Με τους ναζί στην εξουσία πύκνωσαν και στη Raciborz εκείνοι οι αγριάνθρωποι με τα καφέ πουκάμισα και τα ρόπαλα στα χέρια, που έβριζαν και κτυπούσαν αναίτια τους Εβραίους. εκείνοι που περνούσαν στην Ακτή κι έκαναν παρέα με τα μεγαλύτερα καθάρματα από τους Volksdeutsche, τους Εθνοτικούς Γερμανούς της Πολωνίας.
Μετά το 1935 οι Γερμανοί της Raciborz έγιναν απόλυτα εχθρικοί απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο και όχι μόνο. Στους τοίχους των σπιτιών της Ακτής γράφονταν συνθήματα, όπως: ¨Θάνατος στους Εβραίους¨, «Οι Εβραίοι θα φύγουν από τη Σιλεσία¨, ¨Η Σιλεσία είναι γερμανική¨ και δίπλα σε κάθε σύνθημα πάντα μα πάντα υπήρχε εκείνη η απαίσια ζωγραφιά με τον αγκυλωτό σταυρό.
Παρόλα αυτά οι Horowitz δεν είχαν χάσει πολλούς πελάτες στο ραφτάδικο λόγω της Ταβιθά και της μητέρας της.
Αλλά από το 1938 και ειδικά μετά τα γεγονότα της Νύχτας των Κρυστάλλων σε ολόκληρη τη Γερμανία οι Γερμανοί πελάτες αραίωσαν πολύ, έμειναν οι Εβραίοι και οι Πολωνοί της Ακτής. για αυτό το λόγο και τα έβγαζαν δύσκολα πέρα τον τελευταίο χρόνο πριν τον πόλεμο.
Τα γεγονότα προβλημάτιζαν τον Σάμι: «Καρδιά μου» έλεγε στην Ταβιθά «μήπως πρέπει να φύγουμε
από το χωριό, να μετακομίσουμε σε μια μεγάλη πόλη, να είμαστε άγνωστοι και να έχω δυνητικά πιο πολλούς πελάτες;».
Αλλά εκείνη τον αγκάλιαζε και τον καθησύχαζε με ένα τρυφερό φιλί, «Όχι άντρα μου, όλα θα πάνε καλά, ποιος θα σκεφτεί να μας πειράξει σ΄ αυτή τη στροφή του ποταμού, σε αυτό το ασήμαντο χωριουδάκι, όπου όλοι γνωριζόμαστε;».
Η οικειότητα με όλους τους ανθρώπους στην Ακτή έδινε στην Ταβιθά την ψευδαίσθηση της αλληλοβοήθειας, της αλληλοκάλυψης, της κοινής αντιμετώπισης των προβλημάτων.
Δε μπορούσε να διανοηθεί η Ταβιθά, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι σε κείνη τη στροφή του Όντερ, πως ο επερχόμενος πόλεμος θα διέλυε τους δεσμούς του χωριού, θα έκανε φύλλο και φτερό φιλίες και γνωριμίες δεκάδων χρόνων.
Πώς ήταν δυνατό να σκεφτούν ότι την πρωινή καλημέρα θα την αντικαθιστούσε η δυσπιστία, ο φόβος του διπλανού και η κατάδοση του γείτονα έναντι αμοιβής;
Αυτά θα ήταν τα ¨έργα¨ και τα ¨δώρα¨ των Γερμανών, τα οποία δυστυχώς για τους Εβραίους της μικρής Ακτής θα γίνονταν ασμένως δεκτά και από μια ομάδα Πολωνών.
Τα ¨δώρα¨ των Γερμανών που εκεί -στη στροφή του Όντερ- είχαν επιλεγεί από τους απλοϊκούς κατοίκους –το 1921 στο δημοψήφισμα- να τη διαφεντεύουν.
Η Ταβιθά ήταν κοριτσάκι τότε και η οικογένεια της μητέρας της πίστευε μαζί με τους πολλούς ότι η επιλογή των Γερμανών για το διαφέντεμα της περιοχής ήταν η σωστή τουλάχιστον από οικονομική άποψη.
Και πώς μπορούσαν να σκεφτούν διαφορετικά άνθρωποι σαν τους γονείς της Ταβιθά, όταν τότε ελάχιστοι άνθρωποι και μέσα στην ίδια τη Γερμανία –όχι πάνω από δυο τρεις χιλιάδες- γνώριζαν έστω και την απλή ύπαρξη ενός χολερικού, αδύνατου, μισερού ανθρώπου που περιδιάβαινε τα ταβερνεία του Μονάχου, που κοιμόταν στα δημόσια υπνωτήρια και απειλούσε με αφανισμό τους Εβραίους από την πρώτη στιγμή της δημόσιας ζωής του.
Πόσο μάλλον οι ίδιοι άνθρωποι να ήταν δυνατό -εκεί στη μακρινή στροφή του Όντερ- να γνώριζαν τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από τις σκέψεις, τα λόγια και τις προθέσεις αυτού του χολερικού .
Προθέσεις δημοσιευμένες από το μακρινό 1920 σε ένα κουρελόχαρτο με τον τίτλο ¨Τα 25 σημεία¨ στα πλαίσια των διακηρύξεων ενός Κόμματος[1] -αποκόμματος τότε- μερικών αλητήριων διεστραμμένων, ¨κολλημένων¨ με τον πόλεμο και τις δήθεν ¨αρετές¨ τους στη μακρινή Βαυαρία!
Και η 4η από αυτές τις 25 σαχλαμάρες τα ¨προφήτευε¨ όλα. Μια ημέρα του διάβασε τότε, μια Τρίτη στις 24 Φεβρουαρίου του 1920, εκείνος ο χολερικός νεαρός με την παράξενη φάτσα προς τα μέλη του NSDAP και ξεσήκωσε θύελλα ενθουσιασμού:
«Μόνο μέλη του Έθνους μπορούν να είναι πολίτες του Κράτους. Μόνον αυτοί με γερμανικό αίμα, ανεξαιρέτως πεποιθήσεων, μπορούν να είναι μέλη του Έθνους. Κανείς Εβραίος δεν μπορεί να ανήκει στο Έθνος».
και τώρα οι Εβραίοι εκεί στη στροφή του Όντερ δεν μπορούσαν να είναι πολίτες του χιλιόχρονου Ράιχ, αλλά δεν το ήξεραν, απλά το ¨οσμίζονταν¨!
Αλλά και αν τις ήξεραν οι γονείς τα Ταβιθά και οι άλλοι άνθρωπο, εκεί στη στροφή του ποταμού, αυτές τις αηδιαστικές σκέψεις μιας ομάδας Γερμανών, πώς να πίστευαν ότι αυτές θα γίνονταν το ¨ευαγγέλιο¨ των ολότητας των Γερμανών, πώς να σκέφτονταν τότε, το 1921, πως θα υπήρχαν θηρία που θα τις εφάρμοζαν;
Οι άνθρωποι, εκεί στη στροφή του Όντερ, αποφάσισαν με βάση τη λογική, η οποία αποδείχτηκε λανθασμένη σύμβουλος τους, τουλάχιστον για μερικούς!
Το καλοκαίρι του 1939
η σχέση της Πολωνίας με τη ναζιστική Γερμανία κατρακύλησε στο ναδίρ. Και το
Σεπτέμβρη του 1939 η από το 1935 και μετά άσχημη πραγματικότητα για τους
Πολωνούς και πιο πολύ για τους Πολωνοεβραίους άλλαξε κι έγινε φρικιαστική. όταν οι ορδές του Αδόλφου
Χίτλερ μπήκαν στην Πολωνία χωρίς λόγο και με μόνη αφορμή μια τεράστια
προβοκάτσια των Volksdeutsche της Πολωνίας σε πλήρη συνεννόηση
και σχεδιασμό με τους ναζιστές Γερμανούς.
Ο πόλεμος ποτέ δεν ήταν, δεν είναι και δε θα είναι ποτέ κάτι καλό, αλλά εκεί στη στροφή του Όντερ –ίσως πρώτοι από όλους στην Πολωνία- οι άτυχοι Πολωνοί και Εβραίοι κάτοικοι της Ακτής διαπίστωσαν κάτι ακόμα χειρότερο και από τον πόλεμο. βίωσαν τον πόλεμο χωρίς κανόνες!
Εκεί, στη στροφή του ποταμού, πίσω από τον τακτικό στρατό εμφανίστηκαν τα Einsatzgruppen, ομάδες των 800 ανδρών που αποτελούνταν από αποφυλακισμένους εγκληματίες του κοινού ποινικού Δικαίου, αστυνομικούς και αξιωματικούς των SS με δολοφονικά ένστικτα και με ένα σκοπό: να σκοτώσουν όσους περισσότερους μορφωμένους Πολωνούς μπορούσαν και όλους τους Εβραίους, αν αυτό ήταν δυνατόν.
Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1939 –μια Δευτέρα- αυτοί οι δολοφόνοι μπήκαν από τη Ράσιμπορτζ στην Ακτή και σύμφωνα με τις ονομαστικές καταστάσεις που είχαν συντάξει οι Volksdeutsche και είχαν τυπωθεί σε ένα βιβλίο εκατόν ενενήντα δυο σελίδων, το Sonderfahndungsbuch Polen/ Πολωνία Ειδικό Βιβλίο Εκτέλεσης, άρχισαν αμέσως σε ολόκληρη την περιοχή τις κατασχέσεις των περιουσιών Πολωνών και Εβραίων, τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις των μορφωμένων Πολωνών και των Εβραίων νέων αντρών.
Ο Σάμι -30 χρονών τότε- κατάλαβε πως θα ήταν ένας από τους στόχους και αποφάσισε την επόμενη νύχτα με δύο τρεις ομοθρήσκους και ομοϊδεάτες του να το σκάσει και να βγει στην παρανομία στα δάση της περιοχής του Gliwice - Γκλίβιτσε.
Εκείνες τις ώρες ο Σάμι δεν συνειδητοποίησε μια πραγματικότητα: ότι ο πόλεμος δε σκοτώνει μόνο ανθρώπους, δεν καταστρέφει μόνο κτίρια και υποδομές, αλλά κυρίως -ύπουλα, πολύ ύπουλα- ¨επιτίθεται¨ στις ελπίδες και τα όνειρα των απλών ανθρώπων και πάντα τα διαλύει.
Αργότερα, ένα βραδάκι στη στροφή ενός άλλου ποταμού, αιωρούμενος ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, θα συνειδητοποιούσε το ύπουλο αυτό χαρακτηριστικό του πολέμου!
Ο Σάμι πρόλαβε τα γεγονότα. σκεφτόταν τότε!
Αλλά, τότε, δε σκέφτηκε, δεν ήταν δυνατό νε σκεφτεί ο Σάμι, ότι τα επόμενα πέντε χρόνια θα ¨στέγαζε την ύπαρξή του¨ μόνο στο λιπόσαρκο σαρκίο του και στα κουρέλια που θα του έδιναν να φορέσει οι θύτες του.
Δε μπορούσε να προβλέψει πως θα ήταν σε χειρότερη μοίρα από τον εκτοπισμένο ομοεθνή του που την ίδια εποχή περίπου θα έγραφε στους δικούς του ότι : ¨σε ένα καρφί της ντουλάπας του μπορούσε να κρεμάσει ολόκληρη την περιουσία του¨.
Ούτε αυτό δε θα μπορούσε να ισχυριστεί ο Σάμι, αλλά εκείνο το βράδυ της φυγής του δεν μπορούσε να το προβλέψει, δεν ήξερε …
Και πώς θα μπορούσε να σκεφτεί πως δεν έκανε καλά που έφευγε, όταν κοντά στο χωριό ¨άνοιξε¨ ένα Polenlager, ένα στρατόπεδο όπου οι Γερμανοί έκλεισαν τους Πολωνούς αιχμαλώτους πολέμου ήδη από την πρώτη Κυριακή μετά την εισβολή και ακολούθησε η δημιουργία ενός Judenlager, ένα άλλο στρατόπεδο όπου απομονώθηκαν οι περισσότεροι νεαροί Εβραίοι άνδρες της περιοχής;
«Μας μαντρώνουν για να μην αντισταθούμε» έλεγαν αρκετοί προσπαθώντας να εξηγήσουν τα ανεξήγητα. Αλλά ο κύριος λόγος της δημιουργίας των Lager δεν ήταν ο φόβος των Γερμανών για τη δημιουργία αντιστασιακών ομάδων.
Γρήγορα όλοι κατάλαβαν τον πραγματικό και ρεαλιστικό –από τη μεριά των Γερμανών- σκοπό της δημιουργίας αυτών των Lager.
Και τα δύο στρατόπεδα/φυλακές πρόσφεραν εργάτες, άμισθους εργάτες, που θα δούλευαν καταναγκαστικά στα έργα οδοποιίας που είχαν σχεδιάσει οι Γερμανοί για τα επόμενα βήματά τους στην Ανατολή, στις βιομηχανίες τσιμέντου που δημιούργησαν για το σκοπό αυτό και σε αγροτικές εργασίες αφού οι περιουσίες των Πολωνών είχαν ήδη περάσει σε γερμανικά χέρια σε ένα μεγάλο ποσοστό.
Ναι. Οι εισβολείς είχαν μαζί τους πλήρεις πίνακες με τα περιουσιακά στοιχεία όλων των Πολωνών και ειδικά των Εβραίων. Όσο κι αν είναι παράξενο, οι Γερμανοί απαλλοτρίωσαν άμεσα τα πάντα σαν έτοιμοι από καιρό.
Και ήταν έτοιμοι από καιρό χάρις στους αδίστακτους Volksdeutsche της Πολωνίας, της 5ης φάλαγγας των Γερμανών, όχι μόνο στην Πολωνία αλλά σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. χάρις στους ανθρώπους που ήταν οι πλέον ένθερμοι και πιστοί οπαδοί του ανθρώπου με το μισό μουστάκι. χάρις στους ανθρώπους που πρόδιδαν, έκλεβαν, βίαζαν, δολοφονούσαν τους γείτονές τους με τους οποίους ζούσαν χρόνια και χρόνια μαζί, έτσι απλά επειδή –όπως τους υπενθύμισε ο Φύρερ τους- μετά την ήττα της Γερμανίας στο Μεγάλο Πόλεμο βρέθηκαν πολίτες ενός άλλου κράτους στο οποίο δεν πλειοψηφούσαν και αυτό δεν μπορούσε να είναι αποδεκτό!
Έπρεπε αυτοί να εξουσιάζουν!
Και ο άνθρωπος με το μισό μουστάκι τους έταζε εξουσία!
Έκανε καλά που θα έφευγε; Το ερώτημα τον ¨έτρωγε¨. Ούτε ο ίδιος ήξερε τι έκανε.
Τις ημέρες εκείνες –πριν και μετά την εισβολή- υπήρχαν στο ¨μυαλό¨ της εβραϊκής κοινότητας δυο προβληματισμοί σχετικά με τους άντρες.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ηγέτες της Κοινότητας ήταν 100% βέβαιοι για τις απαντήσεις που έδιναν στους προβληματισμούς τους.
Η μια σκέψη επιβεβαιώθηκε αμέσως, θετικά. οι νεαροί άντρες κλείστηκαν στο Judenlager και φυσικά κανείς δεν ήξερε τη μελλοντική κατάληξη αυτής της ομηρίας.
Η άλλη σκέψη σε λίγες ημέρες αποδείχτηκε φρούδα ελπίδα, κανείς δεν περίμενε να δολοφονήσουν τους ηλικιωμένους και όμως οι ¨πολιτισμένοι αγροίκοι¨ τους δολοφόνησαν!
Έγινε μια οικογενειακή κουβέντα, τη νύχτα που το έσκασε ο Σάμι, κάτι σαν συμβούλιο αλλά με ειλημμένη ήδη την απόφαση. Όταν κοιμήθηκαν τα παιδιά τα δύο ζευγάρια μαζεύτηκαν και σκέφτηκαν τι πρέπει να γίνει, πώς θα πορευτούν στις νέες προκλήσεις;
Το φευγιό του Σάμι φαινόταν και ίσως ήταν μονόδρομος, αυτό που προσπάθησαν να μαντέψουν ήταν το μέλλον κυρίως όσων έμεναν πίσω: θα τους επέβαλλαν αντίποινα οι αιμοδιψείς Γερμανοί, θα μπορούσε να προσφέρει ο Σάμι έστω και ελάχιστη βοήθεια, θα μπορούσε να τους προστατεύσει ο παππούς;
«Ναι, θα δώσω και τη ζωή μου, φύγε εσύ παιδί μου» είπε ο Ματθίας, «Εμάς γιατί να μας πειράξουν; Σίγουρα θα τα καταφέρουμε.»
Τα πίστευε αυτά τα λόγια ο Ματθίας, όμως δεν τα πίστευαν και τόσο οι δύο γυναίκες, το ένστικτό τους ούρλιαζε. ειδικά η Ταβιθά έχοντας τον μικρό στο στήθος της φοβόταν, ήταν τόσο ευάλωτη και αυτοί οι αγροίκοι που μπήκαν στο χωριό την κοιτούσαν με εκείνο το ύφος του λιγδιάρη άντρα που κραδαίνει την εξουσία για να επιδείξει τον αντρισμό του και να αποδείξει την ανωμαλία του.
Δεν τα είπε αυτά εκείνη την ώρα στον άντρα της, τα κράτησε μέσα της.
Η γιαγιά Χάννα, που θυμόταν με τρόμο τα δυο πογκρόμ –τη σφαγή του Πινσκ το 1917 και το πογκρόμ της Λβιβ το 1918- δε φανέρωσε κι αυτή τις σκέψεις της. Έκλαιγε και διαβεβαίωσε το γιο της πως η απόφασή του –αν και βιαστική- ήταν η σωστή.
Έλπιζε στην προστασία του άντρα της, «Κοτσανάτος είναι ακόμα» είπε, «θα μπορούσε να δουλέψει στο ραφτάδικο». Οι γυναίκες θα ήταν οι προστάτιδες των παιδιών, θα κρατούσαν το σπίτι, το μποστάνι και τα πουλερικά για να τα μεγαλώσουν.
Που να ήξεραν για τις εγκληματικές προθέσεις των Γερμανών, δε μπορούσαν να ξέρουν ότι την αδικία των καιρών θα τη ζούσαν στο πετσί τους τα επόμενα χρόνια μόνες, αλλά ούτε αυτό το ήξεραν!
Ο ίδιος ο Σάμι ήταν χαμένος, μπερδεμένος. Έπρεπε πριν τα μεσάνυχτα να έχει αποφασίσει. Ποτέ εκείνη τη νύχτα δεν του πέρασε η σκέψη του λάθους της απόφασης του.
Αν έμενε ήταν σίγουρός πως θα τον σκότωναν κατ΄ επιταγή των Volksdeutsche. Ήταν τα όνειρά του για ένα εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη που δεν άρεσαν σε πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους.
Μόνο αυτοί –οι ναζί και οι φίλοι τους- είχαν το δικαίωμα να διατάζουν, να διαφεντεύουν. Το φώναζαν τα τελευταία έξι χρόνια –αλλά οι Γερμανοί το αγνόησαν ή μπορεί κα να το ήθελαν- και τώρα οι απαίσιοι το εφάρμοζαν πλέον.
«Είχε δικαίωμα να σκοτωθεί και να αφήσει τα παιδιά του χωρίς πατέρα και τη Ταβιθά χωρίς σύζυγο;»
«Όχι», απάντησε μόνος του στο ερώτημα που έθεσε. άρα έπρεπε να φύγει για να ζήσει.
«Γλυκιά μου εδώ γύρω θα είμαι με τους συντρόφους» είπε παρηγορητικά.
Ούτε ο ίδιος ήξερε αν το πίστευε αυτό που έλεγε ή αν το είπε μόνο και μόνο για να το πει. Δεν είχε χρόνο και δεν μπορούσε να σκεφτεί τις ημέρες πείνας, πόνου και τρόμου που θα περνούσαν όλοι τους και πόσο θα μετάνιωνε για την απόφασή του αργότερα.
Οι δύο γυναίκες προσεύχονταν να γυρίσει σύντομα υγιής κοντά τους, προσεύχονταν να αντέξουν όλοι τους τη δοκιμασία.
Κι έτσι γρήγορα και απλά άφησε τα παιδιά του χωρίς πατέρα. όταν τα μεσάνυχτα χτύπησε η πίσω πόρτα αποχαιρέτησε τα παιδιά που κοιμόνταν, φίλησε τη γυναίκα του, πήρε την ευχή των γονιών του κι έφυγε για το δάσος, άοπλος με λίγο ψωμί και λίγο παστό κρέας μέσα με ένα δισάκι που πέρασε στον ώμο του.
Και φυσικά εκείνη την ώρα δε μπορούσε να διανοηθεί πως έδινε το τελευταίο φιλί στην αγαπημένη του γυναίκα, στη γυναίκα που είχε ορκιστεί στους γονείς της και την ίδια πως «θα την πρόσεχε σε όλη του τη ζωή», πως «θα ήταν μαζί όλη τους τη ζωή»!
Διαφορετικά, τα ¨διέταζε¨ η ζωή εκείνες τις ημέρες …
Ήταν άδικη η ζωή για όλους τους ¨Χόροβιτς¨ της Πολωνίας εκείνες τις ημέρες και θα γινόταν ακόμα πιο άδικη στα επόμενα χρόνια …
Χρόνια δίσεκτα, χρόνια δύσκολα, χρόνια ανείπωτου πόνου τους περίμεναν όλους τους Εβραίους της Πολωνίας, όλους τους Εβραίους της Ευρώπης.
Όσοι πρόλαβαν κι έφυγαν στην Αμερική γλύτωσαν. Και θα ήταν αυτή η σκέψη που θα μάτωνε τα επόμενα χρόνια την καρδιά της Χάννα. είχαν τον τρόπο να έφευγαν τα ¨παιδιά¨ της, η Ιουδίθ ζούσε στην Αμερική.
Τους είχε γράψει να φύγουν, να τους ¨καλέσει¨ στην Αμερική, όταν εκείνος ο παράξενος τύπος έγινε καγκελάριος στη Γερμανία και τους ξανάγραψε αφότου ο ίδιος αχρείος άνθρωπος στις 30 Ιανουαρίου του 1939 δήλωσε ¨συγκινημένος¨ και οργισμένος από το ¨γεγονός¨ πως η Πολωνία καταπίεζε τους μειονοτικούς γερμανικούς πληθυσμούς στην επικράτειά της και πάλι έστειλε νέα επιστολή σχεδόν παρακλητική, όταν αργότερα ο αχρείος από το Βερολίνο ζήτησε να γίνει γερμανική πόλη το Ντάντσιχ, για να μετριαστεί έλεγε ο ¨πόνος¨ του.
Αλλά ο Σάμι και η Ταβιθά τα θεωρούσαν όλα τόσο μακρινά και δεν κουβέντιασαν καν το θέμα με τους γονείς τους. Κι αυτή η αμέλεια θα πονούσε τη Χάννα μέχρι να πεθάνει.
Όταν στις 30 Αυγούστου τα SS σκηνοθέτησαν μια ψεύτικη επίθεση σε έναν γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό και κατηγόρησαν ψευδώς τους Πολωνούς για αυτό, ήταν αργά για τον Σάμι και την Ταβιθά.
Η Ταβιθά σίγουρα δεν έμαθε ποτέ τι έγινε εκείνη την ημέρα, ο Σάμι το έμαθε, όταν βρέθηκε στους παρτιζάνους και μονολογούσε, έβριζε την αναποφασιστικότητα του.
Μα δεν ήταν ο μόνος που έκανε λάθος. Πού μπορούσαν να μεταναστεύσουν τόσα εκατομμύρια άνθρωποι; Και όσοι το έκαναν ήταν σίγουροι για το μέλλον τους;
Όσοι πήγαν στην Αμερική, ναι σώθηκαν. Οι υπόλοιποι, που βολόδερναν από χώρα σε χώρα στην Ευρώπη απλά έδιναν παράταση στα βάσανά τους, έδιναν χρόνο στον σχεδόν βέβαιο θάνατό τους, έδιναν στους διώκτες τους την ικανοποίηση του κυνηγού που ταλαιπωρεί τη λεία του, γνωρίζοντας a priori το αποτέλεσμα του κυνηγιού!
Και οι δυο τους ο Σάμι και η Ταβιθά -λίγες ώρες μετά την προστυχιά των πολιτισμένων Γερμανών- άκουσαν τον ήχο των βαρέων πυροβόλων, είδαν άρματα μάχης να περνούν τη γέφυρα στο ποτάμι, είδαν στρατιώτες σε μοτοσυκλέτες, σε φορτηγά αυτοκίνητα και σε άλογα να ακολουθούν, είδαν τους πεζικάριους του γερμανικού στρατού έξω από την πόρτα τους!
Μα πάνω από όλα, είδαν –και τρόμαξαν- μερικούς Πολωνούς στην άκρη του δρόμου να κρατούν σημαίες –τις γερμανικές σημαίες με τη σβάστικα- και να κερνούν γλυκίσματα τους κατακτητές τους.
Και δεν ήταν αυτοί που κρατούσαν τα σβάστικα μόνο όσοι έκαναν προπολεμικά παρέα με εκείνους τους αγροίκους με τις καφέ στολές από τη Ράσιμπορτζ, αλλά είδαν κι άλλους φιλήσυχους συγχωριανούς τους να είναι εκεί και να χαίρονται με την κατάκτηση και την υποδούλωση της χώρας τους.
Όλοι στην οικογένεια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και πρώτη η γιαγιά Χάννα είπε «Και τώρα ποιον μπορούμε να εμπιστευόμαστε ως φίλο;».
Κανείς δεν απάντησε σε αυτό το απλοϊκό ερώτημα.
Όλοι καταλάβαιναν πως τα δύσκολα ήταν μπροστά, αλλά το βαθμό δυσκολίας δεν μπορούσαν να το προβλέψουν.
Αυτό θα ήταν και το ¨πρώτο¨ όπλο των Γερμανών τα επόμενα έξι περίπου χρόνια. η εσκεμμένη ασάφεια των προθέσεών τους που προκαλούσε τρόμο στα υποψήφια θύματά τους και τα παρέλυε, τους θόλωνε κάθε σκέψη για αντίδραση μέσα από την άγνοια και για τα πλέον απλά μελλούμενα.
[1] NSDAP το ονόμασε το Κόμμα του ο χολερικός με το μισό μουστάκι. Εθνικοσοσιαλιστικό Γερ-μανικό Εργατικό Κόμμα έλεγαν ψευδεπίγραφα αυτό το συνονθύλευμα απόψεων. Τότε, αμέ-σως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, στη Γερμανία ο πραγματικός Σοσιαλισμός ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου