18 Δεκεμβρίου 2025

Ομιλία του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Κ.κ. Χρυσοστόμου,

 


Δεν βλέπετε το newsletter σωστά; Δείτε:
https://www.maniatakeion.gr/el/newsletter.html?p=53

Ομιλία του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Κ.κ.Χρυσοστόμου, σε ημερίδα στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών. Αναδημοσίευση άρθρου από την ηλεκτρονική εφημερίδα pronews.gr 11.12.25

Ομιλία του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Κ.κ. Χρυσοστόμου, μιλώντας σε ημερίδα που διοργάνωσε σήμερα, στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, το Γραφείο της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, σε συνεργασία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,

Τον ρόλο του Χριστιανισμού σε μία Ευρώπη, η οποία προσπαθεί να προσεγγίσει τις δύσκολες προκλήσεις της μετανεωτερικής εποχής και να χαράξει νέους ορίζοντες, περιέγραψε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Κ.κ. Χρυσόστομος, μιλώντας σε ημερίδα που διοργάνωσε, στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, το Γραφείο της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, σε συνεργασία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπό την αιγίδα του υπουργείου Εξωτερικών.

Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον ευμετάβλητο και ασταθές η συνεργασία και συνέργεια θρησκείας και πολιτικής, θεωρώ ότι είναι απαραίτητη και επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε».

Η ομιλία του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, με θέμα «Θρησκεία και Πολιτική για το μέλλον της Ευρώπης: Σχέσεις αντιθετικότητας ή συνεργασίας και συναλληλίας;», έχει ως εξής:

«Εν πρώτοις ευχαριστώ τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, τον διοργανωτή της σημαντικής αυτής συνάντησης Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Τανάγρας κ. Απόστολο, Διευθυντή του «Γραφείου της Εκκλησίας της Ελλάδος παρά τη Ευρωπαϊκή Ενώσει», και τον Ελλογιμώτατο Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητή κ. Γεράσιμο Σιάσο για την πρόσκληση να συμμετάσχω ως ομιλητής στην εκλεκτή αυτή ομήγυρη.

Περιποιεί όντως μεγάλη τιμή στην ταπεινότητά μου η συμμετοχή μου σε μία τέτοια συνάντηση διαπρεπών εκπροσώπων της ακαδημαϊκής κοινότητας και της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής, προκειμένου να συζητήσουμε από κοινού τον ρόλο του Χριστιανισμού σε μία Ευρώπη, η οποία προσπαθεί να προσεγγίσει τις δύσκολες προκλήσεις της μετανεωτερικής εποχής και να χαράξει νέους ορίζοντες.

Έχοντας διατρέξει μία μεγάλη περίοδο αποξένωσης, απομάκρυνσης και διάστασης, η ενθάρρυνση -έστω διαλεκτικής επαναπροσέγγισης αρχικώς- αυτών των δύο μεγεθών, του Χριστιανισμού και του νέου Ευρωπαϊκού εγχειρήματος, δίνει το μήνυμα ότι την υστεραία υπάρχει ακόμη ελπίδα για μία Ευρώπη ειρηναία, όντως «ανθρώπινη», αλληλέγγυα και κοινωνική. Άλλωστε, η ιστορικά αλληλένδετη σχέση Χριστιανισμού και Ευρώπης επιβεβαιώνει σήμερα, ότι η διαλεκτική αυτή καθίσταται υποχρεωτική έναντι των ευρωπαϊκών λαών και της παγκόσμιας κοινωνίας, παρά την επιδίωξη μίας τάσης αποχριστιανοποίησης των ευρωπαϊκών θεσμών, μέσα από ορισμένες αποφάσεις του «Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (Ε.Δ.Δ.Α).

Στην προοπτική αναδιαμόρφωσης μίας τέτοιας Ευρώπης το ενδιαφέρον της παρούσης ημερίδας επικεντρώνεται στον προβληματισμό για τη διαλεκτική σχέση μεταξύ δύο παραλλήλων παραγόντων στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι,  της Θρησκείας και της Πολιτικής.

Το γεγονός αυτό προκαλεί κεφαλαιώδη ερωτήματα ως προς την αναγκαιότητα της σχέσης τους, στα οποία θα πρέπει να απαντήσουμε με ρεαλισμό, ευθύτητα, ειλικρίνεια, νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα, αποφεύγοντας κάθε θριαμβολογία για ένα ένδοξο παρελθόν σχέσεων αλλά και κάθε ανεδαφική εξάρτηση από ελπίδες και προοπτικές οι οποίες μπορούν να φανούν ανωφελείς και μάταιες.

Πρώτο ερώτημα λοιπόν: Τι είναι η Θρησκεία για την Ευρώπη σήμερα;

Η Θρησκεία μέχρι πρότινος στις δυτικές κοινωνίες είναι γνωστό, ότι είχε στερηθεί την αυθεντία και το κύρος της, και κατά τούτο πολλές φορές ετίθετο στο περιθώριο της κοινωνικο-πολιτικής ζωής. Τα τελευταία χρόνια όμως έχει επιστρέψει η Θρησκεία ως παράμετρος σημαντική στις σχέσεις των Κρατών και της ασφάλειας γενικότερα, γι’ αυτό και σήμερα αναγνωρίζεται ως μία πνευματικά ηθική δύναμη, η οποία καλείται να νοηματοδοτήσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συνυπάρχουν οι άνθρωποι ως ευημερούσα κοινωνία.

Σήμερα, το θρησκευτικό γεγονός διαθέτει μία δυναμικότητα με την οποία αφενός υπερβαίνει τα στεγανά μιάς αποκλειστικά εσωστρεφούς θρησκευτικότητας και αφετέρου εντάσσεται σε μία διαδικασία διαλόγου, αφού είναι σύγχρονη απαίτηση η παράλληλη ανάπτυξη των πνευματικών αξιών, ηθικών αρχών και επιταγών. Στους λαούς της Ενωμένης Ευρώπης έχει γίνει πλέον συνείδηση, ότι η Ευρώπη δεν είναι μόνο μία οικονομική ένωση ή πολιτική συνύπαρξη, αλλά και ένα γεγονός πνευματικό, καθώς η αληθινή ενότητα δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομική ή ακόμη και αποκλειστικά μόνο πολιτική.

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για το Νόμο και την Δικαιοσύνη έχει επισημάνει, ότι τα Κράτη-μέλη της Ευρώπης πρέπει να επιβεβαιώσουν την αφοσίωσή τους στις πνευματικές και ηθικές αξίες, γιατί αποτελούν την κοινή κληρονομία των λαών τους και την πραγματική πηγή της ελευθερίας και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες αποτελούν και τη βάση κάθε γνήσιας δημοκρατίας.

Άλλωστε τα τελευταία τεκταινόμενα, στον ευρωπαϊκό χώρο καταδεικνύουν πως αυτό που κινεί πλέον τις εξελίξεις και ως εκ τούτου θεωρείται απαραίτητο, δεν είναι μόνο η αδήριτη ανάγκη επιβίωσης μιάς μορφής δύναμης η εξουσίας (πολιτική η οικονομική) αλλά και η χοηματοδότηση και εφαρμογή των ευρωπαϊκών αξιών της ισότητας, της αλληλεγγύης, της καταλλαγής, της συνύπαρξης, της συνεργασίας, του σεβασμού στην ετερότητα και της κατάργησης της ανισότητας, αξίες οι οποίες αναζητούν το βαθύτερο νόημα και περιεχόμενό τους και με τις οποίες  εδραιώνεται η πίστη στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Αυτή η πίστη είναι διττή: Το ένα μέρος περιέχει την πίστη ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιεχόμενο της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Το δεύτερο μέρος κατανοεί, ότι το ευρωπαϊκό πνεύμα των αξιών πρέπει να υπάρχει, να προστατευθεί και να προβληθεί, γιατί έχει να προσφέρει στον ευρωπαίο πολίτη, στην ευρωπαϊκή συνεργασία των Κρατών-μελών και κυρίως στην κοινοτική αλληλεγγύη, άλλως το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινδυνεύει να καταρρεύσει.

Εάν λοιπόν Θρησκεία και Πολιτική επιθυμούν να είναι συνεπείς προς την αποστολή τους μέσα στην Ευρώπη, ως έκφραση κατανόησης της ευρωπαϊκής κοινωνίας υπό την οπτική μίας αδιάσπαστης οργανικής ενότητας, η συνάντηση Θρησκείας και Πολιτικής πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητη, δεδομένη και σεβαστή.

Πως είναι λοιπόν δυνατόν να ευαισθητοποιηθούν τα Κράτη-μέλη στα παραπάνω αξιοκρατικά στοιχεία, ώστε με  δημιουργική συνεργασία να οδηγήσουν σε μία αποτελεσματική και ουσιαστική ευρωπαϊκή ενοποίηση;

Στο σημείο αυτό τίθεται το δεύτερο ερώτημα: Τι αναμένει η Ευρώπη από την Θρησκεία;

Αυτό το ερώτημα δεν είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Έχει πελώριες συνέπειες, τις οποίες κατά το παρελθόν βιώσαμε και γι’ αυτό θα πρέπει όσοι χειρίζονται υπεύθυνα τις εξελίξεις και υποθέσεις αυτές να είναι προσεκτικοί, εάν θέλουν συγχρόνως να είναι και αποτελεσματικοί, γιατί η Ευρώπη κάποτε αναζητούσε την ψυχή της, σήμερα προσπαθεί να προσδιορίσει και πάλι την ταυτότητά της.

Η απάντηση λοιπόν στο συγκεκριμένο ερώτημα φέρει θετικό πρόσημο μόνον εάν οι Θρησκείες:

α) Πάψουν να θεωρούνται ως ιδεολογία, αφού είναι γνωστό ότι τα ιδεολογήματα αναπτύσσονται για να εξυπηρετούν ανόμοιους σκοπούς και να ικανοποιούν την υποκειμενικότητα, χωρίς να σκέπτονται τις συνέπειες στο επίπεδο της κοινωνικής συνοχής και της κοινοτικής αλληλεγγύης, και

β) Κατανοήσουν, ότι δεν μπορούν να διχάζουν και να διασπούν αλλά θα πρέπει να ενώνουν, να λειτουργούν συνεκτικά παρά την διαφορετικότητα ως προς το θρησκευτικό τους πιστεύω. Η διαφορά στην πίστη δεν πρέπει να αναζωπυρώνει εστίες μίσους.

Οι Ευρωπαίοι πολίτες στην καθημερινότητά τους συναντώνται με άτομα διαφορετικών πολιτισμικών πεποιθήσεων και θρησκευτικών παραδόσεων. Η γνώση του ενός για τον άλλον και η αλληλογνωριμία συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση και δημιουργία πολιτισμικών δεδομένων, γιατί με τον τρόπο αυτό, μέσα από την συγκεκριμένη θρησκευτική και πολιτιστική ώσμωση, αποδυναμώνονται διάφορα θρησκευτικά μορφώματα, τα οποία προσδίδουν άδικα στις Θρησκείες το προσωπείο ενός φονταμενταλισμού, επιστηρίζουν το σύνδρομο της θρησκευτικής αποκλειστικότητας και οδηγούν σε θρησκευτική βία και μισαλλοδοξία. Αυτά τα συγκεκριμένα μορφώματα πολλές φορές επικαλύπτουν με τον μανδύα του συντηρητισμού την εμφάνιση θρησκευτικών ηγεμόνων ως αυτόκλητων σωτήρων του κόσμου.

Επίσης η ιδεολογική θεώρηση της θρησκευτικότητας αποτελεί πολλές φορές στον χώρο της Ευρώπης αφενός το άλλοθι του εθνικισμού και αφετέρου την ιδεολογική βάση ενδυνάμωσης μίας ακροδεξιάς αντίληψης, όταν μάλιστα πολιτικές με θεοκρατικές αντιλήψεις δημιουργούν, αναπόφευκτα μέσα στα Ευρωπαϊκά Κράτη, πυλώνες ενός ιδιότυπου ολοκληρωτισμού και ανάπτυξης ακροδεξιών ομάδων με χαρακτηριστικά θρησκευτικού πολέμου (τζιχάτ).

Επιπλέον ένας ακόμη παράγοντας είναι η εργαλειοποίηση της Θρησκείας στις σύγχρονες ευρωπαϊκές συνθήκες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα αφενός την ισλαμική εξάπλωση και την τάση επιβολής και αφετέρου την μεγιστοποίηση της επιρροής της Ρωσίας, με σκοπό την προώθηση του δικού της ιδεολογικού και πολιτιστικού αφηγήματος, μίας παραδοσιαρχίας έναντι μίας φιλελεύθερης δημοκρατίας στο χώρο της Δύσης.

Η Ιστορία μας έχει διδάξει, ότι ο μόνος δρόμος υπέρβασης αυτών των αρνητικών συνεπειών είναι ο διάλογος, γιατί μόνον όταν οι Θρησκείες διαλέγονται μπορούν και δημιουργούν πολιτισμό.

Οι Θρησκείες, μέσα στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, πρέπει να προάγουν τον αμοιβαίο σεβασμό, την ειρηνική συμβίωση και συνύπαρξη, την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, την ανοχή στην διαφορετικότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον πολιτισμικό πλουραλισμό, μακράν από κρίσεις πολιτισμικής ταυτότητας.

Είναι γνωστό ότι η πρακτική εφαρμογή του διαλόγου στηρίζεται πάντοτε στη σχέση εκείνου που δίνει και εκείνου που αποδέχεται, στο πλαίσιο της διάκρισης και όχι στη βάση των διαφορών. Μόνο τότε οι Θρησκείες «διακονούν» εποικοδομητικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και λειτουργούν «μεταμορφωτικά».

Απώτερος σκοπός αυτού του διαλόγου είναι η θεμελίωση δίκαιων σχέσεων εντός του πλαισίου λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών και των κοινωνικών δομών τους. Την αναγκαιότητα του διαλόγου υποδεικνύει το «Παρατηρητήριο της μισαλλοδοξίας και των διακρίσεων κατά των Χριστιανών» (Observatory on intolerance and discrimination against Christians in Europe), στην τελευταία έκθεσή του, της 17ης Νοεμβρίου 2025.

Οι Θρησκείες, λοιπόν, μόνο μέσω ενός ειλικρινούς διαλόγου μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης για την προαγωγή της ειρήνης και της συμφιλίωσης. Αυτό μπορούν να το επιτύχουν μόνον όταν αποκτήσουν εξωστρέφεια και δεν περιορίζονται στη σφαίρα της ιδιωτικότητας. Αυτή μάλιστα είναι η τρίτη σημαντική συμβολή των Θρησκειών με την οποία συμβάλλουν στην σύγκλιση των διαφορετικών απόψεων για την Ευρώπη των λαών.

Στο χέρι των Θρησκειών είναι λοιπόν είτε να αυξήσουν τον πόνο που ζει ο κόσμος, είτε να συμβάλλουν στη θεραπεία των δεινών. Το δεύτερο είναι «δώρον Θεού».

Ο Χριστιανισμός σ’ αυτόν τον διάλογο είναι στοιχείο καθοριστικό και σημαίνον, κυρίως ως προς την εμπέδωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, ενώ και ιστορικά ακόμη δεν μπορούμε να μιλάμε για Ευρώπη και για ευρωπαϊκή συνοχή και κοινοτική αλληλεγγύη χωρίς αυτόν, ούτε να τον παραθεωρούμε, γιατί ήταν και εξακολουθεί να είναι ο συνεκτικός πνευματικός παράγοντας μέσα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Η προεξάρχουσα αυτή θέση του Χριστιανισμού είναι δυνατόν να τον καταστήσει επίσης και παράγοντα ανάπτυξης ενός διαθρησκειακού διαλόγου, με την συμμετοχή τόσο πολιτικών όσο και θρησκευτικών προσωπικοτήτων της Ευρώπης, με σκοπό την εδραίωση και ανάπτυξη των ευρωπαϊκών αξιών.

Όσο κι αν προβάλλονται τεχνηέντως οι δημιουργηθείσες στην δισχιλιετή διαδρομή του Χριστιανισμού αντιθέσεις που τον μερίζουν έναντι των ειρηνοποιών συνθέσεων που έχει πετύχει, αποδεικνύεται απερίφραστα ότι η εσωτερική δύναμη του Χριστιανισμού ως παράγοντα σύγκλισης υπό συνθήκες ακραίου κινδύνου, είναι αδιαμφισβήτητη.

Σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον ευμετάβλητο και ασταθές η συνεργασία και συνέργεια Θρησκείας και Πολιτικής, θεωρώ, ότι είναι απαραίτητη και επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε, εάν θέλουμε θεσμικά και καταστατικά να μην απομακρυνθούμε ή να αμαυρώσουμε το ευρωπαϊκό όραμα των εμπνευστών και «πατέρων» της ευρωπαϊκής ιδέας. Εάν δηλαδή επιθυμούμε να δημιουργήσουμε την «Ευρώπη της φιλοκαλίας», της ειρηνικής συνύπαρξης και της κοινοτικής αλληλεγγύης.

Σας  ευχαριστώ».

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: