22 Μαρτίου 2024

ΣΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ.ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ ΣΠΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ

 

Κάποτε τελείωσαν το σκάψιμο, άφησαν τις τσάπες και τα φτυάρια σε μια άκρη και αμέσως σχημάτισαν για άλλη μια φορά μια φάλαγγα των εικοσιπέντε  περίπου πεντάδων.  Ξαναφόρεσαν τα σακάκια τους.

Πήραν τους πρώτους  πέντε και τους έθαψαν ζωντανούς στην άμμο μέχρι το λαιμό.

Η δεύτερη πεντάδα διατάχτηκε να στηθεί στην άκρη του αυλακιού …



¨ Feuerπυρ¨, ακούστηκε το παράγγελμα, τα τουφέκια και το πολυβόλο ξέρασαν μολύβι και φωτιά.

Οι πέντε άνδρες την ίδια στιγμή βρέθηκαν νεκροί μέσα στον φρεσκοσκαμμένο από τους ίδιους τάφο.

Ακολούθησε η τρίτη πεντάδα και ο παππούς Ματθίας ήταν ένας από αυτούς τους πέντε …

 

 

Η τελευταία δεκάδα ανέλαβε να σκεπάσει υποτυπωδώς τα πτώματα και μετά πήρε θέση στην άκρη του τάφου. Αυτούς θα τους σκέπαζαν με άμμο τα τοπικά φιλαράκια των ναζί Κάπως έπρεπε να δείξουν και αυτοί τη συνδρομή τους στο θανατηφόρο μεγαλείο του Γ΄ Ράιχ.

Σουρούπωνε εκεί στη στροφή του ποταμού όταν όλα ησύχασαν, όταν η φρίκη τελείωσε, όταν τα πουλιά γύριζαν στις φωλιές τους ...

-:-

Και τότε, μεταξύ ενός τσιγάρου και μιας κλεμμένης  φιάλης βότκας, ένας από τους δολοφόνους έπιασε να γράφει ένα γράμμα στη γυναίκα του:

«Εκτελέσαμε με συνοπτικές διαδικασίες ¨Πολωνούς δολοφόνους¨. Να φανταστείς ότι ένας από αυτούς εξακολουθούσε να τρώει ένα ξεροκόμματο μπροστά στο λάκκο που είχε σκάψει και ο ίδιος, ακόμη και την ώρα που τα πολυβόλα ήταν στραμμένα επάνω του»!

 Αυτά έγραφε μεταξύ άλλων ο άθλιος αυτός δολοφόνος, προφανώς δείχνοντας την Άρια ¨ανωτερότητά¨ του και παριστάνοντας τον ήρωα στην καψερή και άμυαλη οπαδό των ναζί. σε που παντρεύτηκε τον βλάκα της, επειδή θαύμαζε τη στολή και την ¨αντρειοσύνη¨ του. όπως θαύμαζε την ¨ικανότητα¨ όλων των αγροίκων να βανδαλίζουν, να διαπομπεύουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν αμάχους κατά πως τους όριζε ο Φύρερ τους.

Κα μπορούσαν να τα πράττουν όλα αυτά στο όνομα των ¨πρωτογενών πνευματικών δυνάμεων του Βόρειου ανθρώπου, όπως αυτές ενσαρκώθηκαν σε ανθρώπους σαν τον Μεγάλο Φρειδερίκο και τον Βίσμαρκ¨, σύμφωνα με όσα έγραφε ήδη από το 1930 εκείνος ο δήθεν ¨φιλόσοφος¨ τους, ο Ροζενμπέργκ, μιας και οι περισσότεροι από δαύτους ήταν αγράμματοι,  κλέφτες, άνθρωποι της νύχτας, πόρνοι και κίναιδοι

Και γράφοντας, συνέχιζε μαζί με τους ομοίους του να πίνουν. να πίνουν και να μεθούν, μη ξέροντας γιατί!

Ή μήπως ήξεραν τον επερχόμενο οργιαστικό χορό του θανάτου, τον οποίο θα έσερναν;

 

Στο σπίτι των Horowitz έμειναν 2 γυναίκες μόνες με δυο μικρά παιδιά. Η ζωή έγινε δύσκολη και κάθε ημέρα την έκαναν ακόμα πιο δύσκολη οι κατακτητές Γερμανοί.

Αυτοί οι αγριάνθρωποι έκλεβαν τα πάντα από πατάτες και αλεύρι μέχρι λουκάνικα και ολόκληρα ζώα. Η πείνα και οι αρρώστιες εμφανίστηκαν στο μικρό χωριό, όπως σε όλη την Άνω Σιλεσία. Φήμες, μσόλογα, αλήθειες, ψέματα δεν ήξεραν …

Εκείνον τον καιρό κάπου 200 χιλιόμετρα βορειότερα, στο Λοτζ, εκδόθηκε μια παράξενη εντολή, που διαδόθηκε γρήγορα σε όλους τους Εβραίους: Οι Εβραίοι εκεί στο Λοτζ έπρεπε να φορούν πάνω στα ρούχα τους ένα διακριτικό σήμα, το εβραϊκό κίτρινο άστρο.

Ε, καλά -είπαν στο χωριό- μια γερμανική παλαβομάρα θα είναι κατά τον αρχηγό τους, τον Αδόλφο.

Αλλά σε λίγες ημέρες, την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου του 1939,  κάποιος Hans Frank, ο Διοικητής της Γενικής Κυβέρνησης έλεγαν, διέταξε κι εκείνος όλοι οι Εβραίοι άνω των δέκα ετών έπρεπε να φορούν ένα λευκό πανί με το αστέρι του Δαβίδ στο δεξί τους χέρι και πάνω να γράφει Jude, Εβραίος στα γερμανικά.  Το  ίδιο έγινε και στο Κατοβίτσε, στη Μπιέλσκο Μπιάλα, στο Κλόμπουκ, στη Γκουρνίτσα. και μετά ήρθε η σειρά τους.

Όλοι αναρωτήθηκαν, «Μα γιατί;».

Γρήγορα κατάλαβαν ότι το αστέρι αυτό τους ¨φώτιζε¨  τους έκανε ¨ορατούς¨ και αν χτες περπατούσαν μόνο άνθρωποι στο δρόμο –με διαφορετικό ύψος, βάρος και χρώμα μαλλιών- σήμερα κυκλοφορούσαν Εβραίοι και μη Εβραίοι και αυτό δεν ήταν για καλό των Εβραίων.

Γρήγορα κατάλαβαν ότι οι άλλοι, όλοι οι άλλοι,, μπορούσαν να τους χλευάζουν, να τους φτύνουν, να τους χτυπούν, να ξεριζώνουν τα γένια από τους γέροντες, να τους κλέβουν.

Μπορούσαν, δηλαδή, να τους ταπεινώνουν χωρίς καμία επίπτωση, μάλλον τα εύσημα θα έπαιρναν οι δράστες.

Και οι στρατιώτες και οι δολοφόνοι πίσω από αυτούς μπορούσαν να τους πυροβολούν, να πυροβολούν ειδικά τα μικρά εβραιόπουλα, χωρίς να κάνουν λάθος,

Ήταν τότε που η μικρή Σανέ είδε τη μητέρα της να ράβει κάτι σαν κουρέλια στα μανίκια από τα ρούχα της και τα ρούχα της γιαγιάς. «Γιατί μητερούλα το κάνεις αυτό;», ρώτησε, «μας διέταξαν οι Γερμανοί στρατιώτες», απάντησε τσιτωμένη η Ταβιθά και συνέχισε το ράψιμο.

Η μικρή έτρεξε κι έφερε το δικό της παλτουδάκι, αλλά η μητερούλα της είπε πως τα μικρά παιδιά δεν ήταν ανάγκη να έχουν αυτό το σημάδι. «Γιατί μητερούλα οι Εβραίοι πρέπει να έχουν το σημάδι;», η Ταβιθά δεν ήξερε τι να απαντήσει, της έγνεψε κάτι σαν ¨ωχ, άσε με τώρα¨ κι έσκυψε για να κρύψει τα δάκρυά της. 

Μια απλή χωριατοπούλα ήταν η μητερούλα, αλλά ένιωθε το κακό που ερχόταν. Εάν ένας Εβραίος ξεχνούσε το σήμα του, μπορούσε να αναγκαστεί  να πληρώσει πρόστιμο, μπορούσε να μπει φυλακή, σίγουρα όμως θα έτρωγε ξύλο από τον πρώτο Γερμανό στρατιώτη που θα συναντούσε και θα του ζητούσε τα χαρτιά του, αλλά το ίδιο θα έκαναν και πολλοί από τους συγχωριανούς του ακόμα και από τους πρώην φίλους του Πολωνούς.

Τα είχε ακούσει αυτά η Ταβιθά πως γίνονταν. Ήδη όλα αυτά στη Raciborz ήταν γεγονός, της μετέφεραν τα νέα οι χριστιανοί συγγενείς της και φοβόταν, φοβόταν πολύ.

 Το εβραϊκό αστέρι, όπως επιβλήθηκε να ¨φοριέται¨, δεν αντιπροσώπευε μόνο τη αίσθηση της διαφορετικότητας που δημιουργούσε σε αυτούς που το φορούσαν.

 Πιο πολύ αντιπροσώπευε τον φόβο, όχι τον φόβο του ξυλοδαρμού -στη χειρότερη περίπτωση- αλλά έναν αόριστο μεταφυσικό φόβο -κάτι σαν το φόβο του θανάτου-, το φόβο πως δεν ξέρεις το τι, το πώς και το πότε θα σου συμβεί!

Αντιπροσώπευε τη βεβαιότητα ότι πλέον δεν ελέγχεις -εσύ που το φέρεις- τη ζωή σου, ήσουν κάτι παραπάνω από βέβαιος πως σε έκανε έρμαιο στις διαθέσεις των άλλων.

Και η άμεση, η πρώτη παρενέργεια του αστεριού ήταν η χωρίς λόγια και εξηγήσεις αρπαγή σου για καταναγκαστική εργασία.

Αυτό ήταν το πρώτο βήμα προς το θάνατο, αλλά τότε -εκεί στην στροφή του ποταμού- δεν το ήξεραν, τουλάχιστον οι γυναίκες.

Η Ταβιθά μετρίαζε λίγο την απόγνωσή της με τη σκέψη πως ο καλός της δεν ήταν αναγκασμένος να φορά εκεί μέσα στα δάση με τους παρτιζάνους το αστέρι, θα ήταν ένας από αυτούς, δεν θα τον ξεχώριζαν.

 Ή μήπως όχι;


Τον Ιανουάριο του 1940 στο μακρινό, παγωμένο και ζοφερό Βερολίνο μια φυλλάδα, ο Der Stürmer του  Julius Streicher, δημοσίευσε μια είδηση που έφερε σύγκρυο σε όλη την Ευρώπη:  ¨Είναι κοντά¨ έγραφε η εφημερίδα  ¨η ώρα που θα τεθεί σε κίνηση μια μηχανή που θα ετοιμάσει έναν τάφο για τον εγκληματία του κόσμου -τον Ιούδα- από τον οποίο δεν θα υπάρξει ανάσταση¨.

Οι δύο γυναίκες στην Ακτή δεν διάβασαν ποτέ αυτή την είδηση, ζούσαν από το μικρό τους κήπο και τις κοτούλες τους, γιατί οι χήνες τους έγιναν ψητές από τους Γερμανούς στρατιώτες.

Το γάλα σπάνιζε κι αυτό, ας είναι καλά αυτοί οι ¨καλοί στρατιώτες¨ με τις γκριζοπράσινες φόρμες στο χρώμα της αψιθιάς που ρήμαζαν τους στάβλους κατ’ εντολή -έτσι έλεγαν οι κλέφτες- κάποιου ναζί με το όνομα Γκέρινγκ.

Μα καμιά γυναίκα στην περιοχή τους δε γνώριζε αυτόν τον αρχικλέφτη, αυτές ήταν αντρίκιες κουβέντες.

Το κυριότερο ζήτημα ήταν και το πιο απλό: Κανείς δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να πεθάνουν, τι είχαν κάνει εναντίον των Γερμανών;

Και ήταν λογικό να αναρωτιούνται οι απλοί αυτοί άνθρωποι, αφού κανείς στην περιοχή δεν είχε ακούσει για το ¨Σχέδιο Ανατολή¨, που τους έστελνε στο θάνατο δια της πείνας για να καλοπερνούν οι Γερμανοί και να χειροκροτούν εκείνον τον αλλοπαρμένο με το μισό μουστάκι, τον Χίτλερ, που έστελνε τα παιδιά τους –των Γερμανών τα παιδιά- στον πόλεμο να σκοτωθούν –να δοξαστούν έλεγα για την αιώνια Πατρίδα-, που έστελνε τους δολοφόνους του να σκοτώνουν αθώους  και ανυπεράσπιστους ανθρώπους στην Πολωνία - επειδή δεν είχαν τον ίδιο Θεό έλεγε- λες και αυτοί οι άνθρωποι –οι δολοφόνοι οι Γερμανοί- είχαν Θεό!

Θεό δεν είχαν, αλλά είχαν δώσει όρκο ¨ενώπιον¨ του Θεού (!) να πιστεύουν στα λόγια του Χίτλερ, να υπακούν και να εκτελούν τις διαταγές του ανεπιφύλακτα!

Να εκτελούν εντολές χωρίς να σκέφτονται, χωρίς να αντιδρούν, χωρίς να αισθάνονται οίκτο για τα θύματά τους. αυτό μάλλον δεν το ήξεραν οι αθώοι Εβραίοι της Ακτής.

Ήταν εκείνο το Jawohl / Γιαβόλ - που άκουγαν απ’  όλους μα όλους τους Γερμανούς στρατιώτες και αξιωματικούς- η λέξη με την οποία απαντούσαν σε κάθε ανώτερο τους, την  οποία συνόδευαν σχεδόν πάντα μεεκείνον τον απαίσιο χιτλερικό χαιρετισμό, πριν από οποιαδήποτε ενέργειά τους.

Και αμέσως μετά σαν ¨αυτόματα¨, σαν μηχανές, σαν ¨ανθρωπίδια¨  μπορούσαν να πυροβολούν αθώους ανθρώπους -άγνωστους σε αυτούς- ή να τους κλέβουν απ΄  ό,τι έβρισκαν και να τους αφήνουν να πεθάνουν από την πείνα. και το πιο αποτρόπαιο, μπορούσαν να καίνε τα σπίτια τους πολλές φορές με τους άμοιρους ιδιοκτήτες μέσα.

Μια παράξενη αίσθηση του ¨κινδύνου¨ και της ¨γενναιότητας¨  είχαν αυτοί οι απάνθρωποι γκρίζοι στρατιώτες που έκλεβαν και σκότωναν ανυπεράσπιστους αμάχους.

Μπορούσαν χωρίς κανένα ηθικό πρόβλημα, να καταστρέφουν τα πάντα με εκείνη τη λευκή σκόνη που έριχναν πριν βάλουν φωτιά. να κλείνουν όλους τους κατοίκους ενός χωριού σε αχυρώνες και αποθήκες, να τους  βάζουν φωτιά, να τους ¨ψήσουν¨!

Και τότε φαίνονταν πόσο χαίρονταν, έλαμπαν τα μάτια τους, για την εσκεμμένη καταστροφή που προκαλούσαν σε αθώους ανθρώπους μα πιο πολύ χαίρονταν από το θάνατο των αθώων αυτών ανθρώπων.

Πρώτοι απ΄ όλους τους Ευρωπαίους οι Πολωνοί -και ειδικά αυτοί της Άνω Σιλεσίας -πρόσεξαν αυτή την παράξενη σχέση των Γερμανών με τη φωτιά, χαίρονταν να καίνε το βιός των ¨εχθρών¨ τους.

Κυρίως χαίρονταν να καίνε τις Συναγωγές των Εβραίων!

Στην περιοχή τους η Συναγωγή του γειτονικού Μπετζίν πυρπολήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1939 και ήταν Σάββατο ημέρα προσευχής!

Μαζί με τη Συναγωγή κάηκαν και πενήντα εβραϊκά σπίτια μιας και οι Εβραίοι πάντα ζούσαν κοντά στις Συναγωγές τους.

Την ίδια ημέρα κάηκαν και οι Συναγωγές στο Σόσνιοβιετς και στη Μπλιέσκο Μπιάλα, ενώ από τις 4 Σεπτεμβρίου οι απαίσιοι είχαν προλάβει να κάψουν τις Συναγωγές  στο Γιαβόζνο και στη Γκoύρνιτζα!

-/-

Γρήγορα οι άμοιροι Εβραίοι μα και οι λοιποί Πολωνοί κατάλαβαν πως  η ένταση της βαρβαρότητας και της βίας είχε άμεση σχέση με το χρώμα της στολής του ¨στρατιώτη¨.  Όσο πιο σκούρα ήταν η στολή του στρατιώτη ή του υπαξιωματικού, τόσο μεγαλύτερο το μίσος που εκδήλωνε υλοποιώντας τις διαταγές των αξιωματικών  του.

Όσο πιο ατσαλάκωτη, μαύρη και στιλάτη ήταν η στολή του αξιωματικού, τόσο πιο βάρβαρες διαταγές  έδινε στους στρατιώτες και τους υπαξιωματικού του, στέκοντας ακίνητος, παγερά αδιάφορος για το όποιο αποτέλεσμα των διαταγών του. 

Κανείς δε μπορούσε εκείνο τον καιρό να εξηγήσει τη σχέση αγάπης του Γερμανού ¨στρατιώτη¨ με την καταστροφή, με τη σκέψη της καταστροφής  και το αποτέλεσμα της  καταστροφής.

Ειδικά μετά την καταστροφή που προκαλούσε ο ¨στρατιώτης¨ το έριχνε στο φαγητό και το ποτό, παρέα με όλους τους ¨συναδέλφους¨ του. όλους αυτούς τους δήθεν πολιτισμένους καταστροφείς της ζωής των υπάνθρωπων, των σκουληκιών, των βακίλων.

Αυτό το ήξεραν πολλοί Εβραίοι: το είχαν βιώσει στην Αυστρία και τη Γερμανία το βράδυ μιας Τετάρτης στις 9 προς 10 του Νοέμβρη του 1938, την περιβόητη εκείνη ¨Νύχτα των Κρυστάλλων¨, όταν κανείς πολίτης δεν προσπάθησε καν να σταματήσει το κακό, όταν η Κυβέρνηση ανάγκασε τα θύματα της βίας της να πληρώσουν τα σπασμένα, όντως τα σπασμένα!

Αυτό  βίωναν και οι Εβραίοι της Πολωνίας.και πρώτοι από όλους στην Ανατολή οι Εβραίοι της Ακτής και των γύρω χωριών και πόλεων της Άνω Σιλεσίας.

Ή μήπως, πάνω από όλα, οι Γερμανοί αίρονταν να ξεκοιλιάζουν έγκυες γυναίκες και να κάνουν σκοποβολή στα σώματα των μικρών παιδιών, όπως εκείνα τα απάνθρωπα όντα που αποτελούσαν τα Einsatzgruppen;

Όλα ήταν μπερδεμένα!

Κακά μαντάτα!

 

Η παρτιζάνικη ομάδα στα πλαίσια της ¨Ένοπλης Αντίστασης¨, καμιά 12αρια άτομα όλοι κι όλοι, τρεις Εβραίοι και εννέα χριστιανοί –4 στρατιώτες που έχασαν τις μονάδες τους, 3 οπορτουνιστές και 2 ιδεαλιστές Πολωνοί- χωρίς οπλισμό, πέρα από 2 - 3 πιστόλια και μερικές χειροβομβίδες, με ελάχιστη έως καθόλου εξασφαλισμένη την τροφή τους,  δίχως σταθερό λημέρι, αναγκαζόταν να ζητά τη βοήθεια των χωρικών οι οποίοι από την ανέχεια τους  και το φόβο των γερμανικών αντιποίνων ανταποκρίνονταν όλο και πιο δύσκολα. Βλέπεις οι Γερμανοί κρεμούσαν ανθρώπους, έκαιγαν και διάλυαν τα πάντα στα χωριά όταν διαπίστωναν πως δόθηκε βοήθεια σε παρτιζάνους από τους κατοίκους μιας περιοχής.

Επιπλέον οι τρεις Εβραίοι όσο και αν ¨καμουφλάρονταν¨, όσο και αν κρύβονταν, πάντα γίνονταν αντιληπτοί  και εξ αυτών πολλές φορές οι πόρτες των χωρικών έκλειναν με βία και με πάταγο, άσε που ο κίνδυνος κατάδοσης μεγάλωνε.

Εκείνος ο αντισημιτισμός που φώλιαζε σε πολλές πολωνικές καρδιές έπαιρνε τεράστια ώθηση από τον κίνδυνο των αντιποίνων.

Και ήταν αυτό το γεγονός η βρώμικη παρενέργεια της σχεδιασμένα ύπουλης σκέψης  και δράσης των Γερμανών.

Αλλά και τι να τους έδιναν οι χωρικοί; Οι Γερμανοί τα είχαν σαρώσει όλα. το πλιάτσικο από τον περιούσιο, τον ανώτερο, τον πολιτισμένο λαό της Ευρώπης ήταν αδιανόητο.

-/-

Ο Σάμι και οι άλλοι δύο σιωνιστές φίλοι του ήταν δύσκολο έως αδύνατο να προσεγγίσουν τις Αριστερές εβραϊκές αντιστασιακές ομάδες ακριβώς λόγω των σιωνιστικών απόψεών τους. και στις Δεξιές/Εθνικιστικές Πολωνικές ομάδες δεν ήταν καθόλου καλοδεχούμενοι οι Εβραίοι!   

Ο Σάμι, ο Ιώβ και ο Δανιήλ έπρεπε να αποφασίσουν: είχε μπει η νέα χρονιά, το 1940, το κρύο ήταν ανυπόφορο, τα αποτελέσματα του αγώνα τους πενιχρά ή μάλλον ανύπαρκτα, πέρα από κάποια μικροσαμποτάζ σε κάτι ιππήλατα κάρα και σε μερικά ταλαιπωρημένα φορτηγά το πιο σπουδαίο κατόρθωμα τους ήταν η αρπαγή μιας μοτοσυκλέτας.

Αυτό που ήταν ορατό πλέον, ήταν ο κίνδυνος κατάδοσης της ομάδας -και ειδικά αυτών των τριών. Η ίδια η ομάδα ετοιμαζόταν να τους ¨δώσει¨!

Κατανόησαν και οι τρεις τους πως για να επιζήσουν έπρεπε να πάψουν να είναι παρτιζάνοι, γιατί στο παρτιζάνικο κίνημα υπήρχαν και αυτοί που περίμεναν να ¨πιάσουν την καλή¨, οι εκβιαστές και οι καταδότες!

Η ομάδα πιεζόμενη από το κρύο, την πείνα και τους Γερμανούς έφτασε στην περιοχή του υψιπέδου Κρακοβίας-Τσεστοχόβα, μια περιοχή με αρκετό ανάγλυφο, όπου μπορούσαν να κρύβονται και να κοιμούνται υποφερτά –τουλάχιστον προφυλαγμένοι από το χιόνι και τον παγετό- μέσα στις σπηλιές και στα καστροερείπια.

Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο Σάμι. Μαζί με τους άλλους δύο θα ¨κατέβαιναν¨  μέσω του Ολκούς στην περιοχή του Κατοβίτσε όπου είχαν πολλούς φίλους εκεί και θα ενσωματώνονταν στον εβραϊκό πληθυσμό.

Κι εδώ ήταν το παράδοξο του σχεδίου του Σάμι: «Αδέρφια δεν θα πάμε να κρυφτούμε, αλλά θα πάμε για να μας ¨πιάσουν¨ οι Γερμανοί, να μας μετρήσουν μαζί με τους υπόλοιπους».

Ο Δανιήλ απόρησε, «Μα τι λες Σάμι; Αυτοί θα μας σκοτώσουν,  όταν μάθουν πως ήμασταν παρτιζάνοι». 

Ο Σάμι τους εξήγησε το σκεπτικό του: «Οι Γερμανοί θεωρούν την Άνω Σιλεσία δική τους περιοχή, δίνουν μεγάλη σημασία στον εκγερμανισμό της και θέλουν να δημιουργήσουν τις απαραίτητες υποδομές».

«Ε, και;» ρώτησε ο Ιώβ, «εμείς πού κολλάμε;»

«Θέλουν φτηνά εργατικά χέρια, εκεί κολλάμε φίλε» απάντησε ο Σάμι.

«Είμαστε και οι τρεις νέοι και υγιείς, θα μας στείλουν σε καταναγκαστική εργασία»!

Ο Δανιήλ στο άκουσμα της καταναγκαστικής εργασίας λύγισε.

«Προτιμώ να πεθάνω από το κρύο και την πείνα παρά από την τεχνητή πείνα κα το ξύλο των Γερμανών» είπε σχεδόν κλαίγοντας.

«Δηλαδή πού θα δουλέψουμε;» ρώτησε ο Ιώβ.

«Οι Γερμανοί πήραν τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες των δικών μας» απάντησε ο Σάμι, «και τις ενέταξαν στον πολεμικό τους σχεδιασμό, φτιάχνουν ρούχα, καραβάνες, παπούτσια και άλλα πολλά για το στρατό τους. εκεί θα δουλέψουμε»!

Ο Ιώβ αντέδρασε έντονα: «Μα τι λες Σάμι, τρελάθηκες, να πάμε στο στόμα του λύκου και να δουλέψουμε για το στρατό τους;» φώναξε.

«Μη φωνάζεις, βλάκα» είπε ο Σάμι, «θα μας καταλάβουν οι άλλοι».

«Ναι, εκεί θα πάμε, έχουμε πολλές πιθανότητες να επιζήσουμε, πόσο θα τραβήξει τάχα ο πόλεμος;», είπε και γέλασε για να ελαφρύνει την ένταση.

«Εσύ αν θες μπορείς να πας να δουλέψεις στα χωράφια ή στους δρόμους μαζί με τον Δανιήλ. Εγώ θα προσπαθήσω να μπω σε ραφτάδικο».

«Και τι ξέρουμε από χωράφια και δρόμους εμείς;» αντέτεινε ο Ιώβ.

Ο Δανιήλ ήταν έμπορος κι ο ίδιος σπούδαζε Ιστορία στην Κρακοβία. η ερώτησή του ήταν πολύ λογική, αλλά τις ημέρες εκείνες δεν υπήρχε λογική, δεν μπορούσε κανείς να βασιστεί στη λογική των προπολεμικών καταστάσεων.

Αυτό του απάντησε ο Σάμι και έληξε τη συζήτηση.

Είχαν αποκοπεί πολλή ώρα από τους άλλους και δεν ήθελε να κινήσει τις υποψίες.

Τους είπε μόνο μια φράση: «Με το ¨ψέμα της εργασίας¨ ίσως επιζήσουμε αδέρφια».

«נפל הפור – ¨Φαλ Χα πορ¨»,  «Αποφασίστηκε, τελικά αποφασίστηκε», με άλλα λόγια  «Αlea jacta est  - Ο κύβος ερρίφθη» είπε ο φοιτητής ...

¨Πόσο θα τραβήξει ο πόλεμος¨, αυτή ήταν η αναπάντητη ερώτηση των καιρών, η απάντηση της οποίας εξαρτιόταν από το μυστήριο μυαλό του ανθρώπου στο Βερολίνο, εκείνου με το μισό μουστάκι. Ή μήπως όχι;

Κι εκείνοι οι Αγγλογάλλοι πού ήταν; Κοντά πέντε μήνες τώρα η Πολωνία στέναζε μονάχη της αν και η Δύση είχε κηρύξει τον πόλεμο στο Βερολίνο! Έτσι έλεγαν!

Ποιον πόλεμο αλήθεια;

Και πέρα στα ανατολικά ο ¨Ιβάν¨ όλο και καταβρόχθιζε κομμάτια πολωνικής γης!

Μήπως να τραβούσαν κατά κει; Αυτό ρώτησε σιγανά ο Ιώβ! Δεν πήρε απάντηση.

«Ομερτά», είπε ο Σάμι. Ο κώδικας της σιωπής πάντα έσωζε ζωές, «τσιμουδιά σε κανέναν για όσα λέμε μεταξύ μας!».


Ο Σάμι είχε γυναίκα και δυο παιδιά, οι άλλοι δυο ήταν ανύπαντροι, αυτός έπρεπε να σκέφτεται την οικογένεια. την οικογένεια που την παράτησε για να μην τον πιάσουν οι Γερμανοί και τώρα ο ίδιος σχεδίαζε να πάει στην ¨αγκαλιά¨ τους.

Τρελαινόταν με αυτή τη σύγκριση, θεωρούσε προδοσία αυτό που είχε κάνει, ήταν ασυγχώρητος, έπρεπε να κάνει τα πάντα για να βρει τους ανθρώπους του.

Τα πάντα;  Ε, ναι! Και αυτό είχε αποφασίσει, να ¨παραδοθεί¨ στον εχθρό!

Μα οι άλλοι δύο τι του έφταιξαν, γιατί τους έπαιρνε μαζί του, είχε την ¨εξουσία¨ να το κάνει ή έπρεπε να τους εξηγήσει τα ¨γιατί¨ και τα ¨πρέπει¨ της δικής του απόφασης;

Για άλλη μια φορά ο Σάμι ήταν μπερδεμένος.

Η ομάδα ανίχνευε, με σκοπό τα σαμποτάζ και την ανεύρεση οπλισμού και τροφής, την περιοχή της Ζαβιέρτσι όπου υπήρχε μεγάλη γερμανική παρουσία και η ομώνυμη πόλη  είχε 40.000 κατοίκους, οπότε προσέφερε αρκετές δυνατότητες αντιστασιακών ενεργειών και κάλυψης μέσα στην πόλη.

Με μια αναλογία του 15% οι Εβραίοι της Ζαβιέρτσι αριθμούσαν περί τα 6.000 άτομα. Με εντολή των Γερμανών η εβραϊκή κοινότητα είχε αποκτήσει νέο Συμβούλιο –Judenrat- πλήρως ελεγχόμενο από αυτούς, αλλά για τον Σάμι και τους δυο φίλους του αυτό στάθηκε καλό. 

Από το πρώτο δεκαήμερο  του Ιανουαρίου του 1940 το Συμβούλιο λειτούργησε συσσίτιο το οποίο παρείχε τροφή στο 40% των μελών της εβραϊκής κοινότητας, αφού μετά τις ¨απαλλοτριώσεις¨ των περιουσιών τους οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν –όπως όλοι οι Εβραίοι της Άνω Σιλεσίας και όχι μόνο- να μην έχουν στον ήλιο μοίρα.

Εκ των πραγμάτων η Ζαβιέρτσι έδειχνε να είναι το κομβικό σημείο για την παρτιζάνικη ομάδα του Σάμι.

Εδώ οι καταδότες θα μπορούσαν άνετα κι εύκολα να ¨δώσουν¨ τους τρεις Εβραίους στους γερμανούς και να εισπράξουν το παραδάκι χωρίς να πάρει χαμπάρι κανείς άλλος από τους υπόλοιπούς τι έγινε.

 Ένας τυχαίος έλεγχος και αυτό ήταν …

Εδώ οι τρεις Εβραίοι της ομάδας θα είχαν την ευκαιρία να αποκοπούν από την ομάδα, να κρυφτούν για λίγο στην πολυπληθή κοινότητα και μετά να τραβήξουν κατά που ήθελε ο καθένας τους.

Οι Γερμανοί είχαν δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για αυτό, αφού είχαν αποκόψει τις επαφές των Εβραίων με τους υπόλοιπους Πολωνούς  και θα ήταν ευκολότερο τρεις άνθρωποι να  ενσωματωθούν για λίγο στους έξι χιλιάδες και να τραφούν μέσω του συσσιτίου.

Επιπλέον στην πόλη είχαν δημιουργηθεί κιόλας οι αρχικοί πυρήνες μιας αντιναζιστικής οργάνωσης νέων, που συνεργαζόταν με την τοπική σιωνιστική ομάδα των Σοσιαλιστών Εβραίων της πόλης, με κύριο μέλημα τον εφοδιασμό των Εβραίων με πλαστά έγγραφα.[1]

Ο Σάμι δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά, γνώριζε μόνο για τη μεγάλη εβραϊκή κοινότητα της πόλης και τους σιωνιστές της , «Οι οποίοι πολιτικά δεν τους ταίριαζαν και πολύ»  όπως είπε στον Ιώβ και το Δανιήλ.

Αλλά αμέσως συμπλήρωσε τη φράση του λέγοντας: «Όμως εδώ θα το σκάσουμε από την ομάδα. Εσύ Ιώβ μάθε πόσες ημέρες σκοπεύει ο Φέλιξ να μείνουμε. Εσύ Δανιήλ να έχεις το νου σου στον Μίσα και τον Κότσακ, όταν δεις πως λείπουν για πολύ ώρα να μου το πεις».

Για άλλη μια φορά ο Σάμι δεν τους ρώτησε τι θέλουν αυτοί να γίνει, τι σκέφτονται, αν συμφωνούν μαζί του.

Και οι δύο τους δεν είπαν τίποτα για αυτό.

Ο Ιώβ εκτέλεσε την αποστολή του άμεσα και την επόμενη ημέρα έμαθε ότι: «Ο Φέλιξ σκέφτεται να μείνουμε για αρκετές ημέρες στην περιοχή. ίσως διαλύσει και την ομάδα, αν βρουν δουλειά  στο εργοστάσιο της Αεροπορίας ή στο σιδεράδικο».

Ο Σάμι τον ρώτησε «Τι εργοστάσιο ήταν αυτό».

«Δεν έμαθα πολλά, γιατί δε ρώτησα» απάντησε ο Ιώβ.

Αλλά ο Δανιήλ έφερε μια άλλη πληροφορία συμπληρωματική.

«Ο Φέλιξ σκέφτεται να δημιουργήσει μια αστική αντιστασιακή ομάδα, τα μέλη της οποίας θα εργάζονται την ημέρα και θα δρουν συνωμοτικά τις βραδινές ώρες».

Ήταν φανερό πλέον πως η κατάδοσή τους ήταν θέμα ημερών αν όχι και ωρών.

Έπρεπε να δράσουν τώρα!

 Και για πρώτη φορά ο Σάμι τους ρώτησε ευθέως.

«Τι λέτε, θα έρθετε μαζί μου, εγώ αύριο τα βράδυ θα φύγω»!

Τον κοίταξαν και του θύμισαν την απόφασή τους.

Ο Σάμι τους έδωσε την ευκαιρία να αλλάξουν, εάν το επιθυμούσαν, την απόφαση τους και να απαγκιστρωθούν από αυτόν.

 «Εγώ έχω οικογένεια και θα την ψάξω, γι αυτό φεύγω. Αύριο το σούρουπο θα κρυφτώ στην Παλαιά Αγορά. Εσείς γιατί θέλετε να ακολουθήσετε;».

«Γιατί δε μπορούμε να κρυφτούμε πλέον πουθενά» είπε ο Ιώβ.

«Γιατί θέλω να πεθάνω μαζί με το Λαό μας και όχι μόνος με μια σφαίρα στο σβέρκο» είπε ο Δανιήλ

Η φράση του Δανιήλ τους έκανε να κλάψουν βουβά, τους έκαψε τα στήθη, αλλά δεν τους λύγισε!

«Γιατί πρέπει να πεθάνουμε;» ρώτησε ο Ιώβ, χωρίς να περιμένει απάντηση.

«Γιατί είμαστε υπάνθρωποι, παράσιτα, στόματα που πρέπει να πάψουν να τρώνε για να τρώνε πιο πολύ οι Γερμανοί» απάντησε ο Σάμι.

Μα ο Δανιήλ τους άφησε άναυδους, έκλεισε την κουβέντα με μια περίεργη φράση.

« Γιατί οι ζωές μας είναι ανάξιες να τις ζήσουμε»!


 

Είχε έρθει ο Φλεβάρης του 1940 και οι άντρες της οικογένειας, όπως οι περισσότεροι στην περιοχή ήταν άφαντοι. Οι γυναίκες της οικογένειας Χορόβιτς άκουγαν κάτι παράξενα λόγια για τάφους, για ομαδικούς τάφους. άκουγαν ότι ο Ματθίας ήταν θαμμένος μαζί με πολλούς άλλους σε έναν από αυτούς τους τάφους στην όχθη του ποταμιού. άκουγαν για σκυλιά που κουβαλούσαν ανθρώπινα μέλη και έβλεπαν την κακία στα μάτια πολλών συνανθρώπων τους, που παλιά τους λογάριαζαν φίλους.

Τότε έφτασαν στην Ακτή κακά μαντάτα και πάλι από το Λοτζ. Οι Γερμανοί άρχισαν να χωρίζουν την πόλη με συρματόπλεγμα και μάντρες και να μαζεύουν τους Εβραίους στην χειρότερη γειτονιά. σε 30.000 σπίτια χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς εγκαταστάσεις υγιεινής, χωρίς ιατρική φροντίδα και φάρμακα, χωρίς ήλιο αλλά με πολύ υγρασία και βρόμα και πάνω από όλα χωρίς τροφή ή για την ακρίβεια με ελάχιστη τροφή!

Οι δυο γυναίκες πάγωσαν, πώς να πιστέψουν τέτοια απανθρωπιά; «Δεν ήταν δυνατό»  είπε η Ταβιθά και η πεθερά της έγνεψε καταφατικά για να την ηρεμήσει, θυμόταν πάντα εκείνα τα πογκρόμ.

Μα την είδηση την έφερε ένα αξιόπιστο άτομο, ο Λούκας ο αδερφός της Ταβιθά, ένα ατρόμητο παλληκάρι που κυκλοφορούσε με πλαστή ταυτότητα, αν και είχε το ¨προνόμιο¨ να μην ξεχωρίζει από τους Άριους κατακτητές της Πολωνίας.

Ο Λούκας ήταν μέλος μιας αντιστασιακής εβραϊκής ομάδας, της Bund, τα μέλη της οποίας είχαν μαρξιστικές ιδέες και δεν πίστευαν στην εποίκιση της Παλαιστίνης. για αυτό ο Λούκας ήταν σε μεγάλη κόντρα με το γαμπρό του τον Σάμι.

Ο Λούκας ερχόταν από το Βρόστλαβ ταξιδεύοντας προς την Κρακοβία και το Λούμπλιν, από όπου τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά για το λαό του.

Κάτι συνέβαινε εκεί πέρα, αλλά τι; Δεν ήξεραν λεπτομέρειες και ο Λούκας ήταν ο εντεταλμένος κατάσκοπος της Bund για να συλλέξει πληροφορίες.

¨Μετακινήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων¨ ήταν η απάντηση στο ερώτημα των ανθρώπων της Bund.

Μετακινήσεις πάνω στο πλάνο το οποίο είχαν σχεδιάσει και υλοποιούσαν οι Γερμανοί, αυτό δεν το ήξεραν στη Bund και το έμαθαν πολύ αργά.

Κοντά στις 200.000 Πολωνοί Εβραίοι μέσα σε έξι μήνες είχαν ξεριζωθεί κυρίως από τη Δυτική Πολωνία, που είχε ενσωματωθεί στο Ράιχ, και είχαν μεταφερθεί στην περιοχή του Λούμπλιν.

 Οι ξεριζωμένοι χάνονταν ξαφνικά από τα σπίτια τους, μεταφέρονταν  και αφήνονταν στις παγωμένες εσχατιές της Ανατολικής Πολωνίας να επιζήσουν ¨στο πουθενά με το τίποτα¨.  Εκεί στο πουθενά, στο Nisko, ο Άντολφ Άιχμαν δημιούργησε ένα στρατόπεδο διέλευσης. Παντού στρατόπεδα.

Ταυτόχρονα εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες νέα Άρια πρόσωπα εμφανίζονταν εκεί που οι χιλιάδες Εβραίοι εξαφανίζονταν.

Ήταν οι Volksdeutsche από τις Κάτω Χώρες και μαζί τους οι Γερμανοί του παλιού Ράιχ που θα εποικούσαν τις περιοχές που άδειαζαν από τους Εβραίους και όχι μόνο.

Προορίζονταν να γίνουν οι αφέντες της περιοχής.

Ήταν αυτοί που έπαιρναν τις επιχειρήσεις και τα σπίτια  των εξαφανισμένων Εβραίων καθώς και τα κτήματα των Πολωνών αγροτών που αυτόματα υποβιβάζονταν σε δούλους, σε υπηρέτες των νέων αφεντάδων.

Έφτασαν και στην Ακτή τρεις οικογένειες από την Ολλανδία και ήταν όλο έπαρση.

Ζήτησαν και πήραν αμέσως τα καλύτερα σπίτια, τα πλέον εύφορα κτήματα και φυσικά τα παραγωγικότερα ζώα.

«Άλλοι άνθρωποι» έλεγαν μεταξύ τους οι πεινασμένοι κάτοικοι της Ακτής και συνέχιζαν «πιστεύαμε πως χειρότεροι όλων ήταν οι Γερμανοί του Ράιχ, αλλά κάναμε λάθος».

Δεν ήξεραν πως σε ελάχιστους μήνες θα αντίκριζαν ακόμα χειρότερους αποίκους δίπλα τους, να τους κλέβουν ακόμα και το ελάχιστο ψωμί τους.

  Το  μωρό, ο Ιακώβ,  μεγάλωνε αργά είναι αλήθεια, αν και η Ταβιθά το θήλαζε ακόμα με το λιγοστό της αραιωμένο γάλα.

 Ήταν μια παράξενη κατάσταση: η μητέρα ή το παιδί, ένα από τα δύο άτομα θα λιμοκτονούσε πρώτο και αν ήταν η Ταβιθά πρώτη θα ¨έπαιρνε¨ μαζί της και τον Ιάκωβο. Αν ήταν ο μικρός το πρώτο θύμα η Ταβιθά θα είχε ένα νέο αβάσταχτο πόνο να βιώσει.

Μοιραίες καταστάσεις … 


 

Το βράδυ της 20ης Μαρτίου, ημέρα Τετάρτη, τρεις σκιές τρύπωσαν σε ένα παλιόσπιτο στην περιοχή της Παλαιάς Αγοράς στη Ζαβιέρτσι.

Το ίδιο βράδυ Πολωνοί αστυνομικοί  βγήκαν σεργιάνι στα νότια της πόλης, στο δάσος της Μαρκοβίζνα, εκεί κοντά στα λημέρια της παρτιζάνικης ομάδας.

«Δε βρήκαμε τίποτα»  είπαν, όταν γύρισαν στη βάση τους.

Οι καταδότες και ο επικεφαλής των αστυνομικών έβριζαν θεούς και δαίμονες και ορκίστηκαν να τους βρουν «Τους λιγδιασμένους μπάσταρδους» και να τους «κρεμάσουν στην πλατεία» όπως ούρλιαζε ο Φέλιξ.

Οι τρεις ¨δραπέτες σύντροφοι¨ είχαν την τύχη με το μέρος τους.

Στην πρώτη πόρτα που κτύπησαν έπεσαν πάνω σε μια παρέα από την ομάδα των νεαρών που ετοίμαζαν την αντίσταση στους Γερμανούς και είχαν επαφή με τους σιωνιστές της περιοχής.

Μετά τους πρώτους εκατέρωθεν φόβους  και δυσπιστίες έγιναν οι συστάσεις, βρεθήκαν κοινές γνωριμίες και ξεκίνησαν οι πρώτες κουβέντες για τα επόμενα.

Ο Ιώβ έμαθε πως στη Σοσνόβιεκ  οι Γερμανοί παραχώρησαν ένα λαχανόκηπο -τη  ¨Farma¨ όπως την έλεγαν- στους Σιωνιστές και εκδήλωσε μεγάλο ενδιαφέρον να βρεθεί και να δουλέψει εκεί.

Ο Δανιήλ δεν ήθελε να λάβει μέρος στην αντίσταση, «Προτιμώ» είπε «να είμαι μαζί με το λαό μου στα κοινά βάσανα και στον επερχόμενο θάνατο».

 Όλοι πάγωσαν με την αλήθεια που έβγαζαν τα λόγια του!

Ο Σάμι ζήτησε επαφή με τους σιωνιστές και πλαστά χαρτιά –ως Εβραίος- για να μείνει στην περιοχή: «Θέλω να ψάξω τους δικούς μου» είπε κι έβαλε τα κλάματα.

Οι μέχρι πριν λίγο άγνωστοι του δεν μπορούσαν να καταλάβουν το κλάμα του.

«Τι συμβαίνει, αδερφέ, γιατί τόση συγκίνηση;» τον ρώτησαν. 

Ανάλαβε ο Ιώβ να τους πει δυο λόγια για την ¨ιστορία¨ του Σάμι.

Στα επόμενα δέκα λεπτά ακούστηκαν ένα σωρό ιστορίες παρόμοιες με αυτή του Σάμι, σχεδόν όλοι είχαν και από ένα άτομο στην οικογένεια που το είχε σκάσει από τους Γερμανούς, αφήνοντας πίσω τους δικούς του.



[1]   Η σιωνιστική ομάδα ήταν η Hashomer Hatzair που είχε ιδρυθεί το 1913 στην Αυστροουγ-γαρία. Μετά το 1939 τα μέλη του κινήματος επικεντρώθηκαν στη δημιουργία αντιστα-σιακών ομάδων ενάντια στους ναζί. Ο Μορντεχάι Ανιέλεβιτς, ο ηγέτης της ZOB της ομά-δας που αντιστάθηκε στους Γερμανούς μέσα στο γκέτο της Βαρσοβίας, βρέθηκε το 1942 στη Ζαβιέρτσι και οργάνωσε εβραϊκή αντιστασιακή ομάδα με πολλαπλά καθήκοντα.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: