19 Μαρτίου 2024

ΣΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ. ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΣΠΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ

 Με όλα αυτά  ο παππούς Ματθίας κοντά στα 70 –γέρος πολύ γέρος για εκείνη την εποχή- έμεινε να προσέχει την οικογένεια, τις δύο γυναίκες και τα δύο μικρά παιδιά.

Κανείς δεν περίμενε στην εβραϊκή κοινότητα ότι οι ηλικιωμένοι θα βρίσκονταν στο στόχαστρο των δολοφόνων.

Δεν ήξεραν τις διαταγές του ναζί αρχιδολοφόνου, εκείνου του ¨ σπουδαγμένου καλού παιδιού¨ του Βερολίνου, του μεγαλύτερου, ορκισμένου εχθρού του λαού των Εβραίων.

Μέχρι και ο θάνατός του το 1942 θα ήταν ένα μεγάλο κακό ακόμα και για τους Εβραίους αυτού του μικρού άσημου χωριού σε εκείνη την στροφή του Όντερ. 

21 Σεπτεμβρίου 1939: Ο Heydrich εκδίδει οδηγίες στα Einsatzgruppen, στην Πολωνία σχετικά με τη μεταχείριση των Εβραίων, διατάσσοντας να τους συγκεντρώνουν σε γκέτο, αν ήταν δυνατό κοντά σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, για την όσο το δυνατόν πιο εύκολη επίτευξη στο εγγύς μέλλον  του  "τελικού στόχου". 

Διέταξε επίσης την πλήρη απογραφή όλων των Εβραίων και την ταυτόχρονη ίδρυση εβραϊκών συμβουλίων (Judenrat τα ονόμασε) εντός των γκέτο που θα δημιουργούνταν, για να ¨βοηθήσουν¨ την απρόσκοπτη εφαρμογή της ναζιστικής πολιτικής, μέσω της άμεσης και άνευ αντίλογου εκτέλεσης των σχετικών διαταγών.

 

Κάποτε τελείωσαν το σκάψιμο, άφησαν τις τσάπες και τα φτυάρια σε μια άκρη και αμέσως σχημάτισαν για άλλη μια φορά μια φάλαγγα των εικοσιπέντε  περίπου πεντάδων.  Ξαναφόρεσαν τα σακάκια τους.

Πήραν τους πρώτους  πέντε και τους έθαψαν ζωντανούς στην άμμο μέχρι το λαιμό.

Η δεύτερη πεντάδα διατάχτηκε να στηθεί στην άκρη του αυλακιού …

¨ Feuerπυρ¨, ακούστηκε το παράγγελμα, τα τουφέκια και το πολυβόλο ξέρασαν μολύβι και φωτιά.

Οι πέντε άνδρες την ίδια στιγμή βρέθηκαν νεκροί μέσα στον φρεσκοσκαμμένο από τους ίδιους τάφο.

Ακολούθησε η τρίτη πεντάδα και ο παππούς Ματθίας ήταν ένας από αυτούς τους πέντε … 

 

Η τελευταία δεκάδα ανέλαβε να σκεπάσει υποτυπωδώς τα πτώματα και μετά πήρε θέση στην άκρη του τάφου. Αυτούς θα τους σκέπαζαν με άμμο τα τοπικά φιλαράκια των ναζί Κάπως έπρεπε να δείξουν και αυτοί τη συνδρομή τους στο θανατηφόρο μεγαλείο του Γ΄ Ράιχ.

Σουρούπωνε εκεί στη στροφή του ποταμού όταν όλα ησύχασαν, όταν η φρίκη τελείωσε, όταν τα πουλιά γύριζαν στις φωλιές τους ...

-:-

Και τότε, μεταξύ ενός τσιγάρου και μιας κλεμμένης  φιάλης βότκας, ένας από τους δολοφόνους έπιασε να γράφει ένα γράμμα στη γυναίκα του:

«Εκτελέσαμε με συνοπτικές διαδικασίες ¨Πολωνούς δολοφόνους¨. Να φανταστείς ότι ένας από αυτούς εξακολουθούσε να τρώει ένα ξεροκόμματο μπροστά στο λάκκο που είχε σκάψει και ο ίδιος, ακόμη και την ώρα που τα πολυβόλα ήταν στραμμένα επάνω του»!

 Αυτά έγραφε μεταξύ άλλων ο άθλιος αυτός δολοφόνος, προφανώς δείχνοντας την Άρια ¨ανωτερότητά¨ του και παριστάνοντας τον ήρωα στην καψερή και άμυαλη οπαδό των ναζί. σε που παντρεύτηκε τον βλάκα της, επειδή θαύμαζε τη στολή και την ¨αντρειοσύνη¨ του. όπως θαύμαζε την ¨ικανότητα¨ όλων των αγροίκων να βανδαλίζουν, να διαπομπεύουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν αμάχους κατά πως τους όριζε ο Φύρερ τους.

Κα μπορούσαν να τα πράττουν όλα αυτά στο όνομα των ¨πρωτογενών πνευματικών δυνάμεων του Βόρειου ανθρώπου, όπως αυτές ενσαρκώθηκαν σε ανθρώπους σαν τον Μεγάλο Φρειδερίκο και τον Βίσμαρκ¨, σύμφωνα με όσα έγραφε ήδη από το 1930 εκείνος ο δήθεν ¨φιλόσοφος¨ τους, ο Ροζενμπέργκ, μιας και οι περισσότεροι από δαύτους ήταν αγράμματοι,  κλέφτες, άνθρωποι της νύχτας, πόρνοι και κίναιδοι

Και γράφοντας, συνέχιζε μαζί με τους ομοίους του να πίνουν. να πίνουν και να μεθούν, μη ξέροντας γιατί!

Ή μήπως ήξεραν τον επερχόμενο οργιαστικό χορό του θανάτου, τον οποίο θα έσερναν;





Στις 8 Οκτώβριου του 1939 η Γερμανία προσάρτησε στο Γ’ Ράιχ πολωνικά εδάφη κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της: η Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ και η Άνω Σιλεσία ήταν μέσα στα εδάφη αυτά.

Κι έτσι η Ακτή έγινε γερμανική και όλοι οι ¨Χόροβιτς¨ της Άνω Σιλεσίας έγιναν πολίτες του μεγάλου και χιλιόχρονου Ράιχ -όπως οι Γερμανοί έλπιζαν και διαλαλούσαν!

Και οι γυναίκες ήταν οι πρώτες που βίωσαν τη διαφορά και μάλιστα πολύ σύντομα: απόγευμα ήταν, όταν ένας Γερμανός υπαξιωματικός πέρασε το κατώφλι των Χορόβιτζ στην Ακτή και ζήτησε ευγενικά μεν αλλά με τόνο επιτακτικό μια κούπα ζεστό τσάι.

Οι δυο γυναίκες –η Χάννα και η Ταβιθά- έτρεμαν, κρύωναν, ζεσταίνονταν και ίδρωναν ταυτόχρονα. βλέποντας τον Γερμανό στην κουζίνα τους.

Του σέρβιραν το τσάι μαζί με κουλουράκια στο σαλόνι.

Ήπιε με τρεις γουλιές το ρόφημα, έφαγε τα κουλουράκια, τις ευχαρίστησε κι έφυγε.

Όλη την ώρα ¨’έτρωγε¨  την Ταβιθά με το βλέμμα του. Η Ταβιθά ήταν μια κούκλα!

Την άλλη ημέρα τις επισκέφτηκε πάλι μαζί με έναν φίλο του και η Ταβιθά βεβαιώθηκε για τις ακριβείς προθέσεις του υπαξιωματικού.

Ευτυχώς εκείνη την ώρα μπήκε στο σπίτι ο πεθερός της αγκαλιά με τον μικρό Ιάκωβο.

Το απόγευμα της επόμενης ημέρας οι δύο γυναίκες έλλειπαν από το σπίτι.

 Κρύφτηκαν σε μια γειτόνισσα στην άλλη άκρη της Ακτής.

Όταν κτύπησε το μάκτρο της εξώπορτας, την άνοιξε ο Ματθίας με τα εγγονάκια του.

-:-

Τελείωνε ο Οκτώβριος, το κρύο είχε αρχίσει, όταν αξημέρωτα  ακόμα ακούστηκαν τα γαυγίσματα των Γερμανών που καλούσαν τους άνδρες –Εβραίους και Χριστιανούς- από 14 έως 60 χρόνων να μαζευτούν σε μισή ώρα στην πλατεία της Ακτής ,έχοντας μαζί τους μια κουβέρτα και ένα γκασμά ή ένα φτυάρι, γιατί θα πήγαιναν –έτσι έλεγαν τα μεγάφωνα- σε καταναγκαστική εργασία.

Μαζεύτηκαν ογδόντα άνδρες και οδηγήθηκαν στη Ράσιμπορτζ. Εκεί τους άφησαν σε ένα πάρκο όπου συνάντησαν και άλλους κρατούμενους άνδρες από τα γύρω χωριά.

Στη συνέχεια όλουςς τους έκλεισαν στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου Ειδικής Αγωγής, του Specialy Osrodek Szkolno, στην οδό Karola Miarki 4.

Εκείνα τα δίσεκτα χρόνια τα σχολεία είχαν μετατραπεί από την πρώτη στιγμή της εισβολής σε φυλακές, οι Πολωνοί δεν θα τα χρειάζονταν πια ως σχολεία. Εκεί στο Βερολίνο, ο άνθρωπος με το μισό μουστάκι είχε αποφασίσει: οι Πολωνοί θα μάθαιναν ¨ολίγη¨ αριθμητική –να μετράνε μέχρι το 250 περίπου- και ¨ολίγα¨ κολλυβογράμματα για να βάζουν την υπογραφή τους.

Δυο μερόνυχτα έμειναν, όλοι οι κρατούμενοι εκεί στο σχολείο, χωρίς νερό και φαγητό, χωρίς να ξέρουν τι τους περίμενε, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο. κοιμόντουσαν στο πάτωμα, την ανάγκη τους την έκαναν σε μια γωνιά της αίθουσας. Και ήταν όλο αυτό μια πρόγευση, μια πρόβα, αυτού που θα ακολουθούσε σε όλη την Ευρώπη, αλλά οι άμοιροι της Ακτής και των άλλων χωριών δεν το ήξεραν, δεν το φαντάζονταν καν.

26 Οκτωβρίου 1939 - Εκδόθηκε διάταγμα υποχρεωτικής καταναγκαστικής εργασίας για τους Πολωνούς Εβραίους από 14 έως 50 ετών.

Το πρωί της τρίτης ημέρας κράτησης –το Σάββατο 29 του Οκτώβρη- οι Χριστιανοί κρατούμενοι χωρίστηκαν από τους συμπολίτες τους Εβραίους, περπάτησαν μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό φορτώθηκαν σ΄ ένα τρένο και κίνησαν κατά την Κρακοβία.

Οι Εβραίοι βγήκαν ξανά στο πάρκο Jordanowski στη γωνία των οδών Winna και Karola Miarki, κι εκεί άρχισε ο δημόσιος εξευτελισμός τους.

Οι ανίεροι Γερμανοί δε σεβάστηκαν την ιερότητα της ημέρας. για τους Εβραίους το Σάββατο είναι ημέρα στοχασμού, αφιερωμένη στην ανάπαυση[1], στην οικογένεια, στο φαγητό. δεν ψωνίζουν, δεν ταξιδεύουν, δεν εργάζονται και όμως οι πολιτισμένοι / αγροίκοι τους έδωσαν από ένα ξύλινο κοντάρι –όχι σκούπα- και τους είπαν να σκουπίσουν την πλατεία με αυτό και αφού μαζέψουν τα ¨σκουπίδια¨ στη μέση της πλατείας να κάνουν πως τα φορτώνουν σε ένα ανύπαρκτο φορτηγό.

Οι Γερμανοί απολάμβαναν τον εξευτελισμό των θυμάτων τους και αυτό θα γινόταν για τα επόμενα 4 χρόνια. δεν βασάνιζαν, δε δολοφονούσαν, εξευτέλιζαν το θύμα τους και από αυτή την πράξη τους  έπαιρναν χαρά κι εκείνη την αναιμική αυτοϊκανοποίηση του ανώτερου, του δυνατού, του δυνάστη που θα γράψει στην ηλίθια συμβία το, που θα διηγηθεί στους αιμοβόρους φίλους του –όταν γυρίσει στην χιλιόχρονη Πατρίδα- τα κατορθώματά του απέναντι στους ανυπεράσπιστους, στις γυναίκες, στα παιδιά, στους ηλικιωμένους. Όταν θα δήλωνε ως ο ¨άντρας¨ που έκανε πράξη εκείνη την αφίσα που έδειχνε ένα Εβραίο πίσω από τα κάγκελα με την επιγραφή: ¨Ψόφησε τώρα Εβραία μέσα στα  σκατά σου¨ και δε θυμόταν αν ήταν ο Der Stürmer που τη δημοσίευσε!

Γύρω, γύρω μαζεύτηκαν Volksdeutsche αντισημίτες που χλεύαζαν και καμιά τριαντάρια ένστολοι αλήτες από την ομάδα με τους μετέπειτα δολοφόνους τους. 

Οι τελευταίοι χτυπούσαν τους άντρες στο κεφάλι με αλυσίδες και ξύλα, τους έριχναν κουβάδες με νερό, όταν λιποθυμούσαν για να συνέλθουν και αρκετά μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας από τη Raciborz χόρευαν γύρω τους και τραγουδούσαν ναζιστικά τραγούδια.

Όλοι μαζί έβγαζαν φωτογραφίες, κάπνιζαν, έπιναν, γελούσαν κι ετοιμάζονταν.

Αλλά οι μελλοθάνατοι δεν ήξεραν γιατί ετοιμάζονταν όλοι αυτοί.

Μισοπεθαμένοι από όλα αυτά, κατά το μεσημεράκι -χωρίς νερό και φαγητό και αφού άφησαν τις κουβέρτες τους στο σχολείο- οι κρατούμενοι πήραν τα σκαφτικά τους, σχημάτισαν μια φάλαγγα και περπάτησαν την οδό Wojska Polskiego, ακολούθησαν την Michala Drzymaly κι έστριψαν στην Semjowa ως το σιδηροδρομικό σταθμό και κατέβηκαν την Plaskowa -που έβγαζε έξω από την πόλη, πέρασαν τη συνοικία Plonia και βρέθηκαν στις αμμώδεις όχθες του ποταμού, του Όντερ.

Στα ανατολικά ο παππούς Ματθίας έβλεπε το χωριό του, την Ακτή, δεν ήταν μακριά, μπορούσε να ξεχωρίσει την εκκλησία της ενορίας του Αγίου Ματθαίου και το Δημοτικό σχολείο στην άκρη του χωριού.

Όλη η δολοφονική ομάδα –το Einsatzkommandos - ήταν εκεί στις όχθες. ένα πολυβόλο στημένο και άνδρες οπλισμένοι σε ένα μεγάλο ημικύκλιο δήλωναν κάτι κακό, αλλά τι;

Δεν πίστεψαν αυτοί οι ανυπεράσπιστοι αθώοι άνθρωποι μέχρι την τελευταία στιγμή πως θα τους συνέβαινε οποιοδήποτε κακό. Γιατί να τους κάνουν κακό;

Πίστευαν, πως όλο αυτό το σκηνικό ήταν ένας χοντροκομμένος εκφοβισμός.

Μπορεί τα πέντε τελευταία χρόνια οι Volksdeutsche να είχαν αλλάξει, να χαιρετούσαν με εκείνο τον απάνθρωπο τρόπο, να τραγουδούσαν εκείνο το βλοσυρό Horst Wessel Lied (το τραγούδι του Χορστ Βέσελ) με τους απειλητικούς στίχους:

«Ήδη εκατομμύρια άνθρωποι βλέπουν τη σβάστικα γεμάτοι ελπίδα,

Η ημέρα της ελευθερίας και του ψωμιού ανατέλλει.

Για τελευταία φορά ακούγεται το προσκλητήριο!

Είμαστε όλοι έτοιμοι για τη μάχη!

Σύντομα οι σημαίες του Χίτλερ θα κυματίζουν πάνω από τα οδοφράγματα.

Η υποτέλειά μας θα διαρκέσει λίγο ακόμα!

Η σημαία ψηλά! Οι τάξεις κλείνουν σταθερά!»,

αλλά δεν περίμεναν –κανείς δεν υποψιαζόταν- πως θα γίνονταν τόσο άσχημα τα πράγματα,  έτσι χωρίς λόγο, και τόσο γρήγορα.

Γιατί;  Δεν υπήρχε τότε απάντηση!

Δεν ήξεραν βέβαια αυτοί οι άνθρωποι πως λίγες ημέρες πριν, ένα Σάββατο στις 7 Οκτωβρίου 1939, εκείνος ο στραβοπόδης αχρείος άνθρωπος, ο Γκέμπελς, έγραφε στο ημερολόγιό του τη σκέψη του  Χίτλερ, που μόλις είχε επιστρέψει από την επίσκεψή του στην κατακτημένη Πολωνία: «Το δυσκολότερο πρόβλημα είναι το εβραϊκό. Αυτοί οι Εβραίοι δεν είναι ανθρώπινα όντα. Είναι αρπαχτικά τα οποία πρέπει να καταστούν ακίνδυνα», του είχε πει το αφεντικό του.

Και ο ίδιος συμφωνούσε απόλυτα. ο  ίδιος πίστευε ότι «οι Εβραίοι ήταν απόβλητα» και ως εκ τούτου έπρεπε να πεθάνουν.

Κι εκεί στις αμμώδεις  όχθες του ποταμού, οι δολοφόνοι διέταξαν ¨τα απόβλητα¨ να βγάλουν τα σακάκια τους και να αρχίσουν σκάβουν ένα φαρδύ αυλάκι: 2,5 μέτρα πλάτος 1,5 μέτρο βάθος και καμιά 50νταριά μέτρα μήκος τους είπαν.

Ίδρωσαν να σκάβουν και να φτυαρίζουν, ζήτησαν νερό αλλά οι δολοφόνοι γέλασαν και γαύγισαν, «Schnell, Schnell - γρήγορα, γρήγορα».



[1]   Το Σαμπάτ, η έβδομη ημέρα της εβδομάδας, αρχίζει την Παρασκευή όταν δύει ο ήλιος και τελειώνει το Σάββατο το βράδυ αφού σκοτεινιάσει. Η ιδέα της γιορτής του Σαμπάτ προέρχεται από την ιστορία της Δημιουργίας της Βίβλου. Την έβδομη ημέρα, ο Δημιουργός Θεός σταματάει τις εργασίες. Έτσι οι Εβραίοι εργάζονται τις πρώτες έξι ημέρες της εβδομάδας και ξεκουράζονται την έβδομη ημέρα, το Σάββατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: