O Παύλος Μελάς, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο ήλιος της Μακεδονίας μας, καθώς όπως ο ήλιος φωτίζει και αφυπνίζει τη φύση, έτσι και αυτός, επέδρασε καταλυτικά, στις ψυχές των Μακεδόνων, αλλά και όλων των Ελλήνων, τον πόθο της επανένωσης, όλων των αγιασμένων βορείων τμημάτων μας, με την μητέρα Ελλάδα.
O Παύλος Μελάς, γεννήθηκε στην Μασσαλία της Γαλλίας στις 19 Μαρτίου 1870. Ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά του πλούσιου εμπόρου Μιχαήλ Μελά και της Κεφαλλονίτισσας Ελένης Βουτσινά. Η οικογένεια των Μελάδων είχερίζες, που έφθαναν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, όπου, επί Ρωμανίας, τα μέλη της ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι. Το αρχικό επώνυμο της οικογένειας λέγεται ότι ήταν «Στρατηγόπουλος», το οποίο άλλαξε σε «Μέλας» και κατόπιν σε «Μελανιάς» για να καταλήξει σε «Μελάς». Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Μελάδες έμεναν στο Κάστρο των Ιωαννίνων, αλλά, μετά την καταστολή της επανάστασης του Διονυσίου του Φιλοσόφου, διασκορπίστηκαν στην Ρωσία, στην δυτική Ευρώπη και σε άλλες περιοχές της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1874, η οικογένεια του Παύλου Μελά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μελάς, βοηθούσε τους τότε αλύτρωτους Έλληνες, κυρίως Κρητικούς και Μακεδόνες, να επαναστατήσουν εναντίον των Τούρκων, στέλνοντάς τους όπλα.
Εκείνη την εποχή, διαδραματίστηκαν κρίσιμα γεγονότα για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Στις 3 Μαρτίου 1878, μετά την νίκη της Ρωσίας στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877 – 1878), υπεγράφη η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία μεταξύ άλλων, αναγνωριζότανη Βουλγαρία ως ανεξάρτητο κράτος και της αποδίδονταν εδάφη από την Καστοριά, μέχρι και την Καβάλα, εις βάρος των ελληνικών δικαίων. Στόχος της Ρωσίας με αυτήν την συνθήκη, ήταν η κάθοδος στην Μεσόγειο, έχοντας δορυφόρους τις σλαβικές χώρες. Αν και η συνθήκη ακυρώθηκε από το συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, οι Βούλγαροι, με την καθοδήγηση των Ρώσων, άρχισαν να στέλνουν στη Μακεδονία, ενόπλους που ονομάζονταν «κομιτατζήδες». Αυτοί κατατρομοκρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό και τον πίεζαν με τη βία, να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο και να ενταχθεί στην Βουλγαρική Εκκλησία, την λεγόμενη Εξαρχία. Η τελευταία, με την βοήθεια της Ρωσίας, είχε αποσχιστεί από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο την είχε κηρύξει ως σχισματική το 1870.
Ο Παύλος Μελάς πέρασε τα πρώτα μαθητικά του έτη στο σχολείο Βούλγαρη και έπειτα στο Γυμνάσιο Πλάκας, που το τελείωσε σε ηλικία δεκαέξι ετών. Το 1885, ως τελειόφοιτος του Γυμνασίου, έζησε έντονα τα γεγονότα της βίαιης προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία και την αναταραχή που τα ακολούθησε. Μάλιστα, σχεδίαζε να καταταγεί εθελοντής στο Στρατό ή να βγει ως αντάρτης στα ελληνοτουρκικά σύνορα, προκειμένου να πολεμήσει. Τελικά, λόγω ενός ατυχήματος, στο οποίο έσπασε στο πόδι του, παρέμεινε στην Αθήνα.
Το 1886, όντας αποφασισμένος να γίνει στρατιωτικός, ετοιμάσθηκε να δώσει εξετάσεις για την Σχολή Ευελπίδων, γιατί έλεγε από τότε:
«Ο στρατιώτης από τους άλλους μια παραπάνω πιθανότητα έχει να θυσιασθή για την Πατρίδα».
Τον Αύγουστο του 1886, γράφει στις προσωπικές σημειώσεις του:«Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου… Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και, όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι’ αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήσει… Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων. Προς το παρόν, άλλωστε, δεν θα υποστώ εις την Στρατιωτικήν Σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ολίγον σκληράν, και μερικές στερήσεις…». Τον Σεπτέμβριο του 1886, εισήχθη στην Σχολή Ευελπίδων, ενώ ορκίστηκε ως πρωτοετής Ευέλπις τον επόμενο μήνα. Τον Αύγουστο του 1891, απεφοίτησε από την Σχολή Ευελπίδων ως Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού.
Στις 11 Οκτωβρίου 1892, νυμφεύθηκε την Ναταλία, κόρη του δικαστικού και πολιτικού Στεφάνου Δραγούμη, που καταγόταν από το Βογατσικό της Καστοριάς. Από τον γάμο του, απέκτησε δύο παιδιά, τον Μιχαήλ, που τον φώναζαν Μίκη και την Ζωή, που την φώναζαν Ζέζα.
Στις 12 Νοεμβρίου 1894, ιδρύθηκε η οργάνωση «Εθνική Εταιρεία», η οποία, σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του καταστατικού της, είχε ως σκοπό «την αναζωπύρωσιν του εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνησιν επί των συμφερόντων των δούλων Eλλήνων και την παρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών διά πάσης θυσίας». Ο Παύλος Μελάς υπήρξε ιδρυτικό μέλος αυτής της οργάνωσης. Εκεί συμμετείχαν, αρχικώς, στρατιωτικοί, αλλά από τον Σεπτέμβριο του 1895, μετά την τροποποίηση του καταστατικού της οργάνωσης, γίνονταν μέλη και γνωστές προσωπικότητες του Ελληνισμού. Ανάμεσα στα μέλη της Εθνικής Εταιρείας συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, οι λόγιοι Κωστής Παλαμάς, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Γεώργιος Σουρής, Σπυρίδων Λάμπρος, Νικόλαος Πολίτης, οι στρατιωτικοί Παναγιώτης Δαγκλής και Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, αλλά και ο τότε Ανθυπολοχαγός Μηχανικού Ιωάννης Μεταξάς, με τον οποίο, μάλιστα, ο Παύλος Μελάς διατηρούσε αλληλογραφία.
Τον Μάιο του 1896, ξέσπασε επανάσταση στην Κρήτη, την οποία ενίσχυσαν εθελοντές από τον Ελληνικό Στρατό. Στα τέλη του Αυγούστου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρεχώρησε στην Κρήτη ένα είδος αυτονομίας. Στα τέλη Οκτωβρίου, όμως, λόγω της μη εφαρμογής του νέου οργανισμού, ξέσπασαννέες ταραχές. Στις 25 Ιανουαρίου 1897, εκηρύχθη στην Χαλέπα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Οι Τούρκοι ως αντίποινα προέβησαν σε έκτροπα.
Η τότε Ελληνική Κυβέρνηση Δηλιγιάννη, έπειτα από πιέσεις της Εθνικής Εταιρείας, απέστειλε ένα σώμα εθελοντών υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο στην Κρήτη, ώστε να συμβάλουν στην Επανάσταση. Τότε, ο Παύλος Μελάς υπηρετούσε ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο, όταν τα ξημερώματα της 31ηςΙανουαρίου 1897 διετάχθη να επιστρέψει με την μονάδα του στον στρατώνα του πυροβολικού, γιατί το μεσημέρι της επόμενης ημέρας θα αναχωρούσε Στρατόςγια την Κρήτη. Παρ΄ όλη την πίκρα του, που η δική του μονάδα δεν θα μετείχε σε αυτή την επιχείρηση, εν τούτοις, συμμετέχοντας στη γενική χαρά γράφει στις σημειώσεις του: «…με κόπο συγκρατώ τα δάκρυά μου… Θεέ μου, κάμε να σωθήαυτός ο δυστυχής τόπος… δέν έζησα παρά με αυτήν καί δι΄ αυτήν την ιδέαν. Και σήμερα ήλθεν επί τέλους η ποθητή στιγμή».
Το εγχείρημα, όμως, προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία απείλησε με πόλεμο. Προ αυτής της απειλής, στην Ελλάδα, εκηρύχθη γενική επιστράτευση. Ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης διόρισε Αρχιστράτηγο τον τότε διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο, ο οποίος αναχώρησε για την Λάρισα και ανέλαβε την αρχηγία των δυνάμεων του θεσσαλικού κάμπου στις 15 Μαρτίου 1897. Ο Παύλος Μελάς εστάλη στο μέτωπο της Θεσσαλίας, ως Διοικητής ουλαμού της 2ηςΠεδινής Πυροβολαρχίας, με έδρα την Λάρισα. Στα τέλη Μαρτίου 1897, καταρτίστηκαν σώματα της Εθνικής Εταιρείας, τα οποία είχαν ως σκοπό να περάσουν τα σύνορα για να προετοιμάσουν το έδαφος για την προσδοκώμενη προέλαση του Στρατού. Ο Παύλος Μελάς, έχοντας επιτύχει άδεια των ανωτέρων του, συνόδευσε ένα από αυτά τα σώματα από τον Βόλο ως την Καλαμπάκα. Άργησε, όμως, να το αποχωρισθεί στο δάσος Βερεντζή και να επιστρέψει στην Λάρισα, κάτι που του στοίχισε φυλάκιση. Η ποινή του, όμως, διεκόπη απότομα με την έναρξη των εχθροπραξιών στις 5 Απριλίου 1897. Ηεισβολή, στη Μακεδονία, ενός σώµατος 2.500 εθελοντών της Εθνικής Εταιρείας, υπήρξε η θρυαλλίδα για την έκρηξη του πολέμου.
Ο Παύλος Μελάς, όντας αισιόδοξος για την έκβαση του πολέμου, γράφει στους γονείς του: «…Αν ο Θεός μας βοηθήση ολίγον, σύντομα θα λάβετε γράμμα μου από την Θεσσαλονίκην. Ώστε θάρρος, αγαπητοί μου γονείς, θάρρος και πεποίθησιν· διότι και αν φέρη ο διάβολος, να νικηθώμεν, θα νικηθώμενπαλικαρίσια…». Σημειώνουμε ότι εκείνες τις ημέρες επικρατούσε μια έντονη ατμόσφαιρα αισιοδοξίας και σιγουριάς για την νίκη στην Ελληνική κοινή γνώμη. Μετά από δέκα ημέρες, όμως, η οικτρή κατάσταση και η άτακτη φυγή του Ελληνικού Στρατού απογοήτευσε τον Παύλο Μελά και τον αηδίασε, ιδίως όταν κάποιοι έριχναν όλη την ευθύνη στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. Γράφει χαρακτηριστικά στην σύζυγό του, Ναταλία: «Επροσπάθησα να δώσω θάρρος εις τους συντρόφους μου, να τους πείσω να κάμωμεν κάτι απερίσκεπτον, αλλά γενναίον. εις μάτην όμως, διότι και εγώ είχα την πεποίθησιν ότι το παν, το πάν εχάθη. Και το ακόμη τρομερώτερον είναι ότι αρχίζουν ταραχαί εις το εσωτερικόν και όλως αδίκως, σε βεβαιώ. Όλοι είναι κουρδισμένοι εναντίον του Διαδόχου, αλλά τι θέλεις να κάμη; Οι ηλίθιοι, που φωνάζουν εναντίον του, έπρεπε να είναι εις την Λάρισσαν την επαύριο, της ατίμου, ατίμου , ατίμου φυγής μας, δια να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’ αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός… Κανείς δεν εσκέφθη να θυσιασθή μαχόμενος. αλλά τι λέγω; 32.000 άνδρες το έκοψαν λάσπη στο άκουσμα πως έρχονται Τούρκοι…»
Δεν είχε άδικο σε αυτά τα λόγια του ο Παύλος Μελάς. Ο Ελληνικός Στρατός ήταν πραγματικά σε μια αξιοθρήνητη κατάσταση, εκτός από το Ναυτικό που υπερείχε του τουρκικού. Οι περισσότεροι στρατιώτες δεν ήσαν ικανοί να χειρισθούν τα όπλα, κάποιοι αξιωματικοί εξασκούντο για πρώτη φορά σε πόλεμο, ενώ οι περισσότεροι ιππείς δεν είχαν άλογα. Ο Αρχιστράτηγος είχε μεταφέρει την όλη κατάσταση σε μήνυμά του στην Αθήνα, με τέσσερις λέξεις: «Στερούμεθα απελπιστικώς των πάντων!».
Οι ευθύνες για την ήττα, όμως, δεν χρεώθηκαν μόνον στον διάδοχο Κωνσταντίνο, αλλά και στην Εθνική Εταιρεία, προκειμένου να μειωθεί το γόητρό της. Ο καταμερισμός των ευθυνών της, ανετέθη σε ανακριτική επιτροπή της Βουλής, η οποία, όμως, λόγω διάλυσης του Σώματος, δεν έφερε εις πέρας την αποστολή της. Η Εθνική Εταιρεία, αφού παρέδωσε στο ΕθνικόΣκοπευτήριο, όλο το υπό κατοχή της πολεμικό υλικό και το ποσό των 300.000 δραχμών, διελύθη το 1899.
Λόγω της ήττας στον πόλεμο του 1897, η Ελλάδα υπέστη διεθνή οικονομικό έλεγχο, καθώς έπρεπε να πληρώσει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πολεμική αποζημίωση, που μετά από διαπραγματεύσεις ορίστηκε στις 4.000.000τουρκικές λίρες. Το ποσό αυτό μπορούσε να βρεθεί μόνο με εξωτερικό δάνειο, που ήταν, όμως, αδύνατο να συναφθεί, αν προηγουμένως δεν ρυθμίζονταν τα παλιά χρέη και δεν παρέχονταν ασφαλείς εγγυήσεις. Τελικά, στις 21 Φεβρουαρίου 1898, η Βουλή ψήφισε νόμο και ο διεθνής οικονομικός έλεγχος άρχισε να λειτουργεί υπό Διεθνή Οικονομική Επιτροπή από τις 28 Απριλίου.
Μετά την λήξη του πολέμου, ο Παύλος Μελάς επέστρεψε με κακή ψυχολογική κατάσταση στην Αθήνα. Έμεινε αξύριστος, εκδηλώνοντας το πένθος του για τον πατέρα του, που είχε αποβιώσει τον Ιούνιο του 1897, αλλά και για την εθνική ντροπή της ήττας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Ήταν ευερέθιστος και γεμάτος θυμό, ενώ σκεπτόταν, ακόμα, και την παραίτηση από τον Στρατό. Έφθασε να «είναι υβριστικός» προς την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, και άλλαζε η διάθεσή του, µόνο όταν σκεφτόταν τους υπόδουλους Έλληνες της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Η κατάσταση στην Μακεδονία χειροτέρευσε και οι Βούλγαροι, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του ελεύθερου Ελληνικού κράτους, ξεσπούσαν με λύσσα πάνω στον Ελληνισμό. Βούλγαροι και Ρώσοι αξιωματικοί τέθηκαν επικεφαλής των κομιτατζήδων και επέδραμανανενόχλητοι στη Μακεδονία. Όσοι χωρικοί δέχονταν να εγκαταλείψουν το Πατριαρχείο, και να ενταχθούν στην Εξαρχία, γλίτωναν από την τρομοκρατία των Βουλγάρων.
Ο τότε Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης γράφει στα απομνημονεύματά του σε τι κατάσταση ήταν η Καστοριά και η περιφέρειά της όταν το 1901, ο ίδιος έγινε εκεί Μητροπολίτης: «Όταν έφθασα εκεί, βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάστασι. Ο πόλεμος του ’97 ήταν ακόμα πρόσφατος. Οι Τούρκοι,από μίσος για την Ελλάδα, υπεστήριζαν τας εξαρχικάς αξιώσεις, οι Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής καταστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου. Οι βλέψεις του Βουλγαρικού Κομιτάτου έφθαναν ως τον Αλιάκμονα, και τα Καστανοχώρια, και γι αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστιατης Καστοριάς, για ν΄ αποδείξουν μια μέρα στην ευρωπαϊκή διπλωματία, ότι στην Καστοριά έπρεπε να χαραχθούν τα σύνορα της ονειροπολουμένης Μεγάλης Βουλγαρίας.… Το Βουλγαρικό Κομιτάτο, εκτελώντας το ανθελληνικό του σχέδιο,άρχισε να ρίχνη τον ένα ύστερα από τον άλλο τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να εμπνεύση τον πανικό και να υποτάξη τον πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία. Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφη τη γη της Μακεδονίας. Τα σλαβόφωνα χωριά, μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος»,αποσκιρτούσαν στην Εξαρχία, και, μάλιστα, καθώς με τον καιρό επληθύνοντο κι οι συμμορίες, με την εμφάνιση νέων οπλαρχηγών… ».
Παρ΄ όλη αυτήν την κατάσταση, το Ελληνικό Κράτος, λόγω κυβερνητικής αστάθειας, οικονομικής και στρατιωτικής αδυναμίας, αλλά και πολιτικής ανικανότητας, δεν προέβαινε σε δυναμικές επεμβάσεις. Αρκείτο σε ακαδημαϊκές διαμαρτυρίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στις Μεγάλες Δυνάμεις, καθώς και στην υποστήριξη συνεργασίας των Ελλήνων Προξένων με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η τακτική είχε αποφέρει κάποια αποτελέσματα, αλλά όχι και τόσο σημαντικά. Ήταν τέτοια η κατάσταση, που οι Βούλγαροι προμηθεύονταν όπλα, μέσα από την Αθήνα, και τα μετέφεραν στην Μακεδονία, προκειμένου να εξοπλίσουν τις συμμορίες των κομιτατζήδων. Ο Καραβαγγέλης έστελνε επίσημες εκθέσεις στην Ελληνική Κυβέρνηση,ζητώντας ενισχύσεις, αλλά επειδή δεν λάμβανε απαντήσεις, ξεκίνησε να αλληλογραφεί με αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, όπως τον ΠαύλοΜελά, τον Γεώργιο Τσόντο, τον Παναγιώτη Δαγκλή και άλλους. Στην αλληλογραφία του χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου, για λόγους ασφαλείας.
Το 1902, ο γυναικάδελφος του Παύλου Μελά, Ίων Δραγούμης, κατόπιν δικής του επιθυμίας, τοποθετήθηκε ως υποπρόξενος στο Ελληνικό προξενείο της πόλης του Μοναστηρίου. Εκεί οργάνωσε την άμυνα των Ελλήνων, εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας και στήριζε τον Ελληνισμό σε όλη την Δυτική Μακεδονία, συνεργαζόμενος στενά με τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη. Όντας ανήσυχος, όμως, για την κατάσταση, στην οποίαβρισκόταν η Μακεδονία, έγραφε συνεχώς στην Ελληνική Κυβέρνηση να στείλει ενισχύσεις, ώστε να γίνουν ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Συγχρόνως, αλληλογραφούσε με τον Παύλο Μελά, με τον οποίο συνεργαζόταν στενά. Παράλληλα, μέχρι το 1903, ο Μελάς μάθαινε Βουλγαρικά, αγόραζε χάρτες, συναναστρεφόταν Μακεδόνες που βρίσκονταν στην Αθήνα, ενημέρωνε τους άλλους αξιωματικούς για όσα συνέβαιναν, ενώ έκανε εράνους για αγορά οπλισμού για τους Έλληνες της Μακεδονίας.
Στις 20 Ιουλίου 1903, ξέσπασε βουλγαρικό κίνημα στην Δυτική Μακεδονία, το λεγόμενο Ίλιντεν, κατά την διάρκεια του οποίου διεπράχθησαν ωμότητες και φρικαλεότητες των Βουλγάρων, εναντίον των Ελλήνων. Πολλά Ελληνικά χωριά καταστράφηκαν, όπως το Κρούσοβο. Ο Τουρκικός Στρατός, αν και κατέστειλε το κίνημα, προέβη σε ωμότητες κυρίως εναντίον των Ελλήνων, παρά εναντίον των Βουλγάρων. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αφυπνισθεί το Ελληνικό Κράτος και να αναλάβει ενεργή δράση. Ωστόσο, λόγω του φόβου επαναλήψεως του 1897, η τότε Ελληνική Κυβέρνηση Θεοτόκη δίσταζε να αποφασίσει τον ένοπλο αγώνα.
Στις αρχές του 1904, χάρη στην διαμεσολάβηση και την επιμονή του τότε διαδόχου Κωνσταντίνου, η Ελληνική Κυβέρνηση εδέχθη να αποσταλούν στην Μακεδονία τέσσερις αξιωματικοί, ο λοχαγός Πεζικού Αλέξανδρος Κοντούλης, ο υπολοχαγός Αναστάσιος Παπούλας, ο ανθυπολοχαγός Γεώργιος Κολοκοτρώνης και ο ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Παύλος Μελάς. Τα διαβατήριά τους εκδόθηκαν με ψευδώνυμα, προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτοί από τις τουρκικές αρχές. Το ψευδώνυμο που διάλεξε ο Παύλος ήταν Μίκης Ζέζας. Σκοπός τους ήταν να μελετήσουν την κατάσταση στην Μακεδονία και να εισηγηθούν μέτρα για ένοπλο αγώνα. Σημειώνουμε ότι αυτής της αποφάσεως, είχε προηγηθεί συνάντηση του Έλληνος οπλαρχηγού Καπετάν Κώττα με τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Φθάνοντας στην Μακεδονία, οι αξιωματικοί περιόδευσαν σε διάφορα Ελληνικά χωριά, των οποίων οι Έλληνες κάτοικοι τους δέχονταν με χαρά. Επειδή, όμως, οι Τούρκοι υποψιάστηκαν την παρουσία του Παύλου Μελά στην Μακεδονία, η Ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει στην Αθήνα. Εκείνος, όμως, αν και αρχικά αρνήθηκε να υπακούσει, τελικά, πείστηκε από τον Αλέξανδρο Κοντούλη και επέστρεψε στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 1904. Μετά από λίγες μέρες, ανεκλήθησαν και οι υπόλοιποι αξιωματικοί. Ο Μελάς και ο Κοντούλης εισηγήθηκαν στην Ελληνική Κυβέρνηση την άμεση ενίσχυση του Καραβαγγέλη και όλων όσων εργάζονταν στην υπόδουλη Μακεδονία.
Στις 22 Μαΐου 1904, ιδρύθηκε το Μακεδονικό Κομιτάτο, με πρόεδρο τον διευθυντή της εφημερίδος «Εμπρός» Δημήτριο Καλαποθάκη. Ενετάχθησανεκεί, ως μέλη, πολλοί επιφανείς Έλληνες, όπως ο Νικόλαος Πολίτης, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Γεώργιος Μπαλτατζής, ο Στέφανος Δραγούμης, ο Πέτρος Σαρόγλου, ο Κωνσταντίνος Σμολένσκη, ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης – Αινιάν, ο τότε Ανθυπολοχαγός Ιππικού Αλέξανδρος Παπάγος (από το 1906) και άλλοι. Μέλος του Μακεδονικού Κομιτάτου υπήρξε και ο Παύλος Μελάς.Σκοπός του Μακεδονικού Κομιτάτου ήταν «….η άμυνα του Ελληνισμού εν Μακεδονία, Θράκη, Ηπείρω και Αλβανία κατά πάσης αποπείρας προς μείωσίν του και η επαναφορά των χωρίων ή ατόμων εις τας τάξεις αυτού, όσα ακουσίως ηναγκάσθηκαν να αποσχιθώσιν ημών και ακουσίως μένουσιν εις το σχίσμα….». Χάρη στην δράση του Μακεδονικού Κομιτάτου, εστάλησαν οπλισμός, αλλά και Ελληνικά ανταρτικά σώματα στην Μακεδονία, κυρίως Κρητών και Μακεδόνων. Όλα αυτά ήταν εν γνώσει της Ελληνικής Κυβερνήσεως, την οποία ενημέρωνε ο Καλαποθάκης.
Στα τέλη Ιουνίου του 1904, Κοζανίτες επισκέφτηκαν τον Μελά και του ζήτησαν να μεσολαβήσει, ώστε να σταλούν Έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι θα αναλάμβαναν να οργανώσουν συστηματικά την άμυνά τους. Στις 9 Ιουλίου 1904, ο Μελάς, προκειμένου να βοηθήσει τους Κοζανίτες, αφού έλαβε άδεια είκοσι ημερών από τον Στρατό, ταξίδευσε πάλι στην Μακεδονία, με το ψευδώνυμο «Πέτρος Δέδες». Στις αλλεπάλληλες και με μεγάλη μυστικότητα συναντήσεις, που είχε με τα μέλη της επιτροπής Αμύνης στην Κοζάνη και στηΣιάτιστα, πρότεινε να αυξήσουν τον αριθμό των τμημάτων της Αμύνης, να διενεργήσουν εράνους για την ενίσχυση του αγώνα, να τονώσουν το φρόνημα των ατόλμων, και η Εκκλησία να συμπαρασταθεί με κάθε τρόπο. Φθάνοντας στην Θεσσαλονίκη, συναντήθηκε με τον Έλληνα πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά και συνεννοήθηκε μαζί του για την κλιμάκωση του ανταρτοπολέμου εναντίον των κομιτατζήδων.
Στις 3 Αυγούστου 1904, ο Μελάς γύρισε στην Αθήνα, όπου βρήκε καθαρότερες διαθέσεις και, αφού εξέθεσε στον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη την κατάσταση, ζήτησε άδεια να συγκροτήσει ανταρτικόσώμα, προκειμένου να πολεμήσει στην Μακεδονία. Τελικά, με εντολή του Μακεδονικού Κομιτάτου, αναχώρησε για την Μακεδονία, για τρίτη φορά, ως αρχηγός σωμάτων Καστοριάς – Μοναστηρίου, με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας.Λίγο πριν από την αναχώρησή του, εξομολογείτο στην σύζυγό του: «…Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος, ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον, είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινος δεν ηξεύρωτι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ άλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν». Ευρισκόμενος στην Λάρισα, έστειλε νέο γράμμα προς την σύζυγό του, στο οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων: «…Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν, όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου…».
Το ανταρτικό σώμα, που διοικούσε, αποτελείτο από 30 άνδρες και το καθοδηγούσαν τρεις οδηγοί που γνώριζαν τα μέρη. Ένας εξ αυτών, όμως, ονόματι Αθανάσιος Βάγιας, εγκατέλειψε κρυφά το ανταρτικό σώμα του Μελά και, φθάνοντας στα Γρεβενά, ειδοποίησε τους Τούρκους. Ο Μελάς, εξοργισμένος, έγραψε στις σημειώσεις του: «Αν ποτέ τον απαντήσω, θα μου πληρώσει την άτιμον αυτήν προδοσίαν». Το γεγονός αυτό δυσκόλεψε τις κινήσεις του σώματός του, το οποίο, μετά από πορεία έντεκα ημερών, έφτασεστο Άργος Ορεστικό τη νύχτα της 7ης Σεπτεμβρίου. Την επόμενη ημέρα, εισήλθε στο Κωσταράζι της Καστοριάς, όπου ξεκουράστηκε εκεί για δύο ημέρες. Από εκεί, αφού δέχθηκαν τη βοήθεια του Γερμανού Καραβαγγέλη και διανυκτέρευσαν φιλοξενούμενοι στην Μονή Τσιριλόβου, κατευθύνθηκαν στο Βογατσικό και ενημερώθηκαν για τις ωμότητες των κομιτατζήδων. Ο Μελάς, αν και δεν ενέκρινε σκληρά αντίποινα, έδρασε αποφασιστικά.
Κατόπιν, περιόδευσε σε διάφορα χωριά, ενθαρρύνοντας τους Έλληνες να μένουν πιστοί στην Ορθοδοξία και επαναφέροντας στους κόλπους του Πατριαρχείου, όσους είχαν προσχωρήσει από φόβο στην Βουλγαρική Εξαρχία. Κάποιοι Έλληνες κατετάγησαν στο ανταρτικό σώμα του. Με ορμητήριο τα χωριά Λιγκοβάνη και Λέχοβο, απέκρουε επιθέσεις Βουλγάρων κομιτατζήδων, αλλά όταν έπιανε αιχμάλωτους, όχι μόνο δεν τους φόνευε, αλλά και τους άφηνε ελεύθερους, με την προϋπόθεση ότι θα επέστρεφαν στην Ορθοδοξία και δεν θα πείραζαν ξανά τους Έλληνες. Περιόδευσε σε πολλά χωριά, όπως το Κουμανίτσοβο, το Στρέμπενο και άλλα, συναντώντας πολλούς Έλληνες, που αγωνίζονταν εναντίον των Βουλγάρων. Έκλεινε τα βουλγαρικά σχολεία και τις εξαρχικές εκκλησίες που με τη βία είχαν ανοίξει και συγκροτούσε τοπικές ένοπλες ομάδες. Έτσι, οργάνωσε την περιοχή ανατολικά του όρους Βιτσίου. Ακολούθως, στόχευε να οργανώσει την ελληνική αντίσταση στο Μοναστήρι και τις γύρω περιοχές. Παρ΄ όλη την απροθυμία κάποιων χωριανών να τον συνδράμουν, τις κακές καιρικές συνθήκες, τις ασθένειες, τους θανάτους, αλλά και τις λιποταξίες που συνέβαιναν στο ανταρτικό σώμα του, ο Παύλος Μελάς δεν πτοείτο και συνέχιζε το έργο του. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1904, μετά από μια αποτυχημένη επιδρομή εναντίον των Βουλγάρων στο χωριό Νερέτι της Φλώρινας, ακολούθησε συμπλοκή του σώματος του Παύλου Μελά με τον τουρκικό Στρατό.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904, λόγω καιρού, αποφάσισαν να περάσουν την νύχτα στο χωριό Στάτιστα, στην οικία του Μακεδονομάχου ιερέα Καντζάκη. Οι Τούρκοι, όμως, κατόπιν προδοσίας από τον Βούλγαρο κομιτατζή Μήτρο Βλάχο, έφθασαν στα Στάτιστα και περικύκλωσαν την οικία του παπα – Καντζάκη. Άρχισαν να κτυπούν με τους υποκόπανους την πόρτα και να ζητούν να ανοίξουν οι ένοικοι, ειδάλλως θα πυρπολούσαν το κτήριο. Ο Μελάς έδωσε εντολή στους αντάρτες του να πυροβολήσουν εναντίον των Τούρκων, ενώ ο ίδιος με έναν από αυτούς κατέβηκε από τον δεύτερο όροφο της οικίας που κρυβόταν. Όταν νύχτωσε, ο Παύλος Μελάς, μαζί με πέντε αντάρτες του βγήκε στον περίβολο της οικίας. Τότε, ακούστηκε ένας πυροβολισμός, που πλήγωσε τον Μελά στην μέση. Δεν γνωρίζουμε, εάν ο πυροβολισμός προήλθε από Τούρκο ή κατά λάθος από τον συναγωνιστή του, Λάκη Πύρζα, ο οποίος ήταν μαζί του. Εν πάσειπεριπτώσει, ο Μελάς μεταφέρθηκε στον στάβλο της οικίας, όπου και ξεψύχησε.
Οι περισσότεροι αντάρτες του κατόρθωσαν να διαφύγουν και μετά από περιπέτειες έφτασαν στο Ζέλοβο, όπου ενετάχθησαν στο Ελληνικό ανταρτικό σώμα του Κρητικού οπλαρχηγού Ευθυμίου Καούδη. Αρκετοί, όμως, για διάφορους λόγους επέστρεψαν στο Ελληνικό Κράτος. Το βράδυ της συμπλοκής στα Στάτιστα, επτά από αντάρτες του Παύλου Μελά συνελήφθησαν από τους Τούρκους, ενώ δύο από αυτούς διέφυγαν μεν, αλλά μάλλον χάθηκαν και ψήθηκαν ζωντανοί στον κλίβανο από τους κομιτατζήδες.
Την ίδια νύχτα, ο Παύλος Μελάς θάφθηκε στα Στάτιστα, από τους κατοίκους του χωριού. Σύντομα, όμως, έφτασε στο Ζέλοβο ο διερμηνέας του Γενικού Προξενείου Μοναστηρίου, Βασίλειος Αγοραστός, για να μεριμνήσει για την ταφή του αρχηγού. Αφού ενημερώθηκε πως οι ντόπιοι είχαν φροντίσει γι’ αυτήν, έστειλε απεσταλμένο να παραλάβει κρυφά το άψυχο σώμα και να το μεταφέρει στο Ζέλοβο. Ο προεστός των Στατίστων Ντίνας Στεργίου επιχείρησε την εκταφή του Μελά, αλλά τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε στο χωριό τουρκικό απόσπασμα. Ο Στεργίου, ευρισκόμενος σε κίνδυνο να συλληφθεί από τους Τούρκους, έκοψε το κεφάλι του Παύλου Μελά, το οποίο έβαλε σε ένα σακίδιο, έθαψε πάλι το σώμα και κατόρθωσε να διαφύγει στο Ζέλοβο και από εκεί στο Πισοδέρι.
Στις 18 Οκτωβρίου 1904, θάφθηκε το κεφάλι του Παύλου Μελά στο χώρο μπροστά από την Ωραία Πύλη του παρεκκλησίου της Αγίας ΠαρασκευήςΠισοδερίου, παρουσία του Βασιλείου Αγοραστού. Ο τελευταίος στην αναφορά του, με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 1904, γράφει: «Παρεσκευάσαμεν,ακολούθω,ς τα διά την κηδείαν χρειώδη, κατεσκευάσαμεν κιβώτιον, επρομηθεύθημεν σάβανον, εξ εκείνων του Παναγίου Τάφου, ειδοποιήθη ο ιερεύς Παπά Σταύρος, και, όταν ήδη ήσαν τα πάντα έτοιμα, εξεκινήσαμεν εν τω σκότειφέροντες μεθ’ ημών πάντα τα χρειώδη, εγώ δέ τον σάκκον, τον οποίον εναπέθεσα προ της εικόνος της Μητρός του Χριστού, μέχρις ού εξορυχθή ο ταφίσκος. Εκεί, εν τω ρηθέντι παρεκκλησίω, προς της ωραίας Πύλης, αφ’ ού εξωρύχθη ο ταφίσκος, εκομίσθη το κιβώτιον, εν ώ επιστρώσας το σάβανον έθηκα ιδίαις μου χερσί την τιμίαν κεφαλήν, κοσμήσας διά των ανθέων του δάσους της Αγίας Τριάδος. Κατόπιν, ανάψαντες λαμπάδα ηρξάμεθα να ψάλλωμεν, εν ολολυγμοίς,την νεκρώσιμον ακολουθίαν».
Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι ζητούσαν πιεστικά να πληροφορηθούν που βρισκόταν θαμμένος ο Μελάς, υποβάλλοντας μάλιστα, σε βασανιστήρια πολλούς κατοίκους των Στατίστων και απειλώντας τους, με εμπρησμό του χωριού τους. Ωστόσο, κανείς δεν προέβη σε αποκαλύψεις. Τελικά, οι Τούρκοι, λόγω πληροφοριών από τις Ελληνικές εφημερίδες, ανακάλυψαν το σώμα του Παύλου Μελά, το οποίο ξέθαψαν και μετέφεραν στην Καστοριά.
Αξίζει να επισημανθεί πως δεν γνώριζαν την πραγματική ταυτότητα του Μελά, παρά μόνο ότι το σώμα ανήκε σε κάποιον Μίκη Ζέζα, αρχηγό των Ελλήνων ενόπλων της Μακεδονίας. Το πληροφορήθηκαν μόνον από επιστολές,που βρήκαν πάνω του.
Στην Καστοριά, ο Καραβαγγέλης, κατόπιν πιέσεων προς τους Τούρκουςεπέτυχε να του παραδοθεί το ακέφαλο σώμα του Μελά, το οποίο και έθαψε στο νεκροταφείο, αντίκρυ από την Μητρόπολη. Γράφει στα απομνημονεύματά τουχαρακτηριστικά: «Το μετέφερα αμέσως στο μητροπολιτικό μέγαρο και κείνη τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε διόλου. Το θρηνήσαμε όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα πολύ πρωί, όπως είχα υποσχεθή στον καϊμακάμη, το έθαψα με λίγους ανθρώπους της εμπιστοσύνης μου, για να αποφύγω άλλους θορύβους και συγχύσεις του λαού
Το 1907, κατόπιν αιτήματος της Ναταλίας Μελά, το σώμα και το κεφάλι του Παύλου Μελά ενταφιάστηκαν στο αριστερό κλίτος του Ιερού Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών, κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό της Καστοριάς.
Στο Ελληνικό Κράτος, μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος του Μελά, αναταράχθηκε όλος ο κόσμος, ακόμη κι αυτοί, που δεν συμμερίζονταν τις αγωνίες του. Το γεγονός αυτό αναζωπύρωσε περισσότερο την ευαισθησία όλων των Ελλήνων για τη Μακεδονία και συνετάραξε μαζικά τον Ελληνισμό. Συγκεκριμένα, «…η θλιβερά είδησις του θανάτου του Παύλου Μελά ταχέως έφτασεν εις Αθήνας. Οι κώδωνες των εκκλησιών εσήμανον πενθίμως και ενώ εις την πρωτεύουσαν και την λοιπήν Ελλάδαν πολύ ολίγοι εγνώριζον την έξοδον του εις την Μακεδονίαν, εν τούτοις ο θάνατος του εθρηνήθη ως εθνικού ηρώος. Κύματα αγανακτήσεως συνετάραξαν το Πανελλήνιον και απ΄ άκρου εις άκρον της χώρας εζητείτο εκδίκησις. Μέχρι τότε το Μακεδονικόν ζήτημα αφεώρα ένα μικρόν τμήμα του όλου Ελληνισμού. Από της στιγμής όμως εκείνης καθίστατο πλέον αγών επιβιώσεως όλου του Έθνους. Από της απόψεως αυτής ο Θάνατος του Μελά απετέλεσε πραγματικόν εγερτήριον σάλπισμα. Οι συνάδελφοι του αξιωματικοί εζήτουν να μεταβούν εις την Μακεδονίαν δια να εκδικηθούν τον θάνατον του και όλοι οι Έλληνες αντελήφθησαν ότι ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού διακυβεύοντο εις τον χώρο της. Εάν αυτά τα συμφέροντα δεν κατωχυρούντο, τότε η Ελλάς θα έζη πάντοτε υπό την ασφυκτικήν πίεσιν ενός ισχυρού βορείου γείτονος….».
Ο Ίων Δραγούμης έγραφε αργότερα για τον αντίκτυπο του θανάτου του Παύλου Μελά: «Ο Παύλος Μελάς σκοτώθηκε στη Στάτιστα της Μακεδονίας ένα βράδυ το φθινόπωρο του 1904. Και οι Έλληνες ξύπνησαν. Γιατί ξύπνησαν τώρα μόνο; Επειδή είναι τυφλοί οι άνθρωποι. και οι περισσότεροι γεννήθηκαν για ναείναι και μικροί. Σπίθες κοντές είναι οι στιγμές που ξυπνούν και νοιώθουν τη μετριότητα που βαρύνει επάνω τους. Σπίθα είναι, όταν λέγουν.
− Ω, τι ανυπόφορη που είναι η μετριότητά μου!
Τέτοια σπίθα τους άναψε ο Παύλος Μελάς. Όσοι συνηθίζουν να συλλογίζονται, ας στοχασθούν πόσο μεγαλύτερος από τους άλλους Έλληνες έπρεπε να είναι ο Παύλος Μελάς, για να καταφέρει να τους ανάψει. Και με τη σπίθα που άναψε στον καθένα, πολλοί, που ήταν τυφλοί ως τότε, είδαν. Έτριψαν τα μάτια τους, κάπως ξιππασμένοι, και είπαν μέσα τους, γιατί ντρέπουνταν να το διαλαλήσουν.
− Ώστε υπάρχει Μακεδονία, αφού πήγε ο Παύλος Μελάς, και σκοτώθηκε γι αυτή!
Και άλλοι εσυμπέραναν.
− Ώστε βρίσκονταν ακόμα μετά το 1897 αξιωματικοί στο Στρατό, και ζωή στο Έθνος! Λοιπόν, ζήτω το Έθνος!»
Επίσης, στρεφόμενος προς τα Ελληνόπουλα, ο Δραγούμης έγραφε:
«Σε σας στρέφομαι, παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εξορκίζω, αν έχετε να ξοδέψετε ενέργεια, ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάψετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμού μη λησμονείτε ποτέ το θάνατο του Παλικαριού, αλλά προπάντων μη λησμονείτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του, δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονείτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπέφερε, ούτε την πανώρια χώρα, όπου εσκοτώθη, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα Ήρωες.
Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει.»
Αντί επιλόγου, παρατίθεται μια επιστολή του Παύλου Μελά προς σε έναν νεαρό Εύελπι, στον οποίο και αναφέρει:
«Η ζωή είναι πόλεμος. Η γη σου είναι φρούριο και χρέος σου η νίκη. Μη μιλάς, να σκέπτεσαι, ν’ αγαπάς, να μην πονάς. Ένας είναι ο σκοπός σου, ο πόλεμος. Πολέμα για τα ιδανικά σου, για τα Ελληνικά ιδανικά του ανθρωπισμού. Πολέμα για την Μεγάλη Ιδέα. Άνδρες που περπατούν στη ζωή ευθυτενείς και με γαλήνη, μαθημένοι να πονούν χωρίς να υποφέρουν, να νικούν χωρίς να θριαμβολογούν, να νικώνται χωρίς να μοιρολογούν. Αυτοί είναι οι πραγματικοί άνδρες, θεμέλια γενεών. Αυτοί οι Ευέλπιδες, οι αυριανοί ηγήτορες του Έθνους.
Νεαρέ Εύελπι μάθε και εξασκήσου να είσαι απλός, ολιγόλογος, συγκρατημένος, σεμνός. Λίγα λόγια, πολλά έργα. Ανθρωπιά μεγάλη, πειθαρχία, πείσμα, αντοχή. Όποιος σε κοιτά, τα μάτια του σε γεμίζουν παλικάρι. Περισσότερο να προσβάλλεσαι όταν σε κυριεύει ο πόνος. Μη θυμώνεις, χειρότερα είναι να χτυπήσεις, έστω και εάν μόλις κρατιέσαι με έναν κόμπο στο λαιμό. Να φύγεις είναι δειλία. Μόνος σου αποφάσισες να γίνεις Αξιωματικός. Απελπισία, ύστερα γελάς και από την μια μεριά στην άλλη γίνεσαι άνδρας, δηλαδή μαθαίνεις να κρατάς μέσα σου τον πόνο και την απορία, έτσι χωρίς να φαίνεται, αλλά να επιμένεις πάντα στον σκοπό σου, στα όνειρά σου.
Αν προχωρήσω, ακολουθείστε με..
Αν υποχωρήσω, σκοτώστε με…
Αν σκοτωθώ, εκδικηθείτε με..
Παύλος Μελάς (Μίκης Ζέζας) Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού, Τάξις 1891.»
Πηγές:
• Αθανασόπουλου Ιωάννου – Παύλος Μελάς. Η δράση του στη Μακεδονία και το αμφιλεγόμενο τέλος του | https://www.istorikaxronika.gr/2023/05/blog-post.html
• Αργυρόπουλου Περικλέους Αλεξάνδρου, Μακεδονικός Αγών (Απομνημονεύματα), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1957.
• Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1979.
• Δραγούμη Ίωνος, Μαρτύρων και Ηρώων αίμα, Εκδόσεις Μαλλιαρής – Παιδεία
• Η επιστολή του Παύλου Μελά προς τον νεαρό Εύελπι… Παύλος Μελάς (ή Μίκης Ζέζας) | https://patridamouelladamou.wordpress.com/2012/10/22/η-επιστολή-του-παύλου-μελά-προς-τον-νεα/
• Ιωάννης Π. Μεταξάς – Στρατιωτικός | https://www.ioannismetaxas.gr/Stratiotikos.html
• Καραβαγγέλη Γερμανού, Μακεδονικός Αγών (Απομνημονεύματα), Αρχείον Μακεδονικού Αγώνος – Πηνελόπη Δέλτα, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1958.
• Κοεμτζοπούλου Νικόλαου, Καπετάν Κώττας, ο πρώτος Μακεδονομάχος, Αθήνα 1968.
• Κοντογιαννίδη Τάσου, Η ταπεινωτική ήττα του πολέμου του 1897 – Επιβολή διεθνούς οικονομικού ελέγχου στην Ελλάδα | http://www.pontos-news.gr/article/163933/i-tapeinotiki-itta-toy-polemo…
• Μελά Ναταλίας, Παύλος Μελάς, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1998.
• Μαστέλλου – Γιαννάκενα Ελίνας, Ο Παύλος Μελάς και ο Μακεδονικός Αγώνας (1904 – 1908), Ο σκοπός του και οι ήρωες του, Εκδόσεις Πελασγός Ιωάννου Χρ. Γιαννάκενα, Αθήνα 2018.
• Παπαγιαννόπουλου Τάκη, δημοσιογράφου – εφέδρου αξιωματικού, Στρατάρχης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΓΟΣ, ο εκλεκτός της ιστορίας, Αθήναι 1987.
• Παύλος Μελάς, ένας άνθρωπος της εποχής του, από το Αρχείο της Ναταλίας Ιωαννίδη, Επιμέλεια: Περσεφόνη Γ. Καραμπάτη – Βασίλειος Νικόλτσιος, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 2014.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του ΙΗΑ εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς –Η ιστοσελίδα του ΙΗΑ δεν λογοκρίνει, ούτε επεμβαίνει σε άρθρα του ΙΗΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου