Όουουου!… Σηηηη!... (στάση δηλαδή).
Η αδύναμη φωνή του υψώθηκε επιτακτική, μα ήταν ωστόσο αρκετή για να κάνει το ανήσυχο τετράποδο να σταθεί ακίνητο μπροστά του. Ο γκριζομάλλης άντρας έπιασε χαλαρά το καπίστρι, χάιδεψε το μαύρο κούτελο του φορτωμένου ζώου απαλά, στήριξε με το διχαλωτό ραβδί του από τη μια πλευρά το βαρύ φορτίο, χαλάρωσε προσεκτικά και κατέβασε το φόρτωμα από την άλλη. Έκανε το ίδιο και στην πρώτη πλευρά, έλυσε κατόπιν τη φαρδιά ίγκλα (ιμάντα) που έσφιγγε την κοιλιά του μουλαριού, σήκωσε το σαμάρι από την καταπονημένη του πλάτη και άφησε το ζωντανό να ξεμουδιάσει στο πράσινο χορτάρι. Επανέλαβε τα ίδια ακριβώς και στο δεύτερο υποζύγιο, που περίμενε υπομονητικά τη σειρά του.
Κουβάλησε τα μεγάλα σακιά σιγά-σιγά στην αποθήκη, φώναξε ξανά τα ζωντανά, τα έσυρε προς τον σταύλο. Τον ακολούθησαν πρόθυμα. Κοντοστάθηκε να τα ποτίσει στο μακρύ ξύλινο κανάλι από κορμό έλατου που μάζευε καθαρό κρυστάλλινο νερό απ’ την πηγή, τα έδεσε στα παχνιά τους, έφερε ταγή. Μπόλικο ξερό χορτάρι και λιγοστό καρπό-κριθάρι. Ξεθεωμένα από την κούραση εκείνα έσκυψαν με βουλιμία στην τροφή. Άλλα τέσσερα τετράποδα, ημίονοι και όνοι, ησύχαζαν ήδη στη γωνιά τους. Θα είχαν αύριο τη σειρά τους για δύσκολο ταξίδι και φόρτωμα. Η ματιά του αγκάλιασε ζεστή τα ταπεινά υποζύγια, το χέρι του πέρασε φευγαλέα μ’ ένα γρήγορο χάδι στο καθένα. Αγαπούσε τα καταπονημένα ζωντανά. Και κείνα το ’νιωθαν.
Το ξύλινο τάλαντο σήμανε για τη μακρά αγρυπνία των Μεγάλων Βασιλικών Ωρών της παραμονής των Χριστουγέννων, του Εσπερινού και της Θείας Λειτουργίας του αγίου Βασιλείου, μα ο νέος δόκιμος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Το διακόνημά του ήταν δύσκολο, κουραστικό και πολύωρο. Έπιασε το δικράνι και τράβηξε στην άκρη πατημένα άχυρα και κοπριές. Καθάρισε τον σταύλο καλά, έριξε ροκανίδι, φρύγανα και καθαρό άχυρο στο χωμάτινο δάπεδο, έφτιαξε όσο γινόταν στεγνή τη στρωμνή τους να κοιμηθούν στα ζεστά. Το κρύο ήταν δυνατό, τα ζώα ήθελαν τη φροντίδα τους για να μπορούν να το αντέξουν. Ήταν πολύτιμα για να τα αφήσουν στην τύχη τους.
Έκρουσε το σιδηρούν ο εκκλησιάρχης, μα αυτός είχε ακόμη δουλειά. Όταν δυνάμωνε ο τσουχτερός αέρας, έφτανε ως τον απόμερο σταύλο η κατανυκτική ψαλμωδία των μοναχών, ανακατεμένη κάπου-κάπου με τις χαρούμενες τρίλιες των θυμιατών. «Βηθλεέμ ετοιμάζου, ευτρεπιζέσθω η φάτνη… Η αλήθεια ήλθεν, η σκιά παρέδραμε και Θεός ανθρώποις εκ Παρθένου πεφανέρωται». Πόσο του άρεσαν οι θαυμάσιες χριστουγεννιάτικες υμνωδίες!
Ο πρώτος και ο δεύτερος διάκονος της μονής θυμίαζαν που και που τον ναό κατά την τάξη. Και, πράγμα παράξενο, σαν να καθοδηγούσε κάποιος αοράτως το χέρι τους, θυμίαζαν άδεια στασίδια μοναχών που απουσίαζαν ακόμα στα διακονήματα, ενώ προσπερνούσαν μοναχούς που βρίσκονταν ήδη εκεί, μπροστά τους, παρόντες τω σώματι, απόντες όμως τω πνεύματι. Θυμίασαν έτσι και το κενό στασίδι του γηραιού δόκιμου, που πάλευε ακόμα να φέρει βόλτα τα ζωντανά, μα η ψυχή του ήταν εκεί με τους υπόλοιπους μοναχούς, συμπροσευχόταν μαζί τους ταπεινά.
Έπλυνε κάποτε τα χέρια του, άλλαξε το ζωστικό της δουλειάς, έριξε πάνω του ένα τριμμένο μα καθαρό κοντόρασο, έτρεξε να προλάβει κι αυτός τη νυχτερινή γιορτινή ακολουθία. Προχώρησε στο μισοφωτισμένο καθολικό, έβαλε στον ηγούμενο μετάνοια, πήρε θέση στα τελευταία στασίδια, μισοκρυμμένος πίσω απ’ την τελευταία κολόνα του ναού.
Ο πολιός ηγούμενος από τον μικρό του θρόνο όλο και έριχνε τη ματιά του, διακριτικά βέβαια, αλλά συχνά, πάνω στον δόκιμο. Τον έβλεπε κάποιες στιγμές να γέρνει το κεφάλι του στο στήθος νικημένος από την κούραση. Μα ήταν και άλλες στιγμές που έλαμπε στο πρόσωπό του υπερκόσμιο φως. Έβλεπε τότε τα χείλη του να κινούνται, σα να μιλούσε σε αόρατους επισκέπτες. Πότε έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του, πότε τα χείλη του χαράζονταν από ένα φωτεινό χαρούμενο χαμόγελο. Το θέαμα παραξένεψε πολύ τον ηγούμενο και έδωσε περισσότερη προσοχή. Ναι, δεν γελιόταν. Κάτι παράξενο συνέβαινε με τον γηραιό δόκιμο.
Η αλήθεια είναι πως δεν τον ήξερε και τόσο καλά. Τρεις μήνες είχε που ήρθε στο μοναστήρι τους και ζήτησε να καταταγεί στους δόκιμους. Και αυτό ακόμα τον παραξένεψε λίγο, γιατί ο άγνωστος επισκέπτης είχε την ηλικία του. Ο νέος δόκιμος δεν ήταν καθόλου νεαρός. Τα γένια του, οι κρόταφοι, είχαν γκριζάρει για τα καλά. Ο γέρο-ηγούμενος είχε τις επιφυλάξεις του να τον δεχθεί σε τόσο μεγάλη ηλικία. Μα τα παρακάλια και η επιμονή του άγνωστου τον έκαμψαν.
Τον έβαλε στην τάξη των δοκίμων και αρχαρίων, του διάβασε μάλιστα και ευχή ρασοφορίας. Ο νέος δόκιμος, κατά την πάγια τακτική της μονής, θα ξεκινούσε από το βαρύ διακόνημα του ημιονηγού. Απ’ την ευδόκιμη υπηρεσία του σ’ αυτό, θα εξαρτιόταν η περαιτέρω πορεία του στη μονή. Μα από την πρώτη κιόλας στιγμή είχαν όλοι να λένε για την υπακοή, την προθυμία, την ευσυνειδησία του, αν και ποτέ δεν έλειψαν και οι καλοθελητές εκείνοι, που ευκαίρως ακαίρως δημιουργούσαν δυσκολίες και προβλήματα, τόσο στον δόκιμο, όσο και σε άλλους πατέρες της μονής.
Ο γέρο-ηγούμενος ήταν πολύ ευχαριστημένος με την όλη του συμπεριφορά. Ο γέρο-δόκιμος είχε ήδη κερδίσει τον σεβασμό και τη συμπάθειά του. Ο ίδιος ήταν λιγομίλητος, απέφευγε συστηματικά κάθε κουβέντα για τον εαυτό του, μα η όλη βιοτή του απέπνεε κάτι βαθύ από την ψυχή του. Βλέποντας και το αποψινό παράδοξο ο ηγούμενος, κατάλαβε ότι έχει να κάνει με πνευματικό ανάστημα μεγάλο. Με το τέλος της αγρυπνίας φώναξε κατ’ ιδίαν κοντά του τον δόκιμο.
- Τί έβλεπες όλη νύχτα, αδελφέ;
Μα ο δόκιμος σιωπούσε. Δεν ήθελε να φανερώσει τίποτε από τις υπερφυείς του οράσεις. Ο ηγούμενος πήρε ύφος αυστηρό.
- Δεν ξέρεις ότι ο πονηρός εμπαίζει με ψεύτικα οράματα τον μοναχό; Θέλεις να γίνεις παίγνιο στα χέρια του; Δεν σου επιτρέπεται να κρατάς κρυφές από τον γέροντά σου τις πνευματικές σου εμπειρίες.
Ο γέρο-δόκιμος κόμπιασε. Ήξερε πολύ καλά πως ο γέροντάς του είχε δίκιο. Έπρεπε να υπακούσει χωρίς δεύτερη κουβέντα.
- Συχώρεσέ με, γέροντα, αλλά να, την ώρα της αγρυπνίας άνοιξαν τα ουράνια ξαφνικά. Ό,τι ψέλνατε, το έβλεπα κι εγώ ζωντανά μπροστά μου, ο αμαρτωλός. Το σπήλαιο, τη φάτνη, τον μικρό Χριστό, την Παναγία, τον Ιωσήφ, τους ποιμένες, τους μάγους, τα αρνάκια, τα ζώα του σταύλου, τους αγγέλους που γέμιζαν τους αιθέρες με το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ». Μα ακόμα παραμένει ανεξήγητο μέσα μου, πώς ευδόκησε ο Θεός να φανερώσει σε μένα τον αμαρτωλό τέτοια θαυμαστά πράγματα!
Ο ηγούμενος συγκλονίστηκε. Τί θησαυρός κρυβόταν κάτω απ’ το φτωχό ρούχο του ημιονηγού; Ποιος μεγάλος άγιος ήταν αυτός που έσκυβε μπροστά του ταπεινά; Θυμήθηκε τα συναξάρια που διάβαζε για τους παλιούς αγίους. Αυτούς που από άκρα ταπείνωση έκρυβαν προσεκτικά τις αρετές που είχαν και κατηγορούσαν εύκολα τον εαυτό τους για ελαττώματα που δεν είχαν. Μα έκρυψε τη μεγάλη του έκπληξη. Δεν έπρεπε να ρίξει στον πειρασμό της οίησης, στην ύπουλη υπερηφάνεια, τον γέρο-δόκιμο.
- Δώσε δόξα στον Θεό, αδελφέ! είπε μονάχα. Μην ξεχνάς πόσο βαρύ φορτίο είναι η χάρη του Θεού. Να προσεύχεσαι αδιαλείπτως να σου χαρίζει ταπείνωση.
- Με τις ευχές σου, άγιε γέροντα! Να ’ναι ευλογημένο!
Ξημέρωνε σχεδόν η παραμονή της μεγάλης γιορτής, όταν ο δόκιμος αποσύρθηκε στο κελλί του για λίγη ανάπαυση. Τον περίμενε πολλή δουλειά αργότερα. Θα έκανε σήμερα το τελευταίο δρομολόγιο εν όψει των εορτών με τα αγαπημένα του υποζύγια. Η μονή είχε πολλούς μοναχούς και περισσότερους προσκυνητές. Οι ανάγκες για προμήθειες ήταν πολύ μεγάλες.
Έβαλε στη σειρά τέσσερα υποζύγια για σήμερα, δένοντας το χαλινάρι του καθενός στο σαμάρι του μπροστινού του. Πήρε την ευλογία και τις παραγγελίες από τον γέροντα. Μα την τελευταία στιγμή ο γέρο-ηγούμενος κοντοστάθηκε.
- Άντε, αδελφέ, τελευταία φορά που σε ταλαιπωρούμε έτσι. Σκέφτομαι πως είναι πια καιρός να σε βάλω σε άλλο διακόνημα πιο ελαφρό.
Σα να ξαφνιάστηκε λίγο ο δόκιμος, δεν μίλησε αμέσως. Βάζοντας κατόπιν μετάνοια είπε:
- Αν είναι ευλογημένο, γέροντα, αφήστε με εδώ που είμαι. Όσο είμαι με αυτά τα ευλογημένα ζωντανά, ζω τη μεγαλύτερη χαρά και ανάπαυση στη ζωή μου. Η ψυχή μου είναι ανάλαφρη, απελευθερωμένη πραγματικά από κάθε πρόβλημα και στενοχώρια.
- Καλά, καλά! βιάστηκε να κόψει την κουβέντα ο ηγούμενος. Έχουμε καιρό να τα κουβεντιάσουμε αυτά. Άντε τώρα στο καλό, γιατί θα σε πάρει σίγουρα η νύχτα μέχρι να γυρίσεις.
Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Η χειμωνιάτικη μέρα ήταν μικρή και είχε μεγάλη γύρα να κάνει με ατέλειωτες ώρες πεζοπορίας σε δύσβατους δρόμους και επικίνδυνα μέρη, απόκρημνα. Δεν του έλειψαν και τα απρόοπτα. Σε μια κωμόπολη που μπήκε για κάποια ψώνια, ο μαγαζάτορας τον κοίταζε επίμονα. Δεν έπαιρνε τα μάτια από πάνω του. Τελειώνοντας με το δούναι και λαβείν, του λέει εμπιστευτικά:
- Πάτερ, θα μπορούσες να περάσεις λίγο από το σπίτι μου; Εδώ κοντά μένω. Έχω ένα δώρο για τον ηγούμενο της μονής σας.
Ο γέρο-δόκιμος συγκατένευσε ανύποπτος. Εκείνος όμως είχε τον σκοπό του. Εδώ και χρόνια βρισκόταν σε μεγάλη δοκιμασία. Η κόρη του είχε «πνεύμα ασθενείας». Είχε δαιμονιστεί. Την έτρεξε σ’ όλους τους γιατρούς, αλλά μάταια. Δεν οφείλονται όλες οι αρρώστιες σε φυσικά αίτια. Ούτε πάλι όλες σε δαιμονική ενέργεια. Αλλά αυτό μόνο οι διακριτικοί άγιοι μπορούσαν να το ξεχωρίσουν.
Μες στην απελπισία του ο άνθρωπος άκουσε κάποτε ένα θρησκευόμενο φίλο του να του λέει:
- Θα γίνει καλά η κόρη σου, μόνο αν κάποιος μοναχός κάνει ευχή γι’ αυτήν.
- Και πώς θα καταφέρω κάτι τέτοιο; Οι μοναχοί είναι τόσο ταπεινοί, που τα αποφεύγουν αυτά.
- Ε, προσπάθησε με κάποια πρόφαση να φέρεις ένα μοναχό στο σπίτι σου. Και εκεί πες του, αδιάφορα τάχα, «δεν κάνεις και μια ευχή για την κόρη μου που είναι άρρωστη;»
Ο δυστυχισμένος πατέρας άρπαξε τη συμβουλή σαν σωσίβιο και έψαχνε να βρει την ευκαιρία. Με το μικρό του κόλπο πέτυχε να παρασύρει τον δόκιμο ως το σπίτι του. Μα πριν ακόμα φτάσουν, καθώς ανηφορίζανε, ο πονηρός κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα του να τα «μαζεύει». Εξαγριώθηκε. Και τη στιγμή που δρασκέλισε την πόρτα ο δόκιμος, η κόρη σηκώνεται αμέσως και του δίνει ένα ηχηρό χαστούκι στο μάγουλο. Ο δόκιμος δεν αντιστάθηκε. Γυρίζει αμέσως κατά την εντολή του Χριστού και το άλλο μάγουλο. Ο πονηρός τον ραπίζει και από αυτό. Μα την επόμενη στιγμή η κόρη σωριάστηκε κάτω αφρίζοντας. Το πονηρό πνεύμα εξήλθε αμέσως καταδιωκόμενο από τη χάρη του Χριστού, βγάζοντας δυνατή κραυγή.
- Αλλοίμονό μου! Δεν βρίσκω τόπο να σταθώ! Με διώχνει η ταπείνωση της εντολής του Χριστού.
Η κόρη θεραπεύτηκε αμέσως. Σηκώθηκε και φίλησε ευλαβικά το χέρι του δόκιμου.
- Συχώρεσέ με, πάτερ, που σε ξεγέλασα, είπε τρισχαρούμενος τώρα ο πατέρας. Η απελπισία μου μ’ έσπρωξε. Έλα να σου δώσω πίσω όλα τα χρήματα που πήρα για τα ψώνια σου. Και να σου δώσω για το μοναστήρι ένα σωρό πράγματα ακόμα.
- Όχι, αδελφέ μου, είπε απλά ο δόκιμος. Δεν έχω ευλογία να παίρνω τίποτε δωρεάν. Δεν μας επιτρέπεται να αδικούμε κανένα.
Μα η μέρα εκείνη επιφύλασσε εκπλήξεις και στον γέρο-ηγούμενο. Δεν είχε περάσει μια ώρα από την αναχώρηση του δόκιμου, όταν φάνηκαν στη μονή τρεις επισκέπτες. Όπως αποδείχτηκε, ήταν ανώτεροι κληρικοί της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο ηγούμενος έσπευσε να τους υποδεχτεί και να τους φιλοξενήσει. Οι επισκέπτες εξήγησαν τον λόγο της αποστολής τους. Από πολύν καιρό ο πατριάρχης τους, άνθρωπος άγιος και ταπεινός, είχε εγκαταλείψει τον θρόνο του για να μονάσει άγνωστος και αφανής, μακριά από τη δόξα και τις εγκόσμιες τιμές. Μα ο κόσμος τον αγαπούσε τόσο πολύ, που δεν σταμάτησαν να τον αναζητούν παντού. Και τώρα περνούσαν από όλα τα μοναστήρια, μήπως και τον ανακαλύψουν κάπου για να τον ξαναφέρουν στον θρόνο του.
Ο γέρο-ηγούμενος εξεπλάγη με όσα άκουσε. Μάζεψε όλους τους αδελφούς της μονής. Μα οι επισκέπτες δεν είδαν πουθενά ανάμεσά τους τον οικουμενικό πατριάρχη.
- Μήπως λείπει κανένας; ρώτησαν με απογοήτευση.
- Όχι, αδελφοί μου, είπε ο ηγούμενος. Ένας δόκιμος μόνο που τον στείλαμε για τα ψώνια της γιορτής.
Φανερά στενοχωρημένοι οι τρεις επισκέπτες αναχώρησαν.
Περασμένο μεσημέρι πια, ο γέροντας αποσύρθηκε λιγάκι να ξεκουραστεί. Βαθιά επηρεασμένος από το πρόσφατο συμβάν έπεσε σε ύπνο ελαφρύ. Μα και εκεί δεν βρήκε ησυχία. Ένα παράξενο όνειρο, όραμα μάλλον, ήρθε να τον αναστατώσει ξανά. Είδε πως βρισκόταν στην εκκλησία τους, μπροστά στην εικόνα της θείας Γέννησης. Η Παναγία κρατώντας στην άχραντη αγκαλιά της το θείο Βρέφος, ζωντάνεψε, κατέβηκε από την εικόνα της και τον πλησίασε. Ο γέροντας τα έχασε για τα καλά.
- Σηκωθείτε όλοι! πρόσταξε με αυστηρή λίγο τη φωνή η Παναγία. Συγκεντρωθείτε για να υποδεχτείτε τον άγιο πατριάρχη που έρχεται.
Ο ηγούμενος ξύπνησε, μα για πολλή ώρα δεν μπορούσε να συνέλθει από την πολλή του έκσταση. Όταν κατάφερε να σταθεί στα πόδια του ξανά, διάταξε τον εκκλησιάρχη να χτυπήσει εκτάκτως το τάλαντο. Οι πατέρες μαζεύτηκαν, τους φανέρωσε την οπτασία του και όλοι συγκλονισμένοι ξεχύθηκαν να ετοιμαστούν για την υποδοχή του πατριάρχη. Με λαμπάδες, εξαπτέρυγα, λάβαρα και θυμιατά, παρατάχτηκαν επιτέλους όλοι στην πύλη της μονής. Μαζί τους και η πληθώρα των προσκυνητών, που όπως πάντα είχαν συρρεύσει για τη νυχτερινή χριστουγεννιάτικη Λειτουργία. Καιρός ήταν! Και να!
Ένα αμυδρό διάχυτο φως φάνηκε μακριά στον ορίζοντα, ενώ το σκοτάδι είχε ήδη σκεπάσει τα πάντα για τα καλά. Προχωρούσε σιγά-σιγά προς το μέρος τους. Όσο πλησίαζε, δυνάμωνε περισσότερο, σχηματίζοντας ένα μεγάλο φωτεινό κύκλο, που σκόρπιζε λαμπερό γλυκύτατο φως στη σκοτεινή νύχτα. Έβλεπαν όλοι εκστατικοί. Ο ουράνιος φωτεινός κύκλος έφτασε κοντά στη μονή, αλλά με αυτό που είδαν, έμειναν όλοι πετρωμένοι και άφωνοι. Δυο ψηλοί λευκοντυμένοι φωτεινοί άγγελοι, κρατώντας μεγάλες αναμμένες λαμπάδες, φώτιζαν με υπερκόσμιο φως τον δρόμο από τη μια και την άλλη μεριά. Στη μέση, ανάμεσά τους, βάδιζε ο ταπεινός ημιονηγός της μονής, σέρνοντας πίσω του τα τέσσερα βαρυφορτωμένα υποζύγια.
Και πίσω τους, άλλη έκπληξη. Ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, όλοι οι κάτοικοι από τα χωριά και τις κωμοπόλεις που είχε περάσει η θεϊκή αυτή συνοδεία, βλέποντας το πρωτόγνωρο εξωπραγματικό μεγαλείο, ακολούθησαν αυθόρμητα, θαυμάζοντας, δοξάζοντας και μεγαλύνοντας τον ύψιστο Θεό και τον ταπεινό μα θεοδόξαστο άγιο. Τότε φανερώθηκε σε όλους περίτρανα το φοβερό μυστικό: Ο γέρο-δόκιμος που τόσον καιρό φρόντιζε ταπεινά τα μουλάρια και τα ζώα της μονής, ήταν ο οικουμενικός πατριάρχης!
Μα τόση ταπείνωση! Ποιος να το φανταζόταν!
Φτάνοντας στην πύλη της μονής ο ημιονηγός και βλέποντάς τους όλους παραταγμένους, έπεσε αμέσως στα γόνατα χύνοντας άφθονα δάκρυα. Μα ο ηγούμενος έτρεξε, γονάτισε μπροστά του, αγκάλιασε τα πόδια του και έκραξε:
- Ως εδώ, Παναγιώτατε, ως εδώ! Φτάνει η μεγάλη σου ταπείνωση! Συχώρεσέ μας που σε υποβάλαμε σε τόση ταλαιπωρία, μα έγινε εντελώς εν αγνοία μας. Πού να βάλουμε στο φτωχό μας μυαλό τέτοιο πράγμα οι ελεεινοί!
Μέσα σε κύμα ισχυρού συγκλονισμού, με δάκρυα βαθειάς συγκίνησης, οι μοναχοί προσκυνούσαν και ασπάζονταν τον ταπεινό πατριάρχη, ζητώντας συγχώρηση για όποιο πρόβλημα και στενοχώρια, ηθελημένα ή άθελα, του είχαν προξενήσει. Και σαν να είχαν όλοι συνεννοηθεί, μια φωνή από μύρια στόματα υψώθηκε αυθόρμητα στον αέρα, ψάλλοντας θριαμβευτικά τη φήμη του οικουμενικού πατριάρχη.
Για πρώτη φορά στα χρονικά της μονής, στη λαμπρή χριστουγεννιάτικη νυχτερινή Λειτουργία χοροστατούσε οικουμενικός πατριάρχης. Ο ίδιος προσπάθησε βέβαια να το αποφύγει. Μα τον σήκωσαν με τη βία στα χέρια τους και τον ανέβασαν στον δεσποτικό θρόνο, κραυγάζοντας δυνατά:
- Απόλαβε τον θρόνον σου, πάτερ!
Και όταν από την ασθενική του φωνή ακούστηκε για πρώτη φορά το «Ειρήνη πάσι» και υψώθηκε σε σχήμα ευλογίας το αγιασμένο λιπόσαρκο χέρι του, μια εκκωφαντική ιαχή από όλα τα στόματα συγκλόνισε τους θόλους του ναού:
- Εις πολλά έτη, Δέσποτα!
Όλα τα μάτια έτρεχαν, οι καρδιές σπαρταρούσαν. Πήγαιναν να σπάσουν από τη συγκίνηση. Στο πρόσωπο του αγίου πατριάρχη έβλεπαν τον τέλειο μιμητή του Χριστού. Που απ’ το άφθαστο μεγαλείο του κατέβηκε πιο χαμηλά κι από τον τελευταίο άνθρωπο.
Χαράχτηκαν βαθιά όλα αυτά στις ψυχές των ανθρώπων.
Ξεχνιούνται ποτέ τέτοια Χριστούγεννα;
Χριστούγεννα 2025
Διαδίδω την «Αντιύλη»
Εκτυπώνω/προωθώ σε φιλικά μου e-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου