Η φωτιά έτριξε και σπίθες κόκκινες γέμισαν τον αέρα, καθώς ο γέρος συδαύλισε τα κάρβουνα και έριξε το τελευταίο κούτσουρο στο τζάκι. Έξω το σούρουπο άπλωνε γοργά την παγερή του μουντάδα, αν και η ασπράδα του χιονιού πάλευε να παρατείνει την ψευδαίσθηση πως η μέρα κρατούσε ακόμα.
Γύρω στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, στρωμένο, καθώς το ’χαν παράδοση, όλη την ημέρα, βούιζε χαρούμενα στην αγκαλιά της γιορτινής ζεστασιάς η οικογένεια. Και τί οικογένεια! Τριάντα τόσες ψυχές, από παππούδες μέχρι δισέγγονα, συγκεντρώθηκαν σήμερα για να γιορτάσουνε μαζί.
Ο ογδοντάχρονος γέρος, με τα μαλλιά του κάτασπρα σαν χιόνι, έβλεπε παλιά και νιόφυτα βλαστάρια γύρω του κι αναγάλλιαζε. Η ματιά του πλανιόταν ως το καντήλι που σιγόκαιγε στη γωνιά και κάθε τόσο τα φυλλοκάρδια του πάλλονταν.
- «Δόξα εν υψίστοις Θεώ…», ψιθύριζε σαν τους αγγέλους. Η αγάπη σου απέραντη, Κύριε!... Πλούσια τα ελέη σου!...
Ένα δεκαοχτάχρονο παλληκάρι, εγγονός του, ετοιμάστηκε να φέρει απ’ έξω ξύλα για τη φωτιά. Περνώντας δίπλα του κοντοστάθηκε χαμογελώντας, καθώς τον είδε να κουνάει τα χείλη του χωρίς να μιλάει. Ήξερε τον παππού του καλά. Είπε να τον πειράξει.
- Τί κουβεντιάζεις πάλι εκεί μονάχος σου, παππού;
Ο γέρος τον κοίταξε με πρόσχαρη διάθεση.
- Για την αγάπη του λέω. Τί άλλο να ’πω;
- Θα ’θελα τότε να τον ρωτήσεις κάτι, συνέχισε πειραχτικά ο εγγονός. Αφού, κατά πως λες, μας αγαπάει τόσο, γιατί μας τιμωρεί σκληρά, αν κάνουμε και φύγουμε λιγάκι από τον νόμο του;
Ο γέρος στη στιγμή σοβάρεψε.
- Άκουσα να το λέει κάποιος αυτό, πως ο Θεός γνωρίζει μόνο να τιμωρεί. Έτσι νομίζεις κι εσύ; Άντε λοιπόν, τέλειωνε με τα ξύλα σου κι έλα κατόπι να τα πούμε.
Ο νεαρός άντρας τυλίχτηκε καλά, κατέβασε μέχρι τ’ αυτιά το γούνινο σκούφο του και βγήκε. Το κρύο ήταν τσουχτερό, μα δε θ’ αργούσε. Προχώρησε κάτω απ’ το υπόστεγο ως την ψηλή μάντρα, όπου ήταν αποθηκευμένα τα ξύλα. Γέμισε τρεις φορές το καροτσάκι του και τ’ άδειασε κοντά στην πόρτα τους. Μα σαν το ακούμπησε στη θέση του και γύρισε να μπει στο σπίτι, του φάνηκε πως κάτι άκουσε. Σαν πνιγμένος λυγμός ένας θόρυβος ανακατεύτηκε με το βούισμα του ανέμου.
Παραξενεμένος έστησε αυτί ν’ ακούσει καλύτερα. Έφερε προσεκτικά το βλέμμα του ένα γύρο. Ψηλός περίβολος έκλεινε προστατευτικά το τεράστιο υποστατικό. Εκεί φιλοξενούνταν η μεγάλη τους οικογένεια τον χειμώνα, όταν το φοβερό κρύο τούς έδιωχνε απ’ τα ψηλά τους βουνά. Τούφες γκρίζου καπνού πετάγονταν στον ουρανό ακούραστα από τις καμινάδες. Ο παγωμένος αέρας ανάδευε κάθε λίγο σύννεφα χιονιού στη μεγάλη κοιλάδα μπροστά του. Ησυχία παντού.
Έκαμε να γυρίσει, όταν και πάλι σαν παράξενο βογγητό έφτασε κάτι στ’ αυτιά του. Ταυτόχρονα στην κοντινότερη συστάδα δέντρων ένας σκοτεινός όγκος κινήθηκε. Υποψιάστηκε αγρίμι. Και δεν έπεσε έξω. Έτρεξε αστραπιαία στην αποθήκη κι άρπαξε ένα όπλο. Βλέποντας πως το αγρίμι άρχισε κιόλας να ξεμακραίνει, έλυσε απ’ τον στάβλο ένα άλογο και χύθηκε στο κατόπι του. Στο θαμπό λυκόφως ξεχώρισε κόκκινες κηλίδες στο χιόνι. Το αγρίμι ήταν πληγωμένο. Νιώθοντας τον κίνδυνο γρύλιζε όλο και απειλητικότερα. Βιαζόταν να χωθεί στο μεγάλο δάσος.
Ο νεαρός άντρας όρμησε ξοπίσω του χωρίς δισταγμό. Του φάνηκε εύκολη υπόθεση. Και μοναδική ευκαιρία να δείξει την αξία του.
Στο μεγάλο δάσος, που απλωνόταν πέρα απ’ την κοιλάδα και χανόταν στον ορίζοντα πάνω από κατάλευκους λόφους, ήταν κανόνας απαράβατος να κυνηγούν μόνο οι έμπειροι άνδρες της οικογένειας. Αλλά και αυτοί πάντα ομαδικά και ποτέ τη νύχτα.
Στον δεκαοχτάχρονο δεν επιτρεπόταν να συμμετέχει σ’ αυτές τις επιχειρήσεις. Δεν ήταν ακόμα εκπαιδευμένος για τέτοια. Μπορούσε μόνο να περιπολεί με τους συνομηλίκους του στην ανοιχτή κοιλάδα. Το μεγάλο δάσος ήταν απαγορευμένος καρπός γι’ αυτούς. Η οικογενειακή τους κοινότητα στηριζόταν σε νόμους. Κανόνες άγραφους, από παράδοση, μα αυστηρούς και απόλυτους. Χάρη σ’ αυτούς η τεράστια οικογένεια επιβίωνε από γενιά σε γενιά με ασφάλεια και λειτουργούσε χωρίς προβλήματα. Και οι μεγάλοι μάθαιναν στους μικρότερους σεβασμό στην παράδοση, μια και κάθε παράβαση συνεπαγόταν πάντα βαρειές συνέπειες.
Μα τώρα ο ενθουσιασμός τον συνεπήρε. Ούτε που σκέφτηκε κανόνες και συνέπειες. Σπιρούνισε τ’ άλογο να τρέξει και χαμήλωσε το κορμί του στη σέλλα. Ήθελε να προλάβει στον ανοιχτό χώρο το αγρίμι. Μα το φως λιγόστευε συνεχώς. Το άλογό του βούλιαζε κάθε λίγο στο πυκνό χιόνι και δυσκολευόταν να τρέξει. Το πληγωμένο αγρίμι κατάφερε επιτέλους να φτάσει στους λόφους και χάθηκε στο πυκνό δάσος.
Ο νεαρός άνδρας δίστασε, αλλά για μια μονάχα στιγμή. Το αίμα του έβραζε. Δεν θ’ άφηνε την ευκαιρία του να χαθεί. Ήταν αυτό που τόσο ζήλευε και πάντα λαχταρούσε. Έπαιρνε μεγάλο ρίσκο, μα ήθελε να δείξει πως ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Ποιός δεν θ’ αναγνώριζε μετά την αξία του; Θα ’μπαινε επιτέλους στην ομάδα των μεγάλων κυνηγών της οικογένειας. Έκρινε πως ήρθε η ώρα να γευτεί τον απαγορευμένο καρπό.
Το δάσος, χιονισμένο και απέραντο, φάνταζε φοβερό. Η νύχτα είχε πέσει. Τα πανύψηλα δέντρα λιγόστευαν απελπιστικά το ελάχιστο φως. Προχώρησε προσεκτικά με οδηγό τα γρυλίσματα, που γίνονταν όλο και πιο αδύναμα, πιο αραιά. Μα η ώρα περνούσε, χωρίς να φτάνει στον στόχο του. Το εγχείρημά του γινόταν περίπλοκο.
Το άλογο με δυσκολία άνοιγε τον δρόμο του στον αφιλόξενο, παγερό, σχεδόν άβατο τόπο. Τα πράγματα δεν ήταν όσο απλά του φάνηκαν στην αρχή. Δεν ήξερε ούτε πόσο είχε προχωρήσει, ούτε πού βρισκόταν. Το δάσος γινόταν τόσο πυκνό, που δεν υπήρχε σημείο αναφοράς για υπολογισμούς. Σιγά-σιγά η αρχική του σιγουριά τον εγκατέλειπε. Ένας φόβος, που όλο και μεγάλωνε, πήρε να ξεσηκώνεται στην καρδιά του.
Στάθηκε δίβουλος. Να τραβήξει μπρος ή να γυρίσει πίσω; Σκεφτόταν τώρα τις συνέπειες. Πως θα αιτιολογούσε την πράξη του; Ήξερε τη θρησκευτική προσήλωση της οικογένειας στους κανόνες της. Υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα στην τήρησή τους. Και το ’χε πια σίγουρο πως τώρα τον περίμενε βαρειά τιμωρία για το τόλμημά του.
Μα πάνω που πάσχιζε τί να διαλέξει, το γρύλισμα ακούστηκε πολύ κοντά. Και μια σκια κινήθηκε μες στα κλαδιά. Αυτό ήταν! Αναθάρρησε. Ένα βήμα μονάχα τον χώριζε από τον στόχο του. Άγγιζε πια το όνειρό του.
Σήκωσε το όπλο να σημαδέψει, όταν απρόσμενα και άλλο γρύλισμα τον ξάφνιασε από δεξιά… και άλλο ξοπίσω του… κι αριστερά και μπρος και γύρω του…, παντού. Και μονομιάς, ένα σωρό σκιές ξεπήδησαν απ’ το σκοτάδι, τρομαχτικά φαντάσματα, της νύχτας πλάσματα φριχτά. Αλλοίμονο! Το πληγωμένο αγρίμι τον παγίδεψε καλά. Του ’παιξε το πιο άσχημο παιχνίδι της ζωής του. Τον έριξε βορά στα πεινασμένα στόματα ολόκληρης αγέλης.
Μονάχα μια στιγμή χρειάστηκε η αίσθησή του, για να περάσει απ’ τη θριαμβική της ευφορία στην έσχατη απελπισία. Τα πάντα έγιναν αστραπιαία. Ξετρελλαμένο απ’ την τρομάρα το άλογό του τινάχτηκε ψηλά στα πίσω πόδια. Τον έριξε μεμιάς στο χιονισμένο έδαφος κι αφηνιασμένο άρχισε να τρέχει στα τυφλά. Το δάχτυλό του σκάλωσε στη σκανδάλη καθώς έπεφτε και ασυναίσθητα, μηχανικά, πάνω στο ξάφνιασμά του την πίεσε. Το όπλο βρόντηξε εκκωφαντικά μες στη νυχτιά, μα με την πτώση τού ’φυγε απ’ τα χέρια του. Τ’ αγρίμια σάστισαν απ’ τη βαρειά εκπυρσοκρότηση για μια στιγμή, που ωστόσο του ήταν αρκετή για ν’ αρπαχτεί απ’ το κοντινότερο κλαδί και να ανεβεί γοργά όσο ψηλότερα μπορούσε. Καιρός ήταν! Τ’ αγρίμια ξαναχύμηξαν αμέσως και μ’ άγριους βρυχηθμούς τον περιζώσαν.
Στο εξής η ώρα κύλισε αργά και βασανιστικά. Η παγωνιά χωνότανε παντού και τον τρυπούσε. Η ακινησία μούδιαζε το σώμα του. Κινδύνευε να πέσει. Με δυσκολία αφάνταστη τα ξυλιασμένα χέρια του γαντζώνανε το δέντρο. Μα πιο πολύ τον παίδευαν οι ενοχές του. Πως το ’χε μετανοιώσει, Θε μου! Τί αποκοτιά ήταν κι αυτή; Πώς φέρθηκε πια τόσο επιπόλαια; Και τώρα; Τί τον περίμενε; Ο θάνατος; Πολύ πιθανό. Μα κι αν σωζόταν παρ’ ελπίδα, πώς θα δικαιολογούσε την ανοησία του; Δεν ήταν καθόλου πια περήφανος για τον εαυτό του.
Ένα κυνηγετικό βούκινο μακριά στην κοιλάδα έσκισε με τον βαθύ του ήχο τη θανατερή σιγαλιά. Η καρδιά του σκίρτησε. Τον έψαχναν! Οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν. Έφερε το χέρι στη ζώνη του αναζητώντας το δικό του βούκινο για ν’ απαντήσει. Μα δεν είχε μαζί του κυνηγετικό εξοπλισμό.
Πέρασε έτσι πολλή ακόμα ώρα μέχρι να τον εντοπίσει η ομάδα διάσωσης, που έσπευσε να τον αναζητήσει αμέσως μόλις έγινε αντιληπτή η εξαφάνισή του. Τα σκυλιά και οι πυροβολισμοί σκόρπισαν τα θηρία. Στο έσχατο όριο της αντοχής του ο νεαρός, βρισκόταν επιτέλους ξανά στη ζεστή αγκαλιά της οικογένειας.
Με δάκρυα κι αλαλαγμούς χαράς, βαθιά συγκλονισμένοι απ’ το απρόσμενο συμβάν, έπεσαν όλοι πάνω του, όταν το έλκηθρο που τον μετέφερε σταμάτησε στην πόρτα τους. Κι όταν με μάτια υγρά και λαμπερά τον σήκωσαν στα χέρια τους, ένιωσε στον παράδεισο πως έμπαινε, όχι στο σπίτι του.
Η γλυκειά θαλπωρή της χριστουγεννιάτικης εστίας και τ’ αγαπημένα του πρόσωπα, γελαστά και πάλι μετά την αναστάτωση, έσβησαν σαν όνειρο κακό σιγά-σιγά τη θύμηση της φοβερής του περιπέτειας…
- Θα μπορέσετε άραγε ποτέ να με συγχωρέσετε; είπε σαν ένιωσε καλύτερα. Πόσο άσχημα αισθάνομαι για ό,τι έκαμα! Όποια κι αν είναι η τιμωρία μου, είμαι έτοιμος να τη δεχτώ.
Ο παππούς τον κοίταξε καλοκάγαθα, όπως πάντα.
- Ποιος μίλησε για τιμωρία;
- Μα δεν έχει βαρειές συνέπειες η παράβαση των νόμων μας; Αυτό δεν μας μαθαίνετε;
- Βαρειές συνέπειες έχει αναμφίβολα, μα δεν τις επιβάλλουμε εμείς. Η τιμωρία σου είναι αυτά που ήδη πέρασες. Δε σου ‘φτασαν; Κι άλλο ζητάς ακόμα; Σε άγγιξε σχεδόν ο θάνατος απ’ τα θηρία και την παγωνιά! Αλλά μόνο και μόνο επειδή θέλησες να φύγεις απ’ την ασφάλεια και τη ζεστασιά του σπιτιού μας. Αυτοκαταδικάστηκες! Όσα εσύ επέβαλες στον εαυτό σου, η φυσική και μόνο συνέπεια της πράξης σου, αυτό είναι η τιμωρία σου. Όχι κάτι που θα επιβάλουμε εκ των υστέρων εμείς.
- Δηλαδή, παππού, …δεν θα με τιμωρήσετε;
- Όχι βέβαια, παιδί μου! Δεν έχουμε έγνοια ν’ αποκαταστήσουμε την τάξη νομικά για ικανοποίηση δική μας, να τιμωρήσουμε την παράβαση για να βγάλουμε το άχτι μας. Μας νοιάζει μόνο ν’ αποκατασταθείς εσύ, σώος και ακέραιος στην οικογένειά μας. Δεν μας περισσεύεις, ας είμαστε πολλοί. Δεν σ’ αγαπάμε λιγότερο από κανέναν άλλον εδώ μέσα και μας είσαι ιδιαίτερα πολύτιμος για να σε χάσουμε.
Και με τα λόγια αυτά ο αγαθός γέροντας έσκυψε κι αγκάλιασε τρυφερά το νεαρό βλαστάρι του σπιτιού του, φιλώντας το στοργικά. Ένα κύμα έπνιξε την καρδιά του αγοριού, γέμισε δάκρυα ζεστά τα μάτια του πριν προλάβει να τα συγκρατήσει.
- Είναι αυτό η απάντηση και για ‘κείνο που σε ρώτησα πριν φύγω, παππού; ψέλλισε με φωνή που κοβόταν απ’ τη συγκίνηση.
- Ακριβώς, αγαπημένο μου παιδί! Είπες, πώς γίνεται να αγαπάει ο Θεός και ταυτόχρονα να τιμωρεί; Μα ο Θεός μόνο αγαπάει, γιέ μου! Ποιός λέει πως το μόνο που ξέρει είναι να τιμωρεί; Όποιος τον αγνοεί μονάχα. Οι διαστρεβλωτές της εικόνας του. Ο θάνατος, η κάθε τιμωρία, δεν είναι παρά η φυσική συνέπεια της αποξένωσής μας απ’ αυτόν, η τελική κατάληξη της αμαρτίας μας. Όχι ποινή που επιβάλλει ο Θεός από κάποια σαδιστική κι εκδικητική διάθεση για ικανοποίηση δική του.
Οι κουβέντες σταμάτησαν, τριγύρισαν όλοι τον λευκασμένο γέροντα. Εκείνος ήρεμα συνέχισε.
- Βλέπεις τον ήλιο; Λάμπει για όλους κι ακτινοβολεί. Αν όμως κάποιος κρύβεται από το φως του και παγώνει, τί φταίει ο ήλιος; Το ίδιο γίνεται με τον Θεό.
- Δηλαδή, παππού;
- Εκείνος είναι, γιέ μου, η μοναδική πηγή ζωής. Ακτινοβολεί αγάπη, ζεστασιά και φως για όλους. Και όποιος είναι μαζί του, ζει πραγματικά. Μα όποιος, ελεύθερα πάντα, φεύγει από κοντά του, στερείται τη ζωή αυτή. Φεύγοντας από τη ζεστασιά, παγώνει στο σκοτάδι και τελικά πεθαίνει. Έξω απ’ τη Σκέπη του ειν’ απροστάτευτος. Ευ-άλωτος σε κάθε κίνδυνο, πνευματικό και σωματικό. Τα πάντα μπορεί να του συμβούν, μα όχι επειδή τον τιμωρεί ο Θεός. Αλλά γιατί διαλέγει από μόνος του να μένει μακριά απ’ την προστασία του, ακάλυπτος στο οποιοδήποτε κακό, αφού εισέρχεται στην επικίνδυνη περιοχή που διαφεντεύει ο θάνατος.
- Όπως την έπαθα κι εγώ, παππού!
- Ακριβώς, παιδί μου! Μα όχι γιατί σε τιμωρήσαμε εμείς. Αλλά γιατί με το δικό σου θέλημα απομακρύνθηκες από την προστασία και τη θαλπωρή του σπιτιού σου. Ήταν επόμενο στη σκοτεινή κοιλάδα να σε κυκλώσουν η παγωνιά, ο πόνος και παραλίγο ο θάνατος.
- Κατάλαβα καλά, παππού! Αν κάποιος κρύβεται από το φως του ήλιου, παγώνει από δικό του φταίξιμο και μόνο, αν και ο ήλιος φωτίζει κι ακτινοβολεί τη ζεστασιά.
- Το ίδιο απαράλλαχτα συμβαίνει και με τον ήλιο της δικαιοσύνης. Ήρθε για μας! Γεννήθηκε ανάμεσά μας σήμερα, για ν’ ανατέλλει τις γλυκειές αχτίνες της αγάπης του χωρίς εξαίρεση σ’ όλη τη γη. Δεν είναι κρίμα να καταδικάζουμε στην παγωνιά τον εαυτό μας, διαλέγοντας εμείς με πείσμα τη σκιά;
… είπε ο παππούς και σώπασε…
Σκυφτοί, κρεμάμενοι μικροί-μεγάλοι από τα χείλη του με σέβας δέχονταν, αύρα λεπτή, τα λόγια του. Ανάερα βασίλεψε σιγή…
Μα σ’ όλων τις καρδιές και τις ματιές… ανταύγειες θείες έλαμψαν, …ευφρόσυνες, πανώριες, μυστικές!...
Χριστούγεννα 2011
Διαδίδω την «Αντιύλη»
Εκτυπώνω/προωθώ σε φιλικά μου e-mails
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου