Καλοκαίρι του 1944, ο ήλιος καυτός ατένιζε το κολαστήριο. Εκείνη την ημέρα ο Σάμι είχε επιλεγεί να είναι στη ράμπα μετά το μεσημέρι για να ξεφορτώσει τα τρένα. Είχε βιώσει τη ¨στιγμή¨ όταν ήρθε στο Άουσβιτς πριν τρεις μήνες, αλλά όλα ήταν μπερδεμένα στο μυαλό του. Τότε ήταν νύχτα με ψιλόβροχο …
Κάθονταν αυτός και η ομάδα του στον ίσκιο που έκαναν οι στοίβες από τις ράγιες πιο πέρα από τον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό και συζητούσε με τον Φιλίπ, τον Γάλλο αρχηγό του κομάντο της ράμπας. Οι SS ήταν στο κυλικείο, με τις δυο καστανιές δίπλα του, κι έπιναν κρύα ποτά και χασκογελούσαν, οι κρατούμενοι φλέγονταν από τη δίψα, αλλά για αυτούς δεν υπήρχε νερό, ούτε φαγητό, αυτοί ήταν αναλώσιμοι.
Οι περισσότεροι έψαχναν ανάμεσα στις ράγιες να βρουν υπολείμματα από παλιές –απελάσεις- μεταφορές κι όλο και κάτι έβρισκαν. Ο Φιλίπ μάθαινε στον Σάμι τα μυστικά της ράμπας: πώς να βρει παπούτσια, πώς να βρει και κρύψει φαγώσιμα ή ποτά και βέβαια –το κυριότερο- να μη διανοηθεί να κλέψει πολύτιμα αντικείμενα, βέρες, κοσμήματα ή χρήματα. Αυτά ανήκαν στο Ράιχ και αν τον έπιαναν θα τον σκότωναν επιτόπου με κλωτσιές.
Όλα ήταν ήσυχα, όταν εμφανίστηκαν στη ράμπα αξιωματικοί των SS: ο υποδιοικητής Karl-Friedrich Höcker, ο γιατρός και ο επί των μεταφορών υπεύθυνος με ένα σημειωματάριο στο χέρι. οι άλλοι δύο κρατούσαν ο ένας ένα μικρό δερμάτινο μαστίγιο και ο γιατρός μια λεπτή βέργα από μπαμπού.
Στην αρχή είδε τον καπνό της ατμομηχανής και μετά άκουσε το σφύριγμα της, στον επόμενο χρόνο το τρένο σταμάτησε έξω από τη ράμπα. Ένα διπλό σφύριγμα από τον ¨σταθμάρχη¨, μια απάντηση από την ατμομηχανή και αργά, αργά τα βαγόνια μεταφοράς ζώων βρέθηκαν δίπλα στη ράμπα. Τα βαγόνια βούιζαν, ήταν ¨ζωντανά¨, μέσα από τα μικροσκοπικά παράθυρα έβλεπε κεφάλια να ρουφούν αέρα και να ζητούν νερό και τότε με ένα νεύμα του υποδιοικητή ένας φρουρός γάζωσε με μια ριπή αυτόματου τα βαγόνια. Όλα σταμάτησαν, σιωπή βαριά. Η ομάδα του περίμενε όταν ακούστηκαν τα γρυλίσματα των φρουρών: «Τί στέκεστε ζώα, τις σκάλες στα βαγόνια» και την ίδια στιγμή φάνηκαν τα φορτηγά πίσω από τη ράμπα. όταν μπήκε στο στρατόπεδο δεν τα είχε παρατηρήσει, ήταν τόση η σαστιμάρα του και η εξάντλησή του από το 3ημερο ταξίδι του στα ανοικτά βαγόνια. Τι να θυμηθεί, το κρύο, το ψιλόβροχο, την πείνα ή όσους πέθαιναν δίπλα του από το κρύο, αυτός ήταν τυχερός βρισκόταν στη μέση του σωρού των ζωντανών, όταν ξεκίνησαν και στη μέση του σωρού των πτωμάτων όταν έφτασαν στο Άουσβιτς.
Μια ολόκληρη ημέρα ήταν ακινητοποιημένοι δίπλα σε ένα δάσος. άκουγαν νερά να τρέχουν κι ενώ αυτοί διψούσαν τρομερά τους απαγόρευαν να κατέβουν να πιούν. έβλεπαν τους φρουρούς να τρώνε λουκάνικα και να μαζεύουν τις αγριοφράουλες που ρόδιζαν κάτω από τις φτέρες και αυτοί λιποθυμούσαν από την πείνα: όσοι ήταν στο δικό του βαγόνι είχαν μια εβδομάδα νηστικοί, από την ημέρα που τους επέλεξαν στο στρατόπεδο Fünfteichen για μεταφορά στο Άουσβιτς τους είχαν πετάξει δυο ξεροκόμματα και τους είχαν δώσει να ¨πιούν¨ μια νερόσουπα –ναι σκέτο ζεστό νερό με λίγο αλεύρι- μέσα σε ένα κουβά, κοινό για όλους. Μετά από μια ημέρα η δυσεντερία θέριζε την ομάδα. Ο Σάμι ήταν από τους ¨τυχερούς¨, δεν είχε προλάβει να πιει τη μερίδα του, ο φρουρός με μια κλωτσιά είχε χύσει τη νερόσουπα στο πάτωμα, κάποιοι έσκυψαν κι έγλυψαν το πάτωμα, ήταν αυτοί που τους έλεγαν ¨μουσουλμάνους¨!
Τον έβγαλαν από το ¨όνειρό¨ του οι πόρτες που άνοιξαν με κρότο απόκοσμο και μια αποφορά χειρότερη από αυτή που υπήρχε σε όλο το στρατόπεδο ξεχύθηκε από τα βαγόνια. Οσμή αμμωνίας, οσμή περιττωμάτων μαζί με τη μυρωδιά των νεκρών σωμάτων έκανε τον Σάμι να σταθεί ακίνητος και τότε δέχτηκε την κλωτσιά από τον SS «Snell, γρήγορα» του γρύλισε και ετοιμάστηκε για τη δεύτερη κλωτσιά. Ο Σάμι σωριάστηκε στο χαλίκι, απέφυγε το δεύτερο κτύπημα κι έτρεξε στην ανοιχτή πόρτα του βαγονιού.
Ο Φιλίπ του σφύριξε, «Μπες μέσα και πέτα τους έξω», «μην αργείς να τελειώνουμε», υπάκουσε το σώμα του, αλλά το μυαλό του σάλευε, χανόταν σε κόσμους άλλους για να μπορέσει να αποφύγει την τρέλα.
Γυναίκες, παιδιά, γέροι, ανάπηροι, άρρωστοι βρέθηκαν στο χαλίκι της ράμπας, όλοι προσπαθούσαν να κρατήσουν κάτι δικό τους: άλλοι τη βαλίτσα τους, άλλοι το μπόγο τους ή το καλάθι τους και άλλοι τα παιδιά τους!
Οι γυναίκες έσφιγγαν τα παιδιά τους στην αγκαλιά τους, τους έκλειναν τα μάτια κι εκείνα, ψυχούλες άδολες, προσπαθούσαν να κρυφτούν μάσα στα φορέματα των μανάδων τους, προσπαθούσαν να πάρουν μια ανάσα μέσα στο κλάμα τους
Άδικός κόπος, οι άνθρωποι με τις ριγέ στολές και τα ξυρισμένα κεφάλια τα άρπαζαν όλα και τα στοίβαζαν στην άκρη της ράμπας. οι φρουροί με τους υποκόπανους έβαζαν σε σειρά τους νεοφερμένους. οι γυναίκες και τα παιδιά ξέχωρα από τους άντρες. ένα τελευταίο φιλί, ένας λυγμός, ένα «Θα σε ξαναδώ» και οι φωνές των SS ανακατεμένες με τα γαβγίσματα των σκύλων, το ξεφύσημα της ατμομηχανής, τα σφυρίγματα των Κάπο.
Ο γιατρός –εκείνη την ημέρα ήταν ο Μένγκελε στη ράμπα- για δέκα δευτερόλεπτα κοιτούσε τον καθένα από τους άντρες και τον έστελνε δεξιά ή αριστερά.
Οι γυναίκες και τα παιδιά βρίσκονταν ήδη πάνω στα φορτηγά που ξεκινούσαν βογκώντας για τα ¨λουτρά¨ του στρατοπέδου.
Ο Σάμι ως ¨νέος¨ μαζί με τον Φιόντορ και δυο ακόμα διατάχθηκε να μπει σε όλα τα βαγόνια και να σύρει έξω «ό,τι υπάρχει μέσα», έτσι του γκάριξαν.
Μπήκε. ίδρωσε κι άλλο, ζαλίστηκε από τη βρόμα αλλά σωριάστηκε κάτω όταν είδε καλύτερα. Γέροι, γριές και μωρά σε ένα νεκρικό σύμπλεγμα. «Snell, Snell …» άκουγε από παντού, άρπαξε τα μωρά σαν γατάκια, δυο στο κάθε χέρι, και τα πήγαινε στην καρότσα του τελευταίου φορτηγού, όταν του έκανε νόημα ο SS να τα πετάξει από μακριά και τα πέταξε, μετά έσυρε έξω τους βαρύτερους νεκρούς και με τη βοήθεια ενός άλλου κρατούμενου τους πέταξε κι αυτούς στην καρότσα.
«Θεέ μου, τι κάνω τώρα» αναφώνησε, αλλά δεν τα είχε δει όλα!
Στο διπλανό βαγόνι τέσσερις κρατούμενοι κυλούσαν ένα βουνό. Ένα πρησμένο μαβί πτώμα, μάλλον γυναίκας, πάνω από 100 κιλά έπρεπε να φορτωθεί στο φορτηγό.
Τρελάθηκε. Ο Φιλίπ είδε το βλέμμα στα μάτια του, μια ασημί φλόγα που ερχόταν από βαθιά, και του είπε να κρυφτεί για λίγο, να συνέλθει. Τον άκουσε, υπάκουσε.
Κρύφτηκε, ξάπλωσε στη σκιά στο πλάι της ράμπας, ξέρασε το ίδιο το στομάχι του και μπήκε σε λήθαργο. σώμα και πνεύμα παραδόθηκαν αμαχητί στην κούραση και στο αδιανόητο στο αποτρόπαιο θέαμα που βίωνε
. Εάν τον έβλεπαν οι SS θα είχε κερδίσει επάξια μια θέση στο φορτηγό.
Ω, πόσο το ήθελε να είναι μαζί τους στο δρόμο για τους θαλάμους, όχι από συμπόνια για τα θύματα, αλλά από την αηδία για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. δεν ήθελε να είναι άνθρωπος πλέον, ήθελε να γίνει καπνός, να απελευθερωθεί εκεί ψηλά στην καμινάδα, να δει το χωριό του και τους δικούς του από εκεί πάνω, να δει την κακία από μακριά, να καταλάβει το μίσος αυτών των ανθρώπων.
Από πού προερχόταν η βία τους; Πού έβρισκαν τη ¨δύναμη¨ να οργανώνουν μια τέτοια διαδικασία; Ποιοι σχεδίασαν αυτήν την τεράστια κρεατομηχανή; Ποιοι λειτουργούν αυτό το εργοστάσιο της στάχτης;
Βγήκε από το λήθαργο του, όταν και το τελευταίο φορτηγό έφυγε, η ησυχία τον ήταν αυτή που τον ξύπνησε. Τότε που ολόκληρο το κομάντο ξάπλωσε να πάρει μια ανάσα.
Ο Σάμι πίστεψε πως όλα τελείωσαν, αλλά σε ελάχιστα λεπτά οι SS τους κλωτσούσαν και τους ζητούσαν να πλύνουν τα βαγόνια και να σκουπίσουν προσεχτικά τη ράμπα.
Τίποτα δεν έπρεπε να θυμίζει το θάνατο σε αυτούς που θα έρχονταν σε λίγο. Σε μια ώρα όλα ήταν κατακάθαρα, το τρένο μπορούσε να φύγει άδειο και καθαρό, οι SS έπιναν παγωμένη μπύρα και οι κρατούμενοι του κομάντο της ράμπας μασουλούσαν και έπιναν από τα καλούδια που τους ¨έφερε¨ η μεταφορά –σοκολάτες, γλυκά, παστό κρέας και λουκάνικα-, οι SS τους έβλεπαν αλλά δεν έδιναν σημασία, έκαναν κι αυτοί το ίδιο.
Γιατί όμως δεν έφευγαν από τη ράμπα;
Είχε περάσει μια ώρα που έφυγε το τρένο. Και σαν να ήξερε την ερώτηση, ο Φιλίπ του έδειξε τον καπνό και την ίδια στιγμή ο Σάμι άκουσε το σφύριγμα.
Νέα μεταγωγή. «Θεέ μου, δε θα αντέξω, Φιλίπ!».
«Κουράγιο, σκέψου τα παπούτσια που θα έχεις αύριο στα πόδια σου» του απάντησε εκείνος και τους είπα να πάρουν τις θέσεις τους..
Είχε σουρουπώσει, όταν άρχισε ο νέος κύκλος. Κάπου μακριά, δεξιά της ράμπας, ένα φουγάρο ξέρναγε μαύρο καπνό και στάχτη. Στην κορυφή του κάθε τόσο λαμπάδιαζε η φλόγα. Ο Σάμι δάκρυσε, ήταν η προηγούμενη μεταφορά που ¨απελευθερώθηκε¨, περίπου 2.000 άνθρωποι ¨έβγαιναν¨ από το στρατόπεδο. στην τσέπη του έσφιξε ασυναίσθητα μια χρυσή καρφίτσα η βελόνα τον τρύπησε και του θύμισε τα λόγια του Φιλίπ …
Ξανά καθαριότητα και πάλι αναμονή για την επόμενη μεταφορά: «Δε θα αντέξω Θεέ μου, ας πεθάνω τώρα» φώναξε ο Σάμι ξεχνώντας που βρίσκεται.
Κάποιος τον σκούντηξε, τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στο χαλίκι, ήταν ο Φιλίπ και πάλι.
«Ξύπνα», του έδωσε ένα κομμάτι γλυκό και μια γουλιά βότκα.
«Γιατί μάτωσες; Τι έχεις στην τσέπη σου;» τον ρώτησε.
Ο Σάμι του έδειξε την καρφίτσα, «Είσαι τρελός ή βλάκας;» ψιθύρισε ο Φιλίπ.
Ο Σάμι ήταν ανήμπορος να απαντήσει, βρισκόταν σε άλλους κόσμους, ένας SS τους πλησίαζε βλοσυρός: «Was ist hier los? – Τί συμβαίνει εδώ;».
Ο Σάμι λιποθύμησε, ο Φιλίπ τον πλησίασε, τον σήκωσε και ταυτόχρονα του πήρε την χρυσή καρφίτσα από την τσέπη.
Περασμένα μεσάνυχτα, δρόσισε, όταν ακούστηκε το τρένο, η τρίτη μεταφορά!
Οι προβολείς άναψαν, ξέπνοα πρόσωπα στα καγκελόφραχτα παραθυράκια … νερό, αέρα … η ριπή του οπλοπολυβόλου … «Schnell, Schweine Schnell, raus, raus - γρήγορα, γουρούνια γρήγορα, έξω, έξω».
Και τότε μέσα στην Κόλαση ξεπρόβαλε μια ξανθιά, λιγνή κοπέλα.
Αέρινη, ¨φευγάτη¨ θα έλεγε κανείς, προσπαθούσε να καταλάβει. Τί; Πού; Πώς;
Ρώτησε τον Σάμι πού βρίσκεται. Εκείνος της είπε πως δεν ξέρει τη γλώσσα της, τα ουγγρικά, και της έκανε νόημα να ανέβει στο φορτηγό.
Τον χαιρέτησε με το άσπρο μαντηλάκι της.
Δεν ονειρευόταν …
Ο Φιλίπ έκανε πως έψαχνε στα χαλίκια και όταν σηκώθηκε, έβαλε την χρυσή καρφίτσα στο βαλιτσάκι που κρατούσε ανοιχτό ένας υπαξιωματικός SS.
¨Reichseigentum – Περιουσία του Ράιχ¨ έγραφε το βαλιτσάκι στο πλάι του.
Μετρήθηκαν και έφυγαν από τη ράμπα. Ευτυχώς δε στάθηκαν στην Appellplatz.
Στην επόμενη μισή ώρα ο Σάμι κοιμόταν σαν πεθαμένος -ή ήταν πεθαμένος;- στην ξύλινη χωρίς στρώμα κουκέτα του μαζί με άλλους δυο κρατούμενους …
… ονειρευόταν, αν μπορούσε να πει κανείς όνειρα τους εφιάλτες του …
170 χιλιόμετρα δυτικά ήταν ο τόπος του Σάμι και δεν είχε νέα από εκεί χρόνια τώρα.
Γνώριζε πως στις αρχές του΄42 έφυγαν από την Ακτή οι γυναίκες με τα παιδιά του… τι τους είχε συμβεί μέσα σε αυτή τη θύελλα της βίας που εξαπέλυσαν οι ναζί; Δεν είχε ιδέα!
Για τον πατέρα του ήξερε, είχε μάθει το αποτρόπαιο νέο … ήταν κι εκείνη η γυναικεία καρφίτσα που τον έβαλε σε σκέψεις, του είχε μιλήσει ο πατέρας του για κάποια αγορά κοσμημάτων που διαπραγματευόταν λίγο πριν τον πόλεμο.
Το γυναικείο κόσμημα τον έκανε να ονειρευτεί τις όμορφες μέρες και τους περίπατους που έκανε με την αγαπημένη του Ταβιθά, εκεί στην όμορφη Ράσιμπορτζ, πριν τον πόλεμο και παρά τον έντονο αντισημιτισμό που έδειχναν οι Volksdeutsche, κι ήταν πολλοί από αυτούς εκεί δίπλα στον Όντερ.
Σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό του: οι αργίες, οι μεγάλες εορτές στη Συναγωγή με όλη την κοινότητα παρούσα. οι χοροί και τα τραγούδια στους γάμους των φίλων τους.
Σαν κινηματογραφική ταινία του βωβού αναπόλησε το χτυποκάρδι του για την Ταβιθά, το γάμο του μαζί της, τη λαχτάρα του όταν πήρε αγκαλιά τη νεογέννητη Σανέ, τη αγωνία του να την δει να μεγαλώσει, να πηγαίνει στο σχολείο και να κάνει τη γιορτή της στη Συναγωγή.
Και μετά σαν να δάκρυσε μέσα στον λήθαργό του, όταν ο Ιακώβ του κουνούσε τα χεράκια του και του χαμογελούσε με εκείνο το αθώο μωρουδίστικο ¨φαφούτικο¨ γελάκι που σε κάνει να αγαπάς όλον τον κόσμο, που σου φέρνει ταυτόχρονα θλίψη για την απώλεια του ¨παραδείσου¨, την απώλεια της αθωότητας που βιώνει ο άνθρωπος- ως άτομο και ως κοινωνία- και είναι αυτή η απώλεια το ακριβό τίμημα της γνώσης που αποκτά στο προτσές της αναγκαίας ολοκλήρωσής του.
Ταυτόχρονα. σε μια άλλη ¨οθόνη¨ του μυαλού του ¨έβλεπε¨ πως πριν το 1939 αργά αλλά σταθερά οι Volksdeutsche γίνονταν όλο και πιο εχθρικοί απέναντι στους Πολωνούς μα πιο πολύ απέναντι στους Εβραίους.
Τους έκοβαν την καλημέρα, δεν τους μιλούσαν πια και όταν ξέσπασε ο πόλεμος οι άνδρες αυτοί βρέθηκαν δίπλα- δίπλα με τους στρατιώτες της Βέρμαχτ αλλά και με τους δολοφόνους των Einsatzgruppen που έψαχναν τους Εβραίους και τους Καθολικούς διανοούμενους (δάσκαλους, ιερείς, γιατρούς, δικηγόρους) για να τους εξοντώσουν.
Ήταν κάτι το αδιανόητο, το ασύλληπτο για την πολιτισμένη Ευρώπη.
Ήταν κάτι που γινόταν απάνθρωπο, όταν σκεπτόσουν ότι το σχεδίασαν και το υλοποίησαν οι εκπρόσωποι του πιο πολιτισμένου έθνους της Ευρώπης, όπως αυτάρεσκα έλεγαν οι ίδιοι.
Ήταν κάτι που γινόταν αποτρόπαιο, όταν συνειδητοποιούσες ότι τα μέλη αυτής της εθνότητας επέτρεπαν χωρίς την παραμικρή αντίδραση –πέρα από την αντίδραση μιας χούφτας φοιτητών που θα αποκεφαλίζονταν για αυτό- την προβολή της μαζικής δολοφονίας στα Επίκαιρα … και χαιρόντουσαν με τη ¨νίκη¨ τους επί των εχθρών τους.
Μάθαιναν, όσοι καλοπροαίρετοι δεν ήξεραν, πως ο άνθρωπος με το μισό μουστάκι είχε ζητήσει από τους Γερμανούς του να δολοφονήσουν όλους αυτούς –τους εχθρούς της Γερμανίας όπως τους ονόμαζε η προπαγάνδα- στα πλαίσια της Επιχείρησης Tannenberg, σε μια ειρωνική υπενθύμιση της νίκης των Γερμανών έναντι των Ρώσων, χιλιάδες Πολωνοί δολοφονήθηκαν σε εκατοντάδες μαζικές εκτελέσεις.
Ήταν τότε, μεταξύ της 1ης του Σεπτεμβρίου και στο τέλος του Οκτώβριου του 1939, που ο Σάμι το έσκασε από το σπίτι του και έγινε παρτιζάνος, αφήνοντας τον πατέρα του να προσέχει την οικογένεια.
Ήταν τότε που ο Ματθίας, ένας εβδομηντάρης της εποχής του, εκτελέστηκε και θάφτηκε σε ομαδικό τάφο στη στροφή του ποταμού ως εχθρός της μεγάλης Γερμανίας.
Ήταν τότε που οι Γερμανοί θεωρούσαν τον δάσκαλο και τον παππά, ακόμα και στο πιο μικρό χωριό της Πολωνίας, ως εχθρούς του χιλιόχρονου Ράιχ …
Ήταν τότε που οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να σκεφτούν λογικά και εκούσια μπήκαν στο κακοτράχαλο μονοπάτι που θα τους οδηγούσε, στο Δίστομο, στο Οραντούρ, στο γκέτο της Βαρσοβίας, στα τρένα του Θανάτου που οδηγούσαν στην Τρεμπλίνκα, στο Μπέλζεκ, στο Μαϊντάνεκ και τελικά στο Άουσβιτς - Μπιρκενάου …
… στη σιδηροδρομική ράμπα του οποίου ο Σάμι βίωνε το λήθαργό του!
30 χιλιόμετρα βόρεια η κόρη του Σάμι, η Σανέ, κοιμόταν κι αυτή κρυμμένη πίσω από μια ντουλάπα μαζί με τη γιαγιά της που έμενε σχεδόν άγρυπνη κάθε νύχτα.
Τη Σανέ την ξυπνούσαν τα όνειρά της με τις φωνές, το τρεχαλητό και τα παιχνίδια με τις φίλες της. τα όνειρά της με την αγαπημένη φωνή της όμορφης μαμάς της και τη λατρεία και το φόβο για τον μπαμπά της. τα όνειρά της με την σεβάσμια όψη του παππού και τις καραμέλες που είχε σχεδόν πάντα στις τσέπες του, όταν τις ψαχούλευε η μικρή.
Τη θυμόταν ο Σάμι την κόρη του, όπως την άφησε μικρό κοριτσάκι να κοιμάται γαλήνια τη νύχτα που το έσκασε από τους Γερμανούς -ή μήπως το έσκασε από την οικογένειά του;-, τη νύχτα που τον στοίχειωνε κοντά πέντε ολάκαιρα χρόνια με αυτό το δίλημμα.
Δεν μπορούσε να σκεφτεί την κόρη του σχεδόν δεκάχρονη παιδούλα πια!
Δεν μπορούσε να σκεφτεί τη μητέρα του γερασμένη από την πείνα, την αγωνία για το κάθε ¨αύριο¨ το δικό της και της Σανέ. την αγωνία για το γιο της, τη νύφη της και τον μικρό Ιακώβ. και από τον πόνο για το χαμό του Ματθία της.
Μα εκείνο που ήταν αδύνατο να υπομείνει ο Σάμι ήταν η σκέψη της Ταβιθά.
Ήταν πέρα από τις δυνάμεις του να αντέξει πάνω από πέντε δευτερόλεπτα στη σκέψη της χωρίς να ζαλιστεί, χωρίς να κλάψει γοερά, χωρίς να οικτίρει τον εαυτό του για την εγκατάλειψή της, χωρίς να νιώσει την ανάγκη της αυτοχειρίας.
Και όταν ερχόταν η εικόνα του Ιακώβ στο μυαλό του ήταν η ψυχή του που μάτωνε από το εσώτερο των ερωτημάτων που τον ¨κυβερνούσαν¨: πώς μπόρεσες να αφήσεις αυτό το λουλούδι ανυπεράσπιστο, το παιδί σου βορρά των βαρβάρων;
¨Ούρλιαζε¨ μέσα του η ¨φωνή¨ και τον καλούσε σε αυτοκριτική και αυτογνωσία!
Τι έκανες στη δύσκολη στιγμή, ποιος ήσουν και πώς κατάντησες;
Τι διαφορετικό θα μπορούσες να κάνεις;
Γιατί τόση βιασύνη στην απόφασή σου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου