31 Ιουλίου 2021

Βόρεια Ήπειρος. Η ιστορία και ο Ελληνισμός της.

Μόσχα, 30 Ιουλίου 2021

Αγαπητοί φίλοι,   

 

Το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού – Κ.Ε.Π. με χαρά σάς ενημερώνει για τη συνέχιση της ΛΕΣΧΗΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ «ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ» σε εξ αποστάσεως, διαδικτυακή αυτή τη φορά μορφή επικοινωνίας, και σάς προσκαλούμε στην προσεχή 78η συνεδρίαση της Λέσχης μας Διαλόγου και Επικοινωνίας την προσεχή Τετάρτη, 4 Αυγούστου 2021, ώρα 19.00, μέσω της διαδικτυακής συνεδριακής πλατφόρμας zoom

Пαρακαλούμε τους ενδιαφερόμενους να συμμετάσχουν να συνδεθούν στον εξής σύνδεσμο στο Διαδίκτυο

https://us02web.zoom.us/j/87688043080?pwd=NGgySFVFQnJTR2xDK1ZicnFJcE1Ydz09

Идентификатор конференции: 876 8804 3080

Код доступа: 152129

 

Το θέμα της εβδομηκοστής όγδοης – 78ης συνάντησης της Λέσχης μας, κατόπιν πρότασης των μελών μας, διατυπώνεται ως εξής:

Βόρεια Ήπειρος. Η ιστορία και ο Ελληνισμός της.

Συντονιστές της συζήτησης θα είναι ο αποσπασμένος εκπαιδευτικός, ειδικευμένος στους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς Ευστάθιος Νικητόπουλος, και η διευθύντρια του ΚΕΠ, διδάκτωρ ιστορίας, ηθοποιός Δώρα Γιαννίτση.

Επίσης, προκειμένου συμμετάσχετε στη Λέσχη Διαλόγου και Επικοινωνίας «ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ», δύνασθε να υποβάλετε αίτηση συμμετοχής στον εξής κάτωθι σύνδεσμο: https://hecucenter.timepad.ru/event/1722923/

Σας περιμένουμε! Μην το χάσετε !!!

Σάς καλούμε να στηρίξετε τον κοινωνικό μας φορέα Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού – Κ.Ε.Π. (www.hecucenter.ru ). To K.Ε.Π. αναπτύσσει μία σφαιρική, πολυεπίπεδη εκπαιδευτική-διαφωτιστική-πολιτιστική δράση. Ο οβολός σας, οιαδήποτε βοήθεια δύνασθε να παράσχετε, είναι εξαιρετικά πολύτιμη και χρήσιμη για όλους μας! 

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ !!! ΜΑΖΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΠΛΟΥΣΙΟΤΕΡΟΙ !!!

ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ – ΣΤΗΡΙΞΕ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ – Κ.Ε.Π.

http://www.hecucenter.ru/gr/news/january_2021__ekstrateia__stirikse_to_kentro_ellinikoi_politismoi__kep.html

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ

СБЕРБАНК__ПОЖЕРТВОВАНИЕ.xls 

http://www.hecucenter.ru/up/_СБ2019-2020__ПОДДЕРЖИ%20ГКЦ.xls

http://www.hecucenter.ru/gr/news/analitiki_enimerosi_gia_tin_katavoli_eisforas_diadiktiakaon_line_.html

 

Παρατίθεται βίντεο - μήνυμα της διευθύντριας του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού – Κ.Ε.Π, Δώρας Γιαννίτση.

http://www.hecucenter.ru/gr/videoarc/vinteominima_tis_dieithintrias_toi_kentroi_ellinikoi_politismoi__kep_doras_giannitsi_diatiroime_tin_epagripnisi_mas_dieirinoime_tois_orizontes_mas__mazi_me_to_kentro_ellinikoi_politismoi__kep.html

 

Σάς περιμένουμε !!!

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ!!! ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑΣ ΕΝΙΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ !!! 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ !!! ΜΑΖΙ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΜΕ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟΙ, ΣΘΕΝΑΡΟΤΕΡΟΙ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΟΙ και ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ !!!

 

Εις το επανιδείν, φίλοι μας !

Ειλικρινώς υμετέρα, με εκτίμηση και φιλικούς χαιρετισμούς,

Δρ. Δώρα Γιαννίτση,

δ/ντρια Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού – Κ.Ε.Π.

Αναλυτικό απολογισμό δράσεων του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού (Κ.Ε.Π.) για το Α΄ εξάμηνο 2021 δύνασθε να αντλήσετε στον εξής σύνδεσμο στο Διαδίκτυο:

http://www.hecucenter.ru/up/Last_Απολογισμός-δράσεων-Κ.Ε.Π.-έτους-2021..pdf

Σύντομο απολογισμό δράσεων του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού (Κ.Ε.Π.) για το Α΄ εξάμηνο 2021 δύνασθε να αντλήσετε στον εξής σύνδεσμο στο Διαδίκτυο:

http://www.hecucenter.ru/gr/news/apologismos_drasis_kep_gia_to_a_eksamino_2021_.html

 

Αναλυτικό απολογισμό δράσεων του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού (Κ.Ε.Π.) για το έτος 2020 δύνασθε να αντλήσετε στον εξής σύνδεσμο στο Διαδίκτυο:

http://www.hecucenter.ru/up/Last_Απολογισμός-δράσεων-Κ.Ε.Π.-έτους-2020_fnl.pdf

Σύντομο απολογισμό δράσεων του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού (Κ.Ε.Π.) για το έτος 2020 δύνασθε να αντλήσετε στον εξής σύνδεσμο στο Διαδίκτυο:

http://www.hecucenter.ru/gr/reports/apologismos_drasis_kentroi_ellinikoi_politismoi_gia_to_etos_toi_2020.html

 

Αναλυτικό απολογισμό δράσεων του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού (Κ.Ε.Π.) έτους 2019 δύνασθε να αντλήσετε στον εξής σύνδεσμο στο Διαδίκτυο:

http://www.hecucenter.ru/up/Last_Απολογισμός%20δράσεων%20Κ.Ε.Π.%20έτους%202019___.pdf

Σύντομο απολογισμό δράσεων του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού (Κ.Ε.Π.) έτους 2019 δύνασθε να αντλήσετε στον εξής σύνδεσμο στο Διαδίκτυο:

http://www.hecucenter.ru/gr/reports/apologismos_drasis_kep_2019.html

2020-06-05_12-43-01

 

                                         Λεξικό - 78

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

«ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ»

«СЕВЕРНЫЙ ЭПИР. История

и Эллинизм Северного Эпира.»

Βόρεια Ήπειρος. Η ιστορία και ο Ελληνισμός της.

 

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%92%CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82_%CE%97%CF%80%CE%B5%CE%AF%CF%81%CE%BF%CF%85_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BF%CE%B4%CE%BF_1913-1921

Ιστορία της Βόρειας Ηπείρου την περίοδο 1913-1921

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Ήπειρος μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Διακρίνεται η αντιστοιχία μεταξύ της Αρχαίας Ηπείρου (σε γκρίζο χρώμα), της σημερινής ελληνικής περιφέρειας της Ηπείρου (σε πορτοκαλί χρώμα), του τμήματος της Αλβανίας όπου κατοικούν κυρίως ελληνόφωνοι πληθυσμοί (σε πράσινο χρώμα) και τα όρια της «Βόρειας Ηπείρου» με διακεκομμένες. Το Αργυρόκαστρο (αλβανικάGjirokastër) και η Κορυτσά (αλβανικάKorçë) αποτελούν τις δύο σημαντικότερες πόλεις της Βόρειας Ηπείρου.

Η ιστορία της Βόρειας Ηπείρου την περίοδο 1913-1921 σημαδεύτηκε από την επιθυμία του τοπικού ελληνικού στοιχείου για ένωση με το Βασίλειο της Ελλάδας, καθώς και την αλυτρωτική επιθυμία της ελληνικής πολιτικής για προσάρτηση της συγκεκριμένης περιοχής, η οποία τελικά επιδικάστηκε στο Πριγκιπάτο της Αλβανίας.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Βόρεια Ήπειρος, η οποία φιλοξενούσε μια σημαντική μειονότητα Ορθοδόξων που μιλούσαν είτε ελληνικά είτε αλβανικά, βρέθηκε, ταυτόχρονα με τη Νότια Ήπειρο, υπό τον έλεγχο του ελληνικού στρατού, ο οποίος είχε προηγουμένως απωθήσει τις οθωμανικές δυνάμεις. Η Αθήνα επιθυμούσε την προσάρτηση αυτών των εδαφών. Όμως, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία ήταν αντίθετες σε αυτό το ενδεχόμενο, ενώ το Σύμφωνο της Φλωρεντίας του 1913 παραχωρούσε την Βόρεια Ήπειρο στο νεοσυσταθέν Πριγκιπάτο της Αλβανίας, η πλειοψηφία των κατοίκων του οποίου ήταν μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Έτσι, ο ελληνικός στρατός αποχώρησε από την περιοχή, όμως οι Χριστιανοί Ηπειρώτες, αρνούμενοι τη διεθνή συγκυρία, αποφασίζουν, με την κρυφή στήριξη του ελληνικού κράτους, τη δημιουργία ενός αυτόνομου καθεστώτος, με έδρα το Αργυρόκαστρο (αλβανικάGjirokastër).

Με δεδομένη την πολιτική αστάθεια της Αλβανίας, η αυτονομία της Βόρειας Ηπείρου επικυρώθηκε τελικά από τις Μεγάλες Δυνάμεις με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, στις 17 Μαΐου 1914. Η συμφωνία αναγνώριζε, πράγματι, το ειδικό καθεστώς των Ηπειρωτών και το δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση, υπό τη νομική εξουσία της Αλβανίας. Εν τούτοις, η συμφωνία αυτή ποτέ δεν υλοποιήθηκε πραγματικά, καθώς η αλβανική κυβέρνηση κατέρρευσε εντός του Αυγούστου, ενώ ο Πρίγκιπας Γουλιέλμος του Βιντ, ο οποίος είχε οριστεί ηγέτης της χώρας τον Φεβρουάριο, επέστρεψε στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο.

Λίγο μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1914, το Βασίλειο της Ελλάδας ανακατέλαβε την περιοχή. Όμως, η διφορούμενη στάση των Κεντρικών Δυνάμεων στα ελληνικά ζητήματα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, οδήγησε τη Γαλλία και την Ιταλία στην από κοινού κατάληψη της Ηπείρου τον Σεπτέμβριο του 1916. Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όμως, η συμφωνία Τιτόνι - Βενιζέλου προέβλεπε την προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα. Τελικά, η στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία του Μουσταφά Κεμάλ λειτούργησαν προς το συμφέρον της Αλβανίας, η οποία προσάρτησε οριστικά την περιοχή, στις 9 Νοεμβρίου 1920.

Πληθυσμός της περιοχής.

Κύριο λήμμα: Βόρεια Ήπειρος: Η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία και το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα

Εθνογραφική κάρτα της Βόρειας Ηπείρου το 1913, την οποία παρουσίασε η Ελλάδα στη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού (1919)

Η τελευταία απογραφή, που είχε πραγματοποιηθεί από τις οθωμανικές αρχές στη Βόρεια Ήπειρο, το 1908, καταμέτρησε 128.000 ορθοδόξους και 95.000 μουσουλμάνους[1]. Από τους Χριστιανούς, 30.000 με 47.000 ήταν μονόγλωσσοι στα ελληνικά, σε τοπικές διαλέκτους και στη Νεοελληνική. Οι υπόλοιποι ήταν δίγλωσσοι. Η καθομιλουμένη γλώσσα τους ήταν μια Αλβανική διάλεκτος, της οποίας όμως το αλφάβητο ήταν στα ελληνικά, τα οποία χρησιμοποιούνταν και στις πολιτιστικές, εμπορικές αλλά και οικονομικές δραστηριότητες[2]. Επίσης, ένα τμήμα των αλβανόφωνων ορθοδόξων εξέφραζε ένα έντονο ελληνικό εθνικό αίσθημα[β] και ήταν αυτοί που πρώτοι στήριξαν το αυτονομιστικό κίνημα[3]. Στην περιοχή αυτή, η αντιπαράθεση μεταξύ των μουσουλμανικών και των χριστιανικών πληθυσμών δεν ήταν καινούριο φαινόμενο. Τον Σεπτέμβριο του 1906, Μουσουλμάνοι εθνικιστές δολοφόνησαν τον ορθόδοξο μητροπολίτη Φώτιο της Κορυτσάς, θεωρώντας τον υποστηρικτή του Πανελληνισμού[4]. Αυτό το γεγονός, όμως, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεγάλου χάσματος μεταξύ των δύο κοινοτήτων, από το οποίο ακόμα και οι Αλβανοί εθνικιστές χριστιανικού θρησκεύματος δεν κατάφεραν να γλιτώσουν[5]. Σε αυτό το πλαίσιο, η στήριξη των ορθόδοξων Ηπειρωτών σε μια αλβανική κυβέρνηση η οποία αποτελείτο αποκλειστικά από μουσουλμάνους (οι οποίοι βρίσκονταν σε μεταξύ τους αντιπαραθέσεις) αποτελούσε μακράν τη μειοψηφούσα άποψη στις τάξεις τους το 1914.

Η Ήπειρος στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην Ήπειρο

Κύριο λήμμα: Α΄ Βαλκανικός πόλεμος: Μέτωπο Ηπείρου

Αλβανική καρικατούρα αναπαριστώντας τη χώρα σε κατάσταση άμυνας απέναντι στους γείτονές της. Το Μαυροβούνιο παρουσιάζεται υπό τη μορφή πιθήκου, η Ελλάδα ως λεοπάρδαλη και η Σερβία ως φίδι. Το αλβανικό κείμενο γράφει: «Φύγετε μακριά μου! Αιμοβόρα πλάσματα!»

Τον Μάρτιο του 1913, ο Ελληνικός Στρατός, σε εμπόλεμη κατάσταση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στα πλαίσια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, προκαλεί ρήγμα στις τουρκικές αμυντικές γραμμές στην Ήπειρο στη μάχη του Μπιζανίου και στη συνέχεια καταλαμβάνει την πόλη των Ιωαννίνων προτού κατευθυνθεί βορειότερα[7]. Λίγους μήνες νωρίτερα, στις 5 Νοεμβρίου 1912, η πόλη της Χειμάρρας, στις ακτές του Ιονίου Πελάγους, είχε περάσει υπό ελληνικό έλεγχο αφότου ο Χειμαρριώτης ταγματάρχης της χωροφυλακήςΣπύρος Σπυρομήλιος, αποβιβάστηκε και την κατέλαβε ύστερα από σύντομη μάχη. Με το τέλος του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορικής περιοχής της Ηπείρου, δηλαδή μέχρι τη γραμμή που εκτείνεται βορειοδυτικά στα Κεραύνια όρη, βόρεια της Χειμάρρας, μέχρι και τις Λίμνες Πρέσπες, βορειοανατολικά.

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το αλβανικό εθνικό κίνημα ξεκίνησε να εκδηλώνει τάσεις «αφύπνισης». Συγκεκριμένα, στις 28 Νοεμβρίου 1912, ο πολιτικός Ισμαήλ Κεμάλ ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας στον Αυλώνα (αλβανικάVlorë), ενώ σχηματίστηκε Προσωρινή Κυβέρνηση. Όμως ο Ισμαήλ Κεμάλ δεν θα καταφέρει να επιβληθεί παρά μόνο στην περιοχή του Αυλώνα. Παράλληλα, στο Δυρράχιο (αλβανικάDurrës), ο Οθωμανός στρατηγός αλβανικής καταγωγής, Εσάντ Πασά Τοπτανί δημιούργησε μια «Κεντρική Αλβανική Γερουσία», με τους ηγέτες των διάφορων φατριών της Αλβανίας να υποστηρίζουν την ιδέα μιας οθωμανικής διακυβέρνησης της περιοχής[6]. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο τμήμα της εδαφικής έκτασης όπου σχηματίστηκε, αργότερα, το αλβανικό κράτος, βρισκόταν υπό ελληνική (στα νότια) και υπό σερβική (στα βόρεια) κατοχή.

Οριοθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων.

Ο Ιταλός υπουργός Τομάζο Τιττόνι, υποστηρικτής της ιδέας μιας αλβανικής Βόρειας Ηπείρου.

Μετά τη λήξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η ιδέα ενός ανεξάρτητου Αλβανικού Κράτους υποστηρίχτηκε ιδιαίτερα από την Αυστροουγγαρία και το Βασίλειο της Ιταλίας, αλλά και από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις (ΓαλλίαΗνωμένο Βασίλειο και Ρωσική Αυτοκρατορία).[10]. Όμως οι δύο πρώτες χώρες προσπαθούσαν στην πραγματικότητα να αποκτήσουν τον έλεγχο της Αλβανίας, καθώς αυτή, σύμφωνα με τα λόγια του Υπουργού Εξωτερικών Υποθέσεων της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι, θα έδινε σε αυτόν που θα την κατείχε «μια αδιαμφισβήτητη ισχύ στην Αδριατική». Η προσάρτηση της Σκόδρας από την Σερβία και το ενδεχόμενο τα ελληνικά σύνορα να απέχουν μόλις μερικά χιλιόμετρα από τον Αυλώνα, ήταν λογικό λοιπόν να ανησυχήσουν ιδιαίτερα αυτές τις δυνάμεις.

Τον Σεπτέμβριο του 1913, συγκροτήθηκε μια διεθνής επιτροπή, από αντιπροσώπους όλων των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να καθοριστούν τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Υπό την αιγίδα των Μεγάλων Δυνάμεων, αυτή η επιτροπή δεν άργησε να χωριστεί σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα, από τη μια μεριά Ιταλούς και Αυστροούγγρους διπλωμάτες, και από την άλλη τους διπλωμάτες της Τριπλής Συμμαχίας (ΓαλλίαΗνωμένο Βασίλειο και Ρωσία). Οι πρώτοι θεωρούσαν τους κατοίκους της περιοχής ως Αλβανούς, ενώ οι δεύτεροι αντέταξαν το επιχείρημα πως αν σε ορισμένα χωριά οι παλιές γενιές είναι αλβανόφωνες, το σύνολο της νέας γενιάς είναι ελληνικό στην παιδεία, στα φρονήματά του και στις ιδέες του[12]. Τελικώς, ήταν η ιταλο-αυστροουγγρική άποψη που υπερίσχυσε.

Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας

Ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος

Παρά τις επίσημες διαμαρτυρίες της Αθήνας, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17 Δεκεμβρίου 1913 επιδίκασε το σύνολο της Βόρειας Ηπείρου στο Πριγκιπάτο της Αλβανίας. Μετά την υπογραφή του σχετικού κειμένου, οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων παρέδωσαν στην Ελληνική Κυβέρνηση τελεσίγραφο το οποίο απαιτούσε από την Ελλάδα να εκκενώσει στρατιωτικά την περιοχή. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος αποδέχτηκε τότε αυτή την απαίτηση, με την ελπίδα να κερδίσει την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς και την υποστήριξή τους στο ζήτημα της εξουσίας επί των Βορείων Νήσων του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία εποφθαλμιούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι επιπτώσεις του συμφώνου της Φλωρεντίας

Η Βόρεια Ήπειρος ανακηρύσσει την ανεξαρτησία της.

Κύριο λήμμα: Αυτόνομος Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου

Η επιδίκαση της Βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία, σύντομα αποδείχτηκε ιδιαίτερα μη δημοφιλής εντός της χριστιανικής κοινότητας της περιοχής. Οι υποστηρικτές της Ένωσης (δηλαδή της προσάρτησης της περιοχής στο Βασίλειο της Ελλάδας) αισθάνθηκαν προδομένοι από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, καθώς αυτός αρνήθηκε ακόμη να τους στηρίξει στρατιωτικά. Επιπλέον, η σταδιακή υποχώρηση του ελληνικού στρατού από την περιοχή, θα έδινε τη δυνατότητα στις αλβανικές δυνάμεις να πάρουν υπό τον έλεγχό τους την Βόρεια Ήπειρο. Προκειμένου κάτι τέτοιο να αποφευχθεί, οι Ηπειρώτες που ήταν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα, αποφάσισαν να εγκαθιδρύσουν δικό τους κράτος και να οργανώσουν τη δική τους προσωρινή κυβέρνηση.

Η επίσημη ανακήρυξη της βορειοηπειρωτικής αυτονομίας στο Αργυρόκαστρο, την 1η Μαρτίου 1914. Σε πρώτο πλάνο, ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος, μέλη της κυβέρνησης, του κλήρου και του στρατού

Ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος, πολιτικός με καταγωγή από το Κεστοράτιο και πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, πήρε τότε την πρωτοβουλία και διεξήγαγε συνομιλίες με εκπροσώπους των τοπικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια μίας «Πανηπειρωτικής Διάσκεψης» στο Αργυρόκαστρο. Αμέσως μετά, στις 28 Φεβρουαρίου 1914, ανακηρύχτηκε η Αυτόνομος[α] Δημοκρατία της Βόρειου Ηπείρου και σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση με σκοπό να αναλάβει την υπεράσπιση των συμφερόντων του νεοσύστατου κράτους.

Ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος αναδείχτηκε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης. Στον λόγο του της 2ας Μαρτίου (επίσημη ημερομηνία ανεξαρτησίας της Βόρειας Ηπείρου)[17], ανέφερε ότι τα εθνικά φρονήματα των Ηπειρωτών αγνοήθηκαν παντελώς και πως οι Μεγάλες Δυνάμεις όχι μόνο απέρριψαν το ενδεχόμενο μερικής αυτονομίας εντός του Πριγκιπάτου της Αλβανίας, αλλά, επιπλέον, αρνήθηκαν να δώσουν στον πληθυσμό της περιοχής εγγυήσεις για τα βασικότερα των δικαιωμάτων του. Παρόλα αυτά, ο Έλληνας πολιτικός κατέληξε λέγοντας πως οι Ηπειρώτες αρνούνται να αποδεχτούν τη μοίρα που τους επέβαλαν οι Δυνάμεις:

Το πάτριον ημών έδαφος κείται σήμερον λεία, δυνάμει αδίκου και ακύρου βουλήσεως πάντων των ισχυρών της γης. Αλλ’ ακλόνητον έμεινε το ημέτερον δίκαιον, το δίκαιον του Ηπειρωτικού λαού, να ρυθμίση τα της ιδίας του τύχης, διοργανούμενως πολιτικώς και ενόπλως, φρουρήση την ανεξαρτησίαν αυτού. Εναντίον του απαραγράπτου τούτου δικαιώματος εκάστου λαού, ανίσχυρος είναι κατά τας αρχάς του θείου και ανθρωπίνου δικαίου, η θέλησις των Μεγάλων Δυνάμεων να δημιουργήση υπέρ της Αλβανίας έγκυρον και σεβαστόν τίτλον κυριαρχίας επί της χώρας ημών και υποχρεώση ημάς. Ουδέν επίσης κέκτηται η Ελλάς δικαίωμα όπως εξακολουθεί κατέχουσα το ημέτερον έδαφος αποκλειστικώς ίνα παραδώσι αυτό εναντίον της ημετέρας βουλήσεως εις ξένον δυνάστην.
Ελευθέρα ήδη παντός δεσμού, μη δυνάμενη δε να συμβιώση, και δη υπό τοιούτους όρους, μετά της Αλβανίας, κηρύσσει η Βόρειος Ήπειρος την ανεξαρτησίαν της και προσκαλεί τους πολίτας της, όπως υποβαλλόμενοι εις πάσαν θυσίαν προασπίσωσι την ακεραιότητα του εδάφους και τας ελευθερίας της κατά πάσης προσβολής.

Ηπειρώτικο γραμματόσημο στο οποίο εμφανίζεται η σημαία του Κράτους (1914)

Το νεοσύστατο Κράτος δεν άργησε να υιοθετήσει εθνικά σύμβολα. Συγκεκριμένα, η σημαία που επέλεξε θύμιζε έντονα την ελληνική: αποτελούνταν από ένα λευκό σταυρό σε γαλάζιο φόντο, πάνω στον οποίο βρισκόταν ένας, μελανού χρώματος, δικέφαλος αετός του Βυζαντίου.

Κατά τις μέρες που ακολούθησαν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ο Αλέξανδρος Καραπάνος, ανιψιός του Ζωγράφου και μελλοντικός βουλευτής Άρτας, ορίστηκε Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Δημοκρατίας.[20] Ο συνταγματάρχης Δημήτριος Δούλης, με καταγωγή από τη Νίβιτσα, παραιτήθηκε από το αξίωμά του στον Ελληνικό Στρατό προκειμένου να αναλάβει Υπουργός Στρατιωτικών της Προσωρινής Κυβέρνησης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, κατάφερε να συστήσει στράτευμα 5.000 εθελοντών[21]. Ο τοπικός επίσκοπος, Βασίλειος, ανέλαβε το Υπουργείο Θρησκείας και Δικαιοσύνης. Τριάντα περίπου Έλληνες στρατιωτικοί ηπειρώτικης καταγωγής, καθώς και απλοί οπλίτες λιποτάκτησαν από τον ελληνικό στρατό, για να ενταχθούν στους επαναστάτες. Σύντομα οργανώθηκαν ένοπλα τμήματα, όπως ο Ιερός Λόχος του Σπύρου Σπυρομήλιου, ο οποίος ιδρύθηκε στην περιοχή της Χειμάρρας[20] με στόχο την άμυνα απέναντι σε οποιαδήποτε επιβουλή κατά των εδαφών που έλεγχε η Αυτόνομη Ήπειρος. Οι πρώτες περιοχές που συντάχθηκαν με την Ηπειρώτικη Κυβέρνηση, εκτός από το Αργυρόκαστρο, ήταν αυτές της Χειμάρρας, των Αγίων Σαράντα και της Πρεμετής.

Η Ελλάδα αποχωρεί από την περιοχή.

Το αρχηγείο των Ηπειρωτών στους Αγίους Σαράντα (σημερινή Σαράντα), τον Απρίλιο του 1914. Φωτογραφία από το L'Illustration.

Φοβούμενη να δυσαρεστήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Ελληνική Κυβέρνηση φαινόταν απρόθυμη να προσφέρει τη στήριξή της στους εξεγερμένους. Η απομάκρυνση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή, η οποία είχε ξεκινήσει τον Μάρτιο, συνεχίστηκε με αργό ρυθμό μέχρι και τις 28 Απριλίου, ημερομηνία κατά την οποία δεν υπήρχε πλέον κανένας ξένος στρατιώτης στην περιοχή[20]. Επισήμως, η Αθήνα αποθάρρυνε τους Ηπειρώτες από οποιασδήποτε μορφής αντίσταση, ενώ διαβεβαίωνε τον τοπικό πληθυσμό πως οι Μεγάλες Δυνάμεις, καθώς και η Επιτροπή Διεθνούς Ελέγχου (μια οργάνωση η οποία είχε δημιουργηθεί από τις Δυνάμεις, ώστε να εξασφαλιστεί η ειρήνη και η ασφάλεια στην περιοχή) ήταν έτοιμες να υπερασπιστούν τα δικαιώματά του. Μετά την ανακήρυξη στο Αργυρόκαστρο, ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος έστειλε πάραυτα μήνυμα στους τοπικούς εκπροσώπους της Κορυτσάς, ώστε να συμπαρασταθούν κι αυτοί στο κίνημα. Όμως, ο Έλληνας στρατιωτικός διοικητής της πόλης, συνταγματάρχης Αλέξανδρος Κοντούλης, ακολουθώντας πιστά τις διαταγές των ανωτέρων του, κήρυξε στρατιωτικό νόμο, απειλώντας με θάνατο οποιονδήποτε τολμούσε να υψώσει τη σημαία της Βόρειας Ηπείρου. Έτσι, όταν ο τοπικός μητροπολίτης Βελάς και Κονίτσης, ο μελλοντικός Σπυρίδων Α΄ των Αθηνών, διακήρυξε την ανεξαρτησία στην Ερσέκα της Κολόνιας, ο Κοντούλης τον συνέλαβε άμεσα και στη συνέχεια τον απέλασε από την περιοχή.

Την 1η Μαρτίου, ο Κοντούλης παρέδωσε την Κορυτσά στη νεοσύστατη αλβανική χωροφυλακή, η οποία αποτελείτο κυρίως από παλιούς λιποτάκτες του Οθωμανικού Στρατού, που βρίσκονταν υπό τις διαταγές Ολλανδών ή Αυστριακών διοικητών. Στις 9 Μαρτίου, το ελληνικό ναυτικό οργάνωσε θαλάσσιο αποκλεισμό του λιμανιού των Αγίων Σαράντα, που ήταν μία από τις πρώτες πόλεις που εντάχθηκαν στο αυτονομιστικό κίνημα[25]. Το ίδιο χρονικό διάστημα, σημειώνονται, παράλληλα, διάφορες μικροσυμπλοκές μεταξύ μονάδων του ελληνικού στρατού και Ηπειρωτών Επαναστατών, με απώλειες εκατέρωθεν [26].

Μεταξύ διαπραγματεύσεων και ένοπλης σύγκρουσης.

Ενώ οι ελληνικές δυνάμεις αποσύρονταν από την περιοχή, ένοπλες συγκρούσεις ξέσπασαν μεταξύ των αλβανικών δυνάμεων και των Ηπειρωτών αυτονομιστών. Στις περιοχές της Χειμάρρας, των Αγίων Σαράντα, του Αργυρόκαστρου και του Δέλβινου, η επανάσταση ξεκίνησε από τις επόμενες μέρες κιόλας της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας, με τις αυτονομιστικές δυνάμεις να καταφέρνουν να θέσουν υπό έλεγχο την αλβανική χωροφυλακή της περιοχής, καθώς και τις αλβανικές ομάδες ατάκτων που λυμαίνονταν σε αυτή. Όμως, έχοντας γνώση του ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν προτίθονταν να δεχτούν την προσάρτηση της Βόρειας Ηπείρου από την Ελλάδα, ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος πρότεινε τρεις διπλωματικές λύσεις, ώστε να δοθεί μία λύση στη σύγκρουση:[22]

  • την πλήρηαυτονομία της Ηπείρου, υπό την εξουσία, κατ' όνομα, ενός Αλβανού ηγεμόνα,
  • μια καντονιακή και διοικητική αυτονομία, με βάση τοελβετικό μοντέλο,
  • τον άμεσο έλεγχο και την άμεση διοίκηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης.

Μία ομάδα οπλισμένων Ηπειρώτισσων στην περιοχή του Αργυρόκαστρου, τον Αύγουστο του 1914

Λίγες ημέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 11 Μαρτίου, έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις για την προσωρινή λήξη της σύγκρουσης από τον Ολλανδό συνταγματάρχη Τόμσον στην Κέρκυρα. Η αλβανική εξουσία φάνηκε έτοιμη να αποδεχτεί την ύπαρξη μιας αυτόνομης κυβέρνησης με περιορισμένες εξουσίες, αλλά ο Ηπειρώτης εκπρόσωπος Αλέξανδρος Καραπάνος απαίτησε να λάβει ένα καταστατικό πλήρους αυτονομίας, κάτι που αρνήθηκαν οι απεσταλμένοι της κυβέρνησης του Δυρραχίου. Ως αποτέλεσμα, οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε ναυάγιο[20][23]. Το ίδιο χρονικό διάστημα, ηπειρώτικες ομάδες ατάκτων εισήλθαν στην Ερσέκα προτού κατευθυνθούν στο Φράσαρι και την Κορυτσά.

Εκείνη τη στιγμή, σχεδόν το σύνολο των εδαφών που απαιτούσαν οι εξεγερμένοι (εκτός από την Κορυτσά) βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της αυτονομιστικής κυβέρνησης. Στις 22 Μαρτίου, ένας ιερός λόχος προερχόμενος από την Βίγλιστα έφτασε στα περίχωρα της Κορυτσάς και εντάχθηκε στις τοπικές ομάδες επαναστατών προτού ξεκινήσουν βίαιες οδομαχίες εντός της πόλης. Ύστερα από αρκετές ημέρες, οι δυνάμεις των αυτονομιστών κατάφεραν να πάρουν τον έλεγχο της πόλης, αλλά αλβανικές ενισχύσεις έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά στην πόλη στις 27 Μαρτίου και η Κορυτσά επέστρεψε υπό τον έλεγχο της αλβανικής χωροφυλακής.

Το ίδιο διάστημα, η Διεθνής Ελεγκτική Επιτροπή αποφάσισε να επέμβει στη διαμάχη με στόχο την αποκλιμάκωσης της βίας και τη λήξη της ένοπλης σύγκρουσης. Στις 6 Μαΐου, η Επιτροπή ήρθε σε επαφή με τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο ώστε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις από νέα βάση. Ο Ηπειρώτης πολιτικός αποδέχτηκε την πρόταση και τελικά αποφασίστηκε ανακωχή την επομένη. Παράλληλα, όταν ξεκίνησε η περίοδος της κατάπαυσης του πυρός, οι βορειοηπειρωτικές δυνάμεις είχαν ήδη καταλάβει τα υψώματα γύρω από την Κορυτσά, ενώ η παράδοση της αλβανικής φρουράς της πόλης ήταν πλέον θέμα χρόνου[28].

Από την αναγνώριση της αυτονομίας στον αλβανικό εμφύλιο πόλεμο.

Το πρωτόκολλο της Κέρκυρας

Κύριο λήμμα: Πρωτόκολλο της Κέρκυρας

Ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος, πρόεδρος της ηπειρώτικης κυβέρνησης

Νέες διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τότε στην Κέρκυρα. Στις 17 Μαΐου 1914, οι Αλβανοί και Ηπειρώτες εκπρόσωποι υπέγραψαν συμφωνία γνωστή ως Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με αυτό το σύμφωνο, οι επαρχίες της Κορυτσάς και του Αργυρόκαστρου, οι οποίες αποτελούσαν την Βόρεια Ήπειρο, θα λάμβαναν πλήρη αυτονομία (ως «corpus separatum») υπό την εξουσία, κατ' όνομα, του Πρίγκιπα Γουλιέλμου του Βιντ[20][28]. Η αλβανική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να ονομάσει και να μεταθέσει τους κυβερνήτες και τους ανώτατους αξιωματούχους, αλλά λαμβάνοντας υπόψη, όσο αυτό ήταν δυνατό, την επιθυμίες των κατοίκων της περιοχής. Άλλοι όροι της συμφωνίας προέβλεπαν την ποσοστιαία ένταξη Ηπειρωτών στην τοπική χωροφυλακή και τον περιορισμό της στρατολογίας στα άτομα που προέρχονταν από την περιοχή[20]. Στα ορθόδοξα σχολεία, η ελληνική γλώσσα υποχρεούνταν να είναι η μοναδική που χρησιμοποιείτο, με εξαίρεση τα πρώτα τρία χρόνια σπουδών, όπου τα αλβανικά ήταν υποχρεωτικά. Στις δημόσιες υπηρεσίες, ωστόσο, οι δύο γλώσσες ήταν ισοδύναμες, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της δικαιοσύνης και των εκλογικών συμβουλίων. Τέλος, τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην πόλη της Χειμάρρας από τους Οθωμανούς, έπρεπε να ανανεωθούν, ενώ ένας ξένος θα τοποθετούνταν στη θέση του «αρχηγού» (δηλαδή του κυβερνήτη) για διάστημα δέκα ετών.

Κύριο λήμμα: Διάσκεψη του Δέλβινου

Το Πρωτόκολλο τελικά επικυρώθηκε από τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου και από την αλβανική κυβέρνηση στις 23 Ιουνίου[30]. Από την άλλη πλευρά, σε συνδιάσκεψη των Ηπειρωτών εκπροσώπων (Πανηπειρωτική) που συγκλήθηκε στο Δέλβινο, επίσης επικυρώθηκαν οι όροι του, παρά τις ενστάσεις των Χειμαρριωτών εκπροσώπων, οι οποίοι θεώρησαν ως μοναδική βιώσιμη λύση για την Βόρεια Ήπειρο την ένωση με την Ελλάδα[31]. Παράλληλα, στις 8 Ιουλίου, οι πόλεις του Τεπελενίου και της Κορυτσάς πέρασαν, τότε, υπό τον έλεγχο της αυτόνομης κυβέρνησης.

Η αστάθεια της Αλβανίας και η επιστροφή της Ελλάδας

Λίγο μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αλβανία γνώρισε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας και χάους. Η χώρα χωρίστηκε, τότε, σε μεγάλο αριθμό τοπικών κυβερνήσεων, οι οποίες έρχονταν αντιμέτωπες μεταξύ τους. Λόγω αυτή της κατάστασης, το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας καθιστούσε αδύνατη την ειρήνευση στην Ήπειρο και οι σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις συνέχισαν να υφίστανται[28]. Ο Πρίγκιπας Γουλιέλμος του Βιντ και η οικογένειά του επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη χώρα στις 3 Σεπτεμβρίου. Τις επόμενες ημέρες, μια ηπειρωτική μονάδα οργάνωσε, δίχως τη συγκατάθεση της αυτόνομης κυβέρνησης, επίθεση ενάντια στην αλβανική φρουρά που βρισκόταν στο Μπεράτ. Κατάφερε τότε να καταλάβει το φρούριο για λίγες ημέρες, ενώ οι αλβανικές δυνάμεις που είχαν παραμείνει πιστές στον Εσάντ Πασά οργάνωσαν, ως αντίποινα, στρατιωτικές επιχειρήσεις μικρής κλίμακας[32].

Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ανησυχούσε ιδιαιτέρως για την κατάσταση στην Αλβανία: φοβόταν, πράγματι, ότι η αστάθεια της χώρας θα κατέληγε σε μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση. Εθνικές σφαγές, που άγγιξαν διαδοχικά Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, υποχρέωσαν αρκετούς Ηπειρώτες να αναζητήσουν καταφύγιο στο Ελληνικό Βασίλειο[33]. Αφού πρώτα έλαβε τη σχετική έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων, που της επεσήμαναν, ωστόσο, τον προσωρινό χαρακτήρα της παρέμβασής της, η Αθήνα απέστειλε τα στρατεύματά της στην Βόρεια Ήπειρο στις 27 Οκτωβρίου 1914[34]. Λίγες ημέρες αργότερα, η Ιταλία εκμεταλλεύτηκε την τροπή των γεγονότων για να παρέμβει με τη σειρά της στα αλβανικά εδάφη και να καταλάβει την πόλη του Αυλώνα και την νήσο Σάσων, οι οποίες βρίσκονταν στη στρατηγική ζώνη του Στενού του Οτράντο[35].

Ικανοποιημένοι από την επιστροφή του ελληνικού στρατού και θεωρώντας ότι είχαν καταφέρει να θέσουν σε ισχύ την πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα, οι εκπρόσωποι της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βόρειας Ηπείρου έπαυσαν τότε τους θεσμούς και τα κρατικά όργανα που είχαν θεσμοθετήσει. Ο πρώην αρχηγός των αυτονομιστών, Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, έγινε, άλλωστε, Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας λίγο καιρό αργότερα[36].

Ωστόσο, δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής που χάρηκαν για την επιστροφή των Ελλήνων. Στην περιφέρεια της Κορυτσάς, Αλβανοί πατριώτες οργάνωσαν αγώνα με απώτερο σκοπό την επιστροφή των εδαφών τους εντός των αλβανικών συνόρων. Εντούτοις, μεταξύ αυτών των εξεγερμένων, ορισμένοι ήσαν Μουσουλμάνοι (όπως ο λήσταρχος Σαλίχ Μπούντκα), άλλοι, όμως, ανέφεραν ότι προέρχονταν από την αλβανική ορθοδοξία[ε] (όπως ο Τεμιστόκλι Γκερμένι).

Η Βόρεια Ήπειρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ελληνική κατοχή (Οκτώβριος 1914-Σεπτέμβριος 1916)

Κύριο λήμμα: Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η πορεία της Ελλάδας στον Πόλεμο

Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας

Ενώ ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν στα Βαλκάνια, η Ελλάδα, η Ιταλία και οι δυνάμεις της Αντάντ αποφάσισαν ότι η τύχη της Βόρειας Ηπείρου θα κρινόταν με τη λήξη της σύγκρουσης. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1915, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διακήρυξε, εμπρός στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ότι «μόνο κολοσσιαία λάθη» θα μπορούσαν πλέον να κρατήσουν την περιοχή μακριά από την υπόλοιπη Ελλάδα[38].

Μετά την αποπομπή του Πρωθυπουργού τον Δεκέμβριο του 1915, ο Βασιλιάς των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Α΄ και η νέα του κυβέρνηση έδειχναν αποφασισμένοι να εκμεταλλευτούν την παγκόσμια κατάσταση για να εντάξουν τυπικά την περιοχή στο Ελληνικό Κράτος. Στους πρώτους μήνες του έτους 1916, ο πληθυσμός της Βόρειας Ηπείρου συμμετείχε έτσι στις Ελληνικές Κοινοβουλευτικές Εκλογές και έστειλε 16 εκπροσώπους στο Κοινοβούλιο, στην Αθήνα. Πιο συγκεκριμένα, τον Μάρτιο, η ένωση της περιοχής με το Βασίλειο ανακηρύχτηκε επισήμως και η έκτασή της χωρίστηκε σε δύο νομούς: το Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά[38].

Από την γαλλοϊταλική κατοχή στην επάνοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα

Κύριο λήμμα: Δημοκρατία της Κορυτσάς

Η ψύχρανση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και των δυνάμεων της Αντάντ σε συνδυασμό με το ξέσπασμα του Εθνικού Διχασμού στο Ελληνικό Βασίλειο προκάλεσαν νέες ανατροπές στην Βόρεια Ήπειρο. Τον Σεπτέμβριο του 1916, η Γαλλία και η Ιταλία αποφάσισαν να καταλάβουν με στρατό την περιοχή και να εκδιώξουν τις ελληνικές φιλοβασιλικές δυνάμεις. Η Ρώμη κατέλαβε με αυτόν τον τρόπο τον νομό του Αργυρόκαστρου και δεν άργησε να εκδιώξει όσους θεωρούσε υποστηρικτές του ελληνισμού. Ο Ορθόδοξος Μητροπολίτης Βασίλειος Δρυϊνουπόλεως (με έδρα το Αργυρόκαστρο) αποπέμφθηκε, έτσι, από την επισκοπή του, ενώ 90 Έλληνες προεστοί της περιοχής της Χειμάρρας (μεταξύ τους ο δήμαρχος της πόλης) εκτοπίστηκαν στην νήσο Φαβινιάνα ή στην Λιβύη[39].

Η σημαία της Δημοκρατίας της Κορυτσάς, την οποία ίδρυσαν οι Γάλλοι

Από την πλευρά της, η Γαλλία επιθυμούσε, αρχικά, για κάποιο καιρό, να αντικαταστήσει, στην περιφέρεια της Κορυτσάς, τους Έλληνες φιλοβασιλικούς κρατικούς λειτουργούς με βενιζελικούς, αλλά, καθώς η αναρχία εντατικοποιούνταν στην περιοχή, αναγκάστηκε να επιβάλει έναν πιο άμεσο τύπο κυριαρχίας[40]. Με πρωτοβουλία του στρατηγού Μωρίς Σαράιγ και του εκπροσώπου του, του συνταγματάρχη Ντεκουάν, η πόλη και τα περίχωρά της έλαβαν τους δικούς τους αυτόνομους θεσμούς και αποτέλεσαν την «Δημοκρατία της Κορυτσάς». Εντός αυτής της νέας πολιτικής οντότητας, οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι αποτελούσαν και την πλειοψηφία του πληθυσμού (με 122.315 κατοίκους), εκπροσωπούνταν ισότιμα με τους Έλληνες (82.245 κάτοικοι)[41]. Η αλβανική έγινε η μοναδική επίσημη γλώσσα[42] και τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν[43].

Η ανατροπή του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και η επίσημη είσοδος στον πόλεμο της Ελλάδας στο πλευρό των Συμμάχων της Αντάντ τον Ιούνιο του 1917 έδωσαν, ωστόσο, την ευκαιρία στην Αθήνα να ξαναπάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Ήπειρο. Επιστρέφοντας στην εξουσία, ο Βενιζέλος έλαβε, πράγματι, τη σταδιακή αποχώρηση των ιταλικών δυνάμεων από το νότιο τμήμα της περιοχής (επισήμως ελληνική από το 1913)[44]. Όμως, παρά τις διαμαρτυρίες του Έλληνα Πρωθυπουργού, η Ρώμη συνέχισε την κατοχή της περιφέρειας του Αργυρόκαστρου (επισήμως αλβανική από το 1913)[45]. Όσο για την «Δημοκρατία τη Κορυτσάς», η αυτονομία της περιορίστηκε σημαντικά από τους Γάλλους στις 27 Σεπτεμβρίου 1917, πριν την τελική της διάλυση, στις 16 Φεβρουαρίου 1918[46].

Από τη Σύνοδο Ειρήνης στο Συνέδριο της Λούσνια

Η Βόρεια Ήπειρος και η Αλβανία στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου

Όταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έλαβε τέλος, τον Νοέμβριο του 1918, η Βόρεια Ήπειρος βρισκόταν στις εδαφικές ορέξεις τουλάχιστον τεσσάρων χωρών. Εκτός από την Αλβανία, στην οποία η περιοχή είχε παραχωρηθεί πριν από τον πόλεμο, υπήρχε καταρχάς η Ελλάδα, η οποία είχε ως κύριο διαπραγματευτικό επιχείρημα τις εθνικές της σχέσεις με τον τοπικό πληθυσμό για να αιτιολογήσει τις αξιώσεις της. Υπήρχε, επίσης, η Ιταλία, η οποία επιθυμούσε να εγκατασταθεί σε ένα τμήμα των εδαφών ώστε να ελέγχει καλύτερα την Αδριατική Θάλασσα. Τέλος, σε κατά πολύ μικρότερο βαθμό, υπήρχε η Γαλλία, ή πιο συγκεκριμένα ο γαλλικός στρατός, ο οποίος στόχευε να εκμεταλλευτεί τη στρατιωτική του παρουσία στην Κορυτσά ώστε να επεκταθεί η γαλλική επιρροή στα Βαλκάνια [47][48].

Όπως ήταν φυσικό, αυτές οι αλληλοσυγκρουόμενες εδαφικές διεκδικήσεις προκάλεσαν εντάσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων[49]. Προκάλεσαν, επίσης, την αγανάκτηση των Αλβανών πατριωτών, οι οποίοι ήταν ήδη σοκαρισμένοι από τη στρατιωτική παρουσία Σέρβων-Κροατών-Σλοβένων στα Βόρεια της χώρας τους (περιοχή της Σκόδρας)[47]. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου ήταν ένα από τα ακανθώδη ζητήματα που συζητήθηκαν στην Ειρηνευτική Σύνοδο του Παρισιού το 1919.

Ο Βενιζέλος επιχειρεί να πείσει τη Σύνοδο Ειρήνης

Κύριο λήμμα: Σύνοδος Ειρήνης του Παρισιού (1919)

Η υπογραφή του Συμφώνου των Βερσαλλιών. Ο Βενιζέλος είναι ο δεύτερος, όρθιος, από αριστερά.

Πριν όμως ξεκινήσει η Ειρηνευτική Σύνοδος τις εργασίες της, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχε καταστήσει γνωστές τις απαιτήσεις της χώρας του στους Συμμάχους σε ένα υπόμνημα που τους κοινοποίησε στις 30 Δεκεμβρίου 1918. Μεταξύ των εδαφών που ο πολιτικός απαιτούσε, η Βόρεια Ήπειρος, όπου κατοικούσαν 151.000 Ορθόδοξοι, κατείχε σημαντική θέση. Ο Βενιζέλος φαινόταν, ωστόσο, έτοιμος να εγκαταλείψει ένα τμήμα της περιοχής, όπως η ζώνη του Τεπελενίου, ώστε να διατηρήσει το βασικότερο. Επίσης, με σκοπό να μην του αντιπαρατεθεί το επιχείρημα ότι οι Έλληνες της Αλβανίας ομιλούσαν την αλβανική περισσότερο από την ελληνική γλώσσα, υπενθύμισε ότι το επιχείρημα της γλώσσας για την προσάρτηση μιας περιοχής ήταν γερμανικής έμπνευσης. Αυτή ήταν μια, σχεδόν, άμεση αναφορά στο ζήτημα της Αλσατίας-Λωρραίνης: γαλλική λόγω της προτίμησής της για τους Γάλλους και γερμανική για τους Γερμανούς από γλωσσική άποψη. Ο Βενιζέλος τόνισε ότι οπλαρχηγοί του ελληνικού πολέμου ανεξαρτησίας ή μέλη της κυβερνήσεώς του, όπως ο Στρατηγός Δαγκλής ή ο Ναύαρχος Κουντουριώτης, είχαν κι αυτοί την αλβανική ως μητρική τους γλώσσα, όμως αισθάνονταν πλήρως Έλληνες[50][ζ].

Στη διάρκεια της Συνόδου, μια ειδική επιτροπή, γνωστή ως «ελληνικών υποθέσεων», προεδρευόταν από τον Ζυλ Καμπόν. Εκεί, η Ιταλία εξέφρασε την αντίθεσή της στις θέσεις του Βενιζέλου, κυρίως επί του ζητήματος της Βόρειας Ηπείρου. Η Γαλλία στήριξε πλήρως τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υιοθέτησαν ουδέτερη στάση. Ο Βενιζέλος έκανε χρήση μίας θέσης την οποία είχε εμπνευστεί από τον πρόεδρο Γουίλσον: την αυτοδιάθεση των λαών. Υπενθύμισε ότι το 1914, μία αυτονομιστική κυβέρνηση είχε εγκατασταθεί στην περιοχή, εκφράζοντας τη διάθεσή της, έτσι, να γίνει ελληνική. Προσέθεσε επίσης μία οικονομικής φύσεως θέση: ότι σύμφωνα με τον ίδιο, η Βόρεια Ήπειρος ήταν περισσότερο στραμμένη προς την Ελλάδα όσον αφορά την οικονομία της παρά στην Αλβανία[51].

Στις 29 Ιουλίου 1919, μία μυστική συμφωνία τελικά υπεγράφη μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιταλού Υπουργού Εξωτερικών Υποθέσεων Τομάζο Τιττόνι. Επίλυσε τα ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών και παραχώρησε την Βόρεια Ήπειρο στην Ελλάδα. Ως αντάλλαγμα, η τελευταία υποσχέθηκε να στηρίξει της ιταλικές διεκδικήσεις επί της υπόλοιπης Αλβανίας. Στις 14 Ιανουαρίου 1920, η διάσκεψη της Συνόδου, υπό την προεδρία του Ζωρζ Κλεμανσώ, καταβαράθρωσε τη συμφωνία Τιττόνι-Βενιζέλου, καθιστώντας σαφές ότι η εφαρμογή της αναστελλόταν έως τη λήξη της ένοπλης σύρραξης μεταξύ της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας[52][53].

Η σύνοδος της Λούσνια και η αλβανική αντίδραση

Ο Εσάντ Πασάς Τοπτανί (δολοφονήθηκε το 1920) συμβολίζει τη διαίρεση των Αλβανών μετά τη λήξη του πολέμου

Χωρίς να καταφέρουν να εισακουστούν απέναντι στους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων και με μειονέκτημα την διχόνοια που υπήρχε μεταξύ των ηγετών τους[η], οι Αλβανοί εκπρόσωποι επεχείρησαν να πετύχουν κάποιο συμβιβασμό με τους Συμμάχους. Όμως, στην ίδια τους τη χώρα, η στάση αυτή προκάλεσε την αγανάκτηση των εθνικιστών, οι οποίοι είχαν ήδη ξεσηκωθεί μετά την αποκάλυψη των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου του 1915 που προέβλεπε τη διάσπαση της Αλβανίας προς όφελος των γειτόνων της. Από τις 21 Ιανουαρίου έως τις 9 Φεβρουαρίου 1920, μία εθνική σύνοδος πραγματοποιήθηκε στη Λούσνια, στο κεντρικό τμήμα της χώρας. Εκεί, πενήντα έξι εκπρόσωποι, εκ των οποίων ορισμένοι προέρχονταν από την Κορυτσά και τον Αυλώνα, έθεσαν τις βάσεις για μια νέα εθνική κυβέρνηση[54].

Στις 29 Ιανουαρίου, η σύνοδος απεύθυνε στη Σύνοδο Ειρήνης και στη Ρώμη επίσημη επιστολή διαμαρτυρίας απέναντι στη στάση των Δυνάμεων. Οι Αλβανοί εκπρόσωποι κατάγγειλαν τα σχέδια διάσπασης της χώρας τους και απέρριψαν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο κάθε περίπτωση ιταλικού προτεκτοράτου στην Αλβανία. Ενημέρωσαν, επίσης, τις Δυνάμεις για την αποφασιστικότητα του λαού τους να αντισταθεί με τα όπλα απέναντι σε κάθε προσπάθεια επιβολής ξένης κυριαρχίας στη χώρα κι αυτό μέχρι την πλήρη ανεξαρτησία της Αλβανίας. Τέλος, απέστειλαν νέους εκπροσώπους στο Παρίσι, υπό τη ηγεσία του Χριστιανού Ορθοδόξου Παντελί Ευαγγέλι, ώστε να προστατευθούν τα αλβανικά συμφέροντα.

Η Αλβανία επιβάλλεται στην περιοχή.

Ανακατάληψη της Κορυτσάς από την Αλβανία

Τον Μάρτιο του 1920, οι γαλλικές δυνάμεις ξεκίνησαν να αποχωρούν από την Δημοκρατία της Κορυτσάς[55]. Άμεσα, ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε προσπάθεια αντικατάστασής τους ώστε να εμποδιστεί η κυριαρχία των Αλβανών στην Ήπειρο. Ωστόσο, το ελληνικό σχέδιο αποκαλύφθηκε στους Αλβανούς από τον Γάλλο στρατάρχη Ραϊνάρ Λεσπινάς. Η προσωρινή κυβέρνηση απέστειλε τότε 7.000 οπλισμένους άνδρες στην περιοχή ώστε να εμποδιστούν οι Έλληνες να διαβούν τα σύνορα. Υπήρξε ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, με το ελληνικό σχέδιο άμαχης κατάληψης της πόλης, ως αποτέλεσμα, να αποτυγχάνει. Φήμες κυκλοφόρησαν, τότε, σύμφωνα με τις οποίες οι Μουσουλμάνοι, φοβούμενοι την επερχόμενη είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη, απείλησαν να σφάξουν τον ελληνικό της πληθυσμό. Για να αποφευχθεί ένα ενδεχόμενο λουτρό αίματος, οι Έλληνες συμφώνησαν με την άποψη των γαλλικών και αγγλικών κυβερνήσεων και αποφάσισαν να μην καταλάβουν την πόλη μετά την αποχώρηση των Γάλλων. Ένα προσωρινό πρωτόκολλο υπεγράφη, τότε, μεταξύ των δύο δυνάμεων στο χωριό Καπτσίτσα (αλβανικάKapshticë). Η Αθήνα αποδέχτηκε την υφιστάμενη κατάσταση και αναγνώρισε ότι ήταν στην Ειρηνευτική Σύνοδο να λάβει κάποια απόφαση για την τύχη της Βόρειας Ηπείρου. Έλαβε, ακόμη, την άδεια να καταλάβει στρατιωτικά είκοσι έξι χωριά ευρισκόμενα στα νοτιοανατολικά της Κορυτσάς. Ως αντάλλαγμα, οι Αλβανοί κατέλαβαν το υπόλοιπο της περιοχής, όμως υποσχέθηκαν την προστασία της ελληνικής μειονότητας, των σχολείων της, καθώς και της ελευθερίας έκφρασής της[56].

Η μεταστροφή της Ιταλίας και η απόφαση της Συνόδου των Πρέσβεων.

Στις 17 Μαΐου 1920, η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών αναγνώρισε τα δικαιώματα της Ελλάδας επί της Βόρειας Ηπείρου, στα πλαίσια της συμφωνίας Τιτόνι-Βενιζέλου[52]. Για την Αθήνα, επρόκειτο για μια σημαντική διπλωματική νίκη. Ωστόσο, η κατάσταση απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί ως λήξασα υπόθεση. Στις 29 Μαΐου, οι αλβανικές δυνάμεις κατάφεραν, πράγματι, να εκδιώξουν τον ιταλικό στρατό από τον Αυλώνα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Ρώμη δέχτηκε να αναγνωρίσει την αλβανική ανεξαρτησία και να εγκαταλείψει το σύνολο των αλβανικών εδαφών, ώστε να διατηρήσει στην κατοχή της τη στρατηγικής σημασίας νήσο Σάσων. Στη συνέχεια, η Ιταλική Κυβέρνηση προχώρησε σε καταγγελία της συμφωνίας που είχε υπογραφεί με την Ελλάδα και υποστήριξε τις αλβανικές διεκδικήσεις ενώπιον της Συνόδου Ειρήνης[57]. Εμπρός στην εχθρότητα της Ρώμης, η Σύνοδος μετέθεσε το ηπειρωτικό ζήτημα στην Σύνοδο των Πρέσβεων[58][59].

Με προεδρεύοντα τον Πολ Καμπόν, η Σύνοδος των Πρέσβεων παραχώρησε, τελικώς, τις περιοχές της Κορυτσάς και του Αργυρόκαστρου στην Αλβανία στις 9 Νοεμβρίου 1920. Απογοητευμένη από αυτή την απόφαση, ευρισκόμενη, όμως, εν μέσω δαπανηρής πολεμικής σύγκρουσης με την Τουρκία, η Ελλάδα αποχώρισε από τα 26 ελληνόφωνα χωριά που είχε καταλάβει, ενώ, ταυτόχρονα, αναγνώρισε την κυριαρχία των Τιράνων επί της Βόρειας Ηπείρου[60][61][62].

Εθνογραφικός χάρτης της Αλβανίας. Οι χρωματισμένες με μπλε περιοχές είναι αυτές που, από ιστορικής απόψεως, φιλοξενούσαν ελληνόφωνους πληθυσμούς. Οι κυκλωμένες με μπλε και μωβ περιοχές είναι αυτές που αναγνωρίζονταν από την αλβανική κυβέρνηση ως ανήκουσες στην ελληνική και σλαβομακεδονική μειονότητα

Μια περιορισμένη αναγνώριση της ελληνικής μειονότητας

Από τις 2 Οκτωβρίου 1921, η Αλβανική Κυβέρνηση του Ιλίας Μπέι Βριόνι ενέκρινε το Σύμφωνο Προστασίας των Εθνικών Μειονοτήτων της Κοινωνίας των Εθνών[63]. Ωστόσο, με την ένωση της Βόρειας Ηπείρου με την Αλβανία, η τελευταία δεν αναγνώρισε τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας παρά μόνο σε περιορισμένες εδαφικές ζώνες: ορισμένα τμήματα των περιοχών του Αργυρόκαστρου και των Αγίων Σαράντα, καθώς και τρία χωριά περιμετρικά της Χειμάρρας. Σε αντίθεση με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που καθιστούσε την Βόρεια Ήπειρο αυτόνομη περιοχή, η αναγνώριση της ελληνικής ηπειρωτικής μειονότητας από την κυβέρνηση δεν οδήγησε σε καμία αναγνώριση τοπικής αυτονομίας. Έτσι, τα ελληνικά σχολεία της περιοχής παρέμειναν κλειστά από το καθεστώς ως το 1935[64].

Ιστοριογραφία και διαιώνιση του αυτονομιστικού κινήματος

Σύμφωνα με τις αλβανικές, αλλά και τις ιταλικές και αυστροουγγρικές πηγές της εποχής, το ηπειρωτικό αυτονομιστικό κίνημα αποτελούσε προϊόν της πολιτικής του Ελληνικού Κράτους. Το συγκεκριμένο κίνημα υποστηρίχθηκε από ένα μέρος των κατοίκων της περιοχής, και προκάλεσε πολιτική αστάθεια και το χάος σε όλη την Αλβανία[65]. Στην αλβανική ιστοριογραφία, το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας τις περισσότερες φορές αναφέρεται, είτε ελάχιστα,[66] είτε όποτε αναφέρεται, θεωρείται ως μια απόπειρα διαίρεσης του Αλβανικού Κράτους και ως απόδειξη ότι οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις δεν αναγνώριζαν την Αλβανία ως εθνική οντότητα[67].

Με την επικύρωση του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας το 1914, ο όρος «Βόρεια Ήπειρος», που ήταν και η επίσημη ονομασία της αυτόνομης κυβέρνησης, και, ως εκ τούτου, «Βορειοηπειρώτες», έλαβαν επίσημο χαρακτήρα. Ωστόσο, μετά το 1921, όταν η περιοχή τελικά παραχωρήθηκε στην Αλβανία, οι όροι αυτοί συνδέθηκαν με τον ελληνικό αλυτρωτισμό και έχασαν κάθε νομικό χαρακτήρα από την πλευρά των Τιράνων[68]. Ως εκ τούτου, μετά το συγκεκριμένο έτος, οποιοδήποτε άτομο χρησιμοποιούσε αυτούς τους όρους στην Αλβανία θεωρείτο ως «εχθρός του Έθνους»[69]. Η αυτονομία της Βόρειας Ηπείρου παρέμεινε κεντρικό ζήτημα στις ελληνοαλβανικές διπλωματικές σχέσεις[70]. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ο γενικός γραμματέας της Σοβιετικής ΈνωσηςΝικίτα Χρουστσόφ, επιθυμώντας να λύσει το συγκεκριμένο ζήτημα, ζήτησε από τον ηγέτη του Αλβανικού Κράτους, Ενβέρ Χότζα, να παραχωρήσει την αυτονομία στην ελληνική μειονότητα της περιοχής, όμως, τελικά, η πρωτοβουλία αυτή δεν είχε συνέχεια[71][72]. Το 1991, μετά την πτώση του αλβανικού κομμουνιστικού καθεστώτος, ο ηγέτης της οργάνωσης Ομόνοια, η οποία εκπροσωπεί την ελληνική μειονότητα της χώρας, αιτήθηκε την αυτονομία της Βόρειας Ηπείρου, με το επιχείρημα ότι τα δικαιώματα που είχαν παραχωρηθεί από το Αλβανικό Σύνταγμα στην ελληνική κοινότητα ήταν ανεπαρκέστατα. Η πρόταση αυτή, όμως, απορρίφθηκε ακόμη μια φορά οδηγώντας ορισμένους Ηπειρώτες να υιοθετήσουν πιο ριζοσπαστικές τάσεις, ζητώντας ευθέως την επανένωση της περιοχής τους με την Ελλάδα[73].

Στο ίδιο πνεύμα, δύο χρόνια αργότερα (1993) όταν ο ηγέτης της Ομόνοιας εξήγησε δημόσια ότι ο στόχος της ελληνικής μειονότητας ήταν να πετύχει την ίδρυση μιας αυτόνομης περιοχής εντός της Δημοκρατίας της Αλβανίας με βάση τους όρους του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, συνελήφθη αμέσως από την αλβανική αστυνομία[70]. Αργότερα το 1997, ορισμένοι Αλβανοί αναλυτές, όπως ο Ζεφ Πρέτσι, του Albanian Center for Economic Research, εκτιμούσαν ότι ο κίνδυνος της απόσχισης της Βόρειας Ηπείρου εξακολουθεί να υφίσταται[74].

Δείτε επίσης

Σημειώσεις

  1. Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 Στη νέα ελληνική, ο όρος «αυτόνομος» είναι δυνατόν να σημαίνει ταυτόχρονα και «ανεξάρτητος».
  2. Σε αυτό το τμήμα, οι ορθόδοξοι της Νότιας Αλβανίας θύμιζαν έντονα τους Αρβανίτες της Ελλάδας, οι οποίοι ομιλούσαν, επίσης, μια αλβανική διάλεκτο συγγενή με την Τοσκική, αλλά ένιωθαν Έλληνες.
  3. Στο έργο του The Balkan Wars: 1912-1913, ο Jacob G. Schurman αναφέρει: «During the first [Balkan] war the Greeks had occupied Epirus or southern Albania as far north as a line drawn from a point a little above Khimara on the coast due east toward Lake Presba, so that the cities of Tepeleni and Koritza were included in the Greek area» (Διαδικτυακή ανάγνωση).
  4. Η σχετική διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων προς την Ελλάδα αφορούσε την απόφαση των ευρωπαϊκών κρατών για την αμετάκλητη παραχώρηση στο Βασίλειο της Ελλάδας του συνόλου των νησιών του Αιγαίου τα οποία, ήδη, τελούσαν υπό τον έλεγχό της (με εξαίρεση την Ίμβρο, την Τένεδο και το Καστελόριζο), την ημέρα κατά την οποία τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν από τα εδάφη της Βόρειας Ηπείρου τα οποία είχαν παραχωρηθεί στην Αλβανία μέσω του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας.
  5. Η Αλβανική Εκκλησία δεν ήταν, τότε, ακόμη ανεξάρτητη, αντιθέτως χρειάστηκε να περιμένει ως το 1922 για να ανακηρυχτεί αυτοκέφαλη.
  6. Οι Κουντουριώτηδες κατάγονταν από την Ύδρα, ενώ οι Δαγκλήδες ήταν στην καταγωγή Σουλιώτες.
  7. Στο Παρίσι, ο Εσάντ Πασάς Τοπτανί συνέχισε να παρουσιάζεται ως ο μοναδικός πραγματικός ηγέτης της Αλβανίας, κάτι που βοήθησε στην αποδυνάμωση της προσωρινής κυβέρνησης του Τουρχάν Πασά Περμέτι και των εκπροσώπων του.

 

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%B1_%CE%89%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF%CF%82

Βόρεια Ήπειρος

 


Η περιοχή της Ηπείρου και τα σύγχρονα όρια κρατών.

Υπόμνημα

·       Γκρι: Κατά προσέγγιση εδάφη του αρχαίου βασιλείου της Ηπείρου.

·       Πορτοκαλί: Η περιφέρεια Ηπείρου.

·       Πράσινο: Κατά προσέγγιση περιοχές κατοικημένες από ελληνικούς πληθυσμούς σήμερα

·       Κόκκινη Γραμμή: Όριο της Β. Ηπείρου.

Ο γεωγραφικός όρος Βόρεια Ήπειρος, ή Βόρειος Ήπειρος, είναι το τμήμα της ιστορικής περιοχής της Ηπείρου που ανήκει σήμερα στο κράτος της Αλβανίας. Είναι το βόρειο τμήμα της περιοχής της Ηπείρου, το οποίο κέρδισε την αυτονομία του μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, όμως στην συνέχεια επιδικάστηκε στην Αλβανία για πολιτικούς λόγους. Χρησιμοποιείται κυρίως στην Ελλάδα και την ομογένεια, από επίσημους και ανεπίσημους, πολιτικούς και μη, παράγοντες[1]. Ο όρος Βόρειος Ήπειρος χρησιμοποιήθηκε επίσημα για πρώτη φορά στις 17 Μαΐου 1914 με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, προσδιορίζοντας το αυτόνομο κράτος που δημιουργήθηκε στην περιοχή.[2] Σήμερα χρησιμοποιείται στην Ελλάδα από τους ανωτέρω κύκλους, ενώ η χρήση του αποφεύγεται στην Αλβανία, επειδή θεωρείται ότι ενσωματώνει εδαφικές βλέψεις εις βάρος της χώρας αυτής. Στην περιοχή κατοικεί ελληνική μειονότητα. Η μειονότητα εκπροσωπείται από την οργάνωση Ομόνοια. Ορισμένοι βουλευτές της ελληνικής μειονότητας που συγκέντρωσαν πολλές ψήφους σε εκλογικές αναμετρήσεις διατέλεσαν σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις, όπως ο βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος Σπύρος Ξέρας ως Υπουργός Εργασίας, ο Βαγγέλης Τάβος του Σοσιαλιστικού Κόμματος ως Υπουργός Υγείας, ο Αναστάσιος Αγγέλης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ως Υπουργός Ανάπτυξης, ο Ανδρέας Μάρτος ως υφυπουργός Παιδείας και κατά τη θητεία του οποίου έγιναν πολλά σημαντικά βήματα για την εκπαίδευση της ελληνικής μειονότητας.

Γεωγραφία

Η μορφολογία της περιοχής χαρακτηρίζεται από οροσειρές που εκτείνονται παράλληλα στο Ιόνιο πέλαγος από βορρά προς νότο κατ' αναλογία και του νοτίου γεωγραφικού μέρους της νότιας πλευράς της Ηπείρου. Κύριοι ποταμοί που διατρέχουν τις οροσειρές τις περιοχής είναι: ο Αώος με τον παραπόταμό του Δρίνο και ανατολικότερα ο Άψος και ο Εορδαϊκός. Από τις ακτές δυτικά ως την ενδοχώρα και μέχρι τις Πρέσπες οι πιο αξιοσημείωτες πόλεις και κωμοπόλεις είναι οι εξής: η ΔερβιτσάνηΧειμάρρα και Άγιοι Σαράντα στο Ιόνιο. Αργυρόκαστρο (το, θεωρικά, πολιτιστικό κέντρο της ελληνικής κοινότητας στην ευρύτερη περιοχή), ΠρεμετήΤεπελένι, το ΛεσκοβίκιΕρσέκαΚορυτσά και η άλλοτε ακμάζουσα Μοσχόπολη. Το βορειότερο σημείο της περιοχής είναι ο ποταμός «Σκουμπίνης / Γενούσος» και «Όρος Εροβούνι».

Ιστορία

Προϊστορία και ιδρυτικοί μύθοι

Η Ήπειρος στην Αρχαιότητα

Ελληνικές περιοχές της Ηπείρου τον 5ο - 6ο αιώνα π.Χ.

Από τη δεύτερη χιλιετία προ Χριστού ζούσαν διάφορα ελληνικά (ηπειρώτικα) φύλα, τα κυριότερα ήταν οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες, οι Μολοσσοί. Ιδιαίτερα, η περιοχή που εκτείνεται από τις ακτές της Αδριατικής, περιλαμβάνοντας τις περιοχές του Ογχησμού (σημερινών Αγίων Σαράντα) και Βουθρωτού ως την λίμνη Αχρίδα στην ενδοχώρα, κατοικούνταν από τους Χάονες (Χαονία).

Με την περιοχή σχετίζονται διάφορες αφηγήσεις που ανάγονται στον τρωικό επικό κύκλο: ο Ελπήνωρ, μετά τον Τρωικό πόλεμο, επικεφαλής ομάδας Λοκρών και Αβάντων, ιδρύει τις πόλεις Ωρικό και Θρόνιο (στον κόλπο του Αυλώνα). Ο Αιακίδης Νεοπτόλεμος, συνοδευόμενος από Μυρμιδόνες, ίδρυσε την αρχαία Βυλλίδα (κοντά στην Απολλωνία). Ο Αινείας και ο Έλενος, εγκαταστάθηκαν με μια ομάδα Τρώων στην Χαωνία και ίδρυσαν το Βουθρωτό. Επίσης ένας γιος του Έλενου, ο Χάων υπήρξε ο γενάρχης των Χαόνων.

Αρχαία Εποχή

Σημαντικοί οικισμοί κατά την αρχαιότητα στην περιοχή υπήρξαν εκτός από το Βουθρωτό (απέναντι από την Κέρκυρα), ο Ογχησμός (σύγχρονοι Άγιοι Σαράντα), η Φοινίκη, η Αντιγόνεια (κοντά στο σημερινό Αργυρόκαστρο), η Αντιπάτρεια (σύγχρονο Βεράτι), η Αμαντία, η Νίκαια, το Πήλιον, το Ωρικόν και μικρότεροι οικισμοί ήταν οι Κεμάρες (σύγχρονη Χειμάρρα) και το Θρόνιο.

Εκτός από τους Χάονες που επιβλήθηκαν σταδιακά στην περιοχή, άλλα ηπειρωτικά φύλλα στην ενδοχώρα υπήρξαν οι Αντιτάνες, οι Παραυοί, οι Πρασαιβοί και πιο βόρεια οι Δεξάροι (ή Δεσσαρήτες).

Κατά το διάστημα 650-500 π.Χ. οι Χάονες επεκτάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή, καθώς η δύναμή τους εκτείνονταν στην παραθαλάσσια περιοχή από τον ποταμό Καλαμά ως τον κόλπο του Αυλώνα και στην ενδοχώρα μέχρι τις πεδιάδες της περιοχής της Κορυτσάς. Δεδομένου ότι ο τύμβος ΙΙ στη θέση Κούτσι, κοντά στην Κορυτσά, περιείχε ταφές ηγεμόνων του 7ου αιώνα π.Χ., η αρχή επεκτάσεως των Χαόνων μπορεί να χρονολογηθεί στην εποχή εκείνη[3].

Κατά την κλασσική εποχή, το 375 π.Χ. όλα τα ηπειρωτικά φύλα ενώθηκαν σε μία πολιτική οντότητα, κάτω από τη δυναστεία του Αιακίδη Αλκέτα (των Μολοσσών) και το 232 π.Χ. εγκαθιδρύεται στην Ήπειρο το αβασίλευτο Κοινό των Ηπειρωτών, με πρωτεύουσα τη Φοινίκη. Ως ενιαίο κράτος η Ήπειρος υπήρξε υπολογίσιμη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση το 167 π.Χ..

Ρωμαϊκή-Βυζαντινή εποχή.

Το αμφιθέατρο του Βουθρωτού.

Η περιοχή υπήρξε δέκτης του Χριστιανισμού από τον 1ο αιώνα μ.Χ., με τις περιοδείες του Απόστολου Παύλου. Όμως η επικράτηση της νέας θρησκείας στην περιοχή παρατηρείται περίπου τον 4ο αιώνα. Ηπειρώτες μάρτυρες της περιοχής υπήρξαν ο Άγιος Ελευθέριος (επίσκοπος Αυλώνας), Άγιος Δονάτος (Επίσκοπος Φοινίκης), Διάκονος Ίσαυρος. Η παρουσία Επισκόπων σε Οικουμενικές Συνόδους (ήδη από το 381 μ.Χ.) δείχνει την οργάνωση της Εκκλησίας στην περιοχή.

Η Βόρεια Ήπειρος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ έζησε τις επιδρομές διάφορων λαών: Βησιγότθων (3ος αιώνας), Αβάρων (6ος αιώνας), Σλάβων (7ος αιώνας), Νορμανδών (11ος αιώνας), Σέρβων, Αλβανών και διάφορων ιταλικών δυναστειών (14ος αιώνας). Παρόλα αυτά ο πολιτισμός της περιοχής ήταν στενά συνυφασμένος με τα υπόλοιπα κέντρα του ελληνικού χώρου, καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, διατηρώντας τον ελληνικό του χαρακτήρα.

Το 1204 η περιοχή αποτελεί τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, κατά διαστήματα όμως επανέρχεται στην δικαιοδοσία του Βυζαντίου. Το 1281, αποκρούεται στο Βεράτιο ισχυρό Νορμανδικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε σκοπό να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η επιτυχία οφείλεται σε συνδυασμένες ενέργειες των εντόπιων με τον Βυζαντινό στρατό. To 1345 η περιοχή, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος, Θεσσαλία, Ανατολική Μακεδονία, παραδίδεται στους Σέρβους βάσει συμφωνίας με τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνός, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του παρείχαν στον βυζαντινό εμφύλιο. Οι Σέρβοι ηγεμόνες διατηρούν την βυζαντινή παράδοση, φέρουν βυζαντινούς τίτλους επικαλούμενοι την συγγένειά τους με βυζαντινές δυναστείες, προσπαθώντας να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους.

Την ίδια στιγμή οι Βενετοί ελέγχουν την περιοχή του Βουθρωτού και διάφορες παράκτιες περιοχές. Η οθωμανική παρουσία ήταν έντονη από τα τέλη του 14ου αιώνα, ώσπου επήλθε η οριστική κατάκτηση στα μέσα του 15ου.

Οθωμανική Εποχή (1430-1880).

Παραδοσιακές ενδυμασίες της περιοχής: (δεξιά) ανδρική ενδυμασία Πωγωνίου, επικεφαλής αντάρτικης ομάδας, (αριστερά) γυναικείες ενδυμασίες.

Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Β.Ήπειρος συμμετείχε σε επαναστατικές απόπειρες και συνωμοσίες που γίνονταν στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, με την βοήθεια ή την υπόσχεση για βοήθεια από δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Μια λιγότερο γνωστή συνωμοσία είναι αυτή που έγινε με πρωτοβουλία του επισκόπου Αχρίδος Ιωακείμ και άλλων ιερωμένων και προκρίτων της Ηπείρου και της ΒΔ Μακεδονίας, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, στα 1572-1576.[4]

Σημαντική απόπειρα για γενικό ξεσηκωμό και επανάσταση από τον τουρκικό ζυγό έγινε στην Επανάσταση του 1821, όπου κάτοικοι της Χειμάρρας συμμετείχαν ενεργά και προσπάθησαν να αφυπνίσουν όλους τους Ηπειρώτες ώστε να συμμετάσχουν στον Αγώνα. Καθολικότητα είχε και ο ξεσηκωμός του 1854 όταν οι Ηπειρώτες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ώστε να κερδίσουν την ελευθερία τους με την προοπτική μελλοντικής ένωσης με την Ελλάδα.[5]

Έως το 1913, ολόκληρη η Ήπειρος αποτελούσε ενιαία γεωγραφική ενότητα. Το πρόβλημα προέκυψε όταν μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ελλάδα και η νεοσυσταθείσα Αλβανία (1912) διεκδικούσαν για τους δικούς τους λόγους ο καθένας την συγκεκριμένη περιοχή, προβάλλοντας ως κύριο επιχείρημα την πληθυσμιακή σύσταση της Βορείου Ηπείρου (υπό διαφορετική οπτική γωνία η κάθε πλευρά). Ένα από τα επιχειρήματα της Ελλάδας ήταν ότι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι της περιοχής αποτελούσαν φορείς της Βυζαντινής παράδοσης και επομένως έπρεπε να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος που πρέσβευε, κατά μια οπτική, την πολιτική του συνέχεια στη νεώτερη εποχή.

Εκ των πραγμάτων ήταν πολύ δύσκολο να γίνει προσδιορισμός και διαχωρισμός των πληθυσμών, καθώς επί τουρκοκρατίας οι λαοί κατατάσσονταν ανάλογα με την θρησκεία τους και οι μεταφορές και οι προσμίξεις ήταν εύκολες κάτω από την κοινή τουρκική εξουσία στη Βαλκανική[6][7].

Μεταβατική περίοδος (1881-1912)

Με την Οθωμανική αυτοκρατορία στα πρόθυρα της πτώσης, η ελληνική κυβέρνηση, με υπόμνημα του υπουργείου Εξωτερικών στις 13 Ιουνίου του 1912, θεωρεί πως στην Ήπειρο και κατ' επέκταση στην Ελλάδα ανήκουν ολόκληρες οι περιφέρειες της Πρέβεζας, της Ηγουμενίτσας, των Ιωαννίνων, το μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειας του Αργυρόκαστρου και η μισή περιφέρεια της Αυλώνας από τη γραμμή του Κουρβελέσι και την Κλεισούρα στον Αώο. Σύμφωνα με το υπόμνημα στην Αλβανία ανήκαν ολόκληρο το διαμέρισμα της Σκόδρας και από το διαμέρισμα των Ιωαννίνων μόνο η περιοχή του Βερατίου.

Στις περιοχές που αξίωνε η ελληνική κυβέρνηση ζούσαν επί το πλείστον Έλληνες ορθόδοξοι. Συγκεκριμένα, με βάση την τουρκική απογραφή του 1908, κατοικούσαν εκεί 326.778 χριστιανοί και 174.802 μουσουλμάνοι. Από μια άλλη στατιστική (του Geografico de Agostini της Ρώμης) προκύπτει ότι το 1907 σε ολόκληρη την Ήπειρο κατοικούσαν 452.000 κάτοικοι από τους οποίους οι 297.000 ήταν χριστιανοί και οι 155.000 μουσουλμάνοι. Παρόλα αυτά, όταν οι Τούρκοι αποχωρούσαν από την Ήπειρο το καλοκαίρι του 1912, προς όφελος των Αλβανών, αναγνώρισαν ως αλβανικά τα διαμερίσματα (βιλαέτια) της Σκόδρας, του Κοσόβου, του Μοναστηρίου αλλά και των Ιωαννίνων.

Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913).

Εθνολογικός χάρτης της Βόρειας Ηπείρου (1913). Εικονίζονται οι συγκεντρώσεις ελληνικών (μπλε) και αλβανικών (γκρι) πληθυσμών.

Δείτε επίσης: Ιστορία της Βόρειας Ηπείρου την περίοδο 1913-1921

Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων οι Αλβανοί κοινοποίησαν στις Μεγάλες Δυνάμεις, την αμέριστη υποστήριξή τους απέναντι στους Νεότουρκους καθώς έτσι εξυπηρετούσαν και τα δικά τους συμφέροντα. Έτσι στις 7 Δεκεμβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε αρχικά την Κορυτσά. Στις αρχές του 1913 ένα άλλο τμήμα του μετά την νίκη στο Μπιζάνι, εισήλθε στα Ιωάννινα και προχωρώντας βόρεια στις 16 Μαρτίου εισήλθε στο Αργυρόκαστρο (16 Μαρτίου) και στο Τεπελένι (19 Μαρτίου).

Στις 29 Ιουλίου 1913 οι Μεγάλες δυνάμεις με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1913), αναγνωρίζουν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος και με το Πρωτόκολλο Φλωρεντίας (1913) της παραχωρείται η περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος αρχικά αρνήθηκε να παραχωρήσει την περιοχή που κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί και ήδη κατείχε με ισχυρές δυνάμεις (13 Οκτωβρίου 1913). Έτσι οι Μεγάλες Δυνάμεις, με υπόμνημα που απέστειλαν στο ελληνικό κράτος στις 13 Φεβρουαρίου 1914, μετά την υπογραφή του νέου Πρωτοκόλλου Φλωρεντίας (1914) απαιτούσαν την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή σε διαφορετική περίπτωση δεν θα αναγνωρίζονταν η ελληνική επικυριαρχία επί των νήσων του Αιγαίου (εκτός της ΊμβρουΤένεδου και Καστελόριζου). Επιπλέον, ζητούσαν από την Ελλάδα να μην ενθαρρύνει καμιά μορφή αντίδρασης στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής.

Η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου (1914)

Κύριο λήμμα: Προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου

Χαρακτηριστική φωτογραφία της επίσημης ανακήρυξης της Αυτονομίας την 1η Μαρτίου 1914 στο Αργυρόκαστρο. Πηγή: Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού εξέφρασε τη λύπη του για την αποχώρηση και ζήτησε εγγυήσεις για την ασφάλεια των πληθυσμών, συμφώνησε και ξεκίνησε η σταδιακή αποχώρηση του στρατού. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι της περιοχής αρνήθηκαν να συμβιβαστούν και στις 28 Φεβρουαρίου 1914 επαναστάτησαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο. Οι Ηπειρώτες αυτοί πίστευαν ότι είχαν προδοθεί από το ελληνικό κράτος, γιατί όχι μόνο αποχώρησε από την περιοχή τους, αλλά και δεν τους προμήθευσε με όπλα για να αμυνθούν έναντι των Αλβανών.[10]

Η αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος περιελάμβανε αρχικά εκτός από το Αργυρόκαστρο, την Χειμάρρα, το Δέλβινο, τους Άγιους Σαράντα και την Πρεμετή. Μετά την αποχώρηση όμως των ελληνικών δυνάμεων ξέσπασαν ταραχές μεταξύ των Αλβανών και των Ηπειρωτικών δυνάμεων. Έπειτα από έντονες στρατιωτικές συγκρούσεις οι Βορειοηπειρώτες κατέλαβαν διαδοχικά την Ερσέκα, την περιοχή της Κολώνιας και την Κορυτσά, που είχαν παραδοθεί νωρίτερα στην νεοσύστατη Αλβανική χωροφυλακή από τον ελληνικό στρατό κατά την αποχώρησή του. Η αλβανική κυβέρνηση οδηγήθηκε σε συμβιβασμό και στις 17 Μαρτίου υπογράφτηκε Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αναγνώριζαν την αυτονομία της Β. Ηπείρου και δεσμεύονταν για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία αλλά και την θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού πληθυσμού.[11]

Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας ποτέ δεν τέθηκε σε ουσιαστική εφαρμογή. Μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων, καθώς είχε ήδη ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η αλβανική κυβέρνηση καταρρέει και ο Βήντ αποχωρεί από τη χώρα. Οι επαναστάτες σκόπευαν, καθοδηγούμενοι από τους Νεότουρκους, να αποκαταστήσουν την τούρκικη κυριαρχία στην χώρα.

Α' Παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918).

Ένοπλες Ηπειρώτισσες. Αύγουστος 1914, περιοχή Αργυροκάστρου

Τμήμα του χάρτου "Epire du Nord, Thrace, Asie Mineure" (H. Pidot, Παρίσι, π. 1920), προσαρμοσμένο για να φαίνονται τα υπομνήματα. Διακρίνεται η γραμμή της Απόφασης της Φλωρεντίας (1914).

Με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται, στις 27 Οκτωβρίου 1914, για δεύτερη φορά στην περιοχή, "καταλύοντας" τυπικά την προσωρινή κυβέρνηση και θέτοντας πλέον την περιοχή υπό την προστασία του ελληνικού κράτους. Η Ιταλία, για να ενισχύσει τη στρατηγική της θέση, κατέλαβε τον Αυλώνα. Όμως κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, η Ιταλία επωφελήθηκε και κατέλαβε όλη την Ήπειρο, μέχρι και τα Ιωάννινα.

Όταν αργότερα η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο (1917), ο ελληνικός στρατός προέλασε επανακτώντας πόλεις όπως το Αργυρόκαστρο, την Πρεμετή, την Χειμάρρα, τη Ρίζα, το Λεσκοβίκι και την Μοσχόπολη. Το 1921 για δεύτερη φορά στη διάσκεψη των Συμμάχων στο Παρίσι οι περιοχές αυτές επιδικάστηκαν στην Αλβανία, ύστερα από διπλωματικές μηχανορραφίες και ενώ μεσολάβησαν και οι πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας εκείνο το διάστημα.

Μεσοπόλεμος (1918-1939) καθεστώς Αχμέτ Ζώγου.

Με την ένταξη της Βορείου Ηπείρου στο αλβανικό κράτος, συνοδεύτηκε και η είσοδός του στην Κοινωνία των Εθνών (Οκτώβριος 1921), όπου η πολιτική του ηγεσία δεσμεύτηκε να σεβαστεί τα κοινωνικά, εκπαιδευτικά, θρησκευτικά δικαιώματα όλων των μειονοτήτων. Όμως παρ'όλα αυτά αναγνωρίστηκε μόνο ένα μικρό τμήμα ως επίσημη 'ελληνική μειονοτική ζώνη' (στις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα και τρία χωριά στη Χειμάρρα-103 χωριά). Τα επόμενα χρόνια, το αλβανικό κράτος έλαβε μέτρα για τον περιορισμό της ελληνικής εκπαίδευσης, τα ελληνικά σχολεία της περιοχής είτε έκλεισαν είτε μετατράπηκαν σε αλβανικά και πολλοί δάσκαλοι απελάθηκαν από τη χώρα. Ενώ πριν τους Βαλκανικούς πολέμους υπήρχαν στην περιοχή 360 σχολεία, ο αριθμός τους μειώνονταν απότομα ώσπου το 1935 ουσιαστικά έφτασε στο μηδέν:

1926: 78, 1927: 68, 1928: 66, 1929: 60, 1930: 63, 1931: 64, 1932: 43, 1933: 10, 1934: 0

Μετά την επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών το έτος εκείνο (1935), ένας περιορισμένος αριθμός ελληνικών σχολείων επαναλειτούργησε, αποκλειστικά όμως στην εντός της μειονοτικής ζώνης περιοχή.

Β' Παγκόσμιος πόλεμος (1939-1945)

Κύριο λήμμα: Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940

Τα κύρια τοπωνύμια της Βορείου Ηπείρου, όπου πολέμησε ο Ελληνικός Στρατός το 1940, εμφανίζονται χαραγμένα στο μνημείο του αγνώστου στρατιώτη, στην είσοδο του Ελληνικού Κοινοβουλίου

Το 1939 η Ιταλία κατέλαβε αμαχητί την Αλβανία και τον επόμενο χρόνο προσπάθησε να εισβάλει μέσω αυτής στην Ελλάδα. Όμως, με τις νίκες που σημείωσε ο ελληνικός στρατός προωθήθηκε και εισήλθε για τρίτη φορά στην Β. Ήπειρο. Η προέλαση του στρατού και η απελευθέρωση κάθε πόλης γιορταζόταν όχι μόνο από τους αυτόχθονες Έλληνες των περιοχών αυτών αλλά και από όλη την Ελλάδα που ζούσε τον παλμό των επιχειρήσεων στα βουνά του μετώπου.

Τελικά, μετά την συνθηκολόγηση και την παράδοση στους Γερμανούς (Απρίλιος 1941), οι Ιταλοί επέστρεψαν στην Β. Ήπειρο και συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους με αφάνταστη σκληρότητα, όπως και οι Γερμανοί αργότερα. Κάηκαν πάνω από 6.200 σπίτια ενώ υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περίπου 1.700 Έλληνες[15]. Πολλοί Βορειοηπειρώτες οργάνωσαν ένοπλα αντάρτικα τμήματα στα βουνά της περιοχής, οργανώνοντας το Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου. Υπήρχαν και άλλοι Βορειοηπειρώτες που εντάχθηκαν στο πλευρό του κομμουνιστικού αντάρτικου του Ενβέρ Χότζα, βάσει της Χάρτας του Ατλαντικού, με την προσδοκία να λάβουν μετά τον πόλεμο δικαίωμα αυτοδιάθεσης[16].

Ψυχρός πόλεμος (1945-1991) καθεστώς Ενβέρ Χότζα

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αλβανία εντάχθηκε στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Ο σταλινιστής ηγέτης της Ενβέρ Χότζα έλαβε δρακόντια μέτρα κατά του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου: στα ελληνικά σχολεία διδάσκονταν απλά μεταφράσεις της αλβανικής ιστορίας και πολιτισμού, η 'μειονοτική ζώνη' μειώθηκε από 103 σε 99 χωριά (αποκλείστηκε η Χειμάρρα), πολλοί βορειοηπειρώτες μεταφέρθηκαν με τη βία σε άλλες περιοχές της Αλβανίας, χάνοντας έτσι τα 'μειονοτικά' τους δικαιώματα. Επίσης τοπωνύμια αλλά και προσωπικά ονόματα 'μεταλλάχτηκαν', με τη βία, προς το αλβανικότερο, ενώ η χρήση της ελληνικής γλώσσας απαγορεύτηκε εκτός της μειονοτικής ζώνης αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και εντός αυτής.

Η χώρα υπήρξε απομονωμένη όλο αυτό το διάστημα, και η συνηθισμένη ποινή για κάποιον που προσπαθούσε να διαφύγει στην Ελλάδα ήταν αυτή του θανάτου καθώς και της εξορίας των συγγενών του για εργασία στα ορυχεία της κεντρικής και βόρειας Αλβανίας. Επίσης, μεταφέρθηκαν έποικοι από άλλες περιοχές (κυρίως μουσουλμανικής θρησκείας) και δημιουργήθηκαν οικισμοί μεταξύ της 'μειονοτικής ζώνης' και περιοχών με επίφοβη αλβανική εθνική συνείδηση.

Το αλβανικό κράτος από το 1967 κατάργησε επισήμως όλες τις θρησκείες. Οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση, είτε δημόσια είτε σε ιδιωτικό χώρο, απαγορεύτηκε αυστηρά. Όλες οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και γενικά η εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία μετατράπηκε σε αποθήκες, εργοστάσια ή γυμναστήρια. Ο κλήρος φυλακίστηκε, η κατοχή θρησκευτικής εικόνας αποτελούσε αδίκημα για τον αλβανικό νόμο. Ο ελληνικός πληθυσμός που η παράδοσή του ήταν στενά συνυφασμένη με τη θρησκεία δέχτηκε δυσανάλογο πλήγμα, αποκομμένος από τις πολιτιστικές του ρίζες.

Από την άλλη πλευρά, ο Ε. Χότζα ως μέρος της πολιτικής του προσέγγισε ορισμένους μεμονωμένους αντιπρόσωπους των Βορειοηπειρωτών, τους οποίους και ανέδειξε πολιτικά. Όμως, όταν το 1960 ο Σοβιετικός Γενικός Γραμματέας Νικίτα Χρουστσώφ, του ζήτησε να δώσει αυτονομία στην περιοχή το απέρριψε αμέσως[14].

Η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία και το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα

Στην Αλβανία, οι Έλληνες θεωρούνται «εθνική μειονότητα», ενώ οι Βλάχοι ελληνικής εθνικής συνείδησης συγκαταλέγονται με τους υπόλοιπους Βλάχους ως «γλωσσική μειονότητα».

Δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη πηγή όσον αφορά το μέγεθος οποιονδήποτε εθνικών μειονοτήτων στην Αλβανία, αν και η ικανοποιητική απογραφή των εθνικών ομάδων είναι μια από τις δεσμεύσεις της Αλβανίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη διάσκεψη του Παρισιού του 1919, η ελληνική μειονότητα αριθμούσε 120.000 κατοίκους, ενώ η τελευταία απογραφή υπό το κομμουνιστικό καθεστώς (1988) αναφέρει μόνο 58.785. Εντούτοις, η περιοχή που μελετήθηκε, περιορίστηκε στα νότια σύνορα της χώρας, στα 99 χωριά της αποκαλούμενης «ελληνικής μειονοτικής ζώνης». Υπό τον περιορισμό αυτό, η συγκεκριμένη απογραφή παρουσίαζε το μέγεθος της μειονότητας κατά πολύ συρρικνωμένο από την πραγματική εικόνα, αποκλείοντας σημαντικές συγκεντρώσεις της ελληνικής μειονότητας εκτός της μειονοτικής ζώνης (π.χ. στην Χειμάρρα, στην Κορυτσά, στην Αυλώνα). Πηγές από την ελληνική μειονότητα έχουν υποστηρίξει ότι υπάρχουν ως και 500.000 Έλληνες στην Αλβανία που αντιστοιχεί στο 12% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Σε μια εθνολογική μελέτη του 1995, ο αριθμός των Ελλήνων στη Βόρειο Ήπειρο μόνο, υπολογίζεται σε 40.000, ενώ στην υπόλοιπη χώρα υπάρχουν ακόμη 20.000 Έλληνες. Η οργάνωση εθνών και λαών υπολογίζει την ελληνική μειονότητα σε 70.000 περίπου άτομα.[17]

Άλλες ανεξάρτητες πηγές υπολογίζουν ότι ο αριθμός Ελλήνων στη βόρειο Ήπειρο είναι 117.000 (περίπου 3,5% του συνολικού πληθυσμού), ένας αριθμός κοντά στην εκτίμηση που παρέχεται από την CIA (2006) (περίπου 3%, δηλαδή 103.000). Αλλά αυτός ο αριθμός ήταν 8% από την ίδια πηγή έναν χρόνο πριν δηλαδή 230.000.Πάντως ο Πληθυσμός της Ελληνικής Μειονότητας κυμαίνεται σύμφωνα με τις πιο έγκυρες πηγές της Αλβανίας σε περίπου 300.000 άτομα δηλαδή περίπου 7,5%. Σε αυτούς τους αριθμούς πρέπει να προστεθούν και περίπου 250.000 Έλληνες της βόρειου Ηπείρου που κατοικούν σήμερα στην Ελλάδα.[18]

Οι Βλάχοι της Βορείου Ηπείρου

Πολλοί Βλάχοι (ή Αρβανιτόβλαχοι) αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες, και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, οι σχέσεις μεταξύ Βλάχων της Ελλάδας και αυτών της Αλβανίας ενδυναμώθηκαν[19] (υπό μορφή οικονομικής ενίσχυσης και συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις παραδοσιακού χαρακτήρα). Η τελευταία απογραφή που κατέγραψε στοιχεία όσον αφορά γλωσσικές μειονότητες πραγματοποιήθηκε το 1955, απογράφοντας 4.249 Βλάχους. Σε μια εθνολογική μελέτη του 1995, ο αριθμός των Βλάχων υπολογίστηκε σε 25.000 στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, ενώ στην υπόλοιπη χώρα σε 35.000.

Επιπτώσεις στις Ελληνο-Αλβανικές Σχέσεις

Η δίκη των 5 στελεχών της 'Ομόνοιας', στην οποία ακολουθήθηκαν πολλές 'παρατυπίες' σύμφωνα με ανθρωπιστικές οργανώσεις (1994).

Οι εντάσεις μεταξύ των δύο κρατών στο θέμα της ελληνικής μειονότητας διατηρήθηκαν και μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ επίσημα η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών ίσχυε μέχρι το 1987. Οι σχέσεις πέρασαν για ένα σύντομο διάστημα ιδιαίτερη κρίση μετά από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, το 1991. Το 1993 οι αλβανικές αρχές απέλασαν τον Ελληνο-ορθόδοξο Μητροπολίτη Αργυροκάστρου, με την αιτιολογία ότι επέδειξε ανατρεπτική συμπεριφορά. Η κρίση στις σχέσεις επιδεινώθηκαν στα τέλη Αυγούστου του 1994, όταν αλβανικό δικαστήριο καταδίκασε πέντε μέλη (και ένα έκτο μέλος αργότερα) του εθνικού ελληνικού πολιτικού κόμματος "Ομόνοια", με το αιτιολογικό της υπονόμευσης του αλβανικού κράτους. Η Ελλάδα αντέδρασε παγώνοντας όλη την οικονομική ενίσχυση της Ε.Ε. προς την Αλβανία, κλείνοντας τα σύνορα της με την Αλβανία και, μεταξύ Αυγούστου-Νοεμβρίου 1994, απελαύνοντας πάνω από 115.000 παράνομους Αλβανούς μετανάστες. Όμως από τον Δεκέμβριο του 1994, η κρίση ξεπεράστηκε: η Ελλάδα άρχισε να επιτρέπει την περιορισμένη οικονομική ενίσχυση της Ε.Ε. στην Αλβανία, ενώ η Αλβανία απελευθέρωσε δύο από τους κατηγορουμένους της «Ομόνοιας» και μείωσε τις ποινές των υπόλοιπων τεσσάρων.

Οι διακρατικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί σημαντικά, κατά τα τελευταία έτη. Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών υπέγραψαν σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας στις 21 Μαρτίου 1996. Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα είναι σήμερα ο κύριος εξωτερικός επενδυτής της Αλβανίας, επενδύοντας περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια, καθώς και ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αλβανίας: στην Αλβανία τα ελληνικά προϊόντα αποτελούν περίπου το 21% των εισαγωγών, ενώ το 12% των αλβανικών εξαγωγών κατευθύνονται στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι επίσης ο τέταρτος μεγαλύτερος χρηματοδότης της Αλβανίας, καθώς η οικονομική της ενίσχυση ανέρχεται σε 73,8 εκατομμύριο ευρώ[20].

Σημερινή κατάσταση και προστριβές με τις αλβανικές αρχές

Δίγλωσση πινακίδα νότια του Αργυροκάστρου

Στα επόμενα έτη, οι εντάσεις περιορίστηκαν κυρίως κατά την διάρκεια εκλογικών περιόδων στην Αλβανία (είτε βουλευτικών είτε δημοτικών) και ιδιαίτερο φανατισμό στην κοινή γνώμη δημιουργούσε πιθανή εκλογή υποψηφίων του κόμματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο εκπροσωπεί πολιτικά την μειονότητα. Το 2000, οι αλβανικές δημοτικές εκλογές επικρίθηκαν από διεθνείς οργανισμούς ανθρώπινων δικαιωμάτων για σοβαρές παρατυπίες, που αναφέρθηκαν ότι κατευθύνονταν κατά υποψηφίων του κόμματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές (Φεβρουάριος 2007) συμμετείχε σημαντικός αριθμός υποψηφίων από την μειονότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση στην Χειμάρρα, όπου ο υποψήφιος εκπρόσωπος της μειονότητας, επανεκλέχθηκε δήμαρχος με ποσοστό 57,13 %, παρόλο που τα δύο κύρια αλβανικά κόμματα (κυβέρνησης και αντιπολίτευσης) τοποθέτησαν κοινό υποψήφιο εναντίον του. Έλληνες παρατηρητές της εκλογικής διαδικασίας είχαν εκφράσει την ανησυχία τους για παρατυπίες στην εν λόγω εκλογική διαδικασία[21].

Τα 99 χωριά της «ελληνικής μειονοτικής ζώνης» στη βόρειο Ήπειρο χρησιμοποιούν επισήμως τα ελληνικά ως κύρια γλώσσα. Έχουν υπάρξει όμως, διάφορα ζητήματα μεταξύ ελληνικής μειονότητας και αλβανικών αρχών όπως:

  • Ο βαθμός συμμετοχής της ελληνικής κυβέρνησης σε τοπικά θέματα.
  • Ο βαθμός συμμετοχής των ατόμων της ελληνικής μειονότητας στις δημόσιες και τοπικές υπηρεσίες της Αλβανίας.
  • Η χρήση της ελληνικής σημαίας και συμβόλων στο αλβανικό έδαφος.
  • Ο βαθμός και η ένταση στην οποία πρέπει να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα στους Βορειοηπειρώτες εντός και αλλά και εκτός μειονοτικής ζώνης.

Τα ζητήματα αυτά ως επί το πλείστον δεν προκαλούν βίαιες αντιδράσεις.

Στη Αλβανία σήμερα υπάρχουν νομοθεσίες για την διατήρηση και την προστασία της ελληνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου (που ανάλογα την πηγή κυμαίνεται από 135.000 ως 400.000 άτομα), αλλά δεν τηρούνται πάντα. Ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής εθνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου ζει και εργάζεται σήμερα στην Ελλάδα (περίπου 250.000 άτομα).

Αντιδράσεις για την απογραφή εθνοτήτων (2011)

Στις αρχές Οκτωβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε η πρώτη απογραφή εθνοτήτων στην Αλβανία από την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, ως ικανοποίηση μακροχρόνιων απαιτήσεων των εκπροσώπων τοπικών παραγόντων στη Βόρεια Ήπειρο καθώς και διεθνών οργανισμών.[22] Παρόλα αυτά, εκπρόσωποι του εκεί Ελληνισμού ανέφεραν σειρά από παρατυπίες που σκοπό έχουν να εμφανίσουν το μέγεθος της ελληνικής μειονότητας κατά πολύ περιορισμένο από το πραγματικό. Ιδιαίτερα, ύστερα από πρόταση του εθνικιστικού κόμματος PDIU τον Ιούνιο, το αλβανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τροποποίηση όπου όποιος πολίτης δηλώσει διαφορετική εθνική ταυτότητα από αυτήν που αναγράφει το πιστοποιητικό γέννησής του, επιβαρύνεται με πρόστιμο 1.000 δολαρίων και σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής θα φυλακίζεται. Ως πιστοποιητικά γέννησης θα λαμβάνονται και αυτά επί του ολοκληρωτικού καθεστώτος Ενβέρ Χότζα, όπου Έλληνας δεν μπορούσε να δηλωθεί όποιος δεν κατοικούσε στα 99 χωριά της λεγόμενης 'μειονοτικής ζώνης'.[23] [24][25]

Ο πολιτισμός της Βορείου Ηπείρου

Παιδεία

Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η φιλεκπαιδευτική δραστηριότητα στην περιοχή. Είχε ειπωθεί ότι από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο σχεδόν κάθε χωριό είχε το δικό του ελληνικό σχολείο. Βέβαια η εκπαίδευση στην περιοχή ως το 1914 ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνική.

Τα πρώτα βήματα για την ίδρυση σχολείων και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία τοπικών επισκόπων (Δρυϊνουπόλεως Ματθαίου, Αργυροκάστρου Σοφιανού και του Νεκταρίου Τέρπου) κατά τον 17ο αιώνα. Τον 18ο αιώνα ο Κοσμάς ο Αιτωλός πραγματοποιεί εκτεταμένες περιοδείες στην περιοχή και ιδρύει μεγάλο αριθμό σχολείων σχεδόν σε κάθε χωρίο που επισκέπτεται μέχρι τον βίαιο θάνατο του στο Κολικόντασι από Μουσουλμάνους.

Στην Μοσχόπολη λειτουργούσε από τον 18ο αιώνα σημαντική σχολή, η Νέα Ακαδημία που επί πολλές δεκαετίες λειτούργησε ως αλληλοδιδακτικό σχολείο, κυρίως χάρη στις δωρεές του Μοσχοπολίτη βαρώνου Σίμωνας Σίνα. Εκεί λειτούργησε το μοναδικό τυπογραφείο στην Βαλκανική χερσόνησο (με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη) και εκδόθηκε μεγάλος αριθμός βιβλίων. Όμως η Μοσχόπολη καταστράφηκε διαδοχικά από τον φανατισμό των Μουσουλμάνων του Αλή Πασά.

Στο Αργυρόκαστρο λειτουργούσε σχολείο από το 1663, που το 1821 λόγω της Επανάστασης έκλεισε, όμως επαναλειτούργησε το 1830. Άλλη αξιόλογη σχολή ήταν του Δέλβινου που είχε ιδρυθεί το 1537 επί Ενετοκρατίας. Συντηρούνταν από τα κληροδοτήματα εύπορων Δελβινιωτών και αναδείχτηκε σε φυτώριο μάθησης υψηλής στάθμης για την εποχή. Σημαντικές ήταν και η σχολή της Άνω και Κάτω Δρόβιανης που ιδρύθηκε του 1773 από τον Κοσμά τον Αιτωλό.

Τα «Ζωγράφεια Διδασκαλεία» Κεστορατίου Αργυροκάστρου (1881)

Στην περιοχή Δρυϊνουπολεως το 1874, σύμφωνα με έκθεση του «Ηπειρωτικού Εκπαιδευτικού Συλλόγου» λειτουργούσαν σε σύνολο 157 χωριών, 78 σχολεία. Το 1874 ιδρύθηκαν στο Κεστοράτι (χωριό βόρεια του Αργυροκάστρου) τα «Ζωγράφεια Διδασκαλεία» από τον Χρηστάκη Ζωγράφο, τα διδασκαλεία αυτά είχαν σκοπό την μόρφωση των δασκάλων (αρρένων και θηλέων) για την δημοτική εκπαίδευση. Τα διδασκαλεία αυτά στα 18 χρόνια λειτουργίας τους εκπαίδευσαν πάνω από 400 δασκάλους. Με την επιχορήγηση του Ζωγράφου ανεγέρθηκαν μεγαλοπρεπή διδακτήρια, που εγκαταστάθηκαν εκτός από τα διδασκαλεία, και τα προϋπάρχοντα σχολεία το παρθεναγωγείο και το νηπιαγωγείο. Ο Ζωγράφος ανέλαβε τα έξοδα για την λειτουργία τους, καθώς και τα έξοδα διατροφής και ενδυμασίας 60 υπότροφων σπουδαστών. Δυστυχώς, παρόλη την ανοδική πορεία που σημείωνε η λειτουργία τους, διαλύθηκαν το 1891, λόγω έντονων αντιπαραθέσεων παραγόντων της περιοχής. Ουσιαστική ήταν και η συμβολή των «Ζάππειων Σχολείων» στο Λάμποβο. Στο ίδιο χωριό λειτουργούσαν παρθεναγωγείο και υφαντήριο, ενώ είχε συγκροτηθεί και βιβλιοθήκη με 400 τόμους Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων.

Στην περιοχή Κορυτσάς σε σύνολο 26.213 κατοίκων (1870) λειτουργούσαν 92 σχολεία με περισσότερους από 3.000 μαθητές. Το πρώτο ελληνικό σχολείο στην Κορυτσά λειτούργησε τον 18ο αιώνα, όμως το 1821 καταστράφηκε λόγω της Επανάστασης, αλλά ξαναλειτούργησε το 1830. Το 1856 ανεγέρθηκαν από το εκκλησιαστικό ταμείο της πόλης και με χορηγία του ευεργέτη Γεωργίου Μπάγκα τα διδακτήρια της σχολής. Από το 1887-88 άρχισε να λειτουργεί στην Κορυτσά πλήρες γυμνάσιο με χορηγία του Ιωάννη Μπάγκα.

Ευεργεσία-Ευποιία

Με την δημιουργία του Ελληνικού κράτους (1830) αριθμός εύπορων Βορειοηπερωτών συνδράμει στην ανοικοδόμησή του. Οικοδομήματα και ιδρύματα όπως το Αστεροσκοπείο Αθηνών, τα Αρσάκεια εκπαιδευτήρια, η Ακαδημία Αθηνών, το Ζάππειο Μέγαρο υπήρξαν ορισμένες από τις δωρεές που τις οφείλει σε σημαντικές προσωπικότητες της περιοχής. Ιδιαίτερα η ιδέα της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων ξεκίνησε με ενέργειες του Ευάγγελου Ζάππα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Πολλοί βορειοηπειρώτες συμμετέχουν και στην πολιτική και οικονομική ζωή του ελληνικού κράτους αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της εποχής εκείνης, υποστηρίζοντας δυναμικά τα ανιδιοτελή συμφέροντά τους προς όφελος του Ελληνισμού.

Βυζαντινή τέχνη

Εσωτερική όψη του Αγίου Νικολάου Μοσχόπολης

Η τέχνη στην Βόρεια Ήπειρο γίνεται είναι οργανικό τμήμα της όλης μεταβυζαντινής τέχνης της Ηπείρου, γίνεται κατανοητή σε στενή συνάρτηση με αυτή καθώς και με την τέχνη της Μακεδονίας. Ακόμη και αν ένας σημαντικός αριθμός μνημείων έπεσε θύμα των ιστορικών τυχών της Αλβανίας, ωστόσο ό,τι διασώθηκε μαρτυρεί με τα χαρακτηριστικά του στοιχεία έναν απαράγραπτα ενιαίο πολιτισμό με την υπόλοιπη Ήπειρο.

Αρχιτεκτονική

Ο Άγιος Νικόλαος Μεσοποτάμου.

Ο γεωγραφικός χώρος της Ηπείρου γεωγραφικά ανήκει στην βυζαντινή και μεταβυζαντινή σφαίρα επιρροής. Από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα παρατηρείται έντονη δραστηριότητα. Απαντόνται όλοι οι βασικοί τύποι ναών, αλλά σπανίζουν οι σταυρεπισκεποί. Τα μοναστικά κέντρα ακολουθούν μορφές καθιερωμένες από την βυζαντινή παράδοση. Από τον 18ο αιώνα είναι χαρακτηριστική η επικράτηση μεγάλων διαστάσεων τρίκλητης βασιλικής είναι εμφανής, όπως οι ναοί της Μοσχόπολης. Διασώζονται, μέχρι και σήμερα, οχυρωμένες μονές (περιοχή Αγίων σαράντα). Υπάρχει μεγάλη ποικιλία από πετρόκτιστες γέφυρες. Άρτιας τεχνικής, όπως αυτή του Βερατίου. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι οχυρωμένες κατοικίες (πυργόσπιτα ή κούλιες) στο Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα, την Κλεισούρα κ.α.

Ζωγραφική

Από τον 16ο αιώνα εμφανίζονται πολλοί αγιογράφοι στην περιοχή, ο πιο γνωστός είναι ο Ονούφριος, που η δράση του έφτασε ως την Καστοριά, καθώς και πολλοί άλλοι. Τον 18ο αιώνα ο Δαυίδ από την Σελενίτσα (περιοχή Κολόνιας/Ερσέκα) εισάγει από τον Άθω το «νεομακεδονικό» ύφος, ενώ τον ίδιο αιώνα τα αδέλφια Αθανάσιος και Κωνσταντίνος από την Κορυτσά ακολουθούν τα ίδια πρότυπα. Έχουν διασωθεί πολλά έργα και από εκπροσώπους της κρητικής σχολής, με προσεγγίσεις πολλές φορές προς την δυτική τέχνη σε θέματα εικονογραφίας και ύφους.

Γλυπτική

Σημειώνονται εξαιρετικά δείγματα ξυλόγλυπτων κατασκευών (τέμπλα, άμβωνες, θρόνοι) στις πόλεις και χωριά: Μοσχόπολη, Κορυτσά, Βεράτιο, Ελβασάν, Βιθυκούκι, Λάμποβο, Μονή Παναγίας στην Αρδενίτσα κ.α.. Υπήρξαν και ντόπιοι ταγιαδόροι, καθώς μαρτυρούνται εξαγωγές τέτοιων προϊόντων.

Μουσική

Το τραγούδι και ο χορός ήταν από τα λίγα στοιχεία της παράδοσης που δεν απαγορεύτηκαν άμεσα κατά τη διάρκεια των ολοκληρωτικών καθεστώτων που γνώρισε η Βόρεια Ήπειρος. Η μουσική παράδοση είναι δεμένη και ταυτόσημη με την Ηπηρώτικη παράδοση. Οι χοροί είναι κυρίως 'Στα Δύο', 'Στα Τρία', 'Πωγωνίσιος' και 'Συρτός'. Το τραγούδι των Βορειοηπειρώτων είναι μια σύνθεση από πολλές φωνές ή αργότερα από πολλά μουσικά όργανα. Το ιδιόμορφο ύφος του βορειοηπειρώτικου τραγουδιού προέκυψε από τη πολυφωνική αρμονική μελωδία, που συνδυάζεται με τη λυγερή και εύθυμη, μελωδική επανάληψη. Γι' αυτό λέγεται και πολυφωνικό. Για να ηχήσει μελωδικά το μουσικό κομμάτι το σύνολο των τραγουδοποιών αποτελείται από 4 ως 10 άτομα, καθένα με διαφορετικό ρόλο στην απήχηση του τραγουδιού. Ο αυτοσχεδιασμός και η εναλλαγή των συνδυασμένων φωνών προσφέρουν μοναδικά ηχητικά αποτελέσματα. Το πολυφωνικό τραγούδι που ανάγεται στην αρχαία ελληνική παράδοση, χαρακτηρίζεται από ομαδική παρουσίαση, φωνητικό χαρακτήρα και ανημίτονη πεντατονική κλίμακα[28].

Ο θεματικός κύκλος του βορειοηπειρώτικου δημοτικού τραγουδιού αναφέρεται σε χαρές, λύπες, αγωνίες, καθώς επίσης και στη γενναιότητα, τον πόνο της ξενιτιάς, την ευγνωμοσύνη του σε γενναία παλικάρια, την αγάπη για τη φύση και την προσήλωση σε αγαπητά και ποθητά πρόσωπα. Ορισμένα χαρακτηριστικά τραγούδια με έντονο θρησκευτικό περιεχόμενο είναι η Δεροπολίτισσα και του Δελή-Παπά.[29] Ο στίχος πολλών κομματιών με θέμα την ξενιτιά ενέχει και διττό περιεχόμενο, υποδηλώνοντας τον πόθο για ένωση με τις πολιτιστικές και πολιτισμικές του ρίζες, στην Ελλάδα[30].

'Εχω μια αδελφή!

«Έχω μια αδερφή, κουκλίτσα αληθινή,

την λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ,

την λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ!!

Της κόψαν την φωνή, κουκλίτσα αληθινή,

Την πιάσανε αιχμάλωτη οι άπιστοι Αλβανοί

Και τώρα που μπορώ, το όπλο να κρατώ,

και ανήκω εις τον ένδοξο Ελληνικό στρατό

Θα ανέβω ένα πρωί, χωρίς διαταγή,

για να αγκαλιάσω στοργικά την δόλια μου αδερφή»

 

 

https://ru.wikipedia.org/wiki/%D0%A1%D0%B5%D0%B2%D0%B5%D1%80%D0%BD%D1%8B%D0%B9_%D0%AD%D0%BF%D0%B8%D1%80

Се́верный Эпи́р (греч. Βόρειος Ήπειρος — Во́риос И́пиросалб. Epiri i Veriut) — термин, используемый для обозначения тех частей исторического региона Эпир, которые сегодня являются частью Албании. Этот термин используется в основном греками и связан с существованием значительного этнического греческого населения в регионе[1]. Он также связан с политическими притязаниями на территорию на том основании, что она была захвачена Грецией и в 1914 году была объявлена независимым государством местными греками[2], которые были против присоединения к недавно основанному Албанскому княжеству[3]. Этот термин обычно отвергается большинством албанцев из-за его ирредентистских ассоциаций. Греков, живущих в Северном Эпире, называют эпиротами (или ипиротами, греч. ηπειρώτες) или северными эпиротами (греч. βορειοηπειρώτες).

Термин «Северный Эпир» впервые был использован в официальной греческой переписке в 1886 году для описания северных частей вилайета Янина[4]. Он начал активно использоваться греками в 1913 году, после создания албанского государства после Балканских войн и включения в него территории, которая рассматривалась многими греками как географически, исторически, культурно и этнологически связанная с греческим регионом Эпира с древности. Весной 1914 года этническими греками на этой территории была провозглашена Автономная Республика Северного Эпира, признанная албанским правительством, хотя она оказалась недолгой, поскольку Албания распалась с началом Первой мировой войны. Греция удерживала этот район между 1914 и 1916 годами и безуспешно пыталась аннексировать его в марте 1916 года. В 1917 году греческие войска были изгнаны из этого района Италией, которая захватила большую часть Албании[5]Парижская мирная конференция 1919 года отдала этот район Греции, однако в ноябре 1921 года, после поражения Греции в греко-турецкой войне, этот район вернулся под контроль Албании. В межвоенный период оставалась высокая напряжённость из-за проблем образования, связанных с греческим меньшинством в Албании. После вторжения Италии в Грецию с территории Албании в 1940 году и успешного греческого контрнаступления греческая армия недолго удерживала Северный Эпир в течение шестимесячного периода до немецкого вторжения в Грецию в 1941 году.

Напряженность оставалась высокой во время Холодной войны, поскольку греческое меньшинство подвергалось репрессивным мерам (наряду с остальной частью населения страны). Хотя режим Энвера Ходжи признал греческое меньшинство, это признание распространялось только на «официальную зону меньшинств», состоящую из 99 деревень, за исключением важных районов греческого поселения, таких как Химара. Люди, находящиеся за пределами официальной зоны меньшинств, не получали образования на греческом языке, его использование было запрещено в общественных местах. Режим Ходжи также ослабил этническое единство региона, переселив проживающих там греков и поселив вместо них албанцев из других частей страны. Отношения начали улучшаться в 1980-х годах с отказом Греции от любых территориальных претензий на Северный Эпир и отменой официального военного положения между двумя странами. В эпоху после окончания Холодной войны отношения продолжали улучшаться, хотя сохраняется напряжённость по поводу доступности образования на греческом языке за пределами официальной зоны меньшинств, имущественных прав, и случайные инциденты с применением насилия в отношении представителей греческого меньшинства.

География

Древнегреческие поселения в Албании. Классический Эпир показан серым цветом. Границы Древнего Эпира (синий), древней Македонии (зеленый). Синяя пунктирная линия: границы греческого мира c. 6-го века нашей эры.

Термин Эпир используется как в албанском, так и в греческом языке, но в албанском языке относится только к историческому, а не к современному региону.

В древности северной границей исторической области Эпира (и древнегреческого мира) был залив Орикум[6][7], или, как вариант, устье реки Аоос, непосредственно к северу от залива Аулон (современный Влёра). На юге классический Эпир заканчивался Амбракийским заливом, а на востоке его отделяли от Македонии и Фессалии горы Пинд. Остров Корфу, расположенный у берегов Эпира, не считается его частью.

«Северный Эпир» вместо чётко определенного географического термина является в значительной степени политическим и дипломатическим термином, применяемым к тем районам, частично населённым этническими греками, которые были включены в новое независимое албанское государство в 1913 году. Согласно определению XX века, Северный Эпир простирается от Акрокераунских гор к северу от Химары на юг до греческой границы и от Ионического побережья до озера Преспа. Регион, определённый как Северный Эпир, таким образом, простирается дальше на восток, чем классический Эпир, и включает в себя части исторического региона Македония. Северный Эпир суров, характеризуется крутыми известняковыми хребтами, которые параллельны Ионическому побережью, с глубокими долинами между ними. Основные реки района: Вьоса (греч. Αώος), её притока Дрино (греч. Δρίνος), Осуми (греч. Άψος) и Деволи (греч. Εορδαϊκός). Некоторые из городов и посёлков региона: ХимараСарандаДельвинаГирокастраТепеленаПерметиЛесковикЭрсекаКорчаБилишт и некогда процветающий город Мосхополь.

История.

Мифологические основатели и древние поселения.

Многие поселения региона связаны с Троянским эпическим циклом. Элпенор из Итаки, возглавлявший Локрийцев и Абанты из Эвии, основал города Орикум и Трониум на берегу Авлонского залива. Считалось, что Амантия была основана Абантами из Трония. Неоптолем из Эакидской династии, возглавлявших Мирмидонян, основал поселение, которое в классической древности стало известно как Биллиаки (около Аполлонии). Считалось, что Эней и Гелен основали Бутротон (современный Бутринти). Более того, сын Гелена по имени Хаон считался родовым вождём Хаонийцев[6].

Доисторический и древний период.

Эпир был заселён, по крайней мере, с неолитических времён моряками вдоль побережья и охотниками и пастухами внутри страны, которые принесли с собой греческий язык[8]. Эти люди хоронили своих вождей в больших курганах, содержащих шахтные могилы, подобные микенским гробницам, что указывает на родовую связь между Эпиром и микенской цивилизацией[8].

Самыми ранними зарегистрированными жителями региона (около 7 века до н. э.) были Хаонийцы, одно из главных греческих племён древнего Эпира, и этот регион был известен как Хаония. В течение 7-го века до нашей эры хаонийское правление было доминирующим в регионе, и их власть простиралась от Ионического побережья до региона Корча на востоке. Важные поселения Хаонийцев в этом районе включали их столицу Финики, порты Онхесмос и Химаера (современные Саранда и Химара, соответственно) и порт Бутротон (современный Бутринти). Курган II в Куч-и-Зи близ современной Корчи относится к этому периоду (около 650 г. до н. э.), и утверждается, что он принадлежал Хаонийской знати. Сила Хаонийцев помешала другим грекам основать колонии на Хаонском побережье, однако несколько колоний были основаны в 8-6 веках до н. э. непосредственно к северу от Керавнийских гор, северной границы территории хаонийцев. К ним относятся Авлон (современная Влёра), Аполлония, Эпидамн (современный Дуррес), Орикум, Троний и Амантия.

В 330 году до н. э. племена Эпира были объединены в единое царство под руководством эакидского правителя Алкета II из Молосцев, а в 232 году до н. э. эпироты основали «Союз ипириотов» (греч. Κοινόν Ηπειρωτών), одним из центров которой была Финикия. Единое государство Эпир было значительной силой в греческом мире вплоть до римского завоевания в 167 году до н. э.

Римский и Византийский период.

Христианство впервые распространилось в Эпире в течение первого века нашей эры, но не преобладало до IV века. Присутствие местных епископов во вселенских соборах (уже с 381 г. н. э.) доказывает, что христианство было хорошо организовано и уже широко распространено в греческом мире римского и постримского периода[9].

В римские времена древнегреческий регион Эпир стал провинцией Epirus vetus («Старый Эпир»), в то время как новая провинция Epirus Nova («Новый Эпир») была сформирована из частей Иллирии, которые стали «частично эллинистическими или частично эллинизированными». Линией раздела между Новым Эпиром и провинцией Иллирикум была река Дрин на территории современной северной Албании. Эта линия деления также соответствует линии Иречека, которая делит Балканы на те области, которые в древности находились под эллинским влиянием, и те, которые находились под латинским влиянием.

Когда Римская империя разделилась на Восточную и Западную, Эпир стал частью Восточно-Римской (Византийской) империи; регион стал свидетелем нашествий нескольких народов: вестготоваваровславянсербовнорманнов и различных итальянских городов-государств и династий (XIV век). Однако культура региона оставалась тесно связанной с центрами греческого мира и сохраняла свой греческий характер на протяжении всего средневекового периода.

В 1204 году регион вошел в состав Эпирского деспотата, государства-преемника Византийской империи. Деспот Михаил I Комнин Дука нашел там сильную греческую поддержку, чтобы облегчить свои притязания на возрождение Империи. В 1210 году было зафиксировано самое раннее упоминание албанцев в регионе, однако значительные албанские перемещения не упоминаются до 1337 года. В 1281 году сильная Сицилийская армия, которая планировала завоевать Константинополь, была отбита в Берате после серии совместных операций местных эпиротов и византийских войск. В 1345 году регион находился под властью сербов, возглавляемых Стефаном Душаном. Однако сербские правители сохранили большую часть византийской традиции и использовали византийские титулы для обеспечения лояльности местного населения. В то же время венецианцы контролировали различные порты стратегического значения, такие как Вутротон, но Османское присутствие становилось все более и более интенсивным, пока, наконец, в середине XV века вся область не попала под турецкое господство.

Османский период.

После османского завоевания местные власти были исключительно мусульманскими, этнически албанскими или турецкими. Тем не менее, были определенные части Эпира, которые пользовались местной автономией, такие как Химара, Дровиани или Москополе. Несмотря на османское присутствие, христианство преобладало во многих областях и стало важной причиной сохранения греческого языка, который также был языком торговли. Между 16 и 19 веками жители региона участвовали в греческом просвещении. Один из ведущих деятелей того периода, православный миссионер Косма Этолийский, много путешествовал и проповедовал в Северном Эпире, основав Акрокераунскую школу в Химаре в 1770 году. Считается, что он основал более 200 греческих школ до его казни турецкими властями близ Берата. Кроме того, первый печатный станок на Балканах, после Константинополя, был основан в Москополе (именовавшимся «Новыми Афинами») местным греком. С середины XVIII века торговля в регионе процветала, и большое количество учебных заведений и учреждений было основано всюду по сельским районам и крупным городским центрам как благотворительные акции несколькими предпринимателями-эпиротами. В Корче был создан специальный фонд, направленный на создание греческих культурных учреждений.

В этот период периодически вспыхивал ряд восстаний против Османской империи. В Пелопонесском восстании (1770) несколько отрядов ризиотов, хормовитов и гимариотов поддержали вооружённую операцию. Северный Эпир также принимал участие в греческой войне за независимость (1821—1830): многие местные жители восстали, организовали вооруженные группы и присоединились к революции. Самыми выдающимися личностями были инженер Константинос Лагумидзис из Хормово и Спиромилиос из Химары. Последний был одним из самых активных генералов среди революционеров и участвовал в нескольких крупных вооружённых конфликтах, таких как третья осада Месолонгиона, где Лагумицис был главным инженером защитников. Спиромилиос также стал видным политическим деятелем после создания Греческого королевства и незаметно поддержал восстание своих соотечественников в оккупированном османами Эпире в 1854 году. Ещё одно восстание в 1878 году в регионе Саранда-Дельвина, где революционеры требовали союза с Грецией, было подавлено османскими войсками, а в 1881 году Берлинский трактат предоставил Греции самые южные районы Эпира.

Согласно Османской системе милетов, религия была главным маркером этнической принадлежности, и таким образом все православные христиане (греки, арумыны, православные албанцы, славяне и т.) классифицировались как «греки», в то время как все мусульмане (включая албанцев, греков и славян) считались «турками». Господствующая в Греции точка зрения рассматривает православие как неотъемлемый элемент эллинского наследия, как часть его византийского прошлого. Таким образом, официальная политика греческого правительства с 1850 по 1950 год придерживалась мнения, что язык не является решающим фактором для установления греческой национальной идентичности.

Балканские войны (1912—1913).

С началом Первой Балканской войны (1912—1913) и поражением Османской империи греческая армия вошла в регион. Результаты Лондонского и Бухарестского мирных договоров, подписанных в конце Второй Балканской войны, были непопулярны как среди греков, так и среди албанцев, поскольку поселения этих двух народов существовали по обе стороны границы: южная часть Эпира была уступлена Греции, а Северный Эпир, уже находившийся под контролем греческой армии, был передан вновь созданному албанскому государству. Однако из-за позднего появления и текучести албанской национальной идентичности и отсутствия религиозных албанских институтов лояльность в Северном Эпире, особенно среди православных, потенциальному албанскому правлению во главе с албанцами-мусульманами не гарантировалась.

Автономная Республика Северного Эпира (1914)

Основная статья: Автономная Республика Северного Эпира

Официальное объявление автономии в Гирокастре. 1 марта 1914 года

В соответствии с пожеланиями местного греческого населения в марте 1914 года прогреческой партией, которая в то время находилась у власти в Южной Албании была провозглашена Автономная Республика Северного Эпира, с центром в Гирокастре. Георгиос Христакис-Зографос, выдающийся греческий политик из Лункхери, взял инициативу на себя и стал главой Республики. В Северном Эпире вспыхнули бои между нерегулярными греческими войсками и албанцами-мусульманами, выступавшими против движения северных эпиротов. В мае того же года автономия была подтверждена Корфским протоколом, подписанным представителями Албании и Северного Эпира и одобренным великими державами. Подписание Протокола гарантировало, что регион будет иметь свою собственную администрацию, признаёт права местных греков и обеспечивает самоуправление под номинальным албанским суверенитетом. Однако это соглашение так и не было полностью выполнено, поскольку, когда в июле разразилась Первая Мировая война, Албания распалась. Автономная Республика Северный Эпир, хотя и недолговечная, оставила после себя значительный исторический след, например, свои собственные почтовые марки.

Первая мировая война и последующие мирные договоры (1914—1921).

В соответствии с соглашением между союзниками, заключенным в октябре 1914 года, греческие войска вновь вошли в Северный Эпир, а итальянцы захватили регион Влёра. Греция официально аннексировала Северный Эпир в марте 1916 года, но была вынуждена отказаться от него под давлением великих держав. Во время войны французская армия оккупировала район вокруг Корчи в 1916 году и основала Республику Корча. В 1917 году Греция уступила контроль над остальной частью Северного Эпира Италии, которая к тому времени захватила большую часть Албании. Парижская мирная конференция 1919 года предоставила этот район Греции после Первой мировой войны, однако политические события, такие как поражение Греции в греко-турецкой войне (1919—1922) и, что особенно важно, итальянское, австрийское и немецкое лоббирование в пользу Албании, привели к тому, что область была уступлена Албании в ноябре 1921 года.

Межвоенный период (1921—1939).

Албанское правительство, вступив в Лигу Наций (октябрь 1921 года), взяло на себя обязательство уважать социальные, образовательные и религиозные права каждого меньшинства. Возникли вопросы по поводу численности греческого меньшинства: албанское правительство требовало 16 000 человек, а Лига Наций оценивала его в 35 000 — 40 000 человек. В этом случае лишь ограниченная территория в районах Гирокастры, Саранды и четырёх деревнях в районе Химары, насчитывающая 15 000 жителей, была признана зоной греческого меньшинства.

В последующие годы были приняты меры по подавлению образования для греческого меньшинства. Албанское государство рассматривало греческое образование как потенциальную угрозу своей территориальной целостности, в то время как большая часть преподавательского состава считалась подозрительной и поддерживала движение за Северный Эпир. В октябре 1921 года албанское правительство признало права меньшинств и легализовало греческие школы только в грекоязычных поселениях, расположенных в пределах «признанной зоны меньшинств». В остальной части страны греческие школы были либо закрыты, либо насильственно преобразованы в албанские школы, а учителя были высланы из страны. В середине 1920-х годов попытки открыть греческие школы и педагогические колледжи в городских районах со значительным греческим населением наталкивались на трудности, которые привели к отсутствию городских греческих школ в ближайшие годы. 360 школ довоенного стали массово закрываться в последующие годы, и образование на греческом языке было окончательно ликвидировано в 1935 году: 1926: 78, 1927: 68, 1928: 66, 1929: 60, 1930: 63, 1931: 64, 1932: 43, 1933: 10, 1934: 0. После вмешательства Лиги Наций в 1935 году было вновь открыто ограниченное число школ, и только те из них, которые находились внутри официально признанной зоны.

В этот период албанское государство возглавляло усилия по созданию независимой православной церкви (вопреки Корфскому протоколу), тем самым уменьшая влияние греческого языка на юге страны. Согласно закону 1923 года, священники, не говорящие на албанском языке, а также не имеющие албанского происхождения, были исключены из этой новой автокефальной церкви.

Вторая мировая война (1939—1945)

В 1939 году Албания стала итальянским протекторатом и использовалась для облегчения военных операций против Греции в следующем году. Итальянское наступление, начатое 28 октября 1940 года, было быстро отбито греческими войсками. Греческая армия, хотя и столкнулась с численно и технологически превосходящей армией, контратаковала и в следующем месяце сумела войти в Северный Эпир. Таким образом, Северный Эпир стал местом первой явной неудачи для стран гитлеровской коалиции. Однако после шестимесячного периода греческого правления в апреле 1941 года последовало вторжение нацистской Германии в Грецию, и Греция капитулировала.

После капитуляции Греции Северный Эпир вновь стал частью оккупированного Италией албанского протектората. Многие северные эпироты формировали группы сопротивления и организации в борьбе с оккупационными войсками. В 1942 году был сформирован Фронт освобождения Северного Эпира. Некоторые другие присоединились к левой албанской национально-освободительной армии, в которой они сформировали отдельный батальон (названный Танасис Зикос). В течение октября 1943 — апреля 1944 года албанская коллаборационистская организация Балли Комбетар при поддержке нацистских офицеров предприняла крупное наступление в Северном Эпире. Результаты были разрушительными. За этот период было сожжено или разрушено свыше 200 греческих городов и деревень, убито 2000 северных эпиротов, заключено в тюрьмы 5000 и взято в концентрационные лагеря 2000 заложников. Кроме того, было разрушено 15 000 домов, школ и церквей. Тридцать тысяч человек должны были искать убежище в Греции во время и после этого периода, покинув свою родину. Когда война закончилась и коммунисты получили власть в Албании, резолюция Сената Соединенных Штатов потребовала передачи региона греческому государству, но согласно следующим послевоенным международным мирным договорам он остался частью албанского государства.

Период холодной войны (1945—1991)

Общие нарушения прав человека и меньшинств

После Второй мировой войны Албанией управлял режим во главе с Энвером Ходжой, который подавлял греческое меньшинство (вместе с остальным населением) и принимал меры, чтобы рассеять его или, по крайней мере, сохранить его лояльность Албании. На начальном уровне школьникам преподавали только албанскую историю и культуру, зона меньшинств была сокращена со 103 до 99 деревень (исключая Химару), многие греки были насильственно переселены из зон меньшинств в другие части страны, тем самым утратив свои основные права меньшинств. Греческие топонимы были заменены на албанские, и греки были вынуждены изменить свои личные имена на албанские имена. Археологические памятники древнегреческой и Римской эры также были представлены государством как «иллирийские». Использование греческого языка, запрещённого повсеместно за пределами зон проживания меньшинств, было запрещено также для многих официальных целей внутри этих зон. В результате такой политики отношения с Грецией оставались крайне напряжёнными на протяжении большей части холодной войны. С другой стороны, Энвер Ходжа отдавал предпочтение нескольким конкретным представителям меньшинства, предлагая им видные позиции в системе страны в рамках своей политики «токенизма». Однако, когда советский Генеральный секретарь Никита Хрущев спросил о предоставлении большего количества прав меньшинству, даже автономии, ответ был отрицательным.

Цензура.

Строгая цензура была введена в коммунистической Албании ещё в 1944 году, в то время как пресса оставалась под жёстким диктаторским контролем вплоть до 1991 года. В 1945 году Лаико Вима, пропагандистский орган партии труда Албании, был единственным печатным изданием, которое было разрешено издавать на греческом языке и было доступно только в пределах округа Гирокастра.

Переселенческая политика.

Хотя греческое меньшинство имело некоторые ограниченные права, в этот период ряд албанцев-чамом, которые были изгнаны из Греции после Второй мировой войны, получили новые дома в этом районе, разбавляя местный греческий элемент. Албанская политика переселения включала албанских мусульманских сельских жителей, которые в качестве государственных служащих были переселены во вновь созданные деревни, которые служили буферной зоной между признанной греческой «зоной меньшинства» и традиционно православными албанскоязычными регионами внутренне поляризованной национальной идентичности, а также постоянное поселение албанского населения внутри зоны меньшинства и в других традиционно грекоязычных регионах, таких как Химара.

Изоляция и трудовые лагеря.

Ходжисткая Албания, становясь всё более изоляционисткой после десталинизации и смерти Мао Цзэдуна (1976), ограничивала число въезжающих в страну до 6000 человек в год и изолировала тех немногих, кто приезжал в Албанию. Страна была практически изолирована, и обычными наказаниями за попытки бежать из страны для этнических греков были казни для преступников и ссылки для их семей, обычно в шахтерские лагеря в центральной и северной Албании. Режим содержал двадцать девять тюрем и трудовых лагерей по всей Албании, которые год за годом заполнялись более чем 30 000 «врагов государства». Неофициально сообщалось, что значительная часть заключённых были этническими греками. За это время некоторым грекам и православным албанцам с греческим национальным сознанием удалось бежать из Албании и переселиться в Грецию.

Запрещение религии.

Государство пыталось подавить любую религиозную практику (как общественную, так и частную), приверженность которой считалась «антисовременной» и опасной для единства албанского государства. Этот процесс начался в 1949 году с конфискации и национализации имущества Албанской православной Церкви и усилился в 1967 году, когда власти провели насильственную кампанию по уничтожению всей религиозной жизни в Албании, утверждая, что она разделила албанскую нацию и держит её в состоянии отсталости. Студенческие агитаторы прочёсывали сельскую местность, точно так же заставляя албанцев и греков прекратить исповедовать свою веру. Все церкви, мечети, монастыри и другие религиозные учреждения были закрыты или превращены в склады, гимназии и мастерские. Духовенство было заключено в тюрьму, и владение иконой стало преступлением, которое могло быть преследовано по албанскому закону. Кульминацией кампании стало объявление о том, что Албания стала первым в мире атеистическим государством, и этот подвиг был объявлен одним из величайших достижений Энвера Ходжи. Христианам было запрещено упоминать о православии даже в собственных домах, посещать могилы своих родителей, зажигать поминальные свечи или креститься. В этом отношении кампания против религий непропорционально сильно ударила по этническим грекам, поскольку принадлежность к восточному православному обряду традиционно была сильной составляющей греческой идентичности.

Оттепель 1980-х годов.

Первая серьезная попытка улучшить отношения была предпринята Грецией в 1980-х годах, во время правления Андреаса Папандреу. В 1984 году во время выступления в Эпире Папандреу заявил, что нерушимость европейских границ, предусмотренная Хельсинкским заключительным актом 1975 года, подписанным Грецией, распространяется и на греко-албанскую границу. Наиболее значительные изменения произошли 28 августа 1987 года, когда греческий Кабинет министров отменил военное положение, объявленное с ноября 1940 года. В то же время Папандреу выразил сожаление по поводу «жалкого положения, в котором живут греки в Албании».

Посткоммунистический период (с 1991 года).

Начиная с 1990 года значительное число албанских граждан, включая представителей греческого меньшинства, стали искать убежища в Греции. Этот исход стал массовым к 1991 году, создав новую реальность в греко-албанских отношениях. С падением коммунизма в 1991 году православные церкви были вновь открыты, и религиозные практики были разрешены после 35 лет строгого запрета. Кроме того, первоначально было расширено грекоязычное образование. В 1991 году магазины этнических греков в городе Саранда подверглись нападению, и межэтнические отношения по всей Албании ухудшились. Напряженность между греками и албанцами обострилась в ноябре 1993 года, когда албанская полиция принудительно закрыла семь греческих школ. В 1994 году в Албании продолжалась чистка этнических греков в профессиях, причем особое внимание уделялось вопросам права и военной деятельности.

Суд над пятью омонийцами

Напряженность усилилась, когда 20 мая 1994 года албанское правительство арестовало пятерых членов этнической греческой правозащитной организации «Омония» по обвинению в государственной измене, обвинив их в сепаратистской деятельности и незаконном хранении оружия (позднее появился и шестой обвиняемый). Они были приговорены к лишению свободы на срок от шести до восьми лет. Обвинения, способ проведения судебного разбирательства и его результаты подверглись резкой критике со стороны Греции, а также международных организаций. Греция ответила замораживанием всей помощи Албании со стороны ЕС, закрытием её границы с Албанией, а также высылкой в период с августа по ноябрь 1994 года свыше 115 000 нелегальных албанских иммигрантов — цифра, приведённая в докладе Государственного департамента США по правам человека и переданная американским властям их греческим коллегой. Напряженность ещё больше усилилась, когда албанское правительство разработало закон, требующий, чтобы глава Православной Церкви в Албании родился в Албании, что заставило бы тогдашнего главу церкви, греческого архиепископа Анастасия (Яннулатоса) покинуть свой пост. Однако в декабре 1994 года Греция начала разрешать ограниченную помощь ЕС Албании в качестве жеста доброй воли, в то время как Албания освободила двух обвиняемых омонийцев и сократила сроки наказания остальных четырех. В 1995 году остальные подсудимые были освобождены с отсрочкой исполнения приговора.

Последующие годы

В последние годы отношения значительно улучшились 21 марта 1996 года Греция и Албания подписали соглашение о дружбе, сотрудничестве, добрососедстве и безопасности[10]. Кроме того, Греция является главным иностранным инвестором Албании, инвестировав более 400 миллионов долларов в Албанию, второго по величине торгового партнера Албании, на долю греческой продукции приходится около 21 % албанского импорта и 12 % албанского экспорта, поступающего в Грецию, а также четвертая по величине страна-донор Албании, предоставившая помощь в размере 73,8 миллиона евро.

Хотя в последующие годы отношения между Албанией и Грецией значительно улучшились, греческое меньшинство в Албании по-прежнему страдает от дискриминации, особенно в том, что касается образования на греческом языке, имущественных прав меньшинства и случаев насилия в отношении меньшинства со стороны националистических экстремистов. Напряжённость вновь возникла во время выборов в местные органы власти в Химаре в 2000 году, когда имел место ряд инцидентов враждебного отношения к греческому меньшинству, а также в связи с порчей указателей, написанных на греческом языке на юге страны албанскими националистическими элементами[12], и в последнее время после смерти Аристотелиса Гумаса. Албанское правительство начало проводит всё более активную кампанию по сносу домов этнических греков[13]. Согласно дипломатическим источникам, в последнее время наблюдается всплеск националистической активности среди албанцев, направленной против греческого меньшинства, особенно после вынесения международным судом решения в пользу независимости Косово.

Демография

В Албании греки считаются «национальным меньшинством». Достоверных статистических данных о численности каких-либо этнических меньшинств не имеется, а последняя официальная перепись населения (2011 год) широко оспаривается из-за бойкота и нарушений процедуры.

В целом Албания и Греция придерживаются различных и зачастую противоречивых оценок[18]. Согласно данным, представленным греческой стороной Парижской конференции 1919 года, греческое меньшинство насчитывало 120 000 человек[19], а перепись 1989 года при коммунистическом режиме зафиксировала лишь 58 785 греков, хотя общее население Албании за это время утроилось[19]. По оценкам албанского правительства, в начале 1990-х годов эта цифра возросла до 80 000 человек[20].

Однако изучаемый район был ограничен южной границей, и эта оценка считается заниженной. В соответствии с этим определением статус меньшинства был ограничен теми, кто проживал в 99 деревнях в южных пограничных районах, что исключало значительную концентрацию греческих поселений и делало меньшинство меньше, чем оно есть на самом деле. Представители греческого меньшинства утверждают, что в Албании насчитывается до 400 000 греков, или 12 % от общей численности населения в то время (из «Эпиротского лобби» греков с семейными корнями в Албании)[21]. Большинство западных оценок численности греческого меньшинства оценивают его примерно в 200 000 человек, или примерно в 6 % населения[22], хотя значительная из часть, возможно, две трети, мигрировало в Грецию в последние годы.

Организация наций и народов, не имеющих представительства оценивает численность греческого меньшинства примерно в 70 000 человек[23]. По оценкам других независимых источников, численность греков в Северном Эпире составляет 117 000 человек (около 3,5 % от общей численности населения)[24], что близко к оценкам, представленным во Всемирной книге фактов (2006) (около 3 %). Но это число было 8 % тем же агентством годом ранее[25][26]. Опрос 2003 года, проведенный греческими учёными, оценивает численность греческого меньшинства примерно в 60 000 человек[27]. Общая численность населения Северного Эпира оценивается примерно в 577 000 человек (2002 год), причем основными этническими группами являются албанцы, греки и влахи. Кроме того, по оценкам, в Греции проживают 189 000 этнических греков, являющихся гражданами Албании.

Греческое меньшинство в Албании расположено компактно, в округах Гирокастра и Саранды и в четырёх поселениях в прибрежной зоне Химары, где они составляют общее большинство населения. Грекоязычные поселения также находятся в пределах округа Пермети, недалеко от границы. Некоторые греческие говорящие также расположены в округе Корча. В связи с вынужденной и добровольной внутренней миграцией греков в Албанию в коммунистическую эпоху некоторые грекоязычные жители также проживают в районах Пермети и Тепелена. За пределами района, определённого как Северный Эпир, недалеко от Влёры существуют две прибрежные грекоязычные деревни[29][30]. В то время как из-за вынужденных и ненасильственных внутренних перемещений греческого населения в Албании в коммунистическую эпоху некоторые грекоязычные также рассеяны в районах Берата, Дурреса, КавайиПекини, Эльбасана и Тираны.

2021_06_03_6     

2021_06_03_7

2021_06_03_8

2021_06_03_9

2021_06_03_10

2020-06-05_12-43-01

ГРЕЧЕСКИЙ КУЛЬТУРНЫЙ ЦЕНТР                     ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Москва, Алтуфьевское шоссе,  44                     Altufyevskoe shosse, 44, office No 9, 2nd floor

офис № 9, 2 этаж                                                           127566 Moscow, Russia

Тел.: 7084809 – Тел./Факс: 7084810                      Tel.: +7 495 7084809; Tel./Fax:  +7 495 7084810

 

e-mail: hcc@mail.ru   info@hecucenter.ru

www.hecucenter.ru

skype: hellenic.cultural.center

facebook: http://www.facebook.com/Hecucenter

vkontakte: http://vk.com/hecucenter

Отказаться от рассылки

 

-

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: