29 Απριλίου 2024

Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ .π. Δημητρίου Μπόκου “Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, …υμάς δε είρηκα φίλους…” (Ιω. 15, 15)

 Βάδιζε μοναχικός και κουρασμένος στην άκρη του δρόμου ανασηκώνοντας την άκρη του ράσου του για να το προφυλάξει απ’ τα λασπόνερα. Τυλιγμένο σε πορφυρό ύφασμα έσφιγγε με το δεξί του χέρι πάνω στο στήθος το κουτάκι με τα Άγια, καθώς επέστρεφε απ’ το σπίτι κάποιου αρρώστου. Τα πόδια του γίνονταν όλο και περισσότερο μολύβι, τα μάτια του βάραιναν νυσταγμένα. Μεγάλη Πέμπτη σήμερα κι απ’ το πρωί δεν είχε πάρει ανάσα ο παπα-Χρήστος. 

Είχε γυρίσει αργά το απομεσήμερο, σχεδόν τρεισήμιση, στο σπίτι του. Η πρεσβυτέρα του, βλέποντάς τον ξεθεωμένο, του σέρβιρε αμέσως λίγη σκέτη ντοματόσουπα. Να φάει λίγο, να ανασάνει, να ’ναι στις πέντε πάλι στην εκκλησία. Για όσους, έστω και τελευταία στιγμή, αναζητούν πνευματικό. 

Με το που έβαλε τη μπουκιά στο στόμα του, το τηλέφωνο χτύπησε. 

-  Άσε, το παίρνω εγώ! είπε η πρεσβυτέρα. 

Ήταν ό,τι φοβόταν τέτοιες μέρες. Τον ζητούσαν επειγόντως για να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο. Πήρε το ακουστικό. Μια κοφτή, λαχανιασμένη γυναικεία φωνή ακούστηκε. 

-  Ο πατέρας μου, πάτερ, χειροτέρεψε ξαφνικά… 

Με κόπο κρατήθηκε. 

-  Μα προχθές κοινωνήσαμε τους αρρώστους! Πού ήσουν, ευλογημένη; 

-  Έχετε δίκιο, πάτερ, με συγχωρείτε. Φαινόταν καλά, μα απότομα… 

Δεν είχε νόημα να το ψάχνει. Γνώριζε την περίπτωση. Είχε ξανακοινωνήσει τον γερο-Θόδωρο πρόσφατα. Πήρε λίγες μπουκιές όρθιος κι έφυγε. Με τη συνείδησή του δεν έπαιζε. 

Όταν επέστρεψε, ήταν ήδη αργά για ξεκούραση. Κόντευε πέντε. Έτσι έφυγε κατευθείαν για την εκκλησία όπου τον περίμεναν αρκετοί να εξομολογηθούν. Εκεί ένα νέο τηλέφωνο τον ξανάβγαλε απ’ το πρόγραμμά του. Απ’ τη Μητρόπολη αυτή τη φορά. Έπρεπε να πάει όσο πιο γρήγορα γινόταν εκεί, για κάποιες έκτακτες, πλην αναγκαίες δουλειές που προέκυψαν. 

Φανερά αγχωμένος κοίταξε τους πιστούς που είχαν απομείνει. Κράτησε μόνο αυτούς που είχαν έρθει για πρώτη φορά. Έδιωξε τους υπόλοιπους. Προσπάθησε να τους δει όσο πιο βιαστικά μπορούσε και έτρεξε με την ψυχή στο στόμα να προλάβει και στη Μητρόπολη. 

Ακολούθησε η βραδινή πολύωρη ακολουθία των Παθών με τα δώδεκα ευαγγέλια. Έμεινε και λίγο, όσο μπόρεσε, μετά που στόλιζαν τον Επιτάφιο. Και κάποια στιγμή, περασμένα μεσάνυχτα πια, σύρθηκε στο σπίτι του. 

Η γυναίκα του με το μωρό τους στην αγκαλιά τον περίμνε. Όταν τον είδε να μπαίνει σηκώθηκε. 

-  Δόξα σοι, ο Θεός, επιτέλους ήρθες! είπε ανακουφισμένη. Έλα, κάτσε να πάρεις ανάσα. 

Δεν είχε διάθεση ούτε να μιλήσει από την κούραση. Του έφτανε μόνο ν’ ακούει τη φωνή της. Τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν κοιμηθεί από ώρα. 

-  Το μωρό ξύπνησε και είπα να το θηλάσω καθώς σε περίμενα, είπε εκείνη. Μου κράταγε κι εμένα συντροφιά, αλλιώς θα παλάβωνα. 

Του σέρβιρε λίγη απ’ τη μεσημεριανή νερόσουπα κρατώντας το μωρό στο ένα της χέρι. Την έβλεπε να τον φροντίζει αλαφρωμένη από την αγωνία της και τα φυλλοκάρδια του ανασάλευαν μ’ ένα ευφρόσυνο σκίρτημα. 

-  Σε σταύρωσαν σήμερα! ξανάπε, ενώ το βλέμμα της τον αγκάλιαζε τρυφερά. 

Το μωρό έκλαψε, καθώς από ώρα σταμάτησε τον θηλασμό. Του ξανάβαλε στο στόμα του τη ρώγα της και κάθισε κοντά στον άντρα της. 

-  Πώς τα ’βγαλες πέρα; τον ρώτησε μαλακά. 

Στην ησυχία της νύχτας ακούγονταν μόνο τα χείλη του μωρού που ρουφούσαν ήσυχα και ηδονικά το στήθος της. Αποκαμωμένος έγειρε το κεφάλι του στον ώμο της. Έμεινε λίγες στιγμές σιωπηλός. Τέλος, μίλησε αργά και κουρασμένα, αλλά η φωνή του ήταν ήρεμη. 

-  Ο Κύριός μου απόψε είναι στον σταυρό! Εκεί πρέπει να ’μαι κι εγώ. Στην ίδια κατάσταση. Σταυρωμένος με τον Κύριό μου. Γιατί Αυτός είπε: «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται». Η θυσία συνοδεύει πάντοτε τον ιερέα. 

Άπλωσε το ελεύθερο χέρι της γύρω απ’ τη μέση του και τον αγκάλιασε. 

-  Δεν σκέφτηκα ποτέ, συνέχισε εκείνος, ν’ αρνηθώ το χρέος μου. Θα ’ταν αδιανόητο για μένα κάτι τέτοιο. Άρνηση του εαυτού μου. Σκοπός του ιερέα είναι να σταυρώνεται σαν τον Κύριό του. Και να το κάνει πρόθυμα αυτό. Εκούσια. Και με χαρά. Θα ’θελα να μπορούσα πάντα να το κάνω έτσι. Μα είμαι πολύ μακριά ακόμα απ’ τον στόχο. Με κόπο το προσπαθώ και δύσκολα το κάνω. Έχω πολύ δρόμο μπροστά μου για να φτάσω εκεί. Γι’ αυτό και μου χρειάζεται βοήθεια. Κάτι δυνατό να με παρακινεί, αντί να με αποθαρρύνει. 

-  Σαν τί βοήθεια εννοείς; 

-  Θα ’θελα να με σπρώχνει μέσα μου ένα κίνητρο που να ’ναι ακαταμάχητο, όχι μια έξωθεν επιβολή. 

-  Και πώς θα μπορούσε να υπάρξει ένα τέτοιο κίνητρο; 

-  Από το να με σκέπτονται και μένα σαν άνθρωπο. Όχι μόνο σαν εργαλείο. Να βλέπω ότι το ενδιαφέρον καθενός δεν είναι μόνο να γίνει η δουλειά του. Αλλά υπολογίζει και μένα λίγο. Θα πάσχιζα να βρω χιλιάδες τρόπους τότε, για να κάνω καλύτερα το χρέος μου. Θα σταυρωνόμουν εκούσια, μ’ όλη μου την καρδιά, όπως έβλεπα τον πατέρα μου, Θεός σχωρέσ’ τον, να το κάνει πάντα. 

-  Τον παπα-Στέφανο; 

-  Ναι! Κάποιες εικόνες απ’ τον πατέρα μου είναι βαθιά χαραγμένες μέσα μου από τα παιδικά μου χρόνια. 

-  Πες μου γι’ αυτές. 

-  Να, όπως κάποια Μεγάλη Πέμπτη, σαν σήμερα, τριάντα τόσα χρόνια πριν, που αργά το απομεσήμρο οι δυό μας γυρίζαμε κατάκοποι στο σπίτι. Βάδιζα εγώ μπροστά, δεκάχρονο παιδάκι τότε, κρατώντας έναν ξύλινο μικρό σταυρό, ενώ οι διαβάτες σταματούσαν, σταυροκοπιούνταν και υποκλίνονταν, βλέποντας τον ιερέα να περνάει με τα Άγια. 

Επιστρέφαμε από το σπίτι της θεια-Κώσταινας, στην άλλη άκρη της συνοικίας. Χήρα απ’ τα νιάτα της, μα σεβαστή κι αγαπητή η γερόντισσα, βρισκότανε στα τελευταία της. Περάσαμε απ’ την εκκλησία ν’ αφήσουμε τα Άγια, μα εκεί, στην πόρτα της, εντελώς απροσδόκητα, συναπαντηθήκαμε με τον επίσκοπο. Ο πατέρας μου ξαφνιάστηκε. 

-  Συμβαίνει τίποτε, Σεβασμιώτατε; Πως τέτοια ώρα από ’δω; 

Κατάλαβε πως κάτι σημαντικό θα ’θελε, για να ’ρθει αυτοπροσώπως ως εκεί. Σπάνιζαν την εποχή εκείνη τα τηλέφωνα. 

Ο επίσκοπος, βλέποντάς τον κατάκοπο, δίστασε να μιλήσει. 

-  Ακόμα, πάτερ Στέφανε, δεν πήγες σπίτι σου; Μα πότε θα ξεκουραστείς, παιδί μου; Είναι σχεδόν απόγευμα. 

Η φωνή του, ζεστή σα χάδι, απάλυνε μονομιάς την κουρασμένη καρδιά του πατέρα μου. 

-  Και βλέπω κιόλας ανθρώπους από τώρα να σε περιμένουν μέσα. Πώς θα τα βγάλεις πέρα, τέτοια βραδιά απόψε; 

-  Όμως κάτι σημαντικό σας έφερε εδώ, Σεβασμιώτατε! 

Και πάλι κόμπιασε ο επίσκοπος. Ξανάριξε το βλέμμα του στον κουρασμένο ιερέα και ένα κύμα πατρικής αγάπης τον πλημμύρισε. 

-  Απ’ τα χαράματα, παιδί μου, είσαι στο πόδι. Κι έχεις πολλές κουραστικές ώρες ακόμα μπροστά σου. 

-  Πέστε μου τι θέλετε, Σεβασμιώτατε, κι εγώ θα βρω τον τρόπο να το κάνω! είπε ο πατέρας μου, ενώ μια ολοπρόθυμη διάθεση φούσκωσε την ψυχή του. 

-  Όχι, παιδί μου, όχι! επέμεινε ο επίσκοπος. Το μόνο που θέλω τώρα είναι να πας γρήγορα στο σπίτι σου. Για λίγη ξεκούραση, γιατί σε περιμένει πολλή δουλειά ακόμα. 

Ο πατέρας μου συγκινήθηκε. Έσκυψε ν’ ασπαστεί το χέρι του ολόλευκου επισκόπου, μα ο αγαθός γέροντας τον τράβηξε κοντά του, τον έσφιξε σαν παιδί του στην αγκαλιά και τον φίλησε. Ύστερα έφυγε χωρίς να πει άλλη λέξη. 

Γυρίσαμε σπίτι. Ο πατέρας μου ξάπλωσε λίγο, μα δεν τον χώραγε ο τόπος. 

-  Μα τί άνθρωπος αυτός ο δεσπότης μας! Να ’ρθεί ο ίδιος και να μη μου πει τί ήθελε! Σίγουρα κάποιο σοβαρό λόγο θα είχε. Δεν γίνεται! Θα κάνω τα πάντα για να τον εξυπηρετήσω. 

Παρά την κούρασή του ύπνος δεν τον κολλούσε. Πετάχτηκε πάνω και φώναξε στη μάνα μου. 

-  Έναν καφέ, γυναίκα, δυνατό και γρήγορα! 

Τον ήπιε βιαστικά κι έτρεξε στην εκκλησία. Είδε ποιοί τον περίμεναν. Τους γνωστούς τους έδιωξε. Σε καναδυό τούς είπε να ’ρθούν την άλλη μέρα. Κράτησε μόνο κάποιον που δεν βολευόταν να ξανάρθει άλλη φορά, μιλήσανε κάνα δεκάλεπτο και μετά γραμμή για τη Μητρόπολη. 

Επέστρεψε σχεδόν τρεις ώρες αργότερα. Ίσα-ίσα για να ξεκινήσει τη βραδινή ακολουθία. Τί τον ήθελε ο επίσκοπος; Δε ρωτήσαμε, ούτε μας είπε. Η μάνα μου είχε μεγάλη διάκριση. Δε σκάλιζε τίποτε. 

-  Το ξέρω πολύ καλά αυτό. Άγιοι άνθρωποι και οι δυό τους! 

-  Ο πατέρας μου όμως δεν έπαυε ποτέ να λέει για τον δεσπότη του: «Για τέτοιον άνθρωπο βάζω και τον λαιμό μου κάτω να τον κόψω». Τέτοιες εικόνες ολοζώντανες, που ζούνε μέσα μου από τότε, είναι και το δικό μου όνειρο. Θα ’ταν υπέροχο με τέτοιο πνεύμα όλοι να βαδίζαμε. Μα η αγάπη δεν είναι πράγμα που μπορείς να το απαιτείς από κανέναν. Προσφέρεται ελεύθερα και μόνο. Και μέσα σε σχέση αληθινής αγάπης θα κατορθώνονταν ακόμα και τα πιο απίθανα πράγματα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο μικροί-μεγάλοι να το καταλάβουν αυτό; 

-  Γιατί πιστεύουν περισσότερο στη δύναμη, στην εξουσία, στο συμφέρον, όχι στην αγάπη, είπε η γυναίκα, και τον έσφιξε μαζί με το μωρό στην αγκαλιά της. Ίσως νομίζουν πως θα πετύχουν έτσι πιο πολλά. Δε νιώθουν πόσο είναι ατελέσφορη η τακτική τους. Και πόσο δυνατό πράγμα είναι η αγάπη! 

-  Όμως εγώ το ξέρω, αφού το ζω κοντά σου κάθε μέρα! είπε εκείνος και η φωνή του έσπασε. Αυτό μεταμορφώνει τον σταυρό μου σε ανάσταση. Το τρυφερό σου βλέμμα είναι το παράθυρο απ’ όπου βλέπω τον Θεό. 

Τα μάτια της βούρκωσαν κι έγειρε πάνω στο μωρό να κρύψει τη συγκίνησή της. Μ’ ανάλαφρο θόρυβο η φλόγα του καντηλιού τρεμόπαιξε απέναντί τους, τραβώντας τη ματιά τους προς τα ’κει. Αγκαλιασμένες στο γαλήνιο μισοσκόταδο οι ψυχές τους αφέθηκαν να ψηλαφούν την υπερκόσμια αγάπη που ξεχυνόταν από την πονεμένη μορφή του Εσταυρωμένου. Την αγάπη που έδενε δυνατά και τις δικές τους αδύναμες, χοϊκές υπάρξεις. 

«Κραταιά ως θάνατος αγάπη»! 

Πάσχα 2006 

(Περιοδ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, τ. 4, Απρίλιος 2007, σ. 18-19) 






Διαδίδω την «Αντιύλη» 

Εκτυπώνω/προωθώ σε φιλικά μου e-mails 


Δεν υπάρχουν σχόλια: