29 Μαρτίου 2024

ΣΤΗΝ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ.ΜΕΡΟΣ 12 .ΣΕΛ 151-180. ΣΠΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ

  Ο  Σάμι τοποθετήθηκε στην αίθουσα με τα ρούχα, έγινε βοηθός του επόπτη των γυναικών, αυτού που έδινε το τελικό ok στη διαλογή των ρούχων των δολοφονημένων Εβραίων μετά το ενδελεχές ψάξιμό τους για κρυμμένα χρυσαφικά και χρήματα.

Ουσιαστικά ήταν αυτός που μάζευε τα κλοπιμαία χρυσαφικά και τα μετέφερε στην επόμενη αίθουσα, τα παρέδιδε στον εκεί SS και γυρνούσε να βοηθήσει στη διαλογή.

Ως ράφτης που ήταν του ανατέθηκε η αξιολόγηση και η ¨επιμέλεια¨ των πολυτελών κομματιών –γούνες, μετάξια, κασμίρια.

Όταν ¨γνωρίστηκε¨ με τους υπεύθυνους τον κάλεσε ¨φιλικά¨ ο επικεφαλής SS και του ζήτησε μια χάρη: να του βρει ένα πουλόβερ μερινός για αυτόν και για τη γυναίκα του ένα φόρεμα λάμπσγουλ.  Ως αντάλλαγμα θα είχε τα στραβά μάτια του φρουρού, αν ο Σάμι τα έβρισκε με καμία κοπελίτσα από τον ¨Καναδά¨ .

Κοκάλωσε για άλλη μια φορά ο Σάμι σαν άκουσε τη ¨διαταγή¨, γιατί διαταγή ήταν.

Τι έπρεπε να κάνει, να υπακούσει και να βρεθεί κρεμασμένος ή να μην υπακούσει και να βρίσκει δικαιολογίες για την αργοπορία του; Και τότε τι θα γινόταν;

Δυο νύχτες δεν κοιμήθηκε και πέρασαν πολλά καλά ρούχα από μπροστά του εκείνες τις ημέρες. Το τρίτο πρωινό της αγρύπνιας του το αποφάσισε, θα ρωτούσε τον Άντον και ο Θεός βοηθός.  Είχε ένα καλό ζευγάρι μικρά σκουλαρίκια να του δώσει και του μήνυσε πως θέλει να τον δει. Μια κοπέλα χτύπησε στο χέρι της και ο Άντον διέταξε να σταματήσει για λίγο η διαλογή μέχρι να δουν το πρόβλημα και αν έπρεπε να την αντικαταστήσουν.

Πήρε τον Σάμι παράμερα, τσέπωσε τα σκουλαρίκια και ο Σάμι τον ρώτησε σχετικά με τη ¨διαταγή¨. «Ναι, να υπακούσεις» του είπε, «δεν κινδυνεύεις από τον SS, θα τα δώσεις σε εμένα και θα τα μεταφέρω εγώ, τα έχουμε μιλήσει».

Τα ρούχα βρέθηκαν, οι ζητούμενες χάρες πολλαπλασιάστηκαν και ο λαιμός του Σάμι έμπαινε όλα και πιο βαθιά στο ντορβά.  Εν τω μεταξύ ο Ρούντολφ Ες είχε επιστρέψει ως διοικητής στο Άουσβιτς –για να δολοφονήσει χωρίς παρατράγουδα τις 340.000 Εβραίους της Ουγγαρίας- και μαζί του ήρθε και η κυρία Ες, η οποία, από την προμηνούμενη θητεία του άντρα της στο στρατόπεδο, είχε την ιδέα της σύστασης ενός ¨οίκου μόδας¨ στο στρατόπεδο  με σκοπό τη δημιουργία ρούχων υψηλής ραπτικής για τη ναζιστική ελίτ.

Στρατολόγησε γύρω στις τριάντα ράφτρες  και η μπίζνα στήθηκε, η απόλυτη παράνοια ήταν πραγματικότητα. Οι κυρίες των αρχιναζί σχεδόν παρακαλούσαν για μια δημιουργία από τα ¨χρυσά χέρια¨ των ταλαντούχων υπάνθρωπων, που απλά περίμεναν στη σειρά να πεθάνουν  επειδή αυτό ήθελαν και αυτό έπρατταν οι σύζυγοι των κυριών στο όνομα του Χίτλερ.      

Ήταν Ιούνιος του 1944, η απόβαση είχε γίνει με επιτυχία στη Νορμανδία και είχε τον αντίκτυπο της στο Άουσβιτς. Η επικεφαλής του οίκου μόδας του Άουσβιτς ¨βγήκε¨ από την καμινάδα. η Μάρθα είχε αποφασίσει να αποδράσει, νομίζοντας πως ο πόλεμος τελείωνε, συνελήφθη και οδηγήθηκε στον θάλαμο αερίων.

Και τότε του ήρθε η πληροφορία από τα κορίτσια του ¨Καναδά¨.

Έψαχναν για αντικαταστάτρια της Μάρθας.

Και ο Σάμι είχε μια ιδέα: να προτείνει στον SS τον εαυτό του για τη θέση της μακαρίτισσας Μάρθας. Όλα ήταν υπέρ του, για μια φορά μετά το 1939. Οι κυρίες των ναζί από το Βερολίνο πίεζαν για τα καλοκαιρινά τους φορέματα, ο ίδιος είχε αποδείξει την εχεμύθειά του και το ταλέντο του, οι Ούγγροι Εβραίοι όλο και λιγόστευαν και μαζί τους λιγόστευαν και οι ευκαιρίες για δωρεάν φίνα υφάσματα.

Κι έτσι του έδωσαν το πόστο με έναν όρο. η ¨άλλη¨ δουλειά θα συνέχιζε να γίνεται  και γι΄ αυτό κάποιες ώρες ο Σάμι θα έδινε το παρόν  και στο παλιό του πόστο με τη δικαιολογία πως έψαχνε, ως ο επίσημος μόδιστρος, για φίνα υφάσματα.

Ο Σάμι δεν το κατάλαβε έγκαιρα. τότε θεωρούσε πως ο στόχος του για επιβίωση από αυτό το σατανικό ναζιστικό σχέδιο, που ένα μικρό μέρος του μόνο ¨έβλεπε¨, μπορούσε να γίνει πραγματικότητα και του ήταν αδύνατο να αντιληφθεί πόσο είχε εκτεθεί!

Ήταν πλέον πολύ ¨ορατός¨ κι αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο στο Άουσβιτς.

Όποιος ήταν ¨ορατός¨ ήταν και ευάλωτος, εξαρτιόταν πολύ από συγκεκριμένα  άτομα και από δεδομένες συνθήκες που δεν μπορούσε να ελέγξει.

Οι Πολωνοί πολιτικοί κρατούμενοι του ζητούσαν βοήθεια: πληροφορίες από τις εφημερίδες, φάρμακα, ρούχα, χρήματα και τρόφιμα από τον ¨Καναδά¨.

Οι Κάπο ήθελαν χρυσό και γυναίκες και οι φρουροί SS το έπαιζαν έντιμοι, αλλά ήταν οι πλέον άπληστοι κλέφτες και απατεώνες, ειδικά εκείνοι οι Ουκρανοί ναζί.

Το πιο δύσκολο ¨παιχνίδι¨ ήταν αυτό με τις γυναίκες, ήταν ευάλωτες και όπως όλοι ήθελαν και αυτές να επιζήσουν, ο πόλεμος είχε μπει στην τελική του ευθεία κι έπρεπε να έχουν προστασία.

Ο Σάμι ήταν για αυτές ο δικός τους άνθρωπος. ένας Εβραίος συγκρατούμενος που θα μπορούσε να τις καταλάβει και να τις βοηθήσει να παραμείνουν στο γυναικείο κομάντο του ¨Καναδά¨.  Κι αυτές σε αντάλλαγμα περνούσαν από τον έλεγχο όσα ¨οργάνωνε¨ ο Σάμι, ήξεραν τους τρόπους …

Ο Σάμι δεν ήταν ¨’Αδωνις¨, αλλά ήταν ένας νεαρός καλοβαλμένος άντρας –με τα χάλια ενός κρατούμενου βέβαια- τον οποίο αρκετές θα ορέγονταν σε συνδυασμό με τη θέση του.

Κι έτσι έγινε. δυο κορίτσια από τη Σλοβακία του έδειξαν το ενδιαφέρον τους, αλλά αυτός δεν ανταποκρίθηκε. Η Ταβιθά ήταν πάντα στα όνειρά του μα πάνω από όλα δε μπορούσε να διανοηθεί πώς θα ήταν δυνατό να υπάρχουν ¨έρωτες¨  μέσα σε ένα κολαστήριο.

Ο Άντον που παρατηρούσε την όλη κατάσταση του ξεφούρνισε μια αναπάντεχη για τον Σάμι πληροφορία:  «Εδώ και ένα χρόνο στο άλλο στρατόπεδο, το κεντρικό, λειτουργεί ένας  οίκος ανοχής». [1]

«Ορίστε;» είπε έκπληκτος ο Σάμι.

«Είναι κυρίως για τους Κάπο, αλλά αν θέλεις το κανονίζω να σε πάρω μαζί μου».

Κόκκαλο ο Σάμι! «Βέβαια θα περάσεις κάποιες ιατρικές εξετάσεις και θα δουν την περιτομή σου, αλλά όλα κανονίζονται, τι λες;».

Ο Σάμι ¨δεν είπε¨, ο Άντον σταμάτησε την κουβέντα εκεί.

«Να περιμένεις ¨απάντηση¨ από τις δύο Σλοβάκες, μην είσαι τόσο απρόσιτος και ηθικός» του είπε μετά από ώρα ο Άντον.

Ηθικός; Τι νόημα έχει η ηθική σε ένα τόπο όπως το Άουσβιτς;

Συνειδητά είχε παραβεί το ¨Ου κλέψεις¨ στην προσπάθειά του να ζήσει, όπου κι αν κοίταζε γύρω του η ¨κλασική ηθική¨ απουσίαζε, τη θέση της είχε πάρει η ¨ηθική του στρατοπέδου¨, η ηθική της ¨γενικής απάθειας¨, η ηθική αυτής της εσκεμμένης ¨αποανθρωποποίησης του ατόμου¨.

Ως πότε θα αντιστεκόταν σε αυτό το τσουνάμι που σκοπό είχε να τσακίσει την κάθε του αντίσταση, ηθική, πνευματική και σωματική;

Και τότε θυμήθηκε τις ημέρες που πέρασε ως Muselmann και ίδρωσε …

Κόντευε να τελειώσει ο Ιούλιος, όταν ένα ¨ρίγος¨ διαπέρασε το στρατόπεδο.

Η βία, ο άνευ λόγου ξυλοδαρμός -πολλές φορές μέχρι θανάτου-, τα εξαντλητικά προσκλητήρια, η επιδείνωση των συνθηκών της εργασίας όλων των κρατουμένων και ο καπνός, εκείνος ο καπνός από τις καμινάδες, να γίνεται όλο και πιο μαύρος και πιο πηχτός.

Όλοι αναρωτιούνταν, τι έγινε, μήπως τελείωνε ο πόλεμος και αφήνιασαν οι Γερμανοί; 

Αμ δε. Ένας παρασημοφορημένος -με το Χρυσό Μετάλλιο Τραυματιών Πολέμου και με τον Χρυσό Σταυρό Ανδρείας- συνταγματάρχης προσπάθησε να τινάξει στον αέρα τον Χίτλερ, αλλά απέτυχε.

Τα αντίποινα που διέταξε ο άνθρωπος που μισούσε τα πάντα ήταν ανελέητα.

Η Γκεστάπο έψαχνε για συνωμότες και 5.000 Γερμανοί κυρίως στρατιωτικοί εκτελέστηκαν, για όποιον υπήρχε και η παραμικρή αμφιβολία της ¨πίστης¨ του στο καθεστώς σχεδόν εξαφανιζόταν και όλοι προσπαθούσαν να φανούν πιστοί!

Σε αυτές τις νέες συνθήκες πολλοί αξιωματικοί στα στρατόπεδα άλλαξαν πόστα, αυτοί που τους αντικατέστησαν ήταν ανελέητοι και έπρεπε να αποδείξουν την πίστη τους στις ιδέες του ευλογημένου Φύρερ τους.

Ο Ες και η σύζυγός του εγκατέλειψαν το Άουσβιτς για μια ανώτερη θέση στο Βερολίνο κι έτσι ο ¨Οίκος Μόδας¨ υποβαθμίστηκε. 

Ο SS, το αφεντικό της αποθήκης, που ζητούσε τα δωράκια και κάλυπτε τον Σάμι εξαφανίστηκε και ο Άντον έγινε πολύ ανήσυχος και ταυτόχρονα πολύ σκληρός, έπρεπε να αποδείξει τον παλιοχαρακτήρα του στο νέο αφεντικό του ¨Καναδά¨.

Και οι δύο Σλοβάκες έγιναν σπιούνες στην προσπάθειά τους να μην αλλάξουν πόστο. Αυτές βρέθηκαν στο στρατόπεδο από το καλοκαίρι του 1942, όταν σε διάστημα εφτά μηνών, Μάρτιος – Οκτώβριος του 1942, 58.000 Σλοβάκοι Εβραίοι -κυρίως ο νεαρός πληθυσμός- εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς και το Μαϊντάνεκ.[2]

Κάρφωσαν σχεδόν τους πάντες με μισόλογα, αλλά κυρίως επιτέθηκαν στον Σάμι παρουσιάζοντάς τον ως άσχετο με το πόστο που είχε.

Ο Άντον τον έσωσε από τα αέρια, αλλά δεν τον έσωσε από τη ¨μετάθεση¨ .

Από την επόμενη ημέρα θα ήταν στο κομάντο της ράμπας.

Πάλι καλά, καλοκαίρι ήταν και η εργασία αν και εξωτερική και εξαντλητική, δεν ήταν ωστόσο πολύ επικίνδυνη αν πρόσεχες!

Ήταν όμως επικίνδυνη για την ψυχή και τα λογικά του κρατούμενου. 

Η ράμπα ήταν ο τόπος που έπρεπε να κοροϊδεύεις όσους έφερναν τα τρένα, ο τόπος που έπρεπε να βοηθάς τους δολοφόνους  να οδηγήσουν γρήγορα και προπάντων ήσυχα στα αέρια το λαό σου.

Κι εκεί θα τους αναλάμβαναν οι άνθρωποι του Sonderkommando … οι άνθρωποι που δεν είχαν τον παραμικρό έλεγχο της μοίρας τους μέσα σε αυτό το εργοστάσιο στάχτης.

-/-

Οι οκτώ από τους δέκα της ομάδας του Άντον άλλαξαν πόστο.

Ο Σάμι και ο Φιόντορ ξαναβρέθηκαν μαζί και το έμαθαν μετά τη νυχτερινή καταμέτρηση, όταν ο νέος τους Κάπο, ένας Γάλλος πολιτικός κρατούμενος, ο Φιλίπ, πέρασε να τους ενημερώσει σχετικά και να τους ρίξει και δυο χαστούκια έτσι για τη  γνωριμία.

Πέρασαν δύο ημέρες ησυχίας αλλά με ένα μεγάλο τίμημα για τον Σάμι.

Του έκλεψαν τα παπούτσια που είχε στον ¨Καναδά¨ και του άφησαν ένα ζευγάρι μισοσπασμένα ξύλινα τσόκαρα, Αν τα φορούσε για πολύ θα είχε σίγουρα σοβαρό πρόβλημα με τα πόδια του. Θα πλήγιαζαν και στην επόμενη διαλογή στο Μπλοκ του θα ήταν υποψήφιος για τα αέρια.

Είχε πάνω του μερικά χρήματα και σκέφτηκε να εξαγοράσει τον Φιλίπ … νέα αγωνία τον περίμενε, αλλά ήδη ο Άντον είχε μιλήσει στον Φιλίπ.


 

Σύντομα –έξω από την προστασία του ¨Καναδά» και του ¨οίκου μόδας¨- ο Σάμι ένιωσε πως σε αυτή την κόλαση έπρεπε να απαρνηθεί πολλές από τις ηθικές του αξίες.

Οι κύριες αποφάσεις, που ήταν αναγκαίες αν ήθελε να ζήσει, αφορούσαν τη σχέση του με τους άλλους κρατούμενους, το λοιπό προσωπικό και τον ίδιο τον χώρο.

Η πρώτη ανάγκη είχε σχέση με το φαγητό. Το φαγητό στο στρατόπεδο ήταν λιγοστό, απαίσιο και θανατηφόρο. ναι, αν εξαρτιόταν μόνο από αυτό θα πέθαινε, όπως επίσημα τους πληροφόρησαν από την πρώτη στιγμή στο Άουσβιτς: ήταν εκείνος ο Φριτς που τους διαβεβαίωσε με παθιασμένη φωνή ότι «οι μερίδες του ¨φαγητού¨ ήταν υπολογισμένες για να τους κρατήσουν στη ζωή 45 το πολύ ημέρες».

Η ανάγκη να κλέψεις κάτι φαγώσιμο ή να βρεις το  ¨ανταλλακτικό νόμισμα¨ για να εξαγοράσεις  επιπλέον φαγητό -από οποιονδήποτε- ήταν επιτακτική.

Μόνο να μη σε έπιαναν. Θα σε σκότωναν επιτόπου! Ποιοι θα το έκαναν;

Οι εγκληματίες Κάπο, οι αρχικλέφτες Κάπο, τα αντικοινωνικά αυτά στοιχεία τα οποία ο ναζισμός χρησιμοποίησε από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας των στρατοπέδων. 

Oι ρουφιάνοι, οι κλέφτες, οι απατεώνες, οι μπράβοι, οι νταβατζήδες  και οι εγκληματίες αποτελούσαν τους θεμέλιους λίθους του ναζισμού από τα γεννοφάσκια του. αυτοί και οι επίγονοί ους ήταν οι τιμητές και οι εκτελεστές ενός ανθρώπου που κλέβει για να ζήσει!

Ήταν κι εκείνη η 7η εντολή: ¨ου κλέψεις¨ -ειδικά από έναν άτυχο και ανυπεράσπιστο συγκρατούμενο σου- «την αγνοείς;» σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Σάμι.

Η δεύτερη αναγκαία δράση συνδεόταν άμεσα με την πρώτη. Έπρεπε να κάνει τα πάντα για να μην εξαντληθεί, να μη γίνει muselmann  -το είχε περάσει αυτό το εφιαλτικό στάδιο- και αυτό είχε σχέση με την εργασία: ήταν αναγκαίο να βρει και πάλι μια καθιστική και ελαφρά εργασία, μακριά από υπαίθρια κομάντο, μακριά από κομάντο κατασκευών.

 Αλλά για να το επιτύχει αυτό ήθελε καπατσοσύνη και ωχαδερφισμό, έπρεπε κυριολεκτικά να πατήσει επί πτωμάτων, επί εκατομμυρίων πτωμάτων. Και να έχεις γνωριμίες!

Τίποτα από αυτά δεν είχε ο Σάμι ¨δικό¨ του.  Πάντα ενδιαφερόταν για τον διπλανό του, για τον άνθρωπο της ανάγκης. πάντα  η ισότητα των ευκαιριών μεταξύ των μελών της κοινότητας ήταν μέλημά του. Πάντα ήταν εχθρός του οπορτουνισμού και των οπαδών του, εκτός από την περίπτωση του Οίκου Μόδας, όταν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δόθηκε και βολεύτηκε σε μια εργασία σε εσωτερικό χώρο με σχεδόν μηδενικό ρίσκο και μάλλον ξεκούραστη.

Η τρίτη ανάγκη αφορούσε την υγεία του: ο Σάμι έπρεπε να κάνει το παν να μένει ζεστός και στεγνός κάθε ημέρα, κάθε ώρα. Αυτό σήμαινε να ¨κλέψει¨  το καλό κομάντο από τους

διπλανούς του, να είναι αυτός κάτω από μια στέγη, καλύτερα μέσα σε ένα ζεστό δωμάτιο και αν αυτό ήταν το ¨νοσοκομείο¨ τόσο καλύτερα.

Και τότε θυμόταν την 10η εντολή: «Οὐκ ἐπιθυμήσεις πάντα ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστι». Μα πώς θα γίνει Θεέ μου; Ή μήπως ¨θεός¨ δεν υπήρχε στο Άουσβιτς; Μήπως και ο Θεός απέστρεφε το βλέμμα του από την κρεατομηχανή;

Και ήταν επίσης αναγκαίο να μην τραυματιστεί έστω και ελαφρά. Οι τραυματισμοί, που μπορούσαν να σε στείλουν μια ώρα αρχύτερα στην καμινάδα, ξεκινούσαν από τα ξυλοπάπουτσα, περνούσαν από το μαστίγωμα και κατέληγαν στο μέχρι θανάτου ξυλοκόπημα.

Αυτό το τελευταίο ήταν η τέταρτη αναγκαία προσπάθεια, που ήταν και η πιο δύσκολη. έπρεπε να αποφεύγει το ξύλο από τους SS και τους Κάπο Πώς θα γινόταν αυτό; Με τα SS  να γίνει φίλος ήταν αδύνατο, ήταν Εβραίος. Και το διαπίστωσε πριν λίγες ημέρες.

Όχι ότι οι ¨άνθρωποι¨ αυτοί μπορούσαν ή ήθελαν να έχουν φίλους έξω και πέρα από τους ομοίους τους, αν και ανάμεσά τους η λυκοφιλία είχε τον πρώτο λόγο. Μακριά από αυτά τα καθάρματα λοιπόν.

 Αλλά με τους Capo θα ήταν πιο δύσκολα, ήταν πάντα δίπλα τους, αιμοδιψείς δολοφόνοι που έπρεπε να αποδεικνύουν στην εξουσία των SS πόσο υποτακτικοί ήταν, έτσι έπρεπε να δέρνουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν καθημερινά. Ήταν τα εύσημα ενός Capo όλα τα παραπάνω.

Ήταν σε όλους τους κρατούμενους γνωστό ότι οι Κάπο στα Lager ήταν η ζωντανή απόδειξη της τερατογένεσης μεταξύ των ανθρώπων, ήταν κάτι που ο Σάμι το είχε γνωρίσει και στο άλλο στρατόπεδα, αν και εδώ στο Άυσβιτς ο Άντον και ο Φιλίπ –οι δυο του Κάπο- ήταν αρκετά ¨ανθρώπινοι¨ τουλάχιστον μαζί του.  

Αλλά εδώ στο Άουσβιτς όλα έπαιρναν τρομακτικές διαστάσεις κάτω από εκείνες τις τέσσερις  φοβερές καμινάδες που ξερνούσαν πυκνό μαύρο ¨ανθρώπινο¨ καπνό. εδώ που σχεδόν όλοι ήσαν βέβαιοι πως θα ¨περάσουν¨ από μια καμινάδα. εδώ που όλοι οι κρατούμενοι ¨βοηθούσαν¨ με λιγότερο ή περισσότερο άμεσο τρόπο στην επιτάχυνση του θανάτου χιλιάδων ¨δικών τους ¨ανθρώπων καθημερινά.

¨Εργάζομαι καταναγκαστικά¨, τίποτα άλλο δεν έπρεπε να σκέφτεται εδώ στο Άουσβιτς ο  κρατούμενος, το ¨γιατί εργάζομαι¨ δεν έπρεπε να περάσει από τη σκέψη του. Αν το σκεφτόταν θα έπρεπε να κάνει το αυτονόητο: να περπατήσει ήσυχα  και να μπει στην απαγορευμένη ζώνη, να πλησιάσει τα συρματόπλεγμα ...  σε δέκα δεύτερα θα ήταν νεκρός, τα βάσανα του θα είχαν τελειώσει.

Ναι, όσο παράξενο και αν του φαινόταν του Σάμι εδώ, το Άουσβιτς, ήταν ο τόπος όπου ο κάθε κρατούμενος έπρεπε να ξεχάσει τα θάνατο, αν ήθελε να έχει κάποια ελάχιστη, αμυδρή, ξεθωριασμένη ελπίδα να ζήσει. ελπίδα που δεν εξαρτιόταν από αυτόν, αλλά από εκείνους που μάχονταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου –Δυτικά και κυρίως Ανατολικά- και κυρίως από εκείνους που αποκωδικοποιούσαν τα κλεμμένα μηνύματα εκεί πέρα στα παραπήγματα του Bletchley Park στο Λονδίνο.

Ο Σάμι δεν το ήξερε, όπως και κανείς άλλος σαν αυτόν, γιατί αν ήξεραν για τις υποκλοπές δε θα είχαν κανένα ενδοιασμό –όσοι είχαν-να κλέψουν κι αυτοί μερικά ψίχουλα. Σε αυτόν τον πόλεμο όλοι έκλεβαν. οι απαίσιοι Γερμανοί πρώτες ύλες, έργα Τέχνης και τρόφιμα από ολόκληρη την Ευρώπη. οι Σύμμαχοι μηνύματα και οι άμοιροι έγκλειστοι στα στρατόπεδα ψίχουλα ζωής!

 Ο Σάμι δεν ήξερε και κάτι άλλο: εκεί μακριά στο Bletchley Park ένας  ¨ιδιαίτερος¨  άνθρωπος ήταν η ελπίδα όλου του κόσμου, όπως –εδώ στο Άουσβιτς- ένας άλλος ¨ιδιαίτερος¨  άνθρωπος θα του έδειχνε το δρόμο για τη δική του ελπίδα στη ζωή.

Πολλά χρόνια αργότερα ο Σάμι θα έκανε αυτόν τον παραλληλισμό και θα άλλαζε άποψη για πολλά από όσα πίστευε.

Προς το παρών έπρεπε να ¨ξεχάσει¨ την ηθική που ασπαζόταν, όταν ήταν ελεύθερος άνθρωπος, όταν πίστευε στους ανθρώπους, όταν συμμεριζόταν τον πόνο των άλλων.

Εδώ στο Άουσβιτς έπρεπε να μυηθεί σε μια τρομακτική πραγματικότητα: ήταν μόνος ή σχεδόν μόνος και απέναντί του ήταν ο άλλος κόσμος με μια άλλη ηθική και άλλες ¨αξίες¨ … έπρεπε να αλλοτριωθεί, για να επιβιώσει!

Εδώ στο Άουσβιτς ο Σάμι κατάλαβε το πραγματικό νόημα της σύστασης των στρατοπέδων, κατάλαβε το καταχθόνιο σχέδιο των Γερμανών: ο άνθρωπος θα έπαυε να έχει υπόσταση, θα μετατρεπόταν σε αντικείμενο έτοιμο για οικονομική εκμετάλλευση και βιομηχανική κατεργασία.

Ναι, αυτό γινόταν. Είτε με την παροχή καταναγκαστικής εργασίας όσο τα ¨αντικείμενα¨ είχαν ζωή, είτε με την μετά θάνατο ¨επεξεργασία¨ των πτωμάτων τους από το ειδικευμένο εργατικό προσωπικό και την εν τέλει απόρριψη – απόκρυψη των υπολειμμάτων τους!

Η εργασία τους, τα μαλλιά τους, τα δόντια τους και οι στάχτες τους ανήκαν στο Ράιχ!

Είχε ακούσει κάτι ιστορίες από εδώ και από εκεί, αλλά δεν είχε δώσει σημασία.

Όταν τις συνδύασε του καρφώθηκε στο μυαλό μια ¨εικόνα¨, η γύμνια!

Εκεί πέρα σε εκείνα τα μεγάλα οικήματα με το φουγάρο, η πρώτη ενέργεια ήταν να ξεγυμνώσουν τους πριν τους κάνουν ¨μπανάκι¨ με το αέριο, του είχαν μιλήσει για τη ντροπή των γυναικών, για τον κυνισμό των SS, για το κούρεμα/ξύρισμα του κεφαλιού των γυμνών γυναικών. Το αποτέλεσμα ήταν ορατό στον ¨Καναδά¨!

Μετά τη δολοφονία στους θαλάμους αερίων τα γυμνά σώματα των νεκρών στέκουν όρθια συμπιεσμένα, παραμορφωμένα, γλοιώδη, μελανιασμένα και μετά περιμένουν με ανοιχτό στόμα στα τραπέζια των ¨οδοντιάτρων¨ να ξεδοντιαστούν, πριν τοποθετηθούν γυμνά στα ¨κρεβάτια¨ των φούρνων.

 Κι εκείνοι οι Totenjude, οι άμοιροι των Sοderkommando όπως και οι περιφερόμενοι ¨χαμένοι¨ στον εαυτό τους muselmanner αλλά πάνω από όλους οι άθλιοι Κάπο, έμεναν ¨γυμνοί¨ από κάθε ηθική υπόσταση όταν τους έφερνε στη σκέψη του.

Δεν ξεχνούσε βέβαια και οίκτιρε τον εαυτό του για το γεγονός ότι βρέθηκε στην κατάσταση του muselmann, σε αυτή την κατάσταση της πλήρους αδιαφορίας, της πλήρους ασυνειδησίας, του πλήρους εξευτελισμού της έννοιας του ανθρώπου, της μεταμόρφωσης ενός ανθρώπου σε μη άνθρωπο. ο muselmann κατέστρεφε τη βούλησή του και άφηνε να συμβεί η σειρά των αναπότρεπτων γεγονότων, που θα τον οδηγούσαν σε έναν ατιμωτικό θάνατο που έδινε το δικαίωμα στον Γερμανό να δικαιώνει τον εαυτό του για τις απόψεις του και τη συμπεριφορά του.

Ειδικά εκείνους τους Totenjude, τους Εβραίους του Θανάτου δεν ήξερε πού να τους κατατάξει. Άμοιροι εκτελεστές σαδιστικών εντολών,  βοηθοί και συνένοχοι δολοφόνων ή τρομοκρατημένα, νεκροζώντανα ανθρωπορομπότ;

Πώς μπορούσαν να ψάχνουν στα γεννητικά όργανα και τους πρωκτούς ανθρώπων που μόλις είχαν πεθάνει –και με τη δική τους βοήθεια- για χρυσό και διαμάντια, να τα παραδίδουν στους σφαγείς τους και μετά να τρώνε το καλύτερο φαγητό από όλους τους κρατούμενους και στη συνέχεια πηγαίνουν για ύπνο;

Και όταν η σκέψη του έφτανε στον εαυτό του και τους ομοίους του κρατούμενους έμενε άναυδος με τη γύμνια της νομικής τους υπόστασης, είχαν μόνο καθήκοντα πλέον. μπροστά στους αφέντες τους, τα SS, ήταν όλοι τους γυμνοί δικαιωμάτων!

Κι οι στίχοι του Φεντερίκο για τον Ιγνάτιο συνέχιζαν:

Ποιος μου φωνάζει να κοιτάξω;

Μη! Μη μου λέτε να το βλέπω!

Ναι, ο Σάμι, αν δεν αλλοτριωνόταν, δε θα μπορούσε να ¨δει¨ τίποτα από όσα γίνονταν εκεί μέσα στην ερμητικά κλειστή ομάδα με τη βιομηχανική οργάνωση του φόβου και τη βεβαιότητα του θανάτου που τη μετασχημάτιζε σε ένα σύνολο νεκρών, περιφερόμενων και όρθιων ακόμα νεκρών.

Και ο χρόνος στο νοσοκομείο έγινε ο μεγεθυντικός και βοηθητικός φακός στη διαδικασία μετασχηματισμού του.


 

Όλες αυτές οι σκέψεις, οι ερμηνείες και οι αποφάσεις που έκανε και πήρε ο Σάμι έγιναν το δεκαπενθήμερο που έμεινε στο ¨νοσοκομείο¨ του στρατοπέδου,

Πώς βρέθηκε εκεί; Τυχαία, εντελώς τυχαία!

Μια Κυριακή μετά την εμπειρία της ράμπας ο Σάμι ¨τράκαρε¨ τυχαία τον Χάνς. Ο Σάμι ήταν τότε μπερδεμένος, χαμένος, από τη ράμπα και αγχωμένος για τον χειμώνα που πλησίαζε και θα έφερνε μαζί του το ανυπόφορο και θανατηφόρο κρύο για όσους εργάζονταν στο ύπαιθρο.

«Γεια σου φίλε, θα ήθελες να ξεκουραστείς λίγο;», άκουσε ο Σάμι να του φωνάζει ένας άγνωστος κρατούμενος.

Ξαφνιάστηκε. «Ορίστε;» απάντησε!

«Δε με θυμάσαι από το Fünfteichen; Θέλεις να έρθεις στο αναρρωτήριο;» συνέχισε να ρωτά ο άγνωστος.

«Ως τι να έρθω εκεί; Και όχι δε σε θυμάμαι …», αλλά αμέσως άστραψε το μυαλό του, ήταν ένας από τους άντρες με τα ροζ.

«Ωχ φίλε, χάζεψα! Ναι ήρθαμε μαζί από το Fünfteichen».

«Άντε μπράβο.  Ως βοηθός νοσοκόμου θα έρθεις. Είσαι;».

«Μα δεν έχω ιδέα από αυτά, ράφτης είμαι!» απάντησε ο Σάμι.

«Ράφτης ήσουν! Εδώ είσαι ό,τι δηλώσεις! Είμαι ο Χανς και βλέπεις το τρίγωνό μου».

«Είμαι ο Σάμι, βλέπεις κι εσύ το δικό μου τρίγωνο και είμαι ¨χαμένος¨», ομολόγησε ο Σάμι.

«Θα κάνεις τη λάντζα στους θαλάμους. Έτσι κι αλλιώς φάρμακα, γάζες, βαμβάκι και λοιπά σύνεργα δεν υπάρχουν διαθέσιμα για τους κρατούμενους» είπε ο Χανς, αφήνοντας ασχολίαστα τα τελευταία λόγια του Σάμι.

Τον έβλεπε πως ήταν αλλού!

«Και πώς θα επιλεγώ, για να έρθω στο αναρρωτήριο;» ξαναρώτησε ο Σάμι.

«Μετά από δυο, τρεις φάπες» είπε ο Χανς.

«Σε μια ώρα να είσαι πάλι εδώ. Θα έρθω με τον Κάπο μου. Στην πρώτη ερώτηση που θα σου κάνει θα πεις όχι και στις επόμενες ναι. Κατάλαβες;» του εξήγησε ο Χανς.

«Μην ανησυχείς, έχε μου εμπιστοσύνη Σάμι».

-/-

«Ε, εσύ βλάκα έλα εδώ»!

Ο Σάμι στάθηκε, χωρίς να είναι σε κανονική στάση υποταγής.

Ο Κάπο του έσκασε το πρώτο σκαμπίλι.

«Με γνωρίζεις εμένα;»

«Όχι», άστραψε το δεύτερο σκαμπίλι.

«Το φίλο μου τον Χανς τον γνωρίζεις;», «Ναι, από το άλλο στρατόπεδο».

«Θέλεις να δουλέψεις μαζί μου;» «Ναι».

«Είσαι κι εσύ κρυφορόζ μήπως;» και δέχτηκε τρίτο σκαμπίλι. «Όχι».

«Έλα μαζί μας τώρα. Θα ενημερώσω εγώ τον μπλοκάρχη σου και τον Φιλίπ.

Κι έτσι απλά ο Σάμι βρήκε στέγη στο αναρρωτήριο.

-/-

Δε θα μείνουμε στα τετριμμένα, θα ασχοληθούμε με τα ερωτήματα που γεννήθηκαν στο μυαλό του Σάμι και τις ¨απαντήσεις¨ που έδωσε.

Εκεί μέσα έμαθε για τα αποτρόπαια πειράματα του Μένγκελε με τα δίδυμα παιδιά και τους νάνους, του Σούμαν με τις γυναίκες, των αδερφών Βιρτς με τον τύφο και την πρόκληση καρκίνου σε γυναίκες, του νοσοκόμου Κλίαρ -επιλοχία των SS- που είχε σκοτώσει κάπου 20.000 κρατουμένους με ενέσεις φαινόλης που του προμήθευε ο Ρουμάνος δόκτωρ Καπέσιους.

Εκεί μέσα είδε την κωμωδία της δήθεν ιατρικής βοήθειας στους αρρώστους κρατουμένους, στους τραυματισμένους κρατουμένους, στους ξυλοκοπημένους κρατουμένους.

Εκεί μέσα άκουσε ότι όσοι πέθαιναν δολοφονημένοι από τους Κάπο, τα SS ή τα ιατρικά πειράματα καταγράφονταν ως νεκροί από φυσικά αίτια!

Και ο Σάμι αναρωτήθηκε για την ¨ηθική της Ιατρικής Επιστήμης¨, για την ηθική των ιατρών, για την ηθική της επερχόμενης Νέας Τάξης.

Στις ημέρες της λάντζας του αναρρωτήριου ο Σάμι είχε την ηρεμία και το χρόνο να δει  καθαρά το σχέδιο και τις πρακτικές των Γερμανών που επανέφεραν μεσαιωνικές πρακτικές για τη δημιουργία των δουλοπάροικων Ευρωπαίων και τη δολοφονία των Εβραίων της Ευρώπης.

Η πείνα, ο τύφος, τα βασανιστήρια[3], οι φωτιές έφεραν την Ευρώπη 1000 χρόνια πίσω στο χρόνο και δημιούργησαν τις απαραίτητες συνθήκες τρομοκρατίας και φόβου, ώστε οι αφέντες Γερμανοί να υπηρετούνται από τους πρώην πολίτες των κατεχόμενων - κατακτημένων χωρών οι οποίοι δε θα είχαν πια κανένα δικαίωμα.

Και αυτός ήταν ο κόσμος των στρατοπέδων και ειδικά του Άουσβιτς – Μπιρκενάου. ένας μικρόκοσμος της επερχόμενης Νέας Τάξης, ένα πείραμα για τη μελέτη των αντιδράσεων των μελλοντικών δουλοπάροικων.

Το στοιχείο που εντυπωσίασε τον Σάμι ήταν σχέση των Γερμανών με τη φωτιά!  Είχε ακούσει για τις φωτιές της Ιεράς Εξέτασης και τις υποτιθέμενες μάγισσες που κάηκαν σε αυτές για τον εξαγνισμό της χριστιανικής Ευρώπης.

Είχε ακούσει για τη φωτιά του Φεβρουαρίου του 1933 στη Βουλή του Βερολίνου.

Είχε ακούσει για τη φωτιά του Μαΐου του 1933 όταν με την προτροπή του Κόμματος χιλιάδες βιβλία κάηκαν σε μια ιεροτελεστία με αρχιερέα τον στραβοκάνη Γκαίμπελς.

Αλλά ο Σάμι δεν ήξερε για το σχολείο στα Καλάβρυτα -όπου οι Γερμανοί στο τέλος του 1943 προσπάθησαν να κάψουν εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά-, για τους Πύργους Κοζάνης  στην Ελλάδα -όπου 230  άνθρωποι κάηκαν σε έναν αχυρώνα- και το Οραντούρ Συρ Γκλαν στη Γαλλία όπου τα SS έκαψαν 642 ανθρώπους στην εκκλησία και σε αχυρώνες του χωριού.

Όπως δεν ήξερε λεπτομέρειες από τη δράση ενός SS ¨Ιεροεξεταστή¨, του Γιούργκεν Στρόοπ, που τον Απρίλιο του 1943 έκαψε ζωντανούς τους Εβραίους, στο γκέτο της Βαρσοβίας, όταν αυτοί αντιστάθηκαν στην εκκαθάριση του και στη μεταφορά τους στην Τρεμπλίνκα και το Μπέλζεκ.

Όπως δεν ήξερε το μέγεθος της τραγωδίας, δεν ήξερε ότι σε ολόκληρη την Ανατολική   Ευρώπη εκατομμύρια άμαχοι παρατηρούσαν τους ¨καθαρμούς¨  χωριών, μικρών και μεγάλων πόλεων από τους Εβραίους τους.

Όπως δεν μπορούσε να μαντέψει ότι 1.016 άντρες κυριολεκτικά  θα ¨ψήνονταν¨ ζωντανοί στις 13 Απριλίου του 1945 στην είσοδο ενός αχυρώνα στο Gardelegen.  Πολιτικοί κρατούμενοι –δηλαδή καταναγκαστικοί εργάτες στο στρατόπεδο Dora-Mittelbau- σε πορεία θανάτου ήταν όλοι αυτοί που θα πέθαιναν από τα χέρια των SS, που έβαλαν φωτιά στον αχυρώνα και δεν τιμωρήθηκε κανείς τους[4]. Μόνο δώδεκα άντρες κατάφεραν να δραπετεύσουν, 17 ημέρες πριν ξεψυχήσει το ναζιστικό τέρας, ο λικνιστός του Βερολίνου.

Ο Σάμι θυμήθηκε ότι η πρακτική της Ιεράς Εξέτασης για το δημόσιο βασανισμό των θυμάτων της ήταν γεγονός, έγινε μια καθιερωμένη πρακτική στην Ανατολική Ευρώπη: Είχε πάρει το αυτί του πως το καλοκάιρι του 1941 στο Κάουνας της Λιθουανίας περίπου 40 Εβραίου δολοφονήθηκαν  σε μια πλατεία, ενώπιον του αλλαλάζοντος πλήθους, από ένα μόνο άνθρωπο που βοηθούσε έτσι τα δολοφονικά Einsatzgruppen. Του είχε κάνει εντύπωση η πληροφορία –που τότε τη θεώρησε ως υπερβολή- ότι μερικές  μανάδες σήκωναν τα βλαστάρια τους ψηλά για να δουν το θέαμα και Γερμανοί στρατιώτες φωτογράφιζαν το δράμα αθώων ανθρώπων.

Αλλά ο Σάμι έμενε στις δικές του εμπειρίες για να κατανοήσει την ηθική της Νέας Τάξης.

Ήξερε πλέον ότι η επαναφορά της Ιεράς Εξέτασης, που τώρα δεν ήταν ¨Ιερή¨  και διόλου ¨Εξέταση¨ μα ονομαζόταν Einsatzgruppen, δεν είχε  στόχο τις μάγισσες αλλά τα μιάσματα, τους ¨βακίλους¨ της Γερμανίας, της Ευρώπης, του Κόσμου ολόκληρου. Τους Εβραίους!

Ο σκοπός βεβαίως ήταν ο ίδιος και απαράλλαχτος: η καθαρότητα της ¨πίστης¨.

Η καθαρότητα του δόγματος!

 Για το καλό της Εκκλησίας τότε και για το Κόμμα τώρα.  

Ήταν ο πάπας που διέταζε το Μεσαίωνα, είναι ο Φύρερ τώρα.

Ό,τι ήταν ο πάπας για την Εκκλησία, είναι ο λικνιστός για το Κόμμα! Οι αλάθητοι!

Ο Σάμι δεν θα μπορούσε να σκεφτεί ποτέ ότι η φωτιά θα γυρνούσε ενάντια στους ίδιους τους Γερμανούς, όταν όλα είχαν πάρει το δρόμο τους για το τέλος της ναζιστικής κακοήθειας, όταν οι Σοβιετικοί κυριολεκτικά πατούσαν τη Βέρμαχτ και τα SS, όταν πολλά από τα  πρωτοπαλίκαρα του ανθρώπου με το μισό μουστάκι έστηναν τους δρόμους διαφυγής τους, όσοι έμεναν πίσω δήλωναν πως θα τιμωρούσαν με φωτιά όσους έδειχναν ηττοπάθεια και σήκωναν λευκό σεντόνι[5] στην προέλαση των Συμμάχων.

    Αλλά ο Σάμι έβλεπε και τις φωτιές στις άκρες από τις φοβερές καμινάδες μα και τις  φωτιές στους λάκκους δίπλα στα κρεματόρια. ήξερε πως αυτές οι φωτιές έκαιγαν τα σώματα των δικών του ανθρώπων, είτε στα κρεματόρια, είτε στους λάκκους όταν οι φούρνοι στα κρεματόρια μπούκωναν από τη συνεχή 24ωρη λειτουργία τους.

Για ένα ήταν πια σίγουρος ο Σάμι. Η Ευρώπη όντως γυρνούσε στο Μεσαίωνα μέσα από τη νεωτερικότητα[6] μιας ξεχαρβαλωμένης πρώην κοινωνίας, που είχε μετατραπεί σε Λαϊκή Κοινότητα Volksgemeinschaft- όπου θέση είχαν μόνο οι όμοιοι, οι ίδιοι με τους βλαμμένους δημιουργούς της Κοινότητας και όλοι οι άλλοι θα ήταν απλά σκουλήκια, υπηρέτες της ρατσιστικής αυτής Κοινότητας!

Ο Σάμι δε θα μάθαινε ποτέ ότι εκείνος ο Έλληνας ποιητής, που μας περιέγραψε τη σκάλα του  Βίνερ Γκράμπεν στο Μαουτχάουζεν, θα ¨έβλεπε¨ την αλήθεια της Γερμανίας και των Γερμανών που –κατ αυτόν- ¨είχαν  επιλέξει την Τελική Λύση όλων των προβλημάτων της Ευρώπης μέσα από την απύθμενη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι¨.[7]

-/-

Και μετά από όλα αυτά στο μυαλό του Σάμι ξεκαθάρισαν οι δύο, μόνο δύο αλλά απόλυτοι, στόχοι:

(α) Να βγει ζωντανός μέσα από αυτό το εργοστάσιο/κάτεργο του θανάτου.

(β) Να παραμείνει άνθρωπος, όπως μέχρι τότε τα είχε καταφέρει.

Για τον πρώτο στόχο έδρασε σε πολύ λίγο χρόνο και του βγήκε σε καλό.

Ο δεύτερος στόχος θα αποδεικνυόταν ο πιο δύσκολος, ο Σάμι δεν το ήξερε, μα μπορούμε να πούμε πως το διαισθανόταν.

Αυτό που εκ των υστέρων είμαστε σε θέση να ξέρουμε  με περίσσεια σιγουριά είναι τραγικό και απάνθρωπο συγχρόνως: για να ¨έμενε άνθρωπος¨ έπρεπε να αλλοτριωθεί και να το κάνει αυτό συνειδητά, που σήμαινε ότι την κατάλληλη στιγμή έπρεπε να ξεφορτωθεί την αλλοτρίωσή του!

Και ο Σάμι την ξεφορτώθηκε στην προτελευταία ζαριά του ¨παιχνιδιού¨ και ήταν βοηθός του σε αυτό ένας Γερμανός!

 


Τις ημέρες εκείνες, όταν ο Σάμι έκανε αυτές τις σκέψεις στο Άουσβιτς, στο Τερεζίν η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Οι ¨καλές¨ ημέρες τελείωσαν και οι μεταγωγές έστελναν τροφή στις καμινάδες της επίγειας Κόλασης με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα.

  Μέχρι το καλοκαίρι του 1944 περίπου 100.000 άνθρωποι είχαν ¨εξαφανιστεί¨ κάπου στην Ανατολή χωρίς να δώσουν σχεδόν κανένα σημείο ζωής.

Κάποιοι υποψιασμένοι είχαν σχεδιάσει μεταξύ τους τρόπους, ώστε να πληροφορήσουν για τα τεκταινόμενα όσους έμεναν πίσω στο Τερεζίν, παρακάμπτοντας την σκληρή  και ταυτόχρονα ύπουλη  λογοκρισία των Γερμανών.

Ο κύριος τρόπος πληροφόρησης  είχε σχέση με την κλίση των γραμμάτων και το είδος του χαρτιού που θα ήταν γραμμένο το πληροφοριακό σημείωμα.

Όρθια γράμματα θα σήμαιναν ¨όλα καλά¨, γράμματα με κλίση θα σήμαιναν ¨θάνατο¨ ή στην καλύτερη περίπτωση ¨άσχημα τα πράγματα¨!

Σήμερα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τον ελάχιστο χρόνο και τις βίαιες συνθήκες που βίωναν όσοι κενωθέντες πρόλαβαν να γράψουν μερικές λέξεις σε ένα κομμάτι χαρτί.

Ένα σημείωμα προσεγμένο δηλώνει πώς όποιος το έγραψε βρισκόταν σε ήρεμη κατάσταση και με άνεση χρόνου. ένα σημείωμα γραμμένο σε ένα τσαλακωμένο και σκισμένο άτσαλα κομμάτι χαρτιού δηλώνει πως ο γράφων βρισκόταν υπό καθεστώς φόβου και βίας.

Όλα τα σημειώματα που ¨γύρισαν¨ στο Τερεζίν έδιναν το ίδιο μήνυμα: ¨Πολύ χειρότερα από το Τερεζίν. Τίποτα από ό,τι περιμέναμε!¨, κι έτσι αόριστα τελείωναν τα σημειώματα που ενέτειναν το φόβο και την αγωνία όσων ακόμα περίμεναν το επόμενο δρομολόγιο.

Αυτή ήταν η βούληση των Γερμανών. η αγωνία του άγνωστου να κυριεύει τα υποψήφια θύματα, η βεβαιότητα του θανάτου να τα παραλύει.

 Και ένα παιδί απαντούσε σε αυτό το αποτρόπαιο σχέδιο των δολοφόνων με στίχους[8]:

Είμαι Εβραίος και πάντα θα είμαι, για πάντα!

Αλλά πάντα θα αγωνίζομαι για το λαό μου,

Και δεν θα ντραπώ ποτέ γι' αυτούς, αυτός είναι ο όρκος μου.

Είμαι πολύ περήφανος για το λαό μου τώρα!

Πόσο αξιοπρεπής είναι μέσα στη θλίψη του!

 

Βέβαια τίποτα δεν μπορούσε να κρύψει την θλιβερή πραγματικότητα.  η πείνα και οι ασθένειες από τον υποσιτισμό και τον υπερπληθυσμό στον ελάχιστο χώρο, εκτόξευαν το ποσοστό θνησιμότητας σε δυσθεώρητα ύψη.

Περίπου 200 άνθρωποι την ημέρα πέθαιναν στο Τερεζίν. Πέθαιναν δίπλα στα 15.000 παιδιά κάθε ηλικίας που ¨εξοικειώνονταν¨ με το θάνατο γενικά αλλά κυρίως  με τον επερχόμενο δικό τους αναπόφευκτο θάνατο.

Στο σύνολο των κρατουμένων επέζησε το 23% από όσους ¨πέρασαν¨ από αυτό το στρατόπεδο/γκέτο, ενώ για τα παιδιά στην καλύτερη περίπτωση οι μελετητές θεωρούν επέζησε το 10% των παιδιών.

Ένα από αυτά τα παιδιά, ο δεκατετράχρονος Φράντα, έγραφε στίχους προφητικούς θα τους έλεγε κάποιος, ρεαλιστικούς κάποιος άλλος. στίχους, όπως:

Στη σιγαλιά ο τροχός της Τύχης

ξετυλίγει το νήμα του …

που απέδιδαν την αγωνία που ¨έπνιγε¨ όλους όσοι ζούσαν στο Τερεζίν και μαζί τους βέβαια και την Ταβιθά που για πρώτη φορά στη ζωή της βρισκόταν μόνη με ένα μικρό παιδί υπό την ¨προστασία¨ της!

Αλλά τι προστασία μπορούσε να προσφέρει στον Ιακώβ η Ταβιθά, όταν όλοι οι αριθμοί που αναφέραμε, όλες αυτές οι δυσοίωνες στατιστικές ήταν άγνωστες σε αυτήν, ενώ ταυτόχρονα  τα πάντα ήταν σχεδιασμένα από τα SS αλλά και γνωστά στα μέλη του Judenrat, που είχαν εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στους κρατούμενους με διπλό σκοπό: να τους κρατούν όσο το δυνατόν ήρεμους και να εξυπηρετούν τα SS..

Οι άνθρωποι του Συμβουλίου έφτιαχναν τις λίστες των ¨ταξιδιωτών¨ προς το θάνατο τους και αυτοί οι ίδιοι ήταν που πουλούσαν εκδούλευση με το αζημίωτο στους υποτακτικούς τους με το να σβήσουν το όνομα κάποιων από τη μια λίστα και να τα ξαναγράψουν σε μια άλλη σε λίγες ημέρες!

Θέμα τύχης ήταν πλέον η επιλογή του καθενός για τη μεταγωγή του στα κέντρα θανάτου της Πολωνίας. Μετά την πρώτη πετυχημένη απόπειρα  να σβηστεί το όνομά της και του Ιακώβ από τις λίστες της 18ης Δεκεμβρίου 1943, οι πιθανότητες να ξαναγίνει κάτι τέτοιο ήταν ελάχιστες.

Δεν είχε πλέον τίποτα πολύτιμο να προσφέρει πέρα από το αυτονόητο. την ομορφιά της, όση από αυτή είχε απομείνει πάνω της, αλλά η Ταβιθά δεν ανήκε σε αυτή την ομάδα γυναικών που μπορούσαν να προβούν σε τέτοιες πράξεις.

Μαζί με την Ίλσε και τα μικρά τους, τον Ιακώβ και τον Τόμι, περίμεναν να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος , που όμως δεν τέλειωνε, γιατί ο άνθρωπος με το μισό μουστάκι είχε ¨μαγέψει¨ τους υπηκόους του οι οποίοι ήθελαν πλέον να σκοτώσουν μόνο για τη χαρά, αφού ήταν φανερό πως ήταν αδύνατο να κερδίσουν τον πόλεμο που οι ίδιοι είχαν αρχίσει για άλλη ναι φορά μέσα σε 25 χρόνια.

Ήταν και τυχερός ο άνθρωπος αυτός, ο χολερικός, που είχε καταντήσει σκιά του εαυτού του και γινόταν όλο και πιο μοχθηρός. ένα τραπέζι του έσωσε τη ζωή εκείνο το καλοκαίρι του ΄44 και καταδίκασε την Ταβιθά και χιλιάδες άλλους Εβραίους του Τερεζίν σε θάνατο.

Είναι πολύ πιθανό ο θάνατος του Αδόλφου να σήμαινε ζωή για την Ταβιθά και το γιο  της, αλλά όπως είχε προφητέψει ο Φράντα:

Η αράχνη αγωνίστηκε να φτάσει την κλωστή

μα έπεσε,

και ποτέ πια δεν ξαναβρήκε

το δρόμο προς την ελπίδα …

 

Από την επόμενη της επίσκεψης των ανθρώπων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού ο Ιακώβ ρωτούσε τη μητέρα του  και την Ίλσε: γιατί άρχισε και πάλι να πεινάει. γιατί του πήραν πίσω την κονσέρβα με το ζαμπόν που του έδωσαν εκεί στην παιδική χαρά, όταν έπαιζαν καμιά δεκαριά μικρά εβραιόπουλα και ήρθε εκείνος ο κύριος με την μαύρη κούρσα. γιατί δεν φορούσε και πάλι τα καλά του ρούχα.

Οι επόμενες ερωτήσεις αφορούσαν τους φίλους του.

Περίπου δυο μήνες αργότερα ο μικρός ρωτούσε γιατί ο  Λούκας (Lukasz), ο Ααρόν (Aarón) και ο Γκάμπριελ (Gabriel) οι καλοί του φίλοι χάθηκαν ξαφνικά μαζί με τη δασκάλα τους, την κυρία Ντέμπορα (Debora).

Η Ταβιθά έκλαιγε κρυφά και η Ίλσε τραγουδούσε και στους δύο, σε μάνα και γιο!

Ήξερε πολλά, αλλά και δημιουργούσε πολλά νέα τραγούδια η Ίλσε.

Τα τραγουδούσε και στο δικό της γιο τον Τόμι, που ο μικρός Ιακώβ τον ζήλευε λίγο, γιατί στο Τερεζίν ήταν μαζί και ο μπαμπάς του, ο κύριος Γουίλι Βέμπερ

Κι όλο ρωτούσε κλαίγοντας την Ταβιθά ο μικρός Ιακώβ «Που είναι ο μπαμπάς μου ο Σάμι, μήπως ήταν μαζί με τον παππού Ματθίας μαμά;»

Και η μητέρα του έκλαιγε με αναφιλητά όταν άκουγε αυτή την ερώτηση και ευχόταν να μην είναι θετική η απάντηση σε αυτό το απλοϊκό παιδικό ερώτημα.

«Όχι μικρέ μου», απαντούσε, «ο μπαμπάς λείπει για δουλειές, πήγε στην Κρακοβία που έχει πολύ κόσμο και ζητούν ραφτάδες».

-/-

Και όντως ο μπαμπάς τις ημέρες εκείνες βρισκόταν στην περιοχή της Κρακοβίας, σε μια  κωμόπολη άγνωστη μέχρι τότε σχεδόν σε όλο τον κόσμο, άγνωστη και στην οικογένεια Horowitz εκεί στην στροφή του ποταμού.

Σε μια άλλη στροφή που αγκαλιάζονταν ο μεγάλος Βιστούλας και ο μικρός Σόλα ήταν το Οσβιέτσιμ – Oświęcim. έτσι την έλεγαν εκείνη την κωμόπολη οι Πολωνοί, Άουσβιτς - Auschwitz την ονόμασαν οι Γερμανοί!

Αλλά αυτή η πόλη ήταν εβραϊκή και την έλεγαν Οσπίστιν στα γίντις. ζούσαν γύρω στους 8.000 Εβραίοι εκεί. είχαν πολλές συναγωγές, στη Μεγάλη Συναγωγή υπήρχε μια υπέροχη χορωδία. είχαν δύο νεκροταφεία από τον 16ο αιώνα. είχαν δικό τους Γυμνάσιο. είχαν αθλητικά σωματεία. είχαν αγάπη στα αθλήματα του ποταμού, το καγιάκ ήταν η τρέλα τους. είχαν και υπέροχα λικέρ. είχαν πολιτιστικά και κοινωνικά ιδρύματα με έντονη δράση. είχαν πάντα αντιδήμαρχο. είχαν …

Μέχρι τον Οκτώβριο του 1939 που το Οσπίτσιν προσαρτήθηκε στο χιλιόχρονο Ράιχ.  και από τότε δεν είχαν: τέρμα οι βόλτες, τέρμα οι αγώνες, τέρμα τα επαγγέλματα. είχαν απαγόρευση κυκλοφορίας, είχαν αστέρι στο μπράτσο. είχαν κατασχέσεις περιουσιών, είχαν καταναγκαστική εργασία, είχαν ξύλο, φτώχεια και πείνα.

Και όπως πάντα το έκαναν οι Γερμανοί, ως άλλοι κακοποιοί, μια νύχτα Τετάρτης της 29ης Νοεμβρίου προς Πέμπτη 30η Νοεμβρίου η Μεγάλη Συναγωγή των 1.000 καθισμάτων έγινε στάχτη  … δεν χρειαζόταν πια, κάτι ήξεραν οι αφεντάδες.

Και τα νεκροταφεία δεν τα χρειάζονταν πλέον. καταστράφηκαν και οι επιτάφιες πλάκες στρώθηκαν στους δρόμους και στις όχθες του μικρού Σόλα. ποιος θα άναβε κεριά στους τάφους σε λίγους μήνες; Κάτι  ήξεραν οι αφεντάδες …

Κατά τα άλλα δεν είχε τίποτα το όμορφο αυτή η κωμόπολη, είχε όμως ένα ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό: ένα πνιγηρό, υγρό, ελώδες κλίμα που βοηθούσε στη διάδοση των λοιμωδών νόσων σε χώρους υπερπλήρεις από ασθενείς και αδύναμους ανθρώπους.

Και για αυτό το είχαν επιλέξει[9] το Oświęcim, την είχαν σχεδιάσει την πολυκοσμία οι Γερμανοί, τους βόλευε.

¨Πέρα από όσους σκοτώνουμε εμείς θα είναι και η ίδια η Φύση που θα σκοτώνει για  εμάς, εμείς απλά θα τη βοηθάμε, θα της δίνουμε τροφή¨!

Έτσι σκέφτηκαν οι Γερμανοί κι έτσι έστησαν την τέλεια κρεατομηχανή στα γρανάζια της οποίας βρισκόταν τώρα πλέον και ο Σάμι.

 Και εκεί στην επίγεια Κόλαση ανάμεσα στα άλλα ¨γρανάζια¨, ένα μικρό γρανάζι κι αυτός, ονειρευόταν τις παλιές καλές ημέρες πριν τον πόλεμο. Ονειρευόταν το μέλλον εκεί στην άκρη της ράμπας κάτω από τις φοβερές καμινάδες μετά από μια ολονύκτια σφαγή στην οποία άθελά του ήταν ένας από τους μικρούς ¨πρωταγωνιστές¨. Ίσως αυτός ο ρόλος του ¨πρωταγωνιστή¨ να ήταν το ¨βάρος¨ που ήθελαν μετά τον πόλεμο να ξορκίσουν οι περισσότεροι επιζήσαντες των στρατοπέδων, ειδικά του Άουσβιτς.

Ο Σάμι φυσικά δεν μπορούσε να ξέρει τα τελικά σχέδια των αγροίκων, αλλά το ένιωθε πως βρισκόταν πλέον σε πολύ δύσκολη κατάσταση.

Ένιωθε πως ήταν πολύ κοντά στο τέλος.

Ποιο τέλος όμως; Το δικό του, όλων των Εβραίων ή των δεινών όλης της Ευρώπης;

Μάθαιναν για τους βομβαρδισμούς, σχεδόν άκουγαν τον Κόκκινο Στρατό να ποδοπατά τους Γερμανούς, αλλά αυτοί γίνονταν πιο σκληροί, πιο αιμοδιψείς.

Οι Γερμανοί βιάζονταν πλέον, ήθελαν να σκοτώσουν όσο πιο πολλούς μπορούσαν.

Παρόλα αυτά ο Σάμι βρήκε την εσωτερική δύναμη να ονειρεύεται μια  γιορτή του Σαμπάτ με όλη την οικογένεια ενωμένη μετά τον πόλεμο.

Ίσως –σκέφτηκε-να ήταν αυτό το όνειρο αυτή η ελπίδα να τους δει όλους ζωντανούς, που τον κρατούσε ζωντανό μέσα σε όλη αυτή τη φρίκη που πέρασε.

Για πόσο καιρό ακόμα θα τον δυνάμωνε αυτό το όνειρο; Θα άντεχε;  Τι τον περίμενε;

Αυτές ήταν σκέψεις που γεννήθηκαν στο μυαλό του εδώ στο Άουσβιτς και θα τον βασάνιζαν τους επόμενους έξι σκληρούς μήνες.

-/-

Την Κυριακή 1η Οκτωβρίου 1944 χίλια πεντακόσια άτομα φορτώθηκαν στο τρένο και πήραν το δρόμο για την Κόλαση, όπου θα συναντούσαν τα ¨αέρια¨

Την ίδια ημέρα η Ταβιθά πήρε τα  ¨εισιτήρια¨,  το δικό της και του Ιακώβ, για το επόμενο τρένο για το Άουσβιτς. το ίδιο έγινε με τον κύριο Βέμπερ και τον γιό του.

Τότε η Ίλσε πηγαίνει στο Συμβούλιο και ζητά να ταξιδέψει μαζί με τον άντρα της και το παιδί της. Το αίτημά της γίνεται δεκτό, πάντα παρόμοια αιτήματα γίνονταν δεκτά, αφού βόλευαν τα SS και το Συμβούλιο. όλοι εκεί θα κατέληγαν, ήταν πολύ απλά τα πράγματα,  όλοι το γνώριζαν πλέον εκεί στο Τερέζιενστατ, το χρόνο μόνο δεν ήξεραν.

Εκείνο το βράδυ η Ίλσε διάβασε ένα ποίημα της, το τελευταίο της, στη μικρή παρέα που είχε στηθεί για να αποχαιρετήσει τη ζωή και τους φίλους που έμεναν πίσω.

Μερικοί από τους στίχους είναι συνταρακτικοί μέσα από τον ωμό ρεαλισμό τους:

Αντίο φίλε μου, φτάσαμε στο τέλος

Του ταξιδιού που κάναμε μαζί.

Μου βρήκαν θέση στο τρένο γα την Πολωνία,

Το πρωί της Τετάρτης της 4ης Οκτωβρίου του 1944 η Ταβιθά και ο Ιακώβ κίνησαν να συναντήσουν το Θάνατο και ενδεχομένως τον Σάμι.

Μα συνάντησαν μόνο το Θάνατο. ο Σάμι δεν ήταν εκεί, δεν τους περίμενε στη ράμπα, δεν του κούνησαν το μαντήλι όταν ανέβηκαν στα φορτηγά, δεν είδε τις φλόγες από τα κορμιά τους στις φοβερές καμινάδες. ήταν μόνοι παρέα με την Ίλσε και τον Τόμι της.

Δεν είχαν πλέον φόβο οι δύο γυναίκες. Μπήκαν στο τρένο ήσυχες με τα παιδιά τους δίπλα τους, κατέβηκαν ήρεμες στη ράμπα, μπήκαν στη σειρά των γυναικόπαιδων. ο Γουίλι φίλησε την Ίλσε και τον Τόμι, χαιρέτησε την Ταβιθά και τον Ιακώβ και πήρε τη  θέση του στην ομάδα των αντρών που θα επιζούσαν, προσωρινά τουλάχιστον.

Ανέβηκαν στα φορτηγά οι δυο γυναίκες, έριξαν μια τελευταία  ματιά στην ομάδα των αντρών κι έκλεισαν τα μάτια των παιδιών τους, να μη βλέπουν.

Ξεντύθηκαν ήρεμα, έγδυσαν τα αγόρια τους, πέρασαν από τον κουρέα και τότε λύγισαν, όταν η μια είδε την εικόνα της άλλης, αλλά συνήλθαν γρήγορα για να μην αγχώσουν τα παιδιά τους που όλο ρωτούσαν: «Που πάμε μαμά; Γιατί έκοψες τα μαλλιά σου;»!

Κι ένας μύθος υποστηρίζει, ότι η Ίλσε μπήκε στο θάλαμο τραγουδώντας το Wiegela στα παιδιά που ήταν γύρω της:

Wiegela, wiegela weir

Πόσο σιωπηλός είναι ο κόσμος!

Κανένας ήχος δεν ταράζει τη νυχτερινή γαλήνη,

κοιμήσου μικρό μου παιδί, κοιμήσου.

Wiegela, wiegela weir

Πόσο σιωπηλός είναι ο κόσμος!

Ήταν το τραγούδι που ήξεραν τα μικρά παιδιά, γιατί αυτό μαζί με άλλα πολλά τους τραγουδούσε αυτή η θαυμάσια γυναίκα στο κρεβάτι του πόνου τους, εκεί στο Τερεζίν.[10]

Είκοσι πέντε ημέρες αργότερα μια από εκείνες τις Σλοβάκες που γυρόφερναν το Σάμι, εκεί στον ¨Καναδά¨, έψαχνε τα ρούχα των παιδιών και βρήκε ένα κομμάτι χαρτί με ένα ποίημα γραμμένο που τελείωνε κάπως έτσι:

Αγοράκι μικρό, ομορφούλικο,

σαν μπουμπουκάκι που ανοίγει.

Μα, σαν το μπουμπουκάκι ανθίσει,

το αγοράκι δεν θα υπάρχει πια

F. B.

Ήταν τα ρούχα του μικρού ποιητή του Τερεζίν, του Φράντα Μπος, που μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς με το τελευταίο τρένο από το Τερεζίν, στις 28 Οκτωβρίου 1944, και πέθανε εκεί τη Δευτέρα της 30ης Οκτωβρίου.

-/-

 Μια Κυριακή ο Γουίλι αντάλλαξε το ψωμί του με λίγο χαρτί και μια ¨μύτη¨ μολυβιού, ήθελε να γράψει μερικούς στίχους από το τελευταίο ποίημα της γυναίκας του. 

Έγραφε κι έκλαιγε κι αυτό κίνησε την περιέργεια του μπλοκάρχη του. τον ρώτησε τι συμβαίνει μα ο Γουίλι δεν του είπε την αλήθεια, ούτε του έδειξε το χαρτί.

Ο μπλοκάρχης το πήρε προσωπικά και αποφάσισε να ¨απαντήσει¨ με τον τρόπο του.

Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα μπήκε στο μπλοκ ένας από τους πιο αιμοβόρους Κάπο ειδοποιημένος από τον μπλοκάρχη.

«Δώσε μου το χαρτί» είπε στον Γουίλι. 

Αυτός αρνήθηκε και τότε δέχτηκε την πρώτη γροθιά στα πλευρά.

Έπεσε κάτω σφαδάζοντας.

«Τι είναι αυτό που κρύβεις;» συνέχισε ο Κάπο.

«Κάτι από τη γυναίκα μου» απάντησε  αυτός.

Και τότε δέχτηκε μια πλειάδα από γροθιές από τη μέση του κι επάνω. Δεν ήξερε πως δεν πρέπει να απαντάς, πως δεν πρέπει να δείχνεις λογικός, πως δεν πρέπει … έτσι απλά!

Λιποθύμησε από το ξύλο, ο Κάπο τον πάτησε στην κοιλιά και τον έψαξε. Βρήκε το χαρτί και το έδωσε σε έναν κρατούμενο να το διαβάσει, γιατί ήταν γραμμένο στα τσέχικα.

Αυτός διάβασε και μετάφρασε στα Γερμανικά:

Ήσουν στο πλευρό μου με κάθε καιρό,

Η παρουσία σου δίπλα μου καθησύχαζε κάθε φόβο,

Μαζί σηκώναμε όλα τα φορτία.

Αντίο, είναι το τέλος. Θα μου λείψεις φίλε μου,

Θα μου λείψουν οι ώρες που περάσαμε μαζί.

Σου έδωσα την καρδιά μου, μείνε δυνατός όταν χωρίσουμε,

Γιατί αυτή τη φορά ο αποχαιρετισμός μας θα είναι παντοτινός.

 Οι μισοί γέλασαν αν και δεν κατάλαβαν και πολλά, κάτι για γκόμενες έπιασαν. ο Κάπο πήρε το πόδι του από την κοιλιά του Γουίλι, τον έφτυσε στο πρόσωπο, τον κλώτσησε στα νεφρά κι έφυγε γρυλίζοντας.[11]

 


 

 

Η Ταβιθά δε¨ συνάντησε¨ τον άντρα της στο Άουσβιτς γιατί ο Σάμι βρισκόταν 30 χιλιόμετρα βόρεια σε ένα ανθρακωρυχείο - στο Φούρστενγκρουμπ- όπου μαζί με άλλους 1.200 περίπου Πολωνούς, Ρώσους κι Εβραίους ¨βοηθούσε¨ να μείνει ζωντανό το χιλιόχρονο Ράιχ που επιτέλους έπνεε τα λοίσθια μόλις στα δωδέκατα γενέθλια του.

Μπαίνοντας ο Σεπτέμβριος οι αφίξεις στο στρατόπεδο λιγόστεψαν καθώς είχαν δολοφονηθεί σχεδόν όλοι οι Ούγγροι Εβραίοι. Ο Σάμι δεν ήξερε τα ακριβή νούμερα, ούτε  ήταν από την αρχή της σφαγής στη ράμπα, αλλά  από τον Μάιο έως τον Ιούλιο του 1944, εκτοπίστηκαν γύρω στις 450.000 Εβραίοι από την Ουγγαρία. οι περισσότεροι ¨πέρασαν¨ από τις καμινάδες στο Μπίρκεναου, γιατί σε αυτό το κρεσέντο του θανάτου τα κρεματόρια ¨μπούκωσαν¨ και οι sonderkkomandos αναγκάστηκαν να κάψουν χιλιάδες πτώματα σε ανοιχτούς λάκκους [12], όπως αποτυπώθηκε σε φιλμ από 6 κρατούμενους αλλά και από αεροφωτογραφίες της RAF.

Ο Σάμι είχε οδηγηθεί σε ένα απλό συμπέρασμα: όταν οι ομάδες εργασίας είχαν ¨αναδουλειές¨ πάντα άρχιζαν οι διαλογές και με αυτές δεν ήξερες τι μπορεί να σου συμβεί. Αποφάσισε λοιπόν να βρει τρόπο για να φύγει από το κεντρικό στρατόπεδο και να βρεθεί σε κάποιο από τα υποστρατόπεδα του συμπλέγματος του Άουσβιτς.

Όταν οι SS ζήτησαν εθελοντές εργάτες για τη δημιουργία του νέου ορυχείου στην πόλη Wesoła κοντά στο Μισλόβιτσε ο Σάμι δήλωσε πως είναι ελαιοχρωματιστής και στα  μισά του Σεπτέμβρη έφυγε από το Μπιρκενάου.

Ο Σάμι και οι άλλοι κρατούμενοι που έχτιζαν το νέο ορυχείο αντιμετώπιζαν μια άνευ λόγου βαναυσότητα και μια εξαντλητική εργασία. Δούλευαν σε μία βάρδια, όλη την ημέρα, κάνοντας όλα τα είδη των εργασιών κατασκευής χωρισμένοι σε ομάδες χτιστών, ελαιοχρωματιστών, συγκολλητών και όποιας άλλης εργασίας ήταν αναγκαίας.

Αυτοί οι κρατούμενοι ανήκαν στο Lager Ostland, ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας για Εβραίους το οποίο ήταν υπό τον έλεγχο της  Organisation Schmelt.

Εάν και όποτε υπήρχε ανάγκη κάποιοι από αυτούς υποχρεώνονταν να εργαστούν και στην επέκταση του νέου στρατοπέδου που θα στέγαζε τους εργάτες – δούλους για το νέο ορυχείο.

 Όλα αυτά –παλαιό και νέο ανθρακωρυχείο, παλαιό και νέο στρατόπεδο- ανήκαν από τον Φεβρουάριο του 1941 στην IG Farben Industrie AG, που ¨νοίκιαζε¨ την εργασία των κρατουμένων του Μπιρκενάου και η οποία  θα χρησιμοποιούσε τον άνθρακα στο εργοστάσιό της στο στρατόπεδο Άουσβιτς ΙΙΙ – Μονόβιτς. Στο Μονόβιτς κτίστηκε ένα υποστρατόπεδο, ώστε οι κρατούμενοι από το Άουσβιτς I να μην περπατούν τα εφτά χιλιόμετρα μέχρι το εργοστάσιο και να φτάνουν εκεί ¨πτώματα¨ από την κούραση. Πτώματα θα γίνονταν από τη δουλειά –και θα παρέμεναν έτσι και μετά τη δουλειά-, σύμφωνα με τα σχέδια του λικνιστού και των φίλων του εκεί πέρα στο Βερολίνο.

Οι συνθήκες δεν ήταν και πολύ καλές, δύσκολες ήταν, αλλά ο Σάμι ήταν ευτυχής που ήταν έξω από το κολαστήριο, ήταν ευτυχής που δεν έβλεπε τις φοβερές καμινάδες, ήταν ευτυχής που δεν μύριζε την καμένη σάρκα των δικών του ανθρώπων, ήταν ευτυχής που δεν έβλεπε τα τρένα να ξεφορτώνουν τα αθώα θύματα της κάθε επόμενης σφαγής, ήταν ευτυχής που δεν ήταν αναγκασμένος να υποκρίνεται και να κοροϊδεύει το λαό του -με εκείνο το ¨Αφήστε τα πράγματά σας εδώ, θα τα πάρετε αργότερα¨ ή με τη γελοία δικαιολογία ¨Εσείς θα πάτε σε άλλο στρατόπεδο¨, που έλεγαν στα γυναικόπαιδα- για να διευκολύνει το αποτρόπαιο έργο των Γερμανών. ήταν ευτυχής που δεν έβλεπε την ανταύγεια από τις τεράστιες φλόγες που κατέτρωγαν τις σάρκες γυναικόπαιδων και ηλικιωμένων για να προλάβουν οι απάνθρωποι να σκοτώσουν όσο πιο πολλούς μπορούσαν, τώρα που ο πόλεμος είχε κριθεί.

Η δουλειά ήταν σκληρή, αλλά η απουσία της ¨διαρκούς υπενθύμισης του θανάτου¨ έκανε τους κρατούμενους να νιώθουν πιο άνετα παρά τους συχνούς ξυλοδαρμούς και την πάντα λιγότερη από την αναγκαία τροφή.

Και αυτή η απουσία, τους έδινε το κουράγιο και τη θέληση να διοργανώσουν, υποτυπώδεις βέβαια, συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις, εκεί ανάμεσα στην καρβουνόσκονη και την κούραση της 8ωρης βάρδιας στις υγρές στοές του ορυχείου.

Παράλληλα είχαν τη δυνατότητα να μαθαίνουν τα νέα του πολέμου στην Ανατολή, να ανταλλάσσουν μηνύματα με τον έξω κόσμο και κυρίως να βρίσκουν -την απαραίτητη για την επιβίωση τους- επιπλέον τροφή. Οι ¨συνάδελφοι¨  τους -Πολωνοί μεταλλωρύχοι στην περιοχή- βοηθούσαν σε όλα αυτά, αν και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος για όλους.

Τηρώντας με συνέπεια τη συμβουλή που του έδωσε ο Φιλίπ -«Να μη στέκεσαι σε εκτεθειμένες θέσεις κατά τα προσκλητήρια και πάντα στις μεσαίες γραμμές, όταν είσαι σε πορεία» του είχε πει ο αμφιλεγόμενος αυτός άνθρωπος- γλύτωσε πολλές φορές τον ξυλοδαρμό και δεν είχε προστριβές με τα SS. εξήντα από δαύτους ήταν όλοι κι όλοι εκεί πάνω με ελάχιστα καθήκοντα πέρα από τη φρούρηση του στρατοπέδου.

Δεν υπήρχαν οι χιλιάδες ομάδες εργασίας, δεν υπήρχαν οι μεταγωγές, δεν υπήρχαν οι αφίξεις, δεν υπήρχαν οι θάλαμοι αερίων, δεν υπήρχε η τεράστια ένταση που προκαλούσαν όλα αυτά μαζί και σε συνδυασμό με το τεράστιο πλήθος των δίχως μέλλον ανθρώπων.

Στα μάτια του Σάμι οι άντρες των SS, εκτός ελαχίστων, είχαν ήπια προς τους δούλους – κρατουμένους συμπεριφορά, είχαν την αναμενόμενη για τα δεδομένα συμπεριφορά.

Κατά περιόδους, βέβαια, οι κρατούμενοι περνούσαν από διαλογή. Αν τα SS έκριναν ότι ήταν υπερβολικά αδύναμοι ή άρρωστοι για να συνεχίσουν να εργάζονται, μεταφέρονταν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου και δολοφονούνταν στους θαλάμους αερίων.

Και ολόκληρο το φθινόπωρο του 1944 οι περισσότεροι μη Εβραίοι κρατούμενοι – εργάτες – δούλοι απομακρύνθηκαν από το Φούρστενγκρουμπ και έμειναν σε αυτό σχεδόν μόνο  Εβραίοι κυρίως από την Πολωνία.

Αυτή η κατάσταση έδινε τη δυνατότητα μεγαλύτερης συνοχής και αλληλοβοήθειας μεταξύ των κρατουμένων. μπορούσες να μιλήσεις τη γλώσσα σου, τη γίντις.[13]  να αναπολήσεις κοινά βιώματα.  να νιώσεις εκείνο το ανθρώπινο ¨κάτι¨ για τον διπλανό σου.

  Ο Σάμι ψυλλιάστηκε πως κάτι κακό ερχόταν, όταν συνδύασε τις πληροφορίες για την έκβαση του πολέμου με τις μετακινήσεις των κρατουμένων. Ένας φιλαράκος του από την κουζίνα του στρατοπέδου του είπε ένα βράδυ: «Ξέρεις Σάμι πολλοί από εδώ έφυγαν για το Μάουτχαουζεν, πρέπει να προσέχουμε. Αν βρεθούμε εκεί θα πεθάνουμε σίγουρα».

«Και τι να κάνουμε δηλαδή;» ρώτησε ο Σάμι

«Έχεις άκρες στο νοσοκομείο κάτω στο Μπιρκενάου;» απάντησε ο φίλος.  «Όχι πια»!

«Τότε θα κανονίσω και για τους δυο μας. Είσαι μέσα;»,

«Είμαι»!

Σε δύο ημέρες ο Σάμι ήταν στην ομάδα εργασίας για τα καζάνια, ο φιλαράκος είχε δωροδοκήσει τον Κάπο με καλές μερίδες φαγητού. Την ώρα της δουλειάς ο Σάμι έμαθε τις λεπτομέρειες.

«Θα κανονίσουμε να χυθεί πάνω μας καυτή σούπα, για να πάμε στο αναρρωτήριο».

«Και τι θα γίνει εκεί , θα μας πάνε για τα αέρια» είπε τρομαγμένος ο Σάμι.

«Είσαι βλάκας» του απάντησε ο φίλος, «έχω μιλήσει με το ¨γιατρό¨, θα μας στείλουν κάτω στο Μπιρκενάου για ανάρρωση κι εκεί θα γίνουμε αυτομάτως καλά».

«Μα πώς;» αναρωτήθηκε ο Σάμι.

«Δε θα έχουμε μεγάλο έγκαυμα βρε Σάμι, εδώ είναι το κόλπο. Το λίγο θα το κάνουν πολύ εδώ και μόλις φτάσουμε κάτω θα ξαναγίνει λίγο. Να είναι καλά τα λουκάνικα που έστειλα κάτω»

-/-

Μέχρι να στηθεί η ¨δουλειά¨ ο Σάμι και ο φιλαράκος του, ο Όττο, είχαν κάμποσο χρόνο να ανταλλάξουν πληροφορίες και εικόνες από τη θυσία των Εβραίων της οποίας ήταν μάρτυρες αν όχι και συμμέτοχοι.

Στο ανθρακωρυχείο δεν υπήρχαν τα πολύωρα προσκλητήρια, ούτε ξεκάρφωτα κομάντο  χωρίς σκοπό ή μάλλον με κρυφό, αλλά σαφώς διατυπωμένο σκοπό την εξόντωση των υπανθρώπων Εβραίων και Σλάβων. Ταυτόχρονα οι φρουροί ήταν πιο ανεκτικοί προς τις ¨παρέες¨ των κρατουμένων, ειδικά τις Κυριακές.

Σε μια από αυτές τις κουβέντες ο Όττο ρώτησε: «Σάμι, γιατί έφυγες από κάτω;», «Έπρεπε να φύγω, οι μεταφορές ήταν όλο και πιο λίγες με αποτέλεσμα οι εσωτερικές διαλογές να είναι όλο και πιο πυκνές».

«Δηλαδή;» ρώτησε ο Όττο. «Δεν υπήρχαν ¨ταξιδιώτες¨ φίλε και τα κρεματόρια ήθελαν ¨υλικό¨. Κάθε ημέρα σε κάποιο τμήμα του Lager γίνονταν διαλογές με κάθε φορά διαφορετικά κριτήρια, ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των υποψήφιων νεκρών».



[1]   Στις 30 Ιουνίου του 1943 έγιναν τα ¨εγκαίνια¨ του πρώτου σπιτιού στον Α΄ όροφο του Μπλοκ 14, αριστερά από την είσοδο στο Άουσβιτς 1.

[2]   Από όλους αυτούς επέστρεψαν στο τέλος του πολέμου γύρω στα 300 άτομα στη χώρα τους, δηλαδή επέζησε το 0,5%!

[3]   Ένα από τα βασανιστήρια του Άουσβιτς ήταν και η ¨κούνια του Μπόγκερ¨, όπου ο κρατούμε-νος δενόταν πισθάγκωνα από ένα ξύλο και κρέμονταν ανάποδα ενώ μαστιγώνονταν ανηλεώς.

Η ¨κούνια¨ ήταν μια παραλλαγή του εργαλείου των Ιεροεξεταστών γνωστού με το όνομα ¨strappado¨, όπου τα θύματα δένονταν κι εκεί πισθάγκωνα και κρεμόταν με βαρίδια στα πόδια με αποτέλεσμα το τέντωμα και την εξάρθρωση των άκρων.    

Ένα άλλο διάσημο βασανιστήριο του Μπόγκερ ήταν το ¨καλάμι¨. ‘Έβαζε ένα καλάμι στο λαιμό του κρατούμενου και πατούσε σε αυτό μέχρι ο κρατούμενος να πεθάνει.

Ο Μπόγκερ ήταν σαδιστής και γνωστός ως ο “Τίγρης του Άουσβιτς”!

[4]   Ο τοπικός αρχηγός του ναζιστικού κόμματος, που κατηγορήθηκε ότι έδωσε εντολή να καεί ο αχυρώνας, διέφυγε της δικαιοσύνης. Συνελήφθη από τους Αμερικανούς το 1945 αλλά αφέθη-κε ελεύθερος για άγνωστους λόγους και έζησε για δεκαετίες με άλλο όνομα.

[5]    Αυτή ήταν μια πρακτική που ακολουθούσαν οι Γερμανοί ειδικά στο Δυτικό Μέτωπο, όταν πλησίαζαν σε χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι στρατιώτες. Στο Ανατολικό Μέτωπο όταν πλησίαζε ο Κόκκινος Στρατός οι Γερμανοί έφευγαν τρέχοντας … 

[6]  Η νεωτερικότητα (modernity)τείνει να ταυτίζεται με την απόπειρα να απαντηθούν τα μείζονα ερωτήματα της πολιτικής, της οικονομίας και της γνώσης, με κοσμικούς και όχι μεταφυσικούς- θεολογικούς όρους.  

Η θέση αυτή παραπέμπει στη σύγκρουση με το κατεστημένο, όπως η θρησκεία για παράδειγμα , και γενικότερα στην άρνηση κάθε αυθεντίας Αυτές οι τάσεις  δίνουν νέες δυνατότητες και ελευθερίες και ταυτόχρονα -και δυστυχώς- κυριαρχίας, την ίδια στιγμή.

Μπορούμε να πούμε –χωρίς να κάνουμε λάθος- ότι η ασφάλεια και η εμπιστοσύνη συνυπάρχουν και συνδέονται με τον κίνδυνο και την δυνατότητα πλήρους καταστροφής λόγω της στρατιωτικής ισχύος.

[7]   Απόσπασμα από ένα κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλη, που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του στην εφημερίδα Αυγή τον Απρίλιο του 2011.

[8]   Οι στίχοι ανήκουν στον  František Bass, έγκλειστο του Τερεζίν, παιδί 14 χρόνων γεννημένο στο Μπρνο το 1930! 

[9]   Δε θα μάθουμε ποτέ αν η επιλογή εμπεριείχε και την ¨ειρωνεία¨ που σηματοδοτούσε ο εβραϊ-κός χαρακτήρας της πόλης. Μια εβραϊκή πόλη έγινε συνειδητά από τους Γερμανούς το αιώνιο σύμβολο της εβραϊκής γενοκτονίας, το αιώνιο σύμβολο του αντισημιτικού μίσους τους.

[10]   Η Ταβιθά και η Ίλσε μαζί με τα παιδιά τους πέθαναν από τα αέρια την Παρασκευή. Την επό-μενη ημέρα, το Σάββατο της 7ης /10/1944 έγινε η εξέγερση των sonderkommandos στα κρεματόρια, στην οποία πήραν μέρος και πολλοί Έλληνες Εβραίοι. Γύρω στα 500 άτομα δολοφονήθηκαν εκείνη την ημέρα.

[11]   Ο Γουίλι Βέμπερ επιβίωσε του Ολοκαυτώματος και βρήκε τον άλλο γιο του που είχε καταφύγει στη Σουηδία.

[12]   Σε 2 μήνες δολοφονήθηκαν 320.000 άνθρωποι. Γύρω στα 6.000 άτομα το 24ωρο, ήταν το φρικιαστικό ρεκόρ αυτού το εργοστασίου παραγωγής  στάχτης!

[13]  Γίντις ήταν ή γερμανοεβραϊκή γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι Ασκενάζι στην κεντρική και τη βόρεια Ευρώπη. Ο όρος προέρχεται από την γερμανοεβραϊκή λέξη Jddisch, που σημαίνει «εβραϊκά».

Δεν υπάρχουν σχόλια: