Έπρεπε να ζήσουν κόντρα στα σχέδια των ναζί ή έπρεπε να αυτοκτονήσουν, να απελευθερωθούν ενωρίτερα από όλα τα δεινά και να μειώσουν έτσι την περίοδο αναμονής του βέβαιου θανάτου τους;
Και όπως το έθεσε ένας επιζήσας, θετικά απάντησαν όσοι ξεπέρασαν το φόβο τα ζωής και επέζησαν, ενώ αρνητικά απάντησαν και αυτοκτόνησαν ή έγιναν muselmanner και πέθαναν όσοι ξεπέρασαν το φόβο του θανάτου!
Όσοι ήθελαν να ζήσουν όσο το δυνατό περισσότερο το επιθυμούσαν και για έναν ακόμα λόγο: αν δεν επιβίωναν θα είχαν δικαιώσει τους δολοφόνους τους. «Ανήμποροι» θα ισχυρίζονταν, «τα είχαμε πει, ανάξιοι να ζήσουν, ήταν οι υπάνθρωποι»!
Φεύγοντας από το αναρρωτήριο ο Σάμι δε γύρισε στο παλιό του πόστο. τον διόρισε βοηθό του ο Πάβελ στο τμήμα των τόρνων. αρχικά μάζευε τα μεταλλικά πριονίδια και τα συσκεύαζε σε μεγάλα κιβώτια που τα έστελναν στην Krupp για επαναχρησιμοποίηση.
Εύκολη δουλειά και χωρίς κίνδυνο λάθους, οπότε είχε μικρές πιθανότητες να υποστεί τιμωρία. Στους τόρνους δούλευαν κυρίως Πολωνοί μηχανουργοί από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν μέλη του Κ.Κ.Π. και βοηθούσαν τους Εβραίους,
Ο Σάμι μέρα με τη μέρα δυνάμωνε, ξαναβρήκε τα λογικά του, πίστεψε και πάλι στους ανθρώπους. Μα πάνω και πριν από όλα αυτά αποδέχτηκε –αδιαφορούσε δηλαδή- για τους ηλίθιους στρατοπεδικούς κανόνες και τις διαταγές. Εκτελούσε τη διαταγή χωρίς κριτική, χωρίς να τη σκέφτεται και χωρίς να δείχνει στους SS τον αποτροπιασμό του. αντίθετα σχεδόν γελούσε όταν οι άλλοι περίμεναν μια άλλη αντίδραση.
Εξωτερικά ήταν πλέον ένα πειθήνιο εργαλείο του εργοστασίου, ένας ήσυχος κρατούμενος του στρατοπέδου που θα πέθαινε χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα.
Ο χειμώνας ήταν δύσκολος για το στρατόπεδο.
Η πείνα, ο φόβος του άγνωστου, οι ασθένειες, οι ανελέητοι και άνευ λόγου ξυλοδαρμοί έκαναν τις αυτοκτονίες πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξη.
Οι SS σε σκότωναν για το πλέον μικρό λάθος, οι βασανισμοί και οι ξυλοδαρμοί από τους Κάπο ήταν πέρα από κάθε όριο. Οι πιο σκληροί από τους Κάπο είχαν βρει τις ψείρες ως αιτία βασανιστηρίων.
Έβαζαν τους κρατούμενους να ξεψειριάσουν τα ρούχα τους και το σώμα τους –πράγμα αδύνατο βέβαια- και μετά από κάποια ώρα ο Κάπο έκανε έλεγχο στα ρούχα και στο σώμα των κρατουμένων.
Έστω και μια ψείρα να βρισκόταν, ο κρατούμενος καθόταν σε ένα σκαμνί και ο Κάπο τον έδερνε με σανίδες από τα ξυλοκρέβατα.
Τις περισσότερες φορές ο κρατούμενος πέθαινε την ίδια νύχτα από τα χτυπήματα στα νεφρά ή στην σπονδυλική στήλη. Αν ήταν ¨άτυχος¨ θα πέθαινε πρησμένος και μέσα σε αφόρητους πόνους σε δυο τρεις ημέρες στο υποτιθέμενο αναρρωτήριο που λειτουργούσε χωρίς φάρμακα και ιατρικό προσωπικό για τους κρατούμενους.
Οι Εβραίοι πέθαιναν σαν τις μύγες, όπως το είχε προβλέψει ο Σάμι, ήταν η εποχή που τους αντικαθιστούσαν οι Πολωνοί εργάτες-δούλοι και οι Γερμανοί επιτάχυναν τη μαζική δολοφονία των Εβραίων της Ευρώπης.
Στις αρχές Μαρτίου 1944 στο στρατόπεδο έγινε σούσουρο. «Ήρθαν κάποιοι με ροζ τρίγωνο» έλεγαν ο ένας στον άλλο οι κουτσομπόληδες κρατούμενοι και όσοι μπορούσαν προσπάθησαν να δουν αυτούς τους ¨ιδιαίτερους¨ κρατούμενους για να ανταλλάξουν την πληροφορία με τσιγάρα από όσους ήθελαν να ακούσουν ¨πιπεράτες ειδήσεις¨.
Ήταν καμιά 20αρια κρατούμενοι, νέοι και Γερμανοί οι περισσότεροι, που θα έμεναν για λίγες ημέρες πριν ταξιδέψουν για το Άουσβιτς.
Ένας από αυτούς θα είχε κεντρικό ρόλο στην επιβίωση του Σάμι, που είχε αναστατωθεί από την άφιξής τους καθώς θυμήθηκε εκείνον τον ¨ανώμαλο¨ επιστάτη!
Αλλά ο Σάμι δεν μπορούσε να ξέρει τα μελλούμενα …
400 χιλιόμετρα μακριά του, στο κάστρο Τερεζίν, ο μικρός του γιος είχε αποκοιμηθεί στο υποτυπώδες ιατρείο του στρατοπέδου/γκέτο ακούγοντας τη νυχτερινή νοσοκόμα, την Ilse Weber, να του τραγουδά ένα νανούρισμα: Wiegela, wiegela, weir …
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά ζούσαν χωριστά.
Υπήρξαν περίπου 15.000 παιδιά μεταξύ των κρατουμένων στο Τερεζίν. στα τριάμισι χρόνια λειτουργίας του.
Το Συμβούλιο προσπάθησε να διασφαλίσει μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης για τα παιδιά και τους νέους.
Για το λόγο αυτό ζήτησε και πέτυχε να στεγάζονταν σε ¨παιδικά σπίτια¨ και να έχουν λίγο καλύτερη τροφή, εις βάρος όμωςτ ων ηλικιωμένων. τίποτα δε δώριζαν οι Γερμανοί
Οι περισσότεροι από τους ενήλικες κρατούμενους έπρεπε να ζουν σε υπερπλήρεις κοιτώνες με εξήντα έως ογδόντα άτομα ανά δωμάτιο.
Δεκαπέντε ημέρες πριν τελειώσει το 1943 η Ταβιθά κυριολεκτικά και μεταφορικά πήγε στον άλλο κόσμο και γύρισε. Ήταν μια Τετάρτη απόγευμα, όταν έμαθε πως αυτή και ο μικρός της είχαν επιλεγεί να ¨ταξιδέψουν¨ με το επόμενο τρένο της 18ης Δεκεμβρίου για το Άουσβιτς..
Τρελάθηκε!
Της είπαν να βρει κάποιον αρμόδιο του Συμβουλίου.
Τον βρήκε.
Κι εκείνος της έκανε τη χάρη να την εξαιρέσει –αφού ήξερε ότι όλοι θα ¨έφευγαν¨ με τα επόμενα τρένα-, αλλά της ζήτησε ανταλλάγματα για να δωροδοκήσει, έτσι της είπε, τα SS.
Τότε ήταν που η χρυσή καρφίτσα άλλαξε χέρια … και η Ταβιθά έφυγε κλαίγοντας από το Γραφείο και βάλθηκε να βρει νερό να πλυθεί!
Μετά από αυτή τη δοκιμασία και ανεξάρτητα από αυτήν οι συνθήκες στο Τερεζίν άλλαξαν για όλους κι έτσι η Ταβιθά βρήκε λίγη ησυχία. Με το μπάσιμο του νέου χρόνου οι αφεντάδες αποφάσισαν να καλλωπίσουν το γκέτο. Και είχαν τους λόγους τους.
Οι κρατούμενοι έπρεπε να καθαρίσουν και να επιδιορθώσουν τους δρόμους και τα κτίρια στο γκέτο. Στην κεντρική πλατεία, φυτεύτηκε νέο γκαζόν και τριανταφυλλιές.
Ξεπήδησαν από το πουθενά διάφορα δήθεν καταστήματα, τοποθετήθηκαν παγκάκια σε αρκετά σημεία, ενώ διαμορφώθηκαν παιδική χαρά, νηπιαγωγείο και Δημοτικό σχολείο.
Οι δρόμοι του γκέτο αντί για γράμματα και αριθμούς που είχαν χρησιμοποιηθεί μέχρι τότε, πήραν κανονικά ονόματα όπως συμβαίνει σε όλον τον κόσμο. Στις γωνίες των δρόμων τοποθετήθηκαν πινακίδες που έδειχναν πως θα πήγαινε κανείς προς την τράπεζα, το ταχυδρομείο, το καφέ και την πισίνα!
Βελτιώσεις έγιναν και στους εσωτερικούς χώρους μερικών κοιτώνων και διαμερισμάτων, των κοινόχρηστων αιθουσών, όπως οι αίθουσες συναυλιών και θεάτρου και όλα αυτά για να αλλάξει η εικόνα του γκέτο και να παγιδευτούν οι ¨επισκέπτες - επθεωρητές¨ .
Τον Μάιο του ΄44 στα πέμπτα γενέθλια του, ο Ιακώβ πήρε δώρο από μια μικρή του φίλη, την Ίνγκε, ένα τοσοδούλικο κέικ πατάτας πασπαλισμένο με μια τζούρα ζάχαρης και ο Φράντα του αφιέρωσε τους πρώτους στίχους από το ποίημά του το ¨Περιβόλι¨:
Μικρό περιβολάκι γεμάτο τριαντάφυλλα
ευωδιάζει.
Δρομάκι στενό το αγοράκι πάνω του
διαβαίνει.
Αγοράκι μικρό, ομορφούλικο …
Δε συνέχισε με τους επόμενους τρεις στίχους, γιατί η Ταβιθά έκλαιγε ήδη και ο μικρός την κοιτούσε έτοιμος κι εκείνος να μπήξει τα κλάματα.
Μοίρασαν το κέικ στα 4 παιδιά –τον Ιακώβ, το Φράντα τον Τόμυ και την ‘Ινγκε-, η Ίλσε έπαιξε κιθάρα και τραγούδησαν όλοι μαζί. αντάλλαξαν απόψεις και πληροφορίες για τις μεταγωγές –το μόνιμο θέμα συζήτησης στο Τερεζίν- και προσπάθησαν να μαντέψουν τα μελλούμενα. Την άλλη ημέρα η Ίλσε είχε βάρδια στο αναρρωτήριο, η Ταβιθά θα δούλευε στην υπαίθρια κουζίνα και η μητέρα της Ίνγκε θα σκάλιζε τους λαχανόκηπους ως τιμωρία για τον πλούσιο πρότερο βίο της. Έτσι η γιορτούλα τέλειωσε νωρίς.
Παράλληλα τον ίδιο μήνα, τον Μάιο, 7.500 ηλικιωμένοι και άρρωστοι ¨απομακρύνθηκαν¨ με τα τρανσπόρτα που γέμιζαν τρόμο τους ¨κατοίκους¨ της μικρής καστροπολιτείας.
Από τον ¨παράδεισο¨ των ναζί σε μια νύχτα βρίσκονταν στο Άουσβιτς και από εκεί στον πραγματικό παράδεισο μέσα από τις τέσσερεις καμινάδες του εργοστάσιου του θανάτου, το Άουσβιτς – Μπιρκενάου που ο Πρίμο Λέβι δικαίως ονόμασε ως τον ¨έσχατο οχετό¨.
Σφαγιάστηκαν οι ηλικιωμένοι και οι άρρωστοι γιατί χαλούσαν την εικόνα του γκέτο εν όψει της επίσκεψης μιας αντιπροσωπείας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
«Κι εκείνος ο καλός παππούς που καθόταν στη γωνία και τους έλεγε παραμύθια και ιστορίες από το Παρίσι, ο Κλωντ (Claude), γιατί δεν τους χαιρέτησε, όταν έφυγε;» ρωτούσε τη μητέρα του ο Ιακώβ.
Ο Κλωντ είχε δώσει στη μικρή Νταβίντα (Davida) μια ζωγραφιά. ένα κίτρινο λουλούδι με ροζ αποχρώσεις σε ένα γλυκό γαλάζιο φόντο και είχε σημειώσει τη φράση: ¨Θα σε θυμάμαι πάντα¨!
Η Ταβιθά το ήξερε, αλλά τι να έλεγε σε ένα πεντάχρονο αγοράκι, πώς να του εξηγούσε τη σημασία αυτής της χειρονομίας; Εκείνο το ¨πάντα¨, αυτή η ψεύτικη λέξη που χρησιμοποίησε ο Κλωντ για να κρύψει την αλήθεια από το κοριτσάκι της έκλεινε το στόμα, της αφαιρούσε τη φωνή και άνοιγε τις πηγές των δακρύων της!
«Μαμά. γιατί κλαις;» απορούσε ο Ιακώβ!
Είχε ¨πατήσει¨ τα πέντε του χρόνια ο μικρός, αλλά ο πατέρας του τον θυμόταν μωρό. Στο παιχνίδι με τα άλλα μικρά παιδιά, εκεί στο ¨πρότυπο στρατόπεδο¨ των ναζί στραμπούλιξε άσχημα το ποδαράκι του, όταν αναγκάστηκε να παίζει εκεί στην παιδική χαρά της μιας ημέρας μπροστά στα ¨κλειστά¨ μάτια των μελών της επιτροπής που επισκέφθηκε στις 23 Ιουνίου 1944 το στρατόπεδο κράτησης και διαμετακόμισης των Εβραίων σε μια στροφή ενός άλλου ποταμού, του Έλβα, εκεί που συναντά τον Έγκερ.
Ήταν μια Παρασκευή, όταν τρία μέλη της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού ανάλαβαν να ξεπλύνουν τους ναζί και να κλείσουν τα μάτια τους στα δεινά των Εβραίων ολόκληρης της Ευρώπης.
Από το Μάρτιο μήνα που οι ναζί ετοιμάζονταν για την ¨επίσκεψη¨, ήταν τρεις μήνες που ο μικρός Ιακώβ και η μητέρα του έζησαν ίσως τις καλύτερες ή μάλλον τις πλέον ήσυχες ημέρες μετά τη φυγή τους από την Ακτή, αφού είχαν επιλεγεί να είναι ¨ορατοί¨ στην επιτροπή.
Ο μικρός είχε βρει φίλους, συνομήλικα ή λίγο μεγαλύτερα παιδιά, κι έπαιζαν αμέριμνα όπως όλα τα παιδιά του κόσμου κάτω από το πέπλο της αθωότητας που τα προστατεύει από τις έγνοιες, την κακία και τη βία των ενηλίκων.
Ήταν μικρός ακόμα ο Ιακώβ, μόλις 5 χρονών, και το πέπλο ήταν ακόμα ισχυρό, αλλά δεν θα τον προστάτευε τελικά από το μίσος των Γερμανών. Η Ταβιθά το διαισθανόταν και τα βράδια ένα βουβό κλάμα πνιγμένο στα δάκρυα την κυρίευε, γιατί η μητρική αγάπη κτυπούσε καμπανάκια για βοήθεια … αλλά βοήθεια δεν υπήρχε για τους Εβραίους σε κανένα σημείο της Ευρώπης πόσο μάλλον εκεί στο αποκομμένο από όλους Τερεζίν!
Η Ταβιθά μπορούσε, όπως σχεδόν όλοι οι κρατούμενοι, να συμμετάσχει στις πολιτιστικές εκδηλώσεις που στήνονταν από τους διάσημους καλλιτέχνες της εβραϊκής διασποράς ανά την Ευρώπη και τώρα ήταν έγκλειστοι μελλοθάνατοι . μπορούσε έτσι να ξεχαστεί, να ξεφύγει κι αυτή από τις βασανιστικές σκέψεις που ταλάνιζαν τους πάντες εκεί μέσα στην καστροφυλακή που είχαν στήσει οι ναζί με κύριο στόχο την εξαπάτηση.
‘Όπως όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι εκεί στο Τερεζίν ήξεραν το τέλος τους, αλλά έβρισκαν το κουράγιο να διοργανώσουν, να συμμετάσχουν και να παραστούν σε δεκάδες πολιτιστικές δράσεις που τους έκαναν να ξεχνούν!
Να ξεχνούν τοπόσημα όπως η Τρεμπλίνκα, το Σόμπιπορ, το Μπέλζεκ και ειδικά το Μπιρκενάου τον τελευταίο καιρό. Λέξεις που σήμαιναν τα πάντα και τίποτα, γιατί κανείς δεν ήξερε τις λεπτομέρειες των εκεί διαδικασιών, απλά γνώριζαν πως ήταν τόποι ¨εξαφάνισης¨, αλλά πώς γινόταν η εξαφάνιση, που πήγαιναν όλοι αυτοί, ποιοι βοηθούσαν σε όλο αυτό το θανατικό ήταν μάλλον αναπάντητα ερωτήματα για τους ¨κατοίκους¨ του Τερεζίν.
Να ξεχνούν τους τόπους τους, τους ανθρώπους τους, τις προπολεμικές ζωές τους, τις χαρές τους, τις λύπες τους …
Αλλά δεν το μπορούσαν όλοι!
Και ήταν οι νύχτες απαίσιες, γιατί τότε όλα αυτά έρχονταν στην επιφάνεια μέσα από τα όνειρα και ανάγκαζαν τους ανθρώπους να κλείνονται στον εαυτό τους και αυτό ήταν τόσο βασανιστικό.
Τα πρωινά και τα απογεύματα περνούσαν –ειδικά κείνο τον καιρό -από το Μάρτιο έως και τον Ιούνιο του 1944- πιο εύκολα. είχε βρει και η Ταβιθά ανθρώπους να μιλήσει, ανθρώπους να αφουγκραστούν τον πόνο της, ανθρώπους που μπορούσε να νιώσει και αυτή τις δικές τους φοβίες, τις ελπίδες τους.
Μπορούσαν να παρηγορήσουν η μια την άλλη οι φίλες, να κάνουν όνειρα για τη μεταπολεμική ζωή τους και για το μέλλον των παιδιών τους, ενώ την ίδια στιγμή περίμεναν με ανείπωτη αγωνία και τρόμο κάθε φορά τους ¨αυριανούς¨ καταλόγους για τη ¨μεθαυριανή¨ μεταφορά, για τη μεταφορά στο πουθενά!
Και όσοι δεν ήταν ¨μέσα στον κατάλογο¨ προσπαθούσαν να πουν λόγια παρηγορητικά σε αυτούς που την άλλη ημέρα με ένα χαρτί κρεμασμένο στο λαιμό τους, πάνω στο οποίο θα αναγραφόταν ο αριθμός προτεραιότητας τους, θα περίμεναν σε εκείνη την αίθουσα με τα σκαλιά που οδηγούσαν στα βαγόνια για ζώα που τα έσερνε μια ατμομηχανή μαύρη σαν κατράμι … θα περίμεναν μέχρι να ακούσουν εκείνο το γερμανικό γαύγισμα: Schnell, schnell!
Ήταν ακριβώς δέκα χρόνια πριν όταν ένας Ισπανός ποιητής έγραφε για το θάνατο του φίλου του[1]:
Σκαλί - σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
το θάνατό του φορτωμένος …
Κι εκεί στο Τερεζίν ήταν το φόρτωμα τους εκείνο το περασμένο στο λαιμό τους χαρτί!
Κι εκεί στο Τερεζίν οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι , οι ποιητές, οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, δε σταμάτησαν μέχρι την τελευταία τους στιγμή να δημιουργούν και ταυτόχρονα να καλλιεργούν τα ταλέντα των παιδιών!
Δεκαπέντε χιλιάδες παιδιά πέρασαν από το Τερεζίν.
Αν και απαγορευόταν να το κάνουν, ήταν σα να πήγαιναν στο σχολείο. τους έκαναν μαθήματα, παράνομα μαθήματα, όσοι τα φρόντιζαν.
Ζωγράφιζαν εικόνες, έγραφαν ποίηση, μάθαιναν μουσική και όλοι προσπαθούσαν να διατηρήσουν ένα ίχνος κανονικότητας για τα παιδιά.
Γιατί άραγε ασχολούνταν τόσο με τα παιδιά;
Μήπως επειδή έπρεπε να τα κάνουν να νιώσουν άνετα και δημιουργικά στις τελευταίες τους ημέρες πάνω σε αυτόν τον πλανήτη;
Μήπως επειδή πίστευαν πως αυτά τα παιδιά ήταν η ελπίδα του λαού τους, αφού θα σώζονταν;
Μάλλον και οι δύο θεωρήσεις ήταν εν ισχύ εκείνες τις δύσκολες ημέρες.
Όλοι γνώριζαν ή διαισθάνονταν πως βρίσκονταν κοντά στο τέλος τους, αλλά ταυτόχρονα βαθιά μέσα τους ήλπιζαν πως τα παιδιά θα σώζονταν.
Μα κανείς δεν αναρωτήθηκε ¨πώς θα ζούσαν αυτά τα παιδιά, τι θα κουβαλούσαν στις ψυχές τους για όλη τους τη ζωή;»
¨Τι έφταιγαν τα παιδιά και τα σκότωναν;¨ αναρωτιούνταν όλοι.
Δεν υπήρχε λογική απάντηση σε αυτή την απλή ερώτηση.
Κι έμεναν εκεί.
Γιατί δεν ήξεραν πως τα παιδιά χαρακτηρίζονταν ¨άχρηστα στόματα¨ και φυσικά επειδή, ακόμα χειρότερα, δε γνώριζαν την παράλογη απάντηση του ¨κοτοπουλά¨ Χίμλερ … αυτή που είχε δώσει με άκρα μυστικότητα στους στρατηγούς του, που κανείς -από αυτούς τους Πρώσους ¨αριστοκράτες¨- δεν αντέδρασε όταν την άκουσε!
Αλλά κι αν τη γνώριζαν οι άμοιροι του Τερεζίν την απάντηση, τι θα έκαναν;
Θα ήταν περίπου 150 άντρες που φορτώθηκαν στα φορτηγά από το στρατόπεδο Fünfteichen και κίνησαν για να συναντήσουν το τρένο για την Κόλαση.
Ένας συρμός με 25 βαγόνια για γελάδια -ανοικτά και κλειστά- τους περίμενε. Τους έβαλαν σε δυο άδεια ανοικτά βαγόνια και το τρένο ξεκίνησε, είχε συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός κρατουμένων, γύρω στα 2.000 άτομα από τρία στρατόπεδα.
Από τους ¨δικούς¨ του εκατόν πενήντα γύρω στα τριάντα άτομα πήγαιναν για ¨αερισμό¨ -τους έβλεπες- ήταν κάτισχνοι, ανήμποροί και ήδη νεκροί.
Μια ομάδα πενήντα ατόμων –που επιλέχτηκαν έτσι με μια πρόχειρη ματιά των SS- θα κατέβαιναν στα άδυτα της Κόλασης, θα πήγαιναν στο κομάντο των θαλάμων αερίων και του κρεματόριου -το Sonderkommado- δεν το ήξεραν βέβαια, αλλά έβλεπες το ειρωνικό ύφος των SS, όταν τους μετρούσαν και ένιωθες πως κάτι κακό τους ετοίμαζαν.
Μια άλλη ομάδα πενήντα ατόμων, μεταξύ αυτών ήταν και ο Σάμι, θα πήγαιναν για καταναγκαστική εργασία και -όπως υπολόγιζαν οι ναζί- μετά από ενάμιση μήνα φυσιολογικά θα πέθαιναν από την πείνα: αρχικά θα γίνονταν Muselimanner και μετά θα ¨ελευθερώνονταν¨ από την καμινάδα.
Η τελευταία ομάδα των μεταφερόμενων ήταν οι άντρες με το ¨ροζ τρίγωνο¨, η ομάδα των είκοσι ομοφυλόφιλων που είχαν μεταφερθεί στο Fünfteichen πριν λίγες ημέρες.
Προχωρημένο σούρουπο έφτασαν στο κολαστήριο και αμέσως στήθηκαν όρθιοι στην Appelplatz μετά από ένα καλό μπερτάκι από τους Κάπο. Όποιος προλάβαινε έριχνε κλωτσιές, μπουνιές, αγκωνιές και βουρδουλιές.
Εάν έπεφτες δε θα σηκωνόσουν ξανά, θα ήσουν νεκρός στα επόμενα πέντε λεπτά.
Δόντια έπεφταν -δεν ήθελε και πολύ κόπο άλλωστε για κάτι τέτοιο. η αδυναμία και η ουλίτιδα έβαζαν το ¨χεράκι¨ τους-, χέρια έσπαζαν, κεφάλια αιμορραγούσαν, αλλά οι κρατούμενοι έμεναν όρθιοι με λίγη βοήθεια από τους άλλους.
Γύρω στους δέκα από την ομάδα των ανήμπορων δεν άντεξαν το ξύλο. Έπεσαν και δεν ξανασηκώθηκαν, πέθαναν χωρίς ανάσα. Τους σήκωσαν και τους έβαλαν στο πλάι της γραμμής, τα σκυλιά ούρλιαζαν και τραβολογούσαν τα πτώματά τους.
Τελικά τους φόρτωσαν σε ένα κάρο και πήραν το δρόμο για το κρεματόριο. Αυτή ήταν η πρώτη ¨δουλειά¨ των πενήντα νεοφερμένων στο Sonderkommado, των νεοφερμένων που δεν είχαν κανέναν τρόπο να αρνηθούν ή να παραιτηθούν παρά μόνο να αυτοκτονήσουν.
Όλοι πεινούσαν, όλοι έτρεμαν και κρύωναν, το παγωμένο νυχτερινό ψιλόβροχο τους περόνιαζε, αλλά έπρεπε να μείνουν όρθιοι και ασάλευτοι για όσο χρόνο ήθελαν τα νέα σαδιστικά αφεντικά τους.
Εκείνο το βράδυ δεν είχε γίνει ¨επιλογή στη ράμπα¨, κάτι που θα βίωνε αργότερα ο Σάμι, αλλά είχε ξύλο πολύ ξύλο. Παραδόξως η ομάδα που ¨έφαγε¨ τις λιγότερες ήταν εκείνη με το ροζ τρίγωνο. Γύρω από αυτή την ολιγομελή ομάδα είχαν μαζευτεί πολλές ¨παράξενες¨ φάτσες. Ήταν φανερό πως εκεί γινόταν μια άλλου είδους ¨επιλογή¨ -για προσωπικό όφελος- από τους Κάπο.
Και όλοι οι άλλοι περίμεναν να ανταλλάξουν ¨καυτές ματιές¨ οι Κάπο και οι κρατούμενοι. όλοι βρίσκονταν στην Κόλαση και κάποιοι το έπαιζαν ¨ερωτευμένοι¨!
-/-
Αν αυτό που βίωναν δεν ήταν η πλήρης αλλοφροσύνη που δημιούργησε το ναζιστικό καθεστώς, αν δεν ήταν η πλήρης αποκτήνωση των ηθών που οδηγούσε με την πρακτική του αυτό το τερατώδες ναζιστικό ιδεολόγημα, τότε τι μπορεί να ήταν, σκέφτηκε ο Σάμι;
Ένα ιδεολόγημα που ήταν αποδεκτό από εκατομμύρια πολίτες που έδιναν τη ζωή τους σε κάθε διαταγή του Φύρερ τους. ένα ιδεολόγημα που έδωσε εξουσία ζωής και θανάτου σε κοινούς εγκληματίες είτε αυτό έγινε στα δολοφονικά Einsatzgruppen είτε στα κάθε είδους χιλιάδες στρατόπεδα που στήθηκαν σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη.
Ειδικά στα στρατόπεδα. όπου οι Capo ¨έγλειφαν¨ τα SS και ξυλοκοπούσαν τους κρατούμενους μέχρι θανάτου χωρίς καμία αιτία και αφορμή, έτσι για να διασκεδάσουν, να ηδονιστούν από τις κραυγές των θυμάτων και να φαντασιωθούν … Capo και SS αντάμα!
Αλλά τώρα οι άνδρες με τα ροζ τρίγωνα δεν ήταν φαντασίωση … ήταν απτή, ¨αχνιστή¨ και δελεαστική πραγματικότητα …
-/-
Πέρασαν ώρες εκεί στην πλατεία και όταν σχηματίστηκαν τα ζευγαράκια, οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε πεντάδες και διατάχτηκαν τα τρέξουν προς μια βόρεια κατεύθυνση.
Το στρατόπεδο ήταν πνιγμένο στη λάσπη μετά το σχετικό λιώσιμο του παγωμένου χιονιού, οι 25 πεντάδες άρχισαν να χάνουν το ρυθμό και τον προσανατολισμό και αυτό ήταν που περίμεναν οι Κάπο και τα SS.
Οι SS γαύγιζαν “Schnell laufen, laufen” (Γρήγορα τρέξτε, τρέξτε) και τα σκυλιά τους γαύγιζαν πιο δυνατά από αυτούς και ξέσκιζαν όποιον ήταν έξω από τη σειρά του πεσμένος, κολλημένος στο βούρκο.
Τα ρόπαλα, οι γροθιές, οι κλωτσιές ανακατεύονταν στο μυαλό του Σάμι και των υπόλοιπων που προσπαθούσαν να τρέξουν προς το πουθενά, αφού τίποτα δεν έβλεπαν μπροστά τους.
Ο χρόνος αλλοιωνόταν, το μυαλό τους σταματούσε, το σώμα τους κατέρρεε και τότε άκουσαν τον πρώτο πυροβολισμό, ακολούθησαν άλλοι τρεις, πάγωσε το αίμα τους και το παράγγελμα STOP τους επανάφερε στο τώρα.
Τους πρόλαβε το κάρο με τα πτώματα και φόρτωσε και τους επόμενους 4 νεκρούς.
Σχημάτισαν πάλι πεντάδες και περπάτησαν αργά, τόσο όσο να παγώσει πάνω τους ο ιδρώτας, άλλα 300 μέτρα και βρέθηκαν έξω από μια μεγάλη παράγκα.
«Gas, Αέρια» ψιθύρισε κάποιος από την πίσω πεντάδα του Σάμι και την ίδια στιγμή άκουσαν το παράγγελμα: «Nackt werden - ξεγυμνωθείτε»!
Κοκάλωσαν!
«Ώστε για αυτό δεν φάγαμε τίποτα, δεν ήπιαμε ούτε σταλιά νερό τόσες ώρες τώρα» είπε ο Σάμι στο διπλανό του, αντί για απάντηση άκουσε ένα γδούπο, ο διπλανός του είχε καταρρεύσει και στα επόμενα 5 λεπτά ο Κάπο του είχε λιώσει το κεφάλι με το ρόπαλο.
Μπήκαν στην παράγκα παραπατώντας. Ένιωσαν την αφόρητη ζέστη και άκουσαν νερά να τρέχουν. ¨Μπάνια, ντους¨ σκέφτηκαν όλοι τους, πεθαίνουμε σε λίγα λεπτά.
O Scharführer –λοχίας των SS- γελούσε χαιρέκακα μπρος στη θέα των τρεμάμενων, γυμνών αντρών. άλλαξε ύφος και χωρίς να φωνάζει τους είπε ότι θα ξυριστούν σε όλο τους το σώμα αλλά χωρίς ξυράφι (!), θα κάνουν ζεστό ντους για τις ψείρες και θα ψεκαστούν με ειδικό απολυμαντικό στη διπλανή παράγκα. θα πάρουν ¨καινούργια¨ ρούχα και παπούτσια και θα πάνε για ύπνο.
Δεν τον πίστεψαν βέβαια, αλλά οι Κάπο έδερναν, δεν αστειεύονταν και τους έσπρωχναν μέσα στα ντους.
Έντρομα χαρούμενοι ¨ανακάλυψαν¨ ότι ο SS έλεγε αλήθεια. βρήκαν το κουράγιο να γελάσουν με τον εαυτό τους και να ανταλλάξουν δυο κουβέντες μεταξύ τους.
«Με λένε Σάμι, είμαι ράφτης από τη Ράσιμπορτζ» είπε ο Σάμι στο διπλανό του.
«Είμαι ο Σίλκε» απάντησε αυτός. «Έμπορος γυαλικών από την Οστράβα».
«Θα ζήσουμε, Σίλκε;» είπε ο Σάμι.
«Ίσως, για πόσο καιρό όμως;» του απάντησε με ερώτηση ο Σίλκε και τότε άκουσαν και οι δύο το σφύριγμα του βούρδουλα. Τους βρήκε στα πόδια. Κατάπιαν τη γλώσσα τους!
Σε δέκα λεπτά είχαν τελειώσει όλοι οι κρατούμενοι το πλύσιμο και για άλλη μια φορά παρατάχθηκαν σε πεντάδες μέσα στην παράγκα. Ξαφνικά άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες και ο παγωμένος αέρας ¨χτύπησε¨ τα γυμνά σώματά τους, οι άντρες της πρώτης πεντάδας κυριολεκτικά κατουρήθηκαν από το κρύο.
Ταυτόχρονα γαύγισε ο λοχίας «Schnell, Schnell laufen» και τους έδειξε την επόμενη παράγκα που απείχε 150 μέτρα από τις ντουζιέρες!
Έτρεξαν σαν τρελοί αυτή τη φορά μέσα στην αφόρητη παγωνιά!
«Πνευμονία» σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Σάμι κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με μια ανάσα, στη φωτισμένη είσοδο. Μπαίνοντας μέσα δέχτηκε μια φτυαριά λευκής ψειρόσκονης που του έκαψε το πέος, τα ρουθούνια, τα χείλη και τα μάτια του. Δεν μπορούσε να ανασάνει, όπως όλοι τους, αλλά έπρεπε να μείνει σε στάση προσοχής.
Πήραν το νούμερό τους –στους Εβραίους το ¨κτύπησαν¨ και στο χέρι-, πήραν μισοσκισμένες και μισοπλυμένες αλλά περίπου στα μέτρα τους στολές, πήραν ξύλινα τσόκαρα και ξαναμπήκαν στις πεντάδες τους.
Ηρέμησαν κάπως και τότε αναπόφευκτα εμφανίστηκε νέος εφιάλτης: η πείνα και η δίψα τους κυρίευσε. περίμεναν πως θα τους έδιναν έστω κι εκείνη την αηδιαστική σούπα, άδικα περίμεναν.
Τους οδήγησαν στους θαλάμους για ύπνο, Όρισαν έναν προσωρινό μπλοκάρχη και σε 5 λεπτά έπρεπε να έχουν σβήσει οι ηλεκτρικοί γλόμποι.
Ο Σάμι και ο Σίλκε διάλεξαν μια κουκέτα στην άκρη του θαλάμου και προσπάθησαν να κοιμηθούν.
Δεν είχαν προλάβει να νιώσουν τη χαλάρωση που φέρνει ο ύπνος και μια απαίσια φωνή διάταζε. «Wstawać - Σηκωθείτε». Ένας Κάπο τους έστελνε στον εσωτερικό βόθρο κατά δεκάδες και με χρόνο αφόδευσης το πολύ τα 5’’ ξεμπέρδεψαν σε ελάχιστο χρόνο και βγήκαν προς παράταξη έξω από το θάλαμο.
Βρέθηκαν μέσα σε μια ακίνητη παγωμένη μάζα αέρα γεμάτη παγοκρυστάλλους!
Ξύλιασαν κυριολεκτικά, δεν υπήρχε τίποτα να μετριάσει την παγωνιά, έτσι από την ομάδα των αρχικά πενήντα ανήμπορων άλλα 6 άτομα κατέρρευσαν σαν άδεια σακιά.
Ο SS τους έδωσε τη χαριστική βολή δίπλα στο αυτί. Σχεδόν δεν έβγαλαν αίμα!
Μετά από λίγο οι 30 που είχαν απομείνει ζωντανοί φορτώθηκαν μαζί με τα 20 πτώματα σε δυο φορτηγά και τράβηξαν κατά τα κρεματόρια.
Οι 80 άντρες που έμειναν –γιατί οι 20 με τα ροζ τρίγωνα ήταν εξαφανισμένοι- έκαναν ασκήσεις για να μάθουν πώς να αποκαλύπτονται στην παράταξη, πώς να βγάζουν και να βάζουν το σκούφο τους, όσοι είχαν σκούφο. Αλλά και όσοι δεν είχαν έκαναν την ίδια κίνηση και κτυπούσαν με την παλάμη τους το μηρό τους για να παράξουν ήχο παρόμοιο με αυτό που θα έκανε ο σκούφος κτυπώντας το μηρό!
Πλήρης παράνοια! Στις πέντε τα ξημερώματα με θερμοκρασίες υπό το μηδέν να κάνεις ασκήσεις σκουφώματος - ξεσκουφώματος! Μόνο η γερμανική μεγαλομανία, μόνο το γερμανικό μίσος μπορούσε να δημιουργήσει μια τέτοια κατάσταση.
Με τα τσίγκινα κύπελλα τους πέρασαν μπροστά από ένα καζάνι που άχνιζε. Τους τα μισογέμισαν με ένα καφετί πικρό ζουμί –που το έλεγαν καφέ-, τους έδωσαν μαζί μια φέτα ξερό ψωμί και στα επόμενα 5 λεπτά είχαν σχηματίσει πάλι τις πεντάδες.
Εμφανίστηκαν νέοι αγριάνθρωποι που τους χώρισαν σε ομάδες εργασίας, τα κομάντο. Ο Σάμι βρέθηκε με ένα φτυάρι στην πλάτη μαζί με άλλους 19 να βαδίζει προς το συρματόπλεγμα. παράλληλα με αυτό θα άνοιγαν αποστραγγιστικά αυλάκια.
Ήταν δύσκολη και επικίνδυνη εργασία.
Η λάσπη κολλούσε στο φτυάρι και έπρεπε να βάζεις περίσσεια δύναμη για να την ξεκολλήσεις από αυτό, αλλά αν στην προσπάθειά σου αυτή παραπατούσες και πατούσες τη γραμμή με τον ασβέστη που οριοθετούσε το χώρο εργασίας θα ήσουν νεκρός με μια σφαίρα στο κεφάλι, δώρο από τα υπερυψωμένα φυλάκια.
¨Προσπάθεια απόδρασης¨ θα έγραφαν οι γραφιάδες ως αιτία θανάτου σου!
Γύρω στις δέκα ο Σάμι πεινούσε αφόρητα πλέον και είχε ¨πεθάνει¨ από την κούραση. Επιλέχτηκε μαζί με άλλους πέντε να κουβαλήσει το καζάνι με τη σούπα και ότι άλλο φαγώσιμο θα τους έδιναν από την κουζίνα στο χώρο εργασίας.
«Πρόσεχε» του είπε ο Κάπο «σε ορίζω υπεύθυνο»!
Όταν γύρισαν οι τρεις δυάδες –οι 2 που κουβαλούσαν τα καζάνια και η 3η το αμαξίδιο με τα ψωμιά και τη μαργαρίνη- ο Σάμι κατανόησε πλήρως τι δεν έπρεπε να ξανακάνει.
Ο Κάπο τον ¨χόρεψε τσάμικο¨, έφαγε άγριο ξύλο με το βούρδουλα στα πόδια. Ο λόγος;
Το 1/3 από τα καρβέλια έλλειπαν όπως και πολλές μερίδες από τη μαργαρίνη. Τα είχαν αρπάξει στη διαδρομή οι πεινασμένοι ¨παλιοί¨, έτσι ο Σάμι έμαθε το μάθημά του όπως και οι κουβαλητές του ψωμιού που δέχτηκαν άγρια χτυπήματα στα πλευρά τους!
Η ομάδα δε θα έτρωγε μεσημεριανό!
Η βίαιη πραγματικότητα του Άουσβιτς – Μπιρκενάου δίδαξε άμεσα τρία μαθήματα στο Σάμι και όλους τους ¨νέους¨ ενοίκους του:
Μάθημα 1ο: Μην εμπιστεύεσαι κανέναν, αν δεν τον γνωρίζεις πολύ καλά!
Μάθημα 2ο: Δε μιλάς, δεν δικαιολογείς την πράξη σου, όταν σε δέρνουν! Αυτό ήταν το μάθημα που δίδαξαν σε όλους οι κουβαλητές ψωμιού και μαργαρίνης.
Όταν προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την όποια ανικανότητά τους ή τη βλακεία τους, σε κάθε λέξη που εκστόμιζαν ¨έτρωγαν¨ και μια γροθιά, σε κάθε λέξη τους έχαναν και μερικά δόντια, σε κάθε λέξη τους έσπαγαν μερικά πλευρά τους.
Μάθημα 3ο: Πέσε κάτω με το πρώτο χτύπημα που δέχεσαι, μην κάνεις το δυνατό. Αυτό τους το ¨σφύριξε¨ ένας παλιός που βρέθηκε δίπλα τους την ώρα που ο Σάμι και οι άλλοι δύο έτρωγαν το πολύ ξύλο.
-/-
‘Όταν τελείωσε η βάρδια απόγευμα πια παρατάχθηκαν στην Appelplatz και αφού καταμετρήθηκαν πήγαν για τη βραδινή σούπα. Μετά από 48 τουλάχιστον ώρες έβαλαν στο στομάχι τους μια ζεστή αλλά βρομερή και άνευ γεύσης σουποειδή τροφή.
Ο Σάμι και ο Σίλκε που μοιράζονταν την κουκέτα έκαναν τα ξυλοπάπουτσα και το σακάκι τους μαξιλάρι, ¨αγκαλιάστηκαν¨ για να ζεσταθούν και έπεσαν σε έναν πραγματικό λήθαργο. Το σώμα τους δεν ήταν δυνατό ν΄ αντέξει άλλο, έπρεπε να ανασυνταχθεί.
-/-
Ξύπνησε κάποια στιγμή, γιατί κρύωνε και πεινούσε και τότε μέσα στην αδυναμία του να ικανοποιήσει τις ανάγκες αυτές συνειδητοποίησε τρία πράγματα για το κολαστήριο τούτο.
Το Άουσβιτς είχε ως Κάπο κυρίως Γερμανούς φυλακισμένους.
Το Άουσβιτς είχε ως Κάπο δολοφόνους εν ενεργεία, ανθρώπους που είχαν την εξουσία να σκοτώνουν χωρίς να δίνουν σε κανέναν αναφορά. έκαναν απλά αυτό που ήθελε ο άνθρωπος με το μισό μουστάκι εκεί στο Βερολίνο και ήταν χαρούμενοι για αυτό.
Το Άουσβιτς δεν είχε καμία σχέση με όσα ήξερε μέχρι τώρα ο Σάμι.
-/-
Το Άουσβιτς δεν ήταν γκέτο, δεν ήταν ούτε κατ΄ ελάχιστο Fünfteichen!
Τι ήταν τότε το Άουσβιτς – Μπιρκενάου;
Το Άουσβιτς υλοποιούσε πλήρως δύο από τις αναγκαίες ¨αρχές¨ για την επίτευξη της πειθαρχίας: (α) την Αρχή της Περίφραξης και (β) την Αρχή της Εντόπισης, που ήταν κυρίαρχες στην τεχνική της Επιτήρησης την εποχή εκείνη.
Όσοι συνυπήρχαν ως αφέντες και δούλοι στο στρατόπεδο αυτό ήξεραν ή θα μάθαιναν κάποια απλά δεδομένα για την καθημερινότητά τους. όπως:
το κάθε άτομο έπρεπε να βρίσκεται στη θέση του, δε χωρούσαν δύο άτομα στην ίδια θέση.
το στρατόπεδο απέτρεπε την άσκοπη περιπλάνηση του ατόμου και βέβαια την εκτός ελέγχου εξαφάνισή του.
έπρεπε να είναι γνωστή ανά πάσα στιγμή η θέση του κάθε ατόμου.
η απασχόληση του ατόμου ήταν προγραμματισμένη και ρυθμισμένη με πολύ αυστηρά πρότυπα.
οι πράξεις του κάθε ατόμου ήταν χρονικά ρυθμισμένες και το σώμα έπρεπε να προσαρμόζεται σε αυτές τις ρυθμίσεις, που οδηγούσαν σε μια εξαντλητική χρήση –και όχι απασχόληση- του σώματος.
το στρατόπεδο ήταν ικανό να γνωρίζει και να επιτηρεί τη συμπεριφορά του κάθε ατόμου ώστε να διακόπτει την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων διαλύοντας έτσι κάθε μορφή ομαδοποίησης και συναδέλφωσης τους![2]
Φυσικά ο Σάμι δεν ήξερε τίποτα από τις θεωρίες περί την πειθαρχία, ούτε είχε προλάβει να κατανοήσει σχεδόν καμία από τις ¨λειτουργίες¨ αυτές του στρατοπέδου, ένιωθε όμως τη ¨δύναμη¨ που εξέπεμπε αυτός ο χώρος της επίγειας Κόλασης!
Ένιωθε τη ¨δύναμη¨ του χώρου να συντρίβει το ανυπεράσπιστο άτομο, ώστε εύκολα στη συνέχεια με μηχανοποιημένο γραμμικά τρόπο η ¨μηχανή¨ να απομυζά από το άτομο κάθε ικμάδα ζωής και να το επιτυγχάνει αυτό με μια αδιανόητη και ανελέητη αποτελεσματικότητα!
Σε αυτό το χώρο, μέχρι εκείνη την περίοδο, είχαν δολοφονηθεί γύρω στα 800.000 άτομα και όσο χρόνο θα ήταν εκεί ο Σάμι θα δολοφονούνταν άνευ λόγου άλλα 300.000 άτομα και αυτός –με κάποιο τρόπο- θα συμμετείχε σε αυτή τη μαζική δολοφονία!
Αλλά αυτό δεν το γνώριζε ο Σάμι.
Μόνο ένα πράγμα γνώριζε αυτός:
Έπρεπε με κάθε τρόπο να Επιζήσει …
Ο Σάμι βρέθηκε στο Άουσβιτς την χειρότερη χρονική περίοδο, βρέθηκε εκεί, όταν αυτή η μηχανή του θανάτου θα έπιανε τις υψηλότερες στροφές της, όταν ο ρυθμός της εξόντωσης της ανθρώπινης ζωής έγινε φρενήρης.
Εκείνες τις ημέρες του Μαρτίου του 1944, στο Βερολίνο, ο άνθρωπος με το μισό μουστάκι ¨πνίγηκε¨ από το μίσος του για τους Ούγγρους. έστειλε τους ¨ανθρώπους¨ του και κατέλαβαν την Ουγγαρία και η εκδίκηση του επέπεσε επί των Εβραίων της. αποφάσισε να απαλλοτριώσει τις περιουσίες τους και να τους ¨στείλει¨ Ανατολικά.
Κι εκεί τα τσιράκια του σαν τον Μένγκελε, τον Βίρθ, τον Ες και εκατοντάδες άλλους μαζί με όλο τον στημένο και καλοκουρδισμένο πλέον μηχανισμό θα έκαναν την επιλογή μέσασε δευτερόλεπτα εκεί στη ράμπα.
Οι ικανοί για καταναγκαστική εργασία θα πέθαιναν στο παλιό Ράιχ ή στο στρατόπεδο μετά από λίγους μήνες, οι υπόλοιποι θα ¨έβγαιναν¨ άμεσα από τις καμινάδες του Άουσβιτς.
Η πλήρης παράνοια, η πλήρης διαστροφή μιας ολόκληρης χώρας, της οποίας χιλιάδες ¨στρατιώτες¨ θα συντονίζονταν στη μέγιστη ταχύτητα και θα υλοποιούσαν σε ένα τελικό κρεσέντο την πλέον φρικτή και μαζική δολοφονία ανθρώπων στην Ιστορία.
Σε αυτή την περίοδο βρέθηκε στο Άουσβιτς ο Σάμι, σε αυτό το κρεσέντο της μαζικής δολοφονίας των ¨δικών¨ του ανθρώπων θα γινόταν άθελά του και αναγκαστικά –χωρίς βέβαια να μπορεί να αντιδράσει και να ευθύνεται για τίποτα- ένα ελάχιστο, σχεδόν αόρατο –αλλά απαραίτητο- γρανάζι σε αυτή τη μηχανή.
Θα το συνειδητοποιούσε αυτό αργότερα μια Αυγουστιάτικη νύχτα …
Προς το παρόν προσπαθούσε να εξηγήσει τη μεταφορά του στο Άουσβιτς, να εξηγήσει γιατί δεν κάηκε μαζί με τους άλλους, να προβλέψει όσο ήταν δυνατό το αδιόρατο μέλλον.
Τι ζητούσαν από αυτόν οι ναζί;
Η απάντηση ήρθε την επόμενη ημέρα. Μετά το πρωινό ξύπνημα από τον λήθαργο της 2ης νύχτας και τον σχετικά ελαφρύ ξυλοδαρμό όλων σχεδόν των ¨νέων¨, το αφεντικό του μπλοκ κράτησε τους νεοεισερχόμενους μέσα στο θάλαμο.
Σε λίγο ακούστηκαν αγριοφωνάρες μαζί με πνιχτούς ήχους, η πόρτα άνοιξε και μαζί με το φοβερό κρύο μπήκαν και τρεις SS με τη συνοδεία δύο Κάπο που κρατούσαν λαστιχένια κλομπ. Ήταν η ώρα της δεύτερης διαλογής: οι κρατούμενοι έπρεπε να αποδώσουν τα μέγιστα στα SS για αυτό ζήτησαν ακριβή περιγραφή της δουλειάς που ήξεραν να κάνουν.
Ο Σάμι, όταν ήρθε η σειρά του και μετά από ένα γερό κτύπημα στην πλάτη που του έκοψε την ανάσα, ανάφερε πως ήταν ράφτης στην Ακτή και πως δούλεψε ως επιστάτης του ραφείου στο γκέτο του Ολκούζ, πριν βρεθεί στο Fünfteichen.
Δε χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο, με μια κλωτσιά από τον ένα SS βρέθηκε στην ¨αγκαλιά¨ του θεόρατου Κάπο, όπου τον καλωσόρισε με μια γροθιά στο σαγόνι.
«Τυχερό σκουλήκι, θα βρεθείς ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά γυναίκες» του είπε και του άστραψε ένα ¨γεμάτο¨ χαστούκι ο δεύτερος Κάπο.
Ο Σάμι λύγισε, δεν έπεσε γιατί κρατήθηκε από τα ξύλα της κουκέτας του, έφτυσε αίμα και δυο δόντια. Όταν συνήλθε λίγο αναρωτιόταν γιατί έφαγε το ξύλο;
Δεν μπορούσε να ρωτήσει. Εάν άνοιγε το στόμα του θα βρισκόταν αμέσως στο δρόμο για τις καμινάδες, αλλά και να ήθελε δε μπορούσε να ανοίξει το στόμα του. είχε αιμορραγία και ένα μπλαβί πρήξιμο έκανε την εμφάνισή του, ενώ πονούσε όλο του το κεφάλι και τα πάντα ήταν θολά για ώρα.
«Μάλλον έχω διάσειση» είπε ο Σάμι στον διπλανό του σιγανά, εκείνος δεν απάντησε, φοβόταν το ξύλο. μόνο κούνησε το κεφάλι του σε ένα αόριστο «ναι» ή να ήταν «όχι» η βουβή απάντησή του;
Επιλέχτηκε να είναι στην ίδια ομάδα με τον Σάμι και του συστήθηκε: «Είμαι ο Φιόντορ από τη Βίλνα και ήμουν ξυλουργός» του είπε.
Δεν πρόλαβε να απαντήσει ο Σάμι, γιατί ο θηριώδης Κάπο τους μάζεψε μαζί με άλλους οχτώ και τους έβαλε σε δυάδες, λέγοντας να τον ακολουθήσουν τροχάδην.
Είχαν να φάνε τουλάχιστον εφτά ημέρες και ήταν πολύ δύσκολο να ακολουθήσουν τις τεράστιες δρασκελιές του Άντον, έτσι έλεγαν τον άνθρωπο αυτόν. Ο Άντον ήταν Ουκρανός, φυλακισμένος για κλοπές και ληστείες, φορούσε το πράσινο σήμα ….
Μετά από λίγο, όταν βγήκαν από το διάδρομο μεταξύ των παραπηγμάτων και βρέθηκαν στον πλατύ εσωτερικό δρόμο που χώριζε το κεντρικό τμήμα του στρατοπέδου από το τμήμα που λεγόταν ¨Μεξικό¨, ο Άντον σταμάτησε το τρέξιμο και με ήρεμο βάδισμα κατευθυνόταν ΒΔ μαζί με τους δέκα κρατούμενους που προσπαθούσαν να βρουν την ανάσα τους.
Ο Φιοντόρ τις είδε πρώτος και σκούντηξε τον Σάμι. «Ε, σύντροφε πάμε για τα αέρια» του είπε έντρομος, «γιατί το λες;» τον ρώτησε ο Σάμι.
«Κοίταξε μπροστά σου, άνθρωπέ μου» σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Φιοντόρ.
Την ίδια στιγμή και οι δέκα κοντοστάθηκαν, τρομοκρατήθηκαν, λιποψύχησαν βλέποντας τις δύο καμινάδες που ξερνούσαν μαύρο καπνό ανακατεμένο με φλόγες.
Μια λιπαρή απαίσια μυρωδιά αιωρούταν και κάλυπτε τα πάντα.
Ο Άντον γύρισε τους κοίταξε και γέλασε με την ψυχή του, όταν τον ρώτησαν οι δέκα με μια φωνή «Που μας πάτε;», «Δεν βλέπετε;» απάντησε αυτός.
Ένα σιγανό «Γιατί;» ακούστηκε. Ο Κάπο άλλαξε όψη και φώναξε δυνατά «Σκάστε όλοι και ακολουθήστε χωρίς το παραμικρό κιχ».
Έφτασαν ανάμεσα στα δύο κρεματόρια –τεράστια τους φάνηκαν σε σχέση με όσα είχαν δει σε άλλα στρατόπεδα-, αλλά ευτυχώς δε μπήκαν σε κανένα από τα δύο. Αντίθετα τα προσπέρασαν και έστριψαν αριστερά και βρέθηκαν στην είσοδο μιας τεράστιας αποθήκης.
Σταμάτησαν και άκουγαν κυρίως γυναικείες φωνές που τους φάνηκαν χαρούμενες!
Ξαφνιάστηκαν, σε αυτό το κολαστήριο χαρούμενες φωνές και πνιχτά γέλια, δίπλα από τους ¨φούρνους¨ και κάτω από τα φουγάρα;
Ο Κάπο τους είπε να βγάλουν τους σκούφους τους και να τον ακολουθήσουν αμίλητοι στο εσωτερικό της αποθήκης. Καινούργια έκπληξη για τους δέκα! Μια γλυκιά ζέστη και μια χαλαρή ¨ατμόσφαιρα¨ επικρατούσε εκεί μέσα.
Ο Άντον αναφέρθηκε σε έναν χαλαρό SS που τους κοίταξε νυσταγμένος και τους άφησε να περάσουν στο επόμενο γραφείο.
Μερικοί πολίτες υπάλληλοι, λίγοι υπαξιωματικοί των SS και αρκετοί κρατούμενοι σημείωναν σε χοντρά τεφτέρια όσα τους ανάφεραν οι Κάπο με το κόκκινο χρώμα στο τρίγωνο.
Κατέγραψε το νούμερο τους ένας άλλος SS και πέρασαν στον κυρίως χώρο εργασίας.
Σωροί από βαλίτσες, παλτά, φορέματα, σακάκια, παντελόνια, παπούτσια, ξυλοπόδαρα, κουταλοπίρουνα, μεταλλικές κούπες, παιδικά παιχνίδια. που βρέθηκαν όλα αυτά;
Εδώ τα πάντα γίνονταν με ένα δαιμονικό ρυθμό: οι γυναίκες ξεχώριζαν τους σωρούς με τα κατασχεμένα υπάρχοντα όλων όσοι ¨μπήκαν¨ στο στρατόπεδο εκείνη την ημέρα.
Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ήδη καπνός …
Δε ρώτησαν, κατάλαβαν και τότε ήταν που αρνούνταν να ερμηνεύσουν τα χαχανητά, τα γελάκια, τις χαρούλες γενικά των γυναικών –προφανώς εβραϊκής καταγωγής- με τους Γερμανούς και τους Ουκρανούς φρουρούς αλλά και με τους Πολωνούς υπαλλήλους.
«Όσα είναι σε καλή κατάσταση στέλνονται πίσω στη Γερμανία για να χρησιμοποιηθούν εκεί από τους Γερμανούς» τους εξήγησε ο Άντον.
Οι δέκα κρατούμενοι έμειναν για άλλη μια φορά άφωνοι.
Οι Άριοι θα χρησιμοποιούσαν τα αντικείμενα των υπάνθρωπων, των μιαρών, των παρασίτων;
Θα φορούσαν τα ρούχα τους; Ποιος να το πιστέψει;
Αλλά οι τρεις επόμενες αίθουσες έκρυβαν τα μεγαλύτερα μυστικά.
Στην πρώτη ο Σάμι λιποθύμησε, όταν αντίκρισε εκατοντάδες ή μήπως χιλιάδες σακιά γεμάτα με γυναικεία μαλλιά. στη δεύτερη ο Φιόντορ φώναξε δυνατά «Θεέ μου» και δέχτηκε ακαριαία ένα δυνατό κτύπημα στην πλάτη από το λαστιχένιο κλομπ του Άντον.
«Σου είπα, τσιμουδιά βλάκα» άκουσε μια φωνή σαν από το υπερπέραν.
Στην τρίτη αίθουσα οι δέκα έμειναν με το στόμα ανοιχτό, χρυσός και πολύτιμες πέτρες πάνω σε βραχιόλια, ρολόγια, περιδέραια, βέρες και δακτυλίδια.
Ο Άντον τους πήρε παράμερα: «Ηλίθιοι είμαστε στον ¨Καναδά¨, όποιος θέλει να φύγει να τσακιστεί τώρα. όποιος δεν αντέχει –και κοίταξε βλοσυρά το Σάμι και τον Φιόντορ- να κάνει ένα βήμα μπροστά»
«Γιατί ¨Καναδάς¨;» ρώτησε ένας από τους δέκα.
«Οι τριάντα αυτές αποθήκες, εδώ στο Μπιρκενάου, ονομάστηκαν ¨Καναδάς¨ από τους Πολωνούς κρατούμενους, επειδή οι Πολωνοί θεωρούν ότι είναι πολύ πλούσια η ομώνυμη χώρα», εξήγησε ο Άντον, και οι αποθήκες είναι τίγκα στα πλούτη.
[1] Πρόκειται για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και το ποίημα Llanto por Ignacio Sanchez Mejias, που έγραψε για τον φίλο του ταυρομάχο που σκοτώθηκε σε ταυρομαχία τον Αύγουστο του 1934 στη Σεβίλλη.
[2] Όλα αυτά απαιτούσαν και επέβαλλαν την ύπαρξη των ορατών Κάπο και των αόρατων χαφιέ-δων ανάμεσα στους κρατουμένους, μα πάνω από όλα απαιτούσαν τη στυγνή, άκαμπτη, απρό-σωπη και κοινότοπη –κατά Χάνα Άρεντ- γερμανική γραφειοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου