«Είναι τόσο φυσικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς» ακούστηκε να λέει μια ασθενική γυναικεία φωνή από το βάθος του σπιτιού.
Μια γριούλα εμφανίστηκε και είπε στο Σάμι: «Σταμάτησε να κλαις, η μάνα σου σε θέλει ζωντανό»! Και η συζήτηση μαζί με το κλάμα σταμάτησαν εδώ.
Η εικόνα και τα λόγια της γριάς μάνας επιβλήθηκαν σε όλους.
Οι τρεις φίλοι κοιμήθηκαν μετά από καιρό ήσυχα και σχετικά ζεστά κουλουριασμένοι σε μια γωνιά του πίσω δωματίου. έπρεπε να κρύβονται, σίγουρα θα τους έψαχναν.
Την άλλη ημέρα το μαντάτο κυκλοφόρησε: «Γερμανοί και Πολωνοί αστυνομικοί ψάχνουν για τρεις Εβραίους παρτιζάνους» τους είπε ένας τσιλιαδόρος, «λένε πως οι Γερμανοί σκότωσαν τους υπόλοιπους της ομάδας».
Έτσι ήταν, αλλά και δεν ήταν.
Δε σκότωσαν τους δύο καταδότες, τους είχαν μαζί τους, σαν τα λαγωνικά, στις έρευνες που έκαναν για τρεις ημέρες στις εβραϊκές γειτονιές.
Ήταν οι μόνοι που γνώριζαν τα πρόσωπα των εξαφανισμένων,
Έπιασαν κι έδειραν αρκετούς για να μιλήσουν, αλλά δεν βρήκαν άκρη. ευτυχώς κανείς εκτός από τους ένοικους του σπιτιού δεν τους είχε δει εκείνο το βράδυ που βρέθηκαν στην συνοικία.
Μέσα σε 6.000 ταλαίπωρους ανθρώπους που όλοι τους έτειναν να μοιάζουν από τις κακουχίες άντε να βρεις τρεις ουσιαστικά άγνωστους, που σίγουρα θα είχαν αλλάξει όψη.
Και ήταν έτσι. Ο Σάμι και οι φίλοι του ξυρίστηκαν, κούρεψαν τα μαλλιά τους, άλλαξαν ρούχα και ο Ιώβ φόρεσε ψεύτικα γυαλιά μυωπίας.
Οι έρευνες δεν απέδωσαν και σταμάτησαν, αφού για τους Γερμανούς ήταν σίγουρο το τέλος όλων των Εβραίων. Τι τώρα τι μετά από ένα χρόνο! Ας ταλαιπωρούνταν, αφού ήθελαν να ζήσουν λίγο παραπάνω κρυμμένοι σαν τους λαγούς.
Στις 30 Μαρτίου οι Γερμανοί κρέμασαν τους δυο καταδότες στην πλατεία με μια ταμπέλα κρεμασμένη στο λαιμό τους, ¨Είμαι παρτιζάνος¨!
Κανείς πλέον δε γνώριζε για τους τρεις πρώην ¨συντρόφους¨ που ησύχασαν και περίμεναν τα χαρτιά τους. Κανείς πια δεν μπορούσε να τους αναγνωρίσει.
Στο μεταξύ οι τρεις τους δεν έμειναν άπραγοι.
Ο Δανιήλ γρήγορα βρήκε το πόστο του. Ως έμπορος που ήταν τοποθετήθηκε στην αποθήκη του συσσιτίου και τα πήγε πολύ καλά μέχρι τις 16 Ιουνίου του 1943, όταν όντας άρρωστος από τύφο ¨επιλέχτηκε¨ για το ταξίδι στο Άουσβιτς.
Ο Σάμι περιμένοντας τα χαρτιά του βοήθησε με την τέχνη του. Έφτιαξε παλτά και σκούφους για τα μικρά παιδιά στο ορφανοτροφείο, μαντάρισε εκατοντάδες κουρελιασμένα ρούχα και γέμισε πολλά αυτοσχέδια παπλώματα για την κοινότητα.
Ο Ιώβ βρήκε δουλειά. Δασκάλευε τα μαθητούδια που δεν επιτρεπόταν να πάνε σχολείο.
Σε μια αίθουσα του ορφανοτροφείου μαζεύονταν τα εβραιόπουλα και όσοι ήξεραν γράμματα τους έκαναν μαθήματα, απαγορευμένα μαθήματα. Όχι πολλά πράγματα, όσα επέτρεπαν οι Γερμανοί για τα παιδιά των Πολωνών και λίγα λόγια από την ιστορία και τη θρησκεία των Εβραίων. όλα αυτά κρυφά και με κίνδυνο στην καλύτερη περίπτωση να ξυλοκοπηθούν οι ¨δάσκαλοι¨ και στη χειρότερη να κρεμαστούν στην πλατεία.
Ο Ιώβ ένιωθε όμορφα που μπορούσε να δώσει λίγη χαρά και ξεγνοιασιά στα μικρά παιδιά και σκεφτόταν, αν επιζούσε, μετά τον πόλεμο να γίνει δάσκαλος.
Μόνο που δε σκέφτηκε εκείνο τον καιρό αν θα υπήρχαν παιδιά μετά τον πόλεμο.
Και πώς θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια σκέψη και να μην τρελαθεί;
Όπως όλος ο κόσμος, στα επόμενα χρόνια και κατόπιν εορτής, θα μάθαινε κι αυτός πως με τη λήξη του πολέμου στην Ευρώπη σχεδόν δε υπήρχαν εβραιόπουλα να πάνε σχολείο.
Αυτό είχαν αποφασίσει οι ανεκδιήγητοι κατακτητές της Ευρώπης καθοδηγούμενοι από τα άρρωστα μυαλά που είχε μαζέψει γύρω του ο λικνιστός με το μισό μουστάκι.
Εκεί γύρω στο φθινόπωρο του 1943 ο απαίσιος πρώην κοτοπουλάς, εκείνο το γεμάτο μίσος ναζιστικό τέρας, ο Χίμλερ, θα το δήλωνε ευθαρσώς μπροστά σε καμιά εκατοστή παλληκαράδες στρατηγούς του.
«Πρέπει να σκοτώσουμε και τα παιδιά των Εβραίων, γιατί δυνητικά είναι οι μελλοντικοί εχθροί (εκδικητές) των δικών μας παιδιών».[1]
Και οι παρασημοφορημένοι ¨ήρωες¨ της Γερμανίας το έκαναν πράξη, τα έκαψαν μαζί με τις μανάδες τους εκεί στα Ανατολικά: στην Τρεμπλίνκα, στο Σόμπιπορ, στο Μαϊντάνεκ, στο Άουσβιτς …
Τα μωρά τα πετούσαν στον αέρα κι έκαναν σκοποβολή πάνω τους και μερικοί αχρείοι έφτασαν μέχρι και να τους σπάνε τα κεφάλια στον τοίχο … όπως εκείνος ο αιμοβόρος Μπόγκερ στο Μπιρκενάου.
Όλα αυτά δεν μπορούσε να τα ξέρει ο Ιώβ και κανείς τους εκεί στη Ζαβιέρτσι, στη Σιλεσία. στην Πολωνία, στην Ευρώπη.
Τότε στις αρχές του 1940.
Τότε που έλπιζαν να ζήσουν!
Τότε που πίστευαν πως ο πόλεμος θα τελείωνε σύντομα.
Τότε που έσφαλαν!
Τότε που η υπόλοιπη Ευρώπη δεν είχε ¨δει¨ ακόμα τίποτα από το μένος των Γερμανών.
Τότε που και οι στρατηγοί του λικνιστού ανθρώπου από το Βερολίνο του συνιστούσαν να σταματήσει, δε μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο του έλεγαν.
Τότε που αυτός για τον οποίο εκστασιάζονταν τα πλήθη συσσώρευε το απύθμενο μίσος του για τους ανθρώπους, ώστε ανενόχλητος συνειδησιακά να διατάξει με μια κίνηση, με ένα βλέμμα την εξόντωση εκατομμυρίων ψυχών και μαζί να στείλει στο τάφο εκατομμύρια νεαρούς Γερμανούς που τον πίστεψαν!
Ja!
Οι παγωνιές είχαν περάσει, ένας υγρός και ζεστός για την εποχή αέρας ξεσήκωνε τη φύση. Η άνοιξη είχε θρονιαστεί για τα καλά και μεταμόρφωνε τα πάντα, ¨έμπαινε¨ παντού ακόμα και στα ανήλιαγα, βρώμικα- εκ των πραγμάτων- οικήματα που στοιβάζονταν οι Εβραίοι με λιγοστή τροφή, χωρίς χρήματα, χωρίς ησυχία μέσα τους, χωρίς αύριο, αλλά αυτό δεν το ήξεραν ¨οι πολλοί¨ τότε.
Ο Ιώβ έβγαζε πια τα παιδιά του ορφανοτροφείου στις αλάνες, όπου έπαιζαν πολλά παιχνίδια και προσπαθούσε πάντα να έχουν κάτι να φάνε σε συνεννόηση με τον Δανιήλ από την αποθήκη του συσσιτίου.
Τραγουδούσαν και χόρευαν, μάθαιναν μουσική και ζωγραφική από εθελοντές που ¨επιστράτευσε¨ και κινητοποίησε ο Ιώβ και η αστείρευτη ζωτικότητα του.
Μέσα σε εκείνη τη μιζέρια και την αγωνία γεννήθηκε ένας άλλος άνθρωπος, που ήθελε να προσφέρει χαρά και είχε βρει το δρόμο του μέσα από τη διδασκαλία.
Ο Σάμι παρατηρούσε το φίλο του και χαιρόταν γι αυτόν. Ο ίδιος δεν είχε βρει την ησυχία μέσα του. Το σαράκι της φυγής του, του φόβο που επέδειξε, τον έτρωγε κάθε στιγμή,
Η αγωνία για την τύχη των δικών του τον γέμιζε εφιάλτες τα βράδια.
Μάταια ο Ιώβ προσπαθούσε να τον παρηγορήσει και να τον εμψυχώσει, ο Σάμι ήθελε να φύγει, ήθελε να κατέβει νότια, να ρωτήσει για τους δικούς του.
Στο τέλος του Απρίλη πήρε τη νέα του ταυτότητα: Εβραίος από το Μπετζίν, που είχε βρεθεί για δουλειά στην περιοχή της Ζαβιέρτσι και ενσωματώθηκε στην εκεί κοινότητα όταν οι Γερμανοί τους μάζεψαν από τα χωριά.
Για δυο τρεις ημέρες ήταν σχεδόν ακίνητος. Σκεφτόταν τις επόμενες κινήσεις του.
Σχεδίαζε τη διαδρομή του ώστε να βρεθεί όσο πιο κοντά στο Κατοβίτσε. για την Ακτή ούτε λόγος, δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τους γονείς του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, φοβόταν τα αντίποινα αν τον κατέδιδαν και μάθαιναν οι Γερμανοί ποιος ήταν και που ήταν από το Σεπτέμβρη και μετά.
Για τον Ματθία ο Σάμι δεν ήξερε τίποτα, απλά φοβόταν μήπως ως ηλικιωμένο τον είχαν επιλέξει ήδη για το ¨ταξίδι¨.
Γιατί όμως η σκέψη του ήταν στο Κατοβίτσε; Επειδή πίστευε πως οι κατακτητές είχαν ¨μαζέψει¨ τους δικούς του από την Ακτή, όπως έκαναν σε όλη την περιοχή.
Αλλά για άλλη μια φορά ο Σάμι είχε άγνοια των γεγονότων.
Οι Γερμανοί άφησαν τα γυναικόπαιδα των Εβραίων να μείνουν στην Ακτή, επιπλέον έφεραν μερικούς ηλικιωμένους από δύο τρία μικρά χωριά της περιοχής.
Ας ζήσουν με ό,τι βρουν. Ας επιζήσουν με όποιες συνθήκες θέλουν, όταν θελήσουμε να τους δολοφονήσουμε θα τους μαζέψουμε στη Σοσνόβιεκ.
Δεν είχαν κανένα πρόβλημα επιτήρησης, η Ράσιμπορτζ ήταν δίπλα και εκεί στάθμευε μεγάλη γερμανική φρουρά!.
Οι Γερμανοί κατ΄ ουσία ποτέ δεν είχαν πρόβλημα επιτήρησης των απανταχού Εβραίων, επειδή ποτέ οι άνθρωποι αυτοί δεν έκαναν οποιαδήποτε πράξη εναντίον τους.
Και αυτή η πραγματικότητα οδηγούσε τα θύματα σε ένα απλό μα αναπάντητο ερώτημα: γιατί θέλουν να μας σκοτώσουν; Όσο κι αν έψαχναν, ατομικά ή συλλογικά, για μια λογική ή λογικοφανή απάντηση δεν την έβρισκαν, γιατί δεν υπήρχε.
Υπήρχε μονό το ρατσιστικό μίσος των Γερμανών, όπως εκδηλώθηκε σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη από τους ένστολους εκπροσώπους τους, εναντίον αθώων ανθρώπων που είχαν την ατυχία να γεννηθούν Εβραίοι είτε στο Βερολίνο είτε στην Ακτή είτε στη Βαρσοβία είτε στα χωριά της Ουκρανίας.
Και ο Σάμι, τώρα εκεί στη Ζαβιέρτσι, έβλεπε όλο αυτό το μίσος να εκδηλώνεται αργά και βασανιστικά με κύριο στόχο τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους.
Τα βράδια μιλούσε με τον Ιώβ και τον ρωτούσε κάθε φορά: «Γιατί Ιώβ, οι Γερμανοί έχουν πρόβλημα με τα ¨παιδιά¨ μας και τους ¨πατεράδες¨ μας;», αλλά αυτός ως μόνη απάντηση είχε το κλάμα!
Έβλεπε υπερβατικά μα καθαρά το μέλλον και όταν σταματούσε το κλάμα έλεγε στον Σάμι: «Θα τα σκοτώσουν τα παιδιά μας Σάμι. Γι΄ αυτό με βλέπεις να είμαι μαζί τους και να πασχίζω να τους δώσω χαρά. Την έχουν ανάγκη».
Και ο Σάμι ένα από εκείνα τα βράδια τον κοίταξε αμίλητος για κάμποση ώρα.
«Ήρθε η ώρα να φύγω, θα έρθεις μαζί μου; Θα πάω στην Ολκούζ» είπε.
Είχε μπει ο Μάιος.
Ο Δανιήλ τους ετοίμασε από ένα δισάκι -για μια πορεία τριάντα χιλιομέτρων μέχρι την Ολκούζ- με ψωμί, πατάτες, κρεμμύδια, μερικά βραστά αυγά και μια κονσέρβα κρέας κλεμμένη από τους Γερμανούς.
Πλαστά χαρτιά είχαν και οι δύο, αλλά δεν έπαυαν να είναι Εβραίοι στην όψη στόχοι των καταδοτών και των Γερμανών. Έπρεπε να αποφεύγουν πόλεις και χωριά, να αποφεύγουν τις συναντήσεις τους με ένστολους ή μη, έπρεπε να ξαναγίνουν αγρίμια.
Τους έφτιαξαν έναν υποτυπώδη χάρτη της περιοχής όπου σημειώνονταν τα μέρη που θα τους παρείχαν αρκετή κάλυψη την ημέρα και δυο τρία σημεία που θα μπορούσαν να βρουν τρόφιμα από συγκεκριμένους Πολωνούς αντιστασιακούς φίλους.
Το θέμα ήταν πώς θα τους έβρισκαν, πώς θα τους αναζητούσαν χωρίς να κινδυνέψουν;
Άλλη μια φορά η άγνοια θα ταλαιπωρούσε τον Σάμι, θα τον έκανε να ψάχνει στα σκοτάδια που επέβαλαν οι κατακτητές, να βολοδέρνει στις σκιές του μυαλού του και να μη βρίσκει άκρη με τις σκέψεις του και τις τύψεις του για το φευγιό του.
Αποφάσισαν να περπατήσουν πολύ προσεκτικά και ας αργούσαν να φτάσουν στη νέα τους φυλακή, μην ξεχνάμε πως πήγαιναν να μπουν οικιοθελώς σε γκέτο!
Έφυγαν μετά τα μεσάνυχτα με προορισμό ένα κοντινό μικρό χωριό, τη Μαρκοβίζνα, για να φτάσουν αργότερα στα ερείπια του κάστρου ,στις ¨Φωλιές των αετών¨, και να κρυφτούν εκεί για το υπόλοιπο της ημέρας ή αν έβρισκαν εμπόδια να πάνε στο παλιό κάστρο, στο Μπιρούφ που ήταν καλύτερη κρυψώνα μέσα στο δάσος.
Διάλεξαν το Μπιρούφ. Κρυφτήκαν σε μια από τις σπηλιές του βράχου και κοιμήθηκαν μέχρι το μεσημέρι.
Έφαγαν πατάτες με κρεμμύδια και συζήτησαν για το που θα κατευθυνθούν και τι θα αναζητήσουν. Στο χωριό Τσέχλο θα έβρισκαν έναν φίλο –τον Πάβελ- που θα τους οδηγούσε στο Ολκούζ, όπου θα κρύβονταν για λίγο. πριν φανερωθούν
«Τι λες Ιώβ, να αναζητήσουμε τον Πάβελ το βραδάκι;» πρότεινε ο Σάμι.
«Ναι, αφού πρώτα είμαστε σίγουροι πως δεν υπάρχουν Γερμανοί στο χωριό».
Είχαν να περπατήσουν γύρω στα 12 χιλιόμετρα μέσα από δασωμένη περιοχή για κάλυψη. Έτσι έφυγαν αμέσως ώστε κατά τις έξι το απόγευμα να είναι στο χωριό.
Ο καιρός ήταν μουντός και δροσερός, βοηθούσε στην κάλυψη τους και στο περπάτημα. Δεν συνάντησαν κανέναν στο δρόμο τους πέρα από μια αλεπού που κυνηγούσε τα κοράκια που την ¨κορόιδευαν¨ πετώντας δίπλα της αλλά στην κατάλληλη απόσταση από αυτήν.
Γέλασαν με τα ζώα που ανυποψίαστα έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι με αυτούς,
Κλέφτες και αστυνόμοι το λένε τα μικρά παιδιά, πόλεμο το λένε οι ενήλικες, αναζήτηση τροφής το λένε οι αλεπούδες,
Όταν είδαν το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού έκαναν στάση, ήθελαν να ξεκουραστούν και να φάνε μια μπουκιά, ώστε να μη γίνουν ¨βάρος¨ στον Πάβελ, αν τον έβρισκαν.
Προσέγγισαν το Τσέχλο από τη δυτική πλευρά του μέσα από το δάσος και κατόπτευσαν το χώρο.
«Βλέπεις τίποτα ύποπτο Σάμι;» είπε ο Ιώβ.
Ο Σάμι του έκανε νόημα να μη μιλά δυνατά και του ψιθύρισε «Όχι, πάμε νότια τώρα».
Έφτασαν περί τα 150 μέτρα από το Ναό της Γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου. Δεν είδαν καμιά ύποπτη κίνηση στο πλάτωμα του Ναού.
Δεξιά τους θα έβρισκαν το σπίτι του Πάβελ. Πλησίασαν και έμειναν αρκετή ώρα κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα και παρακολούθησαν το σπίτι. Ησυχία κι εδώ.
«Πάμε και ο θεός βοηθός» είπε πρώτος ο Σάμι και περπάτησε ακάλυπτος πια μέχρι την πόρτα του σπιτιού.
Ο Ιώβ έμεινε πίσω. Ο Σάμι πλησίασε στο φωτισμένο παράθυρο και πέταξε ένα πετραδάκι στο τζάμι. Η πόρτα άνοιξε και έκλεισε απνευστί.
Μετά από πέντε λεπτά ο Ιώβ έμπαινε κι αυτός στο σπίτι.
Το λιγοστό φως έσβησε κι αυτό. Οι τρεις άντρες γνωρίστηκαν και σχεδίασαν τις επόμενες κινήσεις τους.
Ήπιαν βότκα κι έφαγαν τις γερμανικές κονσέρβες εκεί στα σκοτεινά!
Αξημέρωτα έφυγαν και οι τρεις για το κάστρο του Ράμπστιν όπου θα κρύβονταν ο Σάμι και ο Ιώβ μέχρι ο Πάβελ να κάνει τις διασυνδέσεις με τους κατάλληλους ανθρώπους στην πόλη. Δεν περπάτησαν ευθεία, αλλά έκαναν μια παράκαμψη βορειοανατολικά και μετά κατέβηκαν νότια στους δασωμένους λόφους που βρίσκονται τα ερείπια του κάστρου.
Τριάντα μέτρα μπροστά περπατούσε ο Πάβελ και ακολουθούσαν οι άλλοι δύο προσεκτικά. Δυο χιλιόμετρα πριν το κάστρο συνάντησαν έναν φίλο του Πάβελ που ερχόταν από την Ολκούζ και πήγαινε στο χωριό του, το Γιάροζοβιετς. Ασθμαίνοντας έσπρωχνε το ποδήλατό του, πάνω στη σχάρα είχε ένα σακί αλεύρι κακής ποιότητας.
¨Τι γίνεται κάτω;» τον ρώτησε ο Πάβελ.
«Όλα ήταν ήσυχα στην πόλη» τους είπε, κάπνισαν ένα τσιγάρο κι αποχωρίστηκαν.
Σε μισή ώρα βρέθηκαν στο παλιόκαστρο. οι δύο Εβραίοι βρήκαν μια καλή υπήνεμη κρυψώνα και βάλθηκαν νε ξεψειριάζονται στον ήλιο του μεσημεριού.
Ο Πάβελ έφυγε για να κάνει τις συνεννοήσεις. «Μη διανοηθείτε να έρθετε στην πόλη πριν γυρίσω. Θα περιμένετε όσο κι αν αργήσω. Ψωμί έχετε αρκετό» είπε και χάθηκε στο δάσος.
Από εκεί ψηλά οι δύο φίλοι είχαν άπλετη και όμορφη θέα. Έβλεπαν την πόλη, ξεχώριζαν το όμορφο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγ. Ανδρέα του Αποστόλου στο βορεινό άκρο της πλατείας και αναρωτιούνταν, γιατί σε αυτό το όμορφο μέρος υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι που υπόφεραν, επειδή διέφεραν από τους υπόλοιπους κατά την πίστη τους.
Το βραδάκι πριν την απαγόρευση κυκλοφορίας μπήκαν στην πόλη τρεις άντρες με τις τσάπες τους στον ώμο και τράβηξαν κατά το εβραϊκό κοιμητήριο. Αν τους έβλεπαν θα σκέφτονταν πως άλλος ένας εβραίος τους άφησε χρόνους από την πείνα ή το ξύλο.
Μπήκαν γρήγορα σε ένα από τα σπίτια της οδού Skarbnika, κοντά στο κοιμητήριο. Σε αυτό το σπίτι θα έμεναν μαζί με άλλα 9 άτομα μέχρι τη μεταστέγασή τους στα βόρεια της πόλης εκεί που δημιουργήθηκε το γκέτο, το Σεπτέμβριο του 1941.
Ο Ιώβ έμεινε ένα μήνα στο Ολκούζ και στη συνέχεια γύρισε στα ¨παιδιά του¨ στη Ζαβιέρτσι. Είχε ξεχάσει τη Farma στη Σοσνόβιεκ, η σκέψη του ήταν μόνο στα παιδιά όλων των Εβραίων της περιοχής, όλων των Εβραίων της Πολωνίας, όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Έγινε μάρτυρας των δεινών τους και έζησε με αυτό την υπόλοιπη ζωή του.
Την εποχή που έφυγε ο Ιώβ, ο Σάμι βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε στολές για το γερμανικό στρατό, πήρε τη θέση και την ¨ταυτότητα¨ ενός Εβραίου που δεν άντεξε τις συνθήκες και έβαλε τέλος στη ζωή του.
-/-
Φθινόπωρο του 1940. Τα σχολεία τέτοια εποχή άνοιγαν, αλλά φέτος ήταν οι Γερμανοί αφεντικά και η μικρή Σανέ βίωσε και αυτή τη διαφορά. Την πρώτη της απόρριψη.
Η Σανέ δεν θα πήγαινε πια σχολείο. Τις λίγες ώρες που αυτά ήταν ανοικτά, μιας και οι δάσκαλοι κλείνονταν στις φυλακές ή δολοφονούνταν, τα νέα αφεντικά δεν της επέτρεπαν να μπει στο σχολείο: «Είσαι Εβραία», της είπε χαιρέκακα ο Πολωνός γεροφύλακας του σχολείου κι ήταν σαν να την έφτυνε με τα λόγια του.
Έτσι, αναγκαστικά, αραιά και που η Σανέ μαζί με ένα συνομήλικο της αγοράκι έκανε μαθήματα στο σπίτι –εναλλάξ στα δύο σπίτια- με μια Πολωνέζα χριστιανή δασκάλα, την δεσποινίδα Ιρένε (Irene), που ήταν μια πραγματικά καλή χριστιανή και δε φοβόταν τις κοινωνικές συνέπειες από τους Πολωνούς ούτε τις ποινικές από τους Γερμανούς.
«Σπάνιο φαινόμενο ανθρώπου για την εποχή εκείνη» έλεγαν μεταξύ τους νύφη και πεθερά και για να παρηγορήσει τη νύφη της η Χάννα για την όλη κατάσταση της έλεγε «Ναι, έτσι θα βρεθούν να μας βοηθήσουν και άλλοι, χριστιανοί όταν χρειαστεί».
Ένα απόγευμα, λίγες εβδομάδες μετά την απόρριψη της από το σχολείο, η Σανέ γύρισε κλαμένη από το παιχνίδι της.
«Τι έχεις;» τη ρώτησε η μητέρα της χωρίς να πάρει απάντηση. Και δεν επέμεινε με την προτροπή της γιαγιάς!
Την ώρα του ύπνου η Σανέ ξεφούρνισε τη νέα κατάσταση που βίωνε: «Μητερούλα, η Σόφια (Sofiya) και η Μάγια (Maja) μου είπαν να μην ξαναπαίξω μαζί τους και η μαμά της Ραφαέλα (Raffaela) μου απαγόρευσε να πηγαίνω σπίτι τους» και συνέχισε, «εκεί στο σπίτι της Ραφαέλας έχουν κρεμασμένη εκείνη την ασπροκόκκινη σημαία με τον παράξενο σταυρό και ο μπαμπάς της χαιρετάει με το χέρι ψηλά και φωνάζει Χάιλ Χίτλερ».
Η Ταβιθά δε μίλησε, μόνο φίλησε τη μικρή που τη ρώτησε, «Ποιος είναι αυτός ο Χίτλερ μητερούλα;» κι αποκοιμήθηκε στεναχωρημένη.
Τι να της απαντούσε η Ταβιθά; Πραγματικά δεν ήξερε και πολλά, απλά ένιωθε το κακό!
Στην Πράγα η θεία Έλεν δεν είχε ιδέα για όσα γίνονταν στη στροφή του Όντερ, είχε καιρό να πάρει νέα από τους συγγενείς της -ταχυδρομεία δεν υπήρχαν, οι μεταφορές ανθρώπων και προϊόντων πολύ δύσκολες- και φοβόταν πολύ για την τύχη τους.
Εκείνο το μήνα –αρχές Σεπτεμβρίου του 1940- τρομερά νέα κυκλοφόρησαν στην πόλη. Οι Γερμανοί διέταξαν όλους τους Εβραίους της Πράγας να μετακομίσουν στην Παλιά Πόλη κοντά στην Παλαιά Νέα Συναγωγή (τη Staronová Synagoga) ένα κτίριο του 13ου αιώνα σε γοτθικό ρυθμό.
Και βρισκόταν κι αυτή η ¨γειτονιά¨ σε μια στροφή ενός άλλου ποταμού, του Μολδάβα, με τη μια της πλευρά από τη γέφυρα του Καρόλου μέχρι το αστρονομικό ρολόι και τη μεγάλη πλατεία.
Τι να μετακομίσουν δηλαδή, να τα αφήσουν όλα πίσω τους έπρεπε. να πάρουν μερικά ρουχαλάκια, μερικά σκεπάσματα και να τραβήξουν για τα νέα τους σπίτια.
Τα νέα τους σπίτια, που δεν τους ανήκαν, ήταν σε βρόμικα, παμπάλαια κτίρια μα πάνω από όλα σε αυτά δεν θα κατοικούσε μόνο μια οικογένεια, θα είχε πολλούς συγκάτοικους!
Η ¨ιδιοκτησία¨ της κάθε οικογένειας θα ήταν ένα δωμάτιο, εκεί έπρεπε να στριμωχτούν και να χωρέσουν τα μέλη της όσα κι αν ήταν.
Η κουζίνα, δηλαδή το πλέον μολυσμένο τμήμα του σπιτιού μετά την τουαλέτα, ήταν κοινόχρηστη, μα μερικές λεπτομέρειες ήταν ενδεικτικές: δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, δεν υπήρχε γκάζι, δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα.
Α, ναι: δεν υπήρχαν και τρόφιμα … για τους Εβραίους!
Τουαλέτα; Έγραψα πριν τουαλέτα; Υπάρχει τουαλέτα χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς ζεστό νερό, χωρίς σαπούνι; Φυσικά όχι και μάλιστα εάν αυτή είναι κοινόχρηστη, εάν πάνω από δέκα έως και είκοσι άτομα τη χρησιμοποιούν. Δε μιλάμε τότε για τουαλέτα.
Σε πολλά κτίρια του γκέτο το αποχετευτικό σύστημα συνδεόταν απευθείας –μέσω των παραθύρων- με την πίσω αυλή, όπου τα κόπρανα σχημάτιζαν ¨λόφους¨, εκεί σε αυτούς τους ¨λόφους¨ -που ήταν η χαρά των Γερμανών- θα είχε την πηγή του ο τύφος!
[1] Στις 4 Οκτώβρη 1943 στο κατεχόμενο Πόζναν σε τρίωρη ομιλία του σε συγκέντρωση των Γερμανών τοποτηρητών και στρατηγών, ο Χάινριχ Χίμλερ περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη διαδικασία για την πλήρη εξολόθρευση των Εβραίων της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου