31 Δεκεμβρίου 2024

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες, αρ. 24 π. Δημητρίου Μπόκου

 Πάτησε φρένο καθώς τελείωνε η μεγάλη ανηφορική στροφή και πρόβαλε, ανάμεσα στα χιονισμένα δέντρα, το ομαλό απλόχωρο ξέφωτο. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο να ξεμουδιάσει και να περπατήσει λίγο στο γνώριμο αγαπημένο της περιβάλλον. Λιτό και απέριττο το ταπεινό πάλλευκο ναΰδριο μπροστά της, έστεκε ανάλαφρο, ασάλευτος φρουρός στην παγωμένη τραχειά ερημιά.

Πλησίασε το χαμηλό καμπαναριό, τράβηξε χαλαρά το κοκκαλωμένο σχοινί, ακούμπησε τη μικρή καμπάνα ελαφρά μια φορά. Νταν!… Απαλός, γλυκύς, μελωδικός ο ήχος της απλώθηκε στην πλαγιά, έδιωξε τη νεκρική σιγαλιά του βουνού. Την άγγιξε τόσο η γλυκύτητά του, που ακούμπησε ξανά την καμπάνα απαλά. Και πάλι για μια τρίτη φορά. Εις δόξαν του Τριαδικού Θεού. Έκανε τον σταυρό της και μπήκε στο μικρό παρεκκλήσι.

Άναψε κεράκι, προσκύνησε, ασπάστηκε τις εικόνες. Κατέβασε προσεκτικά τα τέσσερα καντηλάκια του τέμπλου, άλλαξε φυτιλάκια, πρόσθεσε στο λάδι τους, τα άναψε. Το φως τους απλώθηκε απαλό, γλύκανε τις ασκητικές μορφές των αγίων, ζέστανε τον χώρο και την καρδιά της. Κάθισε στο πολυκαιρισμένο ξύλινο στασίδι, έμεινε για λίγο να κοιτάζει τις μεγάλες εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του αγίου Βασιλείου και του Προδρόμου που έστεκαν ζερβόδεξα, ακοίμητοι φρουροί των ιερών βημοθύρων.

Βρισκόταν στο μικρό μετόχι του μεγάλου μοναστηριού της Γέννησης, για το οποίο ταξίδευε κι αυτή σήμερα. Έκανε το ταξίδι αυτό κάθε χρόνο, μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα. Αφότου έχασε τον άντρα της η Θεοπούλα, για να μη μένει μόνη της χρονιάρες μέρες, πήγαινε να περάσει τις γιορτές στο μοναστήρι. Η ηγουμένη την αγαπούσε πολύ, την είχε σαν αδελφή της. Το μοναστήρι γιόρταζε ανήμερα των Χριστουγέννων και, αν και απόμακρο, γέμιζε κόσμο στη μεγάλη γιορτή. Συνήθως το τιμούσε πάντα και ο επίσκοπός τους με λαμπρό αρχιερατικό συλλείτουργο. Η Θεοπούλα πήγαινε από μέρες νωρίτερα, να δίνει ένα χεράκι στις αδελφές, που δεν έπαιρναν ανάσα απ’ τις ετοιμασίες και τα τρεχάματα της μεγάλης πανήγυρης.

Σηκώθηκε να συνεχίσει τον δρόμο της, μα πριν φύγει, έκανε τον γύρο της μικρής εκκλησίας, ήρθε στην ανατολική πλευρά. Πίσω από την κόγχη ακριβώς του ιερού Βήματος, ένας παλιός σιδερένιος σταυρός που εξείχε πάνω από το χιόνι, δήλωνε την ύπαρξη ταπεινού μνήματος. Κάτω απ’ το λευκό στρώμα αναπαυόταν κάποιος ανώνυμος αφανής. Οι αιώνες που έτρεξαν από την κοίμησή του είχαν σβήσει εντελώς το όνομά του από τον σκουριασμένο σταυρό και από τη μνήμη των ανθρώπων. Μα η ιστορία του ήταν γνωστή, κυκλοφορούσε σαν τους θρύλους της παλιάς εποχής. Γνώριζαν όλοι για τον φιλόξενο όσο και παράξενο «ξενοδόχο». Την είχε ακούσει και η ίδια από το στόμα της σεβαστής ηγουμένης.

Ήταν θαμμένος εκεί ένας φτωχός άνθρωπος, που εργαζόταν σκληρά για τον βιοπορισμό του σπάζοντας πέτρες καθημερινά στο λατομείο. Δεν αποταμίευε χρήματα ποτέ. Το πενιχρό του εισόδημα ξοδευόταν για τον λιτό του επιούσιο και με ό,τι απόμενε φιλοξενούσε ταξιδιώτες και φτωχούς. Έβγαινε στα δρομάκια του χωριού του νύχτα με το λυχνάρι, ψάχνοντας για όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και τους περιποιόταν ο ίδιος. Τους έφερνε στο φτωχικό του, έπλενε τα πόδια τους, τους έδινε φαγητό, τους κοίμιζε κάτω από την ταπεινή στέγη του.

Ακόμα και για τα ζώα φρόντιζε, τα νηστικά και αδέσποτα. Και περισσότερο απ’ όλους φιλοξενούσε τους μοναχούς που θα περνούσαν τυχόν από τα μέρη τους. Έτσι ξόδευε ο ταπεινός αυτός άνθρωπος όλα όσα έβγαζε καθημερινά. Ο ίδιος νήστευε πολύ και συχνά. Και εμπιστευόταν τον εαυτό του απόλυτα στην πρόνοια του Θεού.

Άκουσε για τον ιδιότυπο «ξενοδόχο» και ένας φημισμένος γέροντας στο απρόσιτο ασκηταριό του και πήγε κάποτε να τον γνωρίσει. Ο φτωχός λατόμος τον δέχτηκε και τον περιποιήθηκε ως συνήθως. Ο γέροντας ενθουσιάστηκε με την αρετή του απλού ανθρώπου και τον έκανε φίλο του.

Βλέποντας τη φιλάνθρωπη διάθεση του λατόμου ο γέροντας, έπεσε σε συλλογή. Αυτός ο άνθρωπος, αν είχε περισσότερα χρήματα, πόσα και πόσα δεν θα έκανε για τους φτωχούς! Και άρχισε να παρακαλεί τον Θεό να δώσει στον φτωχό «ξενοδόχο» πλούτο. Νήστευε και παρακαλούσε επίμονα. Εκτενώς. Ώσπου μια νύχτα είδε ένα όνειρο. Ένας φωτεινός άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά του και τον ρώτησε:

-  Ξεχνάς, γέροντα, πως ο πλούτος είναι πειρασμός και απάτη; Και πόσο εύκολα ο άνθρωπος ξεγελιέται και παγιδεύεται από αυτόν; Άφησέ τον λοιπόν στην ησυχία του. Μια χαρά είναι όπως τον έχει τώρα ο Θεός.

-  Για τους πολλούς έτσι είναι πράγματι, μα όχι γι’ αυτήν την τόσο ευγενική ψυχή. Αυτός ο άνθρωπος είναι γεμάτος αγάπη και ανιδιοτέλεια. Τον γνωρίζω και είμαι βέβαιος γι’ αυτόν! απάντησε με σιγουριά ο γέροντας.

-  Εντάξει λοιπόν! είπε τελικά ο άγγελος. Θα γίνει όπως ζήτησες. Μα αν κάτι δεν πάει καλά, η ψυχή του θα ζητηθεί απ’ τα χέρια σου. Εσύ θα είσαι υπεύθυνος και θα δώσεις λόγο γι’ αυτήν.

-  Δέχομαι! είπε ο γέροντας. Αναλαμβάνω την ευθύνη. Εγγυώμαι για την ψυχή του!

Δεν πέρασαν μέρες πολλές και ο λατόμος, σπάζοντας τις πέτρες, βρήκε κρυμμένο ανάμεσά τους ένα μεγάλο θησαυρό. Ο φτωχός εργάτης τα έχασε. Πρώτη φορά είδε μπροστά του μαζεμένο τόσον πλούτο. Μια βαθειά αμηχανία τον κατέλαβε. Τί θα το έκανε τόσο χρυσάφι; Το μετέφερε λοιπόν κρυφά στο σπίτι του και αμέσως μετακόμισε στην πρωτεύουσα, όπου δεν τον γνώριζε κανείς. Αγόρασε ένα μεγάλο αρχοντικό και πλήθος υπηρετικό προσωπικό και άρχισε να ζει με κάθε χλιδή και πολυτέλεια. Η ψυχή του μεταστράφηκε εντελώς. Ξέχασε τη φιλανθρωπία του, την άσκηση που έκανε πριν για τον Χριστό, τα πάντα. Σκλήρυνε απέναντι στους ανθρώπους, έγινε αναίσθητος στις ανάγκες τους. Άβυσσος πολλή, ανεξερεύνητα τα βάθη του ανθρώπου!

Ο γέροντας τον αναζήτησε παντού. Όταν τον ανακάλυψε στην πρωτεύουσα, ζήτησε να τον συναντήσει, μα στάθηκε αδύνατο. Μέρες περίμενε μπρος στο αρχοντικό του, μα ήταν τόση η πώρωση του λατόμου, που έβαζε τους υπηρέτες του και τον απόδιωχναν με βρισιές και χτυπήματα. Καταλυπημένος και απογοητευμένος ο γέροντας γύρισε στο κελλί του. Έπεσε στις προσευχές και τα δάκρυα.

Βλέπει τότε σε όνειρο τον εαυτό του μπροστά στον θρόνο του Χριστού. Με αυστηρό βλέμμα ο Κύριος, του ζήτησε απολογία για την απερίσκεπτη εγγύηση που είχε δώσει και τον διέταξε να πληρώσει τώρα αυτός για την ψυχή του λατόμου.

Γεμάτος τρόμο ο γέροντας έπεσε στα πόδια της Παναγίας.

-  Πρόφτασε, Παναγία μου! φώναξε με βαθειά συντριβή. Μεσίτευσε στον Υιό σου, να με ελεήσει τον αμαρτωλό!

Γεμάτη αγάπη η Παναγία τον ανασήκωσε απαλά.

-  Να μην δίνεις, παιδί μου, εγγυήσεις που είναι πάνω από τη δύναμή σου, του είπε γλυκά. Μην έχεις εμπιστοσύνη στη δική σου κρίση ποτέ. Ο Υιός μου είναι γεμάτος έλεος, μη φοβάσαι. Μα έγινε αυτό για να βάλεις μυαλό. Να μη ζητάς απ’ τον Θεό επικίνδυνα πράγματα, ούτε να δίνεις ανόητες υποσχέσεις. Θα μεσιτεύσω και για την ψυχή του ταλαίπωρου λατόμου.

Λίγο καιρό αργότερα ο άρχοντας-λατόμος παρασύρθηκε σε αποτυχημένη συνωμοσία κατά του βασιλιά. Οι συνωμότες πιάστηκαν και θανατώθηκαν. Ο λατόμος, κατά παραχώρηση Θεού, κατάφερε να διαφύγει μια νύχτα κρυφά και γλύτωσε. Έχασε όμως τα πάντα. Πλούτη και αλαζονεία. Γύρισε ξανά στο χωριό του φτωχός. Δικαιολογήθηκε πως είχε πάει τάχα στους Αγίους Τόπους για προσκύνημα.

Η συμφορά τον έφερε σε μετάνοια. Έκλαψε πικρά στα πόδια του γέροντα για το παραστράτημά του. Ξανάρχισε ταπεινά να υπηρετεί φτωχούς και ξένους μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Και έφτασε με τη χάρη του Θεού να γίνει ο πιο ελεήμων και ο πιο ταπεινός άνθρωπος στην εποχή του.

Η αναθύμηση της παλιάς ιστορίας πλημμύριζε πάντα την ψυχή της Θεοπούλας με ένθεο ζήλο και συγκίνηση βαθειά. Ζήλευε την αγάπη και την ταπείνωση του αγίου «ξενοδόχου». Και προσπαθούσε να τον μιμηθεί όσο μπορούσε, ιδίως τις άγιες ημέρες, όπως τώρα. Η θύμησή του έβαζε φτερά στα πόδια της. Η φιλόθεη διάθεσή της ανέβαινε κατακόρυφα. Με το μικρό της προσκύνημα στον αφανή άγιο ένιωθε μεγάλη ανάταση μέσα της, η ψυχή της ξαναγεννιόταν. Θέριευε η λαχτάρα της να ζει πνευματικά τα Χριστούγεννα, βουτηγμένη στη χαρά του Θεού. Η αναβάπτισή της τέτοια μέρα εδώ, κάθε χρόνο, ήταν το πνευματικό της εφαλτήριο για τη μεγάλη γιορτή.

Μα τώρα έπρεπε να βιαστεί. Φίλησε τον κρύο σκουριασμένο σταυρό και τράβηξε για το αυτοκίνητο. Το μοναστήρι της Γέννησης ήταν πολύ μακριά ακόμα. Είχε δρόμο μπροστά της και η χειμωνιάτικη μέρα δεν κρατούσε πολύ. Και οι ορεινές διαδρομές, με δύσκολα περάσματα και χιόνια, επιφύλασσαν εκπλήξεις και απρόβλεπτα πολλά.

Στο μοναστήρι την υποδέχτηκαν με έκδηλη χαρά. Οι μοναχές την έσφιξαν στην αγκαλιά τους σαν αγαπημένη αδελφή. Η ηγουμένη τής έδωσε ένα ήσυχο ζεστό κελλί δίπλα στο δικό της. Μπορούσε να έχει οποιαδήποτε ευκολία, την είχαν σαν δικό τους άνθρωπο. Μα και η Θεοπούλα ήταν γεμάτη φιλότιμο. Από την πρώτη στιγμή ανασκουμπώθηκε. Έτρεχε πρόθυμη να βοηθήσει παντού. Οι δουλειές ήταν ατέλειωτες. Όλα έπρεπε να αστράφτουν στη μεγάλη πανήγυρη της μονής.

Όχι μόνο οι ξενώνες της θα γέμιζαν κόσμο, μα θα ετοίμαζαν φαγητά και κεράσματα, ευλογία για όλους τους προσκυνητές που κατέκλυζαν τη μονή την ημέρα της γιορτής. Τα ζούσε όλ’ αυτά έντονα η Θεοπούλα. Τη γέμιζαν αγαλλίαση πνευματική. Την έκαναν να απολαμβάνει πιο πολύ τη μεγάλη γιορτή, την πανευφρόσυνη Λειτουργία της Άγιας Νύχτας.

Οι μέρες κύλησαν ομαλά, στη φυσιολογική δίνη των προετοιμασιών, όμως δεν έλειψαν δυο σημαντικά γεγονότα, που ήρθαν να ταράξουν απρόσμενα την ψυχή της καλής Θεοπούλας. Ο πονηρός έβαλε στοίχημα να μην την αφήσει να γιορτάσει Χριστούγεννα. Ζήλεψε την όμορφη πνευματική της υπόσταση και βάλθηκε να τη χαλάσει.

Κόντευε παραμονή, όταν έγινε, χωρίς να το θέλει, αυτόπτης μάρτυρας σε μια πολύ δυσάρεστη σκηνή. Περνούσε κοντά από το κελλί όπου έμεναν οι δυο γηραιότερες μοναχές της μονής, όταν από την ανοιχτή πόρτα τους έφτασαν στ’ αυτιά της φωνές. Μα τί συνέβαινε; Οι αδελφές αυτές ήταν πολύ αγαπημένες. Είχαν ζήσει στο ίδιο κελλί πάνω από μισόν αιώνα. Δεν είχαν μαλώσει ποτέ. Από πού ερχόταν αυτή η φασαρία;

Δεν ήθελε να φανεί αδιάκριτη, αλλά δεν μπόρεσε να νικήσει τον πειρασμό να πλησιάσει κοντύτερα. Ναι, οι δυο αχώριστες αδελφές, για πρώτη φορά στη ζωή τους, μάλωναν για τα καλά. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί τί έλεγαν, μα η έντασή τους ήταν μεγάλη. Με τα πολλά κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε στο παράθυρό τους. Κοιτούσαν και οι δυο προς τα ’κει, χειρονομώντας έντονα. Μες στην αντιδικία τους ξεχώρισε τις λέξεις περιστέρι-κουρούνα. Όταν η μια έλεγε περιστέρι, η άλλη ανταπαντούσε κουρούνα.

Η Θεοπούλα πρόσεξε ότι πίσω από το τζάμι κάποιο πουλί ανάδευε τα φτερά του. Από εκεί πήγαζε η διχογνωμία των δυο αδελφών. Η μια υποστήριζε πως έβλεπε ένα λευκό περιστέρι, η άλλη ισχυριζόταν πώς δεν ήταν παρά μια μαύρη κουρούνα. Η ανυποχώρητη διαφωνία τους έφτασε στο κατακόρυφο. Τις έφερε μέχρι και τη χειροδικία. Και, πράγμα ανήκουστο, οι γηραιές μοναχές σήκωσαν για πρώτη φορά χέρι μεταξύ τους, χτυπήθηκαν ανελέητα, έτρεξε από τα πρόσωπά τους αίμα.

Η Θεοπούλα πάγωσε. Τί πειρασμός ήταν αυτός; Κοίταξε πιο προσεκτικά, προσπάθησε να διακρίνει τί γινόταν έξω από το τζάμι. Ένα τεράστιο αρπακτικό με γαμψά νύχια και άγριο βλέμμα, όπου άστραφτε μια τρομερή κόκκινη φλόγα, υψώθηκε στον αέρα και χάθηκε μονομιάς από τα μάτια της. Μια ανυπόφορη δυσοσμία πλημμύρισε το κελλί. Η άμεση αίσθηση της δαιμονικής παρουσίας γέμισε ρίγος την καρδιά της. Η καλή της διάθεση εξανεμίστηκε στο λεπτό. Μαύρο σκοτάδι χύθηκε στην ψυχή της. Έφυγε γρήγορα τρομαγμένη, αλλά και κατασκανδαλισμένη από τις δυο μοναχές.

Το βράδυ έγειρε να κοιμηθεί με την ψυχή της ακόμα ταραγμένη. Μες στον ανήσυχο ύπνο της ο πειραστής, μ’ ένα όνειρο-εφιάλτη, αποπειράθηκε να την ταράξει ακόμα περισσότερο. Είδε πως βρισκόταν ξαπλωμένη σε μια σπηλιά σκοτεινή. Ένα τεράστιο φίδι ξεπήδησε από τα μαύρα της έγκατα και την πλησίασε ύπουλα. Τυλίχτηκε γύρω από το σώμα και τα χέρια της. Ανατρίχιασε στο άγγιγμα του παγωμένου του δέρματος. Το κεφάλι του υψώθηκε ολόϊσια στο πρόσωπό της μπροστά. Το μοχθηρό βλέμμα του εξακόντιζε λάμψη σκοτεινή, η γλώσσα του τρεμόπαιζε μέσα-έξω απαίσια.

Ο τρόμος την παρέλυσε. Δεν τολμούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση. Μα απ’ τα κατάβαθα της ψυχής της εβόησε μυστικά προς τον Ύψιστο: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και να, στο άνοιγμα της σπηλιάς φάνηκε ένα γλυκό ουράνιο φως σχηματίζοντας ένα μεγάλο φωτεινό κύκλο. Στη μέση του στεκόταν μια θεόμορφη κόρη. Στην αγκαλιά της έγερνε το κεφάλι του με μάτια κλειστά ένα βρέφος. Στη μυστική πονεμένη κραυγή της Θεοπούλας, το παιδί σήκωσε το κεφαλάκι του, άνοιξε τα μάτια του, τέντωσε το χεράκι του, το έστρεψε καταπάνω στο φίδι. Σαν να δέχτηκε εκείνο φοβερή προσταγή, σαν να ’πεσαν επάνω του χιλιάδες κεραυνοί, ξετυλίχτηκε στη στιγμή και χάθηκε σαν αστραπή στα βάθη της κόλασης. Μια υπερκόσμια ευωδία χύθηκε ολόγυρα, γέμισε παντού τη σπηλιά.

Η Θεοπούλα ανάσανε. Πετάχτηκε ανάλαφρη και έπεσε γονατιστή στα πόδια της ολόφωτης κόρης με το μικρό παιδί, που είχε έλθει επί γης ακριβώς για να συντρίψει την κεφαλή του όφεως. Μα καθώς σήκωσε τα μάτια της δεν είδε κανένα. Η ευωδία όμως παρέμενε απλωμένη παντού γύρω της.

Ξύπνησε απ’ το όνειρο αναπαυμένη, πιο ήρεμη από όσο ένιωσε ποτέ της. Ο πονηρός δεν μπόρεσε τελικά να την εξουσιάσει. Μα πόσο πιο πολύ χάρηκε, όταν το πρωί αντίκρυσε από την ανοιχτή τους πόρτα τις δυο γηραιές μοναχές να κλαίνε αγκαλιασμένες σφιχτά!

-  Τί ήταν αυτό που πάθαμε; έλεγαν μέσα στο κλάμα τους. Τί πειρασμός ήταν αυτός; Πώς μας την έφερε έτσι ο πονηρός; Μας φθόνησε που μια ζωή ολόκληρη δεν είχαμε μαλώσει ποτέ.

Κατάλαβαν καλά πόσο εύκολα μπορεί να τις εμπαίξει ο μισόκαλος δολοπλόκος. Και δείχνοντάς τους την ίδια εικόνα, να τις κάνει να βλέπουν δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Έμαθαν πια να μην έχουν εμπιστοσύνη ούτε στα ίδια τους τα μάτια.

Μα ενώ κόντευε το βράδυ της παραμονής, ένα δεύτερο απρόοπτο, τελείως διαφορετικό από το πρώτο, ήρθε να ταράξει την ευλογημένη Θεοπούλα. Η γερόντισσα την κάλεσε εσπευσμένα στο κελλί της και της ζήτησε να βοηθήσει επειγόντως στο μαγκιπειό της μονής. Η μαγκίπισσα έπεσε ξαφνικά στο κρεβάτι με ρίγος και ψηλό πυρετό. Το κεφάλι της γύριζε. Αδύνατο να σταθεί στα πόδια της. Η βοηθός της ήταν ακόμα νεαρή και άπειρη.

Η Θεοπούλα ταράχτηκε. Τα ’χασε τώρα για τα καλά. Πώς θα τα ’βγαζε πέρα; Ο φούρνος, το μαγκιπείο όπως τον λένε στα μοναστήρια, ήταν το δυσκολότερο διακόνημα τέτοια μέρα. Ήταν πεπειραμένη στο νοικοκυριό, μα πώς, τελευταία στιγμή, θα ζύμωνε ψωμί για εκατοντάδες ψυχές; Τί νέα δοκιμασία ήταν αυτή; Ένιωθε πως την ξεπερνούσαν κατά πολύ όλ’ αυτά. Μεγάλη ταραχή πλημμύρισε και πάλι ορμητικά την ψυχή της. Ο πειρασμός επέλαυνε ξανά μέσα της, υφέρποντας υπόγεια να την αλώσει. Μα ωστόσο δεν θέλησε να φανεί ανυπάκουη.

-  Να ’ναι ευλογημένο, σεβαστή μου μητέρα! ψιθύρισε μόνο και βρέθηκε στο τεράστιο αρτοποιείο της μονής γεμάτη αμηχανία.

Η νεαρή μοναχή δίπλα της, η βοηθός, τα είχε το ίδιο χαμένα. Από πού να αρχίσουν; Και τότε ξαφνικά βλέπουν απέναντί τους, στην άλλη άκρη του μαγκιπείου, μια σεβάσμια ψηλή μοναχή. Πρώτη φορά την έβλεπαν. Πώς βρέθηκε εκεί; Από ποιο μοναστήρι να ήρθε;

Η άγνωστη μοναχή ανασκούμπωσε αμέσως τα μανίκια της, έβαλε αλεύρι και νερό στην τεράστια σκάφη και άρχισε γρήγορα το ζύμωμα. Μοίρασε τη ζύμη σε πολλά-πολλά ψωμιά, τα άπλωσε στη σειρά να φουσκώσουν, άναψε τον φούρνο, τα έψησε, τα ξεφούρνισε, τα τακτοποίησε όλα στα ράφια τους, τις ευλόγησε χαμογελαστή και καλωσυνάτη και …όπως ήρθε από το πουθενά, έτσι και χάθηκε από τα μάτια τους.

Η Θεοπούλα με τη βοηθό της παρακολουθούσαν σαν αγάλματα, λες και κάποια αόρατη δύναμη τις κρατούσε ακίνητες. Όταν συνήλθαν απ’ τη μεγάλη τους έκπληξη, έτρεξαν κατ’ ευθείαν στην ηγουμένη και της εξέθεσαν λεπτομερώς τα καθέκαστα. Η γερόντισσα έκανε ευλαβικά τον σταυρό της.

-  Μεγάλη η χάρη σου, Παναγία μου! μουρμούρισε εκστατική. Το ήξερα πως δεν θα μας άφηνες έτσι στη γιορτή του Υιού σου!

Από τα ψωμιά της Παναγίας έφαγαν όλοι οι προσκυνητές και περίσσεψαν. Και είχαν όλοι να λένε πως τέτοια νοστιμιά και ευωδία δεν είχαν ξαναδοκιμάσει ποτέ.

Η νύχτα ήταν προχωρημένη βαθιά, όταν η εκκλησάρισσα με το ξύλινο σήμαντρο ανά χείρας πέρασε απ’ όλους τους διαδρόμους της μονής, αφυπνίζοντας ήρεμα μοναχές και προσκυνητές. Η Θεοπούλα βρέθηκε με τους άλλους στη ζεστή λειτουργική ατμόσφαιρα του καθολικού. Μοιρασμένες στους δυο χορούς οι ψάλτριες μοναχές κατέβαζαν με τις γλυκές αγγελικές τους φωνές τα ουράνια στη γη. «Χριστός επί γης, υψώθητε»!

Με την ψυχή της ανάλαφρη η Θεοπούλα ανάσαινε την αύρα του Πνεύματος στην κατάμεστη εκκλησία. Δεν ξεχώριζε αν βρίσκεται στον ουρανό ή στη γη. Η γιορτινή καλή της διάθεση είχε επανέλθει στο έπακρο. Η καρδιά της πετούσε. Ο πειρασμός δεν κατάφερε τελικά να της χαλάσει τα Χριστούγεννα.

Με κόπο η βηματάρισσα άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για να βγει στα πρόθυρα και να κρούσει το σιδηρούν. Το καθαρό του μέταλλο σκόρπισε μες στη νυχτιά γιορτινό χαρμόσυνο ήχο. Μα όταν σε λίγο οι μεγάλες καμπάνες της μονής ήχησαν πανηγυρικά, οι πλαγιές και τα βαθιά φαράγγια του μεγάλου βουνού αντιλάλησαν «εν αγαλλιάσει». «Τα όρη εσκίρτησαν ωσεί κριοί και οι βουνοί ως αρνία προβάτων». Η κτίση σύμπασα επιστρατεύθηκε για να δοξολογήσει το ανερμήνευτο μυστήριο της Γέννησης. «Άγγελοι εν ουρανώ, …άνθρωποι επί της γης, …πάσα πνοή αινεσάτω τον Παντουργέτην».

Αντιύλη

Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα

Τηλ. 26820 25861/6980 898 504

e-mail: antiyli.gr@gmail.com

Με βαθειά κατάνυξη πλησίασε με τους άλλους και η Θεοπούλα να κοινωνήσει. Μα της ήρθαν δάκρυα στα μάτια και η καρδιά της σκίρτησε από ανέκφραστη χαρά, όταν είδε να προηγούνται μπροστά της οι δυο γηραιές μοναχές. Με το κεφάλι σκυμμένο, βάζοντας μεταξύ τους μετάνοια και φιλώντας το χέρι η μια της άλλης ταπεινά, προς μεγάλη καταισχύνη του αρχαίου πειραστή, προσήλθαν στη μυστική κοινωνία με τον Υπερούσιο, τον Απρόσιτο, «τον προ αιώνων Θεόν». Αυτόν που ως «παιδίον νέον», μικρό παιδί, γεννήθηκε ξανά και στη δική τους καρδιά, συντρίβοντας ολοσχερώς τις πλεκτάνες του όφεως.

Η ευλογημένη γυναίκα δεν θυμόταν να έζησε καλύτερα Χριστούγεννα ποτέ!

Χριστούγεννα 2024

 

 

 

 

 

Διαδίδω την «Αντιύλη»

Ἐκτυπώνω/προωθώ σε φιλικά μου e-mails

Δεν υπάρχουν σχόλια: