,
τη σοβαρή διαφυγή ή εκροή πόρων από τα Ασφαλιστικά Ταμεία, έπειτα από το κούρεμα των αποθεματικών τους μέσω PSI, που υπονομεύει τη βιωσιμότητα και επάρκεια του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (υπερμεγέθης μείωση εσόδων ασφαλιστικών εισφορών – μεγάλη κάμψη εργοδοτικών εισφορών),
τη γενίκευση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας (αδήλωτη εργασία, μερική εισφοροαποφυγή κ.λπ.).
Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας είναι κεντρική συνιστώσα του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου, όχι μόνο ως κοινωνικός αλλά και σαν ένας καθοριστικός (μάκρο και μίκρο) οικονομικός σταθεροποιητής. Είναι δομική και αναγκαία συνθήκη σε ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο μοντέλο ισόρροπης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης που στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς θα συνδυάζει με το βέλτιστό δυνατό τρόπο την οικονομική μεγέθυνση με την ενδυνάμωση της κοινωνική συνοχής.
Αποτελούν, δηλαδή, αναπόσπαστο μέρος της “ευρωπαϊκής κανονικότητας” στην οποία απαιτείται να επιστρέψει η Πατρίδα μας εξερχόμενη από το σημερινό “ειδικό καθεστώς”. 
Υπό αυτό το πρίσμα, άλλωστε, ανάγονται σε βασικό κρίκο στην αλυσίδα του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, μια εμβληματική πρωτοβουλία του Προέδρου Γιούνκερ που η σύλληψη και το περιεχόμενό της συμπυκνώνει αρχές και αξίες της ιδεολογίας του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού, της μόνης οικονομικής θεώρησης, η οποία μπορεί να εγγυηθεί την έξοδο της Πατρίδας μας από την πολύπλευρη κρίση, αλλά και τη στέρεη υπέρβαση της περιδίνησης σε επίπεδο Ε.Ε. θωρακίζοντας τόσο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα στην ολότητά του, όσο και τη Νομισματική Ένωση.  
Εξίσου χαρακτηριστική και δηλωτική των θέσεων του Προέδρου Γιούνκερ είναι και η φράση του “πείτε με ντεμοντέ αλλά για εμένα σύμβαση εργασίας είναι μόνο η σύμβαση πλήρους απασχόλησης”.
Οι Συλλογικές Συμβάσεις υπηρετούν στην πράξη τη ρήση του Θουκυδίδη “δεν θεωρούμε τη φτώχεια ντροπή, ντροπή είναι να μην την αποφεύγει κανείς δουλεύοντας”, γεγονός που τις καθιστά θεμέλιο λίθο της αστικής δημοκρατίας και βασική προϋπόθεση για τη μακροημέρευσή της.
Με δεδομένη την παραδοχή ότι η σχέση εργοδότη-εργαζόμενου είναι εξ ορισμού μια σχέση άνιση και ετεροβαρής, η διαπραγμάτευση σε συλλογικό επίπεδο διασφαλίζει τα ελάχιστα ικανοποιητικά όρια εργασιακής δικαιοσύνης και κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων. Η εργασιακή ειρήνη και συνεργασία είναι σημαντική διάσταση για την αύξηση της παραγωγικότητας που καθίσταται σε πρωτεύον παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας.
Όσο, λοιπόν, η διαπραγμάτευση βαίνει από το γενικό στο μερικό (ΕΓΣΣΕ → Κλαδικές ή Ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ → Επιχειρησιακές ΣΣΕ → Ατομική Σύμβαση), η εκάστοτε προηγούμενη ως πιο μαζική οφείλει να εξασφαλίζει ένα “μαξιλαράκι” εργασιακής δικαιοσύνης. Σε αυτή την αναγκαιότητα εδράζεται και ο αναντικατάστατος ρόλος της αρχής της εύνοιας (ευνοϊκότερη ρύθμιση).
Παράλληλα, η Κλαδική ή Ομοιοεπαγγελματική Συλλογική Σύμβαση διαμορφώνει ένα ενιαίο πλαίσιο αμοιβών για τις επιχειρήσεις του κλάδου λειτουργώντας ως μοχλός διαφύλαξης του υγιούς ανταγωνισμού με την αποτροπή ενός ανταγωνισμού απώτατων μισθολογικών ορίων. Σε αυτό το σημείο έγκειται και η σπουδαιότητα ύπαρξης –υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις– της δυνατότητας επέκτασης των κλαδικών ΣΣΕ.
Ειδικότερα από την ίδια τη δομή και διάρθρωση της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας (97% του συνόλου των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές, το 74% των εργαζομένων απασχολείται σε πολύ μικρές ή μικρές επιχειρήσεις), αναδεικνύεται η κρισιμότητα της κλαδικής διαπραγμάτευσης στην κάλυψη του εργατικού δυναμικού.  
Ο κατώτατος μισθός, λόγω και του χαμηλού του ύψους, είναι ένα μισθός που στο σύνολό του καταλήγει στην πραγματική οικονομία για την κάλυψη αναγκών σε αγαθά και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης ενώ δεν αφήνει περιθώρια αποταμίευσης. 
Όπως προκύπτει από τις σχετικές έρευνες και οικονομετρικές προβολές, η μείωση του κατώτατου μισθού, όχι μόνο δεν δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας σε μια οικονομία, αλλά –πέρα από τις δυσμενείς κοινωνικές επιπτώσεις– “συμβάλλει” και στον περιορισμό της δυναμικής της αγορά εργασίας, δηλαδή στην αύξηση της ανεργίας. Αντίθετα, η αύξηση ενός χαμηλού κατώτατου μισθού σε μια οικονομία δύναται να οδηγήσει στη στήριξη της απασχόλησης και την επέκταση της αγοράς εργασίας ως αναπόδραστη συνέπεια της ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης. 
Οι εκπρόσωποι των εθνικών εργοδοτικών φορέων, άλλωστε, με εξαίρεση τον ΣΕΒ που έχει υιοθετήσει μια τακτική διγλωσσίας και ταύτισης με τις θέσεις του Δ.Ν.Τ., έχουν ταχθεί σαφώς και αναφανδόν υπέρ της  αύξησης του κατώτατου μισθού μέσω της ελεύθερης  συλλογικής διαπραγμάτευσης.
Αξίζει να σημειωθεί πως η θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού “2 ταχυτήτων” στη χώρα μας για εργαζόμενους ηλικίας άνω και κάτω των 25 ετών –εκτός από παραβίαση της αρχής της ίσης αμοιβής για ίση εργασία– αφενός δεν εκπλήρωσε τη στόχευσή της δηλαδή τη μείωση της νεανικής ανεργίας, και αφετέρου εξελίχθηκε σε εργαλείο καταχρηστικής αντικατάστασης του υφιστάμενου εργατικού δυναμικού από υπαμειβόμενους νέους σε πολύ συγκεκριμένες θέσεις απασχόλησης χαμηλής ειδίκευσης. 
Σε κάθε περίπτωση, στις σημερινές συνθήκες κρίσης και στην παρούσα φάση του οικονομικού κύκλου, επιβάλλεται η τήρηση των ΣΣΕ από τις επιχειρήσεις να συνδυαστεί με κίνητρα ασφαλιστικών ελαφρύνσεων ( ισόποση μείωση μή μισθολογικού κόστους εργοδότη και εργαζόμενου) καθώς και φορολογικής ελάφρυνσης των επενδυομένων κερδών που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, θα παραχθούν πολλαπλασιαστικά δημοσιονομικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη σε μια κατεύθυνση win-win.
Πιο συγκεκριμένα, η αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων (καθαρός μισθός), που θα επιτευχθεί χωρίς ουσιαστικά πρόσθετη επιβάρυνση των επιχειρήσεων σε επίπεδο συνολικού μισθολογικού κόστους (λόγω φοροαπαλλαγών και εκπτώσεων στις ασφαλιστικές εισφορές)
θα “επιστρέψει” ως πρόσοδος στην αγορά (αύξηση ιδιωτικής κατανάλωσης), στο κράτος (αύξηση εσόδων από έμμεσους και άμεσους φόρους, μείωση κοινωνικών δαπανών-επιδομάτων, συγκράτηση της απασχόλησης) και
πρωτογενώς δεν θα επιφέρει απώλειες για τα Ασφαλιστικά Ταμεία αφού η μείωση θα αφορά κλαδικούς ή επιχειρησιακούς και όχι βασικούς μισθούς (οι επιχειρήσεις χωρίς αυτά τα κίνητρα δεν θα διαμόρφωναν το μισθολόγιό τους βάσει κλαδικής ή επιχειρησιακής σύμβασης αλλά με γνώμονα τον κατώτατο μισθό) ενώ δευτερογενώς θα οδηγήσει και σε αύξηση πόρων για το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης από την άνοδο της απασχόλησης.
Η θέση αυτή της ΔΑΚΕ Ι.Τ., δηλαδή η διασύνδεση της εργασιακής συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με την παροχή –ως επιβράβευση και κίνητρο– φορολογικών και ασφαλιστικών ελαφρύνσεων, μπορεί να γενικευτεί σε όλο το πλέγμα της τήρησης των εργασιακών δικαιωμάτων, στη διατήρηση των θέσεων εργασίας και στη δημιουργία νέας απασχόλησης. 
Όπως διαπιστώνει κανείς, οι Συλλογικές Συμβάσεις –ως γινόμενο ρεαλιστικών και ορθολογικών κοινωνικών συμφωνιών που θα εγγυώνται συντεταγμένες εργασιακές σχέσεις δίχως να αγνοούν τις δυσκολίες της παρούσας φάσης του οικονομικού κύκλου– έχουν προστιθέμενη αξία στο σύνολο της παραγωγικής και δημιουργικής Ελλάδας. Δεν είναι συντεχνιακό προνόμιο κάποιων “λίγων” αλλά μια θεμελιώδης και καθολική συνθήκη για οικονομική ανάκαμψη και κοινή προκοπή. Το μέρισμα που διανέμεται στον κόσμο της μισθωτής εργασίας ενισχύει την υγιή επιχειρηματικότητα συμβάλλοντας και στην περιστολή των δημοσίων δαπανών.
Ταυτόχρονα, η αρχιτεκτονική του ν. 1876/90 είναι απόλυτα συμβατή:
με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο,
με την κοινωνικά φιλελεύθερη ιδεολογία προωθώντας ένα μοντέλο ήπιας αποκέντρωσης χωρίς κρατικές παρεμβάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, πάγια θέση και διεκδίκηση της ΔΑΚΕ Ι.Τ. είναι η επαναφορά του καθεστώτος Συλλογικών Συμβάσεων όπως αυτό ορίζεται από τον 1876/1990 με θεσμοθέτηση κλιμακωτών φοροελαφρύνσεων και μειώσεων στις ασφαλιστικές εισφορές ανάλογα με το είδος και το περιεχόμενο της σύμβασης που υπογράφεται (από 5% έως και 15%).
Στην απευκταία περίπτωση της μη δυνατότητας υπέρβασης των σχετικών δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από τη χώρα μας προτείνουμε τα εξής τα 2 μοντέλα (συνοπτική παράθεση):
1ο Μοντέλο

Επαναφορά των ισχυόντων για την ΕΓΣΣΕ (ελεύθερη διαπραγμάτευση κοινωνικών εταίρων, καθορισμός βασικού μισθού, καθολικότητα ισχύος οικονομικών και θεσμικών όρων)
Κλαδική διαπραγμάτευση για:
τον καθορισμού ενός επιδόματος (επίδομα ειδικότητας) που θα διέπει όλους τους εργαζόμενους σε ειδικότητες που θα εφάπτονται στον κλάδο, και
την ανανέωση της ισχύος του συνόλου των θεσμικών δικαιωμάτων, ακόμη και αυτών που έχουν έμμεσο οικονομικό αντίκτυπο (π.χ. επίδομα γάμου).
Το επίδομα ειδικότητας, καθώς και τα 4 επιδόματα (επικινδυνότητας, τέκνων, θέσης ευθύνης, σπουδών) καθώς και το επίδομα πολυετίας θα προστίθενται ανά περίπτωση εργαζομένου στα προβλεπόμενα της ΕΓΣΣΕ και της επιχειρησιακής σύμβασης όταν αυτή συνάπτεται.
Κατάργηση του βασικού μισθού για εργαζόμενους κάτω των 25 ετών που όπως έχει, ήδη, επισημανθεί: 
συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης αμοιβής για ίση εργασία,
διακριτική μεταχείριση-εμπόδιο για την πρόσβαση των εργαζομένων άνω των 25 ετών σε θέσεις χαμηλής ειδίκευσης
δεν είχε ούτε κατ΄ ελάχιστο θετικό πρόσημο στη μείωση της νεανικής ανεργίας.
Το επίδομα ειδικότητας θα πρέπει να συνδεθεί με τα επαγγελματικά περιγράμματα και τις διαδικασίες πιστοποίησης επαγγελματικών προσόντων.
Διατήρηση της τοπικής Ομοιοεπαγγελματικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.


2ο Μοντέλο

Καθορισμός βασικού μισθού από μια Τριμερή Εθνική Επιτροπή στην οποία θα συμμετέχουν εκπρόσωποι του κράτους, των εργαζόμενων και των εργοδοτών. Στους εκπροσώπους του κράτους –κατά το πρότυπο του Ολλανδικού Μοντέλου– μπορεί να περιλαμβάνονται θεσμικοί σύμβουλοι της εκάστοτε Κυβέρνησης και καθηγητές Πανεπιστημίου στα πεδία της οικονομίας, των κοινωνικών πολιτικών και των εργασιακών σχέσεων. 
Κατάργηση του βασικού μισθού για εργαζόμενους κάτω των 25 ετών
Δημιουργία επαγγελματικών τομέων (διακλαδικά σχήματα κατά το πρότυπο του Γερμανικού και του Ολλανδικού Μοντέλου).
Υπογραφή διακλαδικών συμβάσεων με τη συμμετοχή εκπροσώπων των τριτοβάθμιων και των εμπλεκόμενων δευτεροβάθμιων οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών.
Καθολικότητα ισχύος των Διακλαδικών ΣΣΕ για όλους τους εργαζόμενους στους επαγγελματικούς τομείς (κατά το πρότυπο του Γερμανικού και Ολλανδικού Μοντέλου).
Δυνατότητα σύναψης μόνο ευνοϊκότερων Επιχειρησιακών ΣΣΕ.



ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ

Το ζήτημα του καθεστώτος των ομαδικών απολύσεων βρίσκεται, την τελευταία εξαετία, στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα ή τους θεσμούς (κουαρτέτο).
Η χώρα μας αναμένει την απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. σχετικά με την προληπτική διοικητική έγκριση των απολύσεων, δηλαδή την αρμοδιότητα έγκρισης ή απόρριψης των απολύσεων από κάποια κρατική ή δημόσια αρχή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μια προσπάθεια εναλλακτικού τρόπου ρύθμισης των ομαδικών απολύσεων με διατήρηση του πλέγματος προστασίας, η τότε κυβέρνηση της ΝΔ (30.9.2014) –με τη μεσολάβηση και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO)– είχε μεταφέρει την αρμοδιότητα αυτή από το Υπουργό Εργασίας στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ).
Η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις ομαδικές απολύσεις διαμορφώθηκε με την Οδηγία 98/95/ΕΚ (20.7.1998).
Στην ειδική Έκθεση (Report Collective Dismissals) του ILO για το συγκριτικό δίκαιο που ισχύει σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση για τις ομαδικές απολύσεις, το ισχύον ελληνικό σύστημα επισημαίνεται ως sui generis προσέγγιση σχετικά με τη διαχείριση των διαδικασιών αναδιάρθρωσης εμπεριέχοντας μια σειρά από χαρακτηριστικά που καταγράφονται και σε αλλά δικαιικά συστήματα (έστω και αν δεν είναι αναγκαστικά ταυτόσημα λόγω εθνικών ιδιαιτεροτήτων και παραδόσεων) ενώ προκύπτει ότι –δεν παραβιάζουν ή αντίκεινται, αντιθέτως– ευθυγραμμίζονται με τις γενικές αρχές, οι οποίες διέπουν τα πρότυπα των Ε.Ε. και ILO (ευρωπαϊκά και διεθνή εργασιακά πρότυπα).
Η ελληνική νομοθεσία (ν. 1387/1983 όπως τροποποιήθηκε από το ν. 3863/2010) αναφορικά με τα μέγιστα όρια των ομαδικών απολύσεων προβλέπει τα εξής:
Κανένας περιορισμός σε επιχειρήσεις που απασχολούν έως και 19 εργαζόμενους.
6 (από 4) απολύσεις μηνιαίως για επιχειρήσεις που απασχολούν από 20 έως 150 άτομα.
5% του συνόλου του προσωπικού (και έως 30 εργαζόμενοι) μηνιαίως για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από 150 εργαζόμενους (αύξηση από 2% που ίσχυε για επιχειρήσεις με περισσότερους από 200 άτομα προσωπικό).
Το εθνικό καθεστώς για τα μέγιστα όρια είναι επίσης συμβατό με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τοποθετείται στο μέσο όρο των αντίστοιχων ειδικών διατάξεων των κρατών-μελών.
Ταυτόχρονα, από τη χαρτογράφηση της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης στη χώρα μας διαφαίνεται ότι:
οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 εργαζόμενοι) αντιπροσωπεύουν περίπου το 97% του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων (ενώ τις πολύ μεγάλες να αποτελούν μόλις το 0,05%) και απασχολούν στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας το 57% του εργατικού δυναμικού, 
οι μικρές επιχειρήσεις (επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 10 άτομα και λιγότερα από 50) απασχολούν το 17% του ανθρώπινου δυναμικού, 
οι μεσαίες επιχειρήσεις (επιχειρήσεις που απασχολούν μεταξύ 50 και 250 ατόμων) απασχολούν το 11% του εργατικού δυναμικού και
οι μεγάλες επιχειρήσεις (αυτές που απασχολούν περισσότερα από 250 άτομα), απασχολούν λιγότερο από το 15% του εργατικού δυναμικού. 

Σε αυτή την κατεύθυνση και με δεδομένα:
αφενός τη δομή και τη διάρθρωση της πραγματικής οικονομίας και της αγορά εργασίας, όπου το 85% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα απασχολείται σε πολύ μικρές, μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις, και
αφετέρου το ύψος των ορίων των ομαδικών απολύσεων και τη συμβατότητά τους με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα,
η δογματική εμμονή των Θεσμών στην περαιτέρω ελαστικοποίηση του πλαισίου των ομαδικών απολύσεων μόνο ως ιδεοληπτική μπορεί να χαρακτηριστεί αφού  είναι ξεκάθαρο πως η όποια πρόσθετη παρέμβαση δεν συνιστά σοβαρό δείκτη αύξησης της ανταγωνιστικότητας, προϋπόθεση προσέλκυσης επενδύσεων ή απαίτηση της υγιούς επιχειρηματικότητας.   
Συνδυάζοντας τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές στο εν λόγω ζήτημα (εφαρμογή σε  Γερμανία, Βέλγιο και Ισπανία), η ΔΑΚΕ ΙΤ προτείνει:
Ποσοτικό και ποιοτικό κριτήριο
Το ποσοτικό κριτήριο έχει την έννοια ότι προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο νόμος για τις ομαδικές απολύσεις θα πρέπει να προσδιορίζονται α) συγκεκριμένος ελάχιστος αριθμός απασχολουμένων και β) συγκεκριμένος ελάχιστος και μέγιστος δυνατός αριθμός απολυομένων.
Το ποιοτικό κριτήριο έγκειται στον προσδιορισμό του λόγου της ομαδικής απόλυσης που πρέπει να είναι οικονομοτεχνικός (οικονομική δυσπραγία, αναδιάρθρωση, βιωσιμότητα κ.λπ.), και όχι να αφορά τα πρόσωπα των απολυομένων.
Σαφείς και χρονικά επαρκείς διαδικασίες ενημέρωσης/πληροφόρησης και διαβούλευσης
Διασφάλιση επαρκούς πλαισίου ενημέρωσης και πληροφόρησης των εργαζομένων.
Ενεργός εμπλοκή και συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων (εκπροσώπων εργαζομένων και εργοδοτών) σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο βαθμό στις διαδικασίες διαβούλευσης με την κατάθεση ακόμη και εναλλακτικών προτάσεων για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης.
Δυνατότητα των εργαζομένων για προσφυγή σε ειδικούς εμπειρογνώμονες (π.χ. ορκωτούς ελεγκτές) για την επιβεβαίωση των οικονομικών στοιχείων που θα καταστούν σε αντικείμενο ενημέρωσης και διαβούλευσης λόγω και της τεχνικής πολυπλοκότητας των ζητημάτων.
Για την αναγκαιότητα της ύπαρξης χρονικά επαρκών διαδικασιών, αξίζει να σημειωθεί η υπόθεση Lyttle που η ομαδική απόλυση ακυρώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λόγω μη τήρησης του χρονικού πλαισίου διεξαγωγής των διαδικασιών ενημέρωσης και διαβούλευσης.
Ουσιαστική ενίσχυση του ρόλου του ΑΣΕ και του ΟΜΕΔ στις διαδικασίες διαβούλευσης 

Συμμετοχή του εργοδότη στην κοινωνική προστασία και την ενίσχυση της απασχολησιμότητας των απολυόμενων

Εφόσον δεν αποτραπεί -στο πλαίσιο της διαβούλευσης- η ομαδική απόλυση εργαζομένων, τότε επιβάλλεται να ενεργοποιείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την κοινωνική προστασία και την επανένταξη των απολυμένων στην αγορά εργασίας με χρήση πόρων και δυνατοτήτων χρηματοδότησης από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΣΠΑ, Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση – ΕΤΠ), καθώς και με τον εργοδότη να αναλαμβάνει μέρος της ευθύνης.


Προτεινόμενα μέτρα:
  Συνεργασία με τις δευτεροβάθμιες (κλάδος) και τριτοβάθμιες οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών με σκοπό την ενεργοποίηση επαφών και δικτύων για την εύρεση εργασίας στους απολυμένους με αντίστοιχους όρους –και εγγυημένη απασχόληση εκτός σπουδαίου λόγου για τουλάχιστον 2 έτη- σε ομοειδείς επιχειρήσεις του κλάδου. Αν αυτό καταστεί εφικτό, τότε οι υποχρεώσεις του εργοδότη ολοκληρώνονται.

  Σε αντίθετη περίπτωση:
Οι εν λόγω απολυόμενοι εργαζόμενοι, κατ΄ εξαίρεση,  καθίστανται δικαιούχοι επιδόματος ανεργίας για 2 έτη ως εξής:
1ος και 2ος χρόνος: Το ύψος επιδόματος ανεργίας θα ανέρχεται στο 80% των καθαρών αποδοχών τους με τον εργοδότη να καλύπτει τη διαφορά μεταξύ του γενικώς και του ειδικώς προβλεπομένου επιδόματος. Αν δεν υφίσταται διαφορά, τότε ο εργοδότης καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 200€.
3ος και 4ος χρόνος: Το ύψος επιδόματος ανεργίας ανέρχεται στο 50% του καθαρού μισθού τους με τον εργοδότη να καλύπτει το 50% του χορηγούμενο επιδόματος.
Για τους εργαζόμενους άνω των 50 ετών το ύψος του προβλεπόμενου επιδόματος ανεργίας διαμορφώνεται στο 70% και 60% αντίστοιχα ενώ ανάλογα με την ηλικία τους και το εναπομείναντα χρόνο για τη συνταξιοδότησή τους, η στήριξη αυτή δύναται να μετατραπεί σε εξαγορά συντάξιμου χρόνου σε συνδυασμό με τη συμμετοχή των εν λόγω απολυόμενων σε Προγράμματα Κοινωφελούς Εργασίας. 
Σε κάθε περίπτωση, η ένταξη σε αυτό το ειδικό καθεστώς  επιδόματος ανεργίας και ο χρόνος καταβολής οφείλει να συσχετισθεί με κριτήρια οικογενειακού εισοδήματος καθώς και με την κατάθεση εγγράφων, κατ’ έτος, με τα οποία θα αποδεικνύεται και θα πιστοποιείται ότι έκαναν προσπάθειες να βρουν εργασία.

Υπογραμμίζεται ότι το παραπάνω προστατευτικό πλαίσιο ισχύει για 5 έτη στην Ισπανία και ες αεί (μέχρι να βρει ο απολυμένος εργασία) στη Γερμανία

Ταυτόχρονα, ειδικοί εμπειρογνώμονες των εμπλεκόμενων κοινωνικών εταίρων με τη διαμεσολάβηση του κράτους (συναρμόδιοι φορείς Υπουργεία Εργασίας και Οικονομίας) εκπονούν ένα κοινωνικό σχέδιο δράσης για τους απολυμένους στη βάση μιας ολοκληρωμένης παρέμβασης με εξατομικευμένη προσέγγιση για την ενδυνάμωση της απασχολησιμότητάς τους και τη μείωση του χρόνου παραμονής τους εκτός αγοράς εργασίας (παροχή υπηρεσιών κατάρτισης, συμβουλευτικής, επαγγελματικός επαναπροσανατολισμός, οριζόντιες και κάθετες δεξιότητες, προώθηση επιχειρηματικότητας κ.λπ.). Επισημαίνεται η αναγκαιότητα διερεύνησης κάθε δυνατότητας ένταξης των συγκεκριμένων παρεμβάσεων στα αντίστοιχα επιχειρησιακά σχέδια ώστε να συγχρηματοδοτούνται από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία.

Προτεραιότητα των απολυμένων και δέσμευση του εργοδότη για επαναπρόσληψή τους  σε περίπτωση που η επιχείρηση προχωρήσει σε προσλήψεις σε αντίστοιχες ειδικότητες. 

  Θεσμοθέτηση της “έμμισθης άδειας επαναπρόσληψης”
Στις περιπτώσεις που η ομαδική απόλυση πραγματοποιείται για λόγους τεχνικών μεταβολών ή παραγωγικής αναδιάρθρωσης που συνδέονται με την απουσία αντίστοιχων κάθετων (επαγγελματικών) δεξιοτήτων των απολυόμενων, τότε προτείνεται, αντ’ αυτής, η θεσμοθέτηση της άδειας επαναπρόσληψης, δηλαδή μιας ετήσιας έμμισθης (80% των καθαρών αποδοχών) άδειας για την κατάρτιση ή επανακατάρτιση των εν λόγω εργαζομένων σε διαστάσεις του επαγγελματικού τους αντικειμένου ή της ειδικότητάς που κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο της διαρθρωτικής προσαρμογής των επιχειρήσεων.
Το σχέδιο δράσης εκπονείται από εμπειρογνώμονες των κοινωνικών εταίρων σε συνεργασία με τον εργοδότη ή εκπροσώπους της διοίκησης ανάλογα με τη νομική μορφή και τη δομή της επιχείρησης. Το 50% των εν λόγω αποδοχών καλύπτεται από τον εργοδότη και το 50% από την επιδοτούμενη κατάρτιση.
Επισημαίνεται ότι αντίστοιχα προγράμματα στις ΗΠΑ σχεδιάζονται και υλοποιούνται από εξειδικευμένες εταιρείες διαχείρισης προσωπικού και το κόστος βαραίνει εις ολόκληρο τις επιχειρήσεις που προβαίνουν σε ομαδικές απολύσεις.


ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

Η οργάνωση, λειτουργία και δράση του Συνδικαλιστικού Κινήματος της χώρας μας καθορίζεται από το ν. 1264/1982. 
Έναν εξαιρετικά δημοκρατικό και πρωτοποριακό νόμο, όχι μόνο για την εποχή της θεσμοθέτησής του αλλά και για σήμερα, αφού διασφαλίζει και εγγυάται:
την απρόσκοπτη, αυτόνομη και ανεξάρτητη συνδικαλιστική λειτουργία και έκφραση,
την αντιπροσωπευτική συλλογική εκπροσώπηση,
ένα επαρκές και εποικοδομητικό πλαίσιο διεξαγωγής και ανάπτυξης του κοινωνικού διαλόγου,
την εμπέδωση μιας κουλτούρας ευρείας κοινωνικής συναίνεσης και κοινωνικών συμφωνιών σε κρίσιμα κοινωνικά, οικονομικά και παραγωγικά ζητήματα.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Συνδικαλιστικός Νόμος 1264/1982 είναι απόλυτα συμβατός και εναρμονισμένος με τις κατευθύνσεις, τους κανόνες και τις  πρακτικές  εντός Ε.Ε. (ευρωπαϊκό πλαίσιο λειτουργίας του Συνδικαλιστικού θεσμού), καθώς και με τα καθορισμένα διεθνή πρότυπα (ILO).

Lock out
Lock out ή ανταπεργία είναι η δυνατότητα που έχει ο εργοδότης κατά τη διάρκεια απεργιών να προχωρά σε απομάκρυνση ή αντικατάσταση του προσωπικού, είτε ακόμα και να βάζει ο ίδιος «λουκέτο» στην επιχείρησή του. 
Σε άλλες χώρες που ισχύει ο θεσμός του lock out, η εφαρμογή του έχει στόχο να ασκήσει πίεση στους διαφωνούντες εργαζόμενους, να συμπορευτούν με τις θέσεις της εργοδοσίας. Για παράδειγμα, εάν ένα συνδικαλιστικό σωματείο, βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την πλευρά της εργοδοσίας και διαφωνεί με τις προτάσεις της, η εργοδοσία μέσω του loc kout πιέζει για να φέρει τους εργαζόμενους πιο κοντά στις δικές της θέσεις. 
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο θεσμός του lock out έχει καταργηθεί με το άρθρο 22 του νόμου 1264/1982.
Η χώρα μας δεν δεσμεύεται ως προς τη θέσπιση δικαιώματος ανταπεργίας εργοδοτών ούτε από την κύρωση του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
Η θεσμοθέτηση του lock out δεν θα είχε καμία ουσιαστική εφαρμογή στη χώρα μας ενώ και οι οργανώσεις των εργοδοτών δεν έχουν διατυπώσει καμία ανάλογη απαίτηση έχοντας συνομολογήσει στη Διάσκεψη της Γενεύης –υπό τη διαμεσολάβηση και το συντονισμό του ILO– ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος τροποποίησης της ισχύουσας νομοθεσίας για την ενεργοποίηση της ανταπεργίας. 
Η εμμονή των Θεσμών ως προς το συγκεκριμένο θέμα είναι μια ακόμη έκφανση της ιδεοληπτικής τους στάσης απέναντι στη ελεύθερη συνδικαλιστική έκφραση.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση για το lock out εκτός από ανάλγητη, είναι και ανεδαφική.   

Κήρυξη Απεργιών
Η απεργία αποτελεί το έσχατο μέσο αγωνιστικής κινητοποίησης για τη διασφάλιση ή προάσπιση εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, την προώθηση θέσεων και τη διεκδίκηση συλλογικών αιτημάτων. 
Η απόφαση για την κήρυξη της απεργίας πραγματοποιείται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και πλειοψηφικές αποφάσεις στα εκλεγμένα αντιπροσωπευτικά όργανα της συνδικαλιστικής πυραμίδας (σε κάθε δομή). Αυτή είναι, άλλωστε, και η λογική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Κάθε τροποποίηση του ισχύοντος πλαισίου με προϋπόθεση τη φυσική παρουσία του 50% +1 των εγγεγραμμένων μελών καταστρατηγεί στην πράξη το δικαίωμα της απεργίας αφού αφενός η προϋπόθεση είναι λειτουργικά ανέφικτη σε κλαδικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο ενώ αφετέρου ακόμη και αν επιτευχθεί θα είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και κοστοβόρα.
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. είναι αμετακίνητη στην πάγια θέση της για τη μη αποδοχή και απόκρουση οποιασδήποτε αλλαγής στον τρόπο κήρυξης των απεργιών, η οποία ουσιαστικά θα υπονομεύει την ανεξάρτητη και δυναμική συνδικαλιστική δράση.
Χρηματοδότηση
Η χρηματοδότηση του Συνδικαλιστικού Κινήματος πραγματοποιείται μέσα από την απόδοση στα Συνδικάτα ενός πολύ μικρού μέρους από την παρακράτηση σχετικής εισφοράς των εργαζομένων (1,30€ / 15 εκατ. € ετησίως από τα 335 εκατ. € συνολικά). Επομένως η χρηματοδότηση των Συνδικάτων ούτε είναι ούτε επιθυμούμε να γίνει κρατική.
Η ΔΑΚΕ Ι.Τ. προτείνει και διεκδικεί:
Τη διατήρηση της παρακρατούμενης εισφοράς. 

Για τη βέλτιστη δυνατή, κοινωνική και αναπτυξιακή, αξιοποίηση  μέρους των υπολοίπων πόρων προτείνεται η δημιουργία ενός Φορέα με τη μορφή ΝΠΙΔ που:
θα στελεχωθεί από πρώην εργαζόμενους στους ΟΕΚ και ΟΕΕ και 
θα διοικείται από άμισθο Διοικητικό Συμβούλιο 
με αντικείμενο τη σταδιακή επαναφορά των παρεχόμενων από τους ΟΕΕ και ΟΕΚ υπηρεσιών.

Είναι κοινώς παραδεκτό, άλλωστε, από το σύνολο των κοινωνικών εταίρων ότι η κατάργηση των ΟΕΚ και ΟΕΕ ήταν απολύτως εσφαλμένη ενισχύοντας δραματικά το, ήδη, οξύ υφεσιακό τοπίο. Οι δύο αυτοί Οργανισμοί είχαν κοινωνικοοικονομική ανταποδοτικότητα, πολλαπλασιαστικότητα στην πραγματική οικονομία, καθώς και υψηλή προστιθέμενη αναπτυξιακή άξια ενώ δεν επιβάρυναν ούτε κατ’ ελάχιστον τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Για τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια στη διάθεση των συγκεκριμένων πόρων επιβάλλεται ο ετήσιος έλεγχος του Φορέα από ανεξάρτητη εταιρεία ορκωτών ελεγκτών. 

Συνδικαλιστικές Άδειες-Απαλλαγές
Ως προς τις συνδικαλιστικές απαλλαγές/άδειες, ο ν. 1264/1982 θέτει ένα ελάχιστο πλαίσιο, το οποίο βελτιώνεται σε επίπεδο κλαδικών ή επιχειρησιακών συμβάσεων, οπότε η όποια ποινικοποίησή του αναφορικά με την παροχή συνδικαλιστικών δήθεν προνομίων είναι είτε άτοπή είτε εκ του πονηρού.
Η προστασία από την απόλυση είναι σαφώς ορισμένη και δεν χρειάζεται καμία περαιτέρω εξειδίκευση. Εκπορεύεται και εδράζεται στην ανάγκη προστασία της ελεύθερης και μαχητικής συνδικαλιστικής έκφρασης και δράσης.
Καθοριστικής σημασίας για την ενδυνάμωση του ρόλου της συνδικαλιστικής δράσης στην εύρυθμη λειτουργία της πραγματική οικονομίας και της αγοράς εργασίας, αλλά και τη διαφύλαξη της υγιούς ανταγωνιστικότητας κρίνεται η ενεργοποίηση και ενίσχυση της συμμετοχής των συνδικαλιστικών στελεχών -μαζί με εκλεγμένα στελέχη των εργοδοτικών οργανώσεων- σε κοινά σχήματα που θα διενεργούν ελέγχους για την καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας (αδήλωτη εργασία, μερική εισφοροαποφυγή, κανόνες υγείας και ασφάλειας στην εργασία).
Παράλληλα για τη θωράκιση της αξιοπιστίας του Συνδικαλιστικού Κινήματος στο σύνολό του, αλλά και των συνδικαλιστικών στελεχών, ΔΑΚΕ Ι.Τ. προτείνει:
Τη θεσμοθέτηση υποχρεωτικού πόθεν έσχες για όλα τα εκλεγμένα συνδικαλιστικά στελέχη σε πρωτοβάθμιο, δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο, με αναδρομική ισχύ σε βάθος 20ετίας. 
Την απαγόρευση συμμετοχής σε όργανα διοίκησης συνδικαλιστικών οργανώσεων, εργαζομένων που κατέχουν ενεργές διευθυντικές θέσεις και αντιστρόφως.
Υπογραμμίζεται πως, ήδη, τα οικονομικά των συνδικαλιστικών οργανώσεων ελέγχονται από Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γεγονός που διασφαλίζει τη διαφάνεια στα οικονομικά τους.

Όπως επισημαίνει και η ΔΟΕ, δεν ενδείκνυται η στείρα μεταφορά βέλτιστων πρακτικών, καθώς ότι λογίζεται ως βέλτιστη πρακτική σε ένα κράτος μέλος δεν είναι σίγουρα μεταβιβάσιμο στις διαφορετικές πραγματικότητες που ισχύουν σε κάθε άλλη χώρα με γνώμονα τις εθνικές ιδιαιτερότητες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: