30 Μαρτίου 2024

ΣΤΗΝ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ .ΜΕΡΟΣ 13. ΣΠΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Όττο έσκυψε το κεφάλι του. εγώ ¨ήρθα¨ από τη Ρουθηνία, στα Καρπάθια, και αμέσως μπήκα στο ¨κομάντο της πατάτας¨ . Στη συνέχεια με πήγαν στα μαγεριά. ήταν ζεστά, δεν πεινούσα, αλλά είχε πολύ ξύλο ρε φίλε. Μάλλον έχω χάσει πολλά».

«Άρα ήσουν καλά φιλαράκο. Στη ράμπα θέλει κότσια και ψυχραιμία για να μη σπάσεις το κεφάλι σου στα βαγόνια ή για να μη σπάσεις το κεφάλι κάποιου SS”.  Ο Σάμι άρχισε να κλαίει. «Σταμάτα, αν σε δουν οι SS μπορεί α σε τσακίσουν στο ξύλο, αφού το ξέρεις πως είναι απρόβλεπτοι».

«Θα σου διηγηθώ μερικά τρομερά γεγονότα που έζησα, που είδα χωρίς να είμαι συμμέτοχος ή που άκουσα από τρίτους.

»Ένα πολύ δύσκολο έργο ήταν οι αποστολές με τους πολλούς νεκρούς. Όταν το ταξίδι  ήταν πολυήμερο και ταυτόχρονα η αποστολή ήταν πολυάριθμη, στα βαγόνια βρίσκαμε μόνο ή σχεδόν μόνο νεκρούς. Σκέψου να είσαι αναγκασμένος να βγάζεις 100 πτώματα στοιβαγμένα ως σαρδέλες, κολλημένα από τη σήψη τους με μια ανυπόφορη μυρωδιά και με τα ρόπαλα στην πλάτη σου … τι κάνεις φίλε, πώς αντέχεις, πώς συνεχίζεις;

»Και τότε έβλεπες ένα κοριτσάκι, ένα αγοράκι, ένα μικρό παιδί τέλος πάντων να βγαίνει μέσα από το βαγόνι χαμένο, ζαλισμένο, πεινασμένο, διψασμένο και πριν προλάβεις να το βοηθήσεις –αν το έκανες θα πέθαινες αυτοστιγμεί- να βλέπεις το κεφαλάκι του διαλυμένο από τον πυροβολισμό του SS δίπλα σου … τότε τρελαίνεσαι ή όχι φίλε;».

Ο Σάμι σταμάτησε, δε μπορούσε να συνεχίσει. Πήρε ανάσες και ρώτησε τον Όττο: «Φίλε τι ξέρεις για τα καροτσάκια ;», ο Όττο κούνησε το κεφάλι του αρνητικά «Τίποτα»!

«Ένα πρωί, όταν ήμουν στον ¨Καναδά¨, διαταχθήκαμε να πάμε σε μια από τις αποθήκες του και να βοηθήσουμε το εκεί κομάντο.  Εύκολη δουλειά μας είπε ο Άντον, ο Κάπο μας. Έτσι ήταν, η δουλειά ήταν απλή. να τακτοποιούμε παιδικά καροτσάκια σε πεντάδες σε μια σειρά με εκατοντάδες πεντάδες».

«Με δουλεύεις Σάμι; Πού βρέθηκαν όλα αυτά τα καροτσάκια;» είπε ο Όττο.

«Όχι εκατοντάδες αλλά χιλιάδες καροτσάκια σε όλα τα μεγέθη, σε όλα τα χρώματα σε καλή ή κακή κατάσταση, αλλά άδεια φίλε, άδεια από ζωή … τα δικά μας παιδιά δεν ήταν μέσα σε αυτά … ήταν νεκρά, είχαν γίνει στάχτη.

»Και οι δικοί μας άνθρωποι με τη συνοδεία και την απειλή των SS τα έσπρωχναν στο δρόμο για το σταθμό, θα τα φόρτωναν στο τρένο για το Βερολίνο»!

«Σάμι δε σε πιστεύω! Δηλαδή σε αυτά τα παιδικά καρότσια θα έβαζαν οι Γερμανοί τα δικά τους ¨ανώτερα¨  παιδιά, στα καροτσάκια που ¨μόλυναν¨  το δικά μας παιδιά; Το πιστεύεις αυτό;»

«Όττο, ξύπνα! Δεν είναι αυτό το μείζον, αλλά η απουσία των δικών μας παιδιών! Γιατί Όττο, γιατί σκοτώνουν τα παιδιά μας;».

Ο Σάμι είχε ανάγκη να πιει λίγο νερό, δεν μπορούσε να συνεχίσει. Εκείνη την ώρα έβρεχε και ο Σάμι ήταν έτοιμος να βγει έξω από την παράγκα μέσα στη βροχή, ώστε αυτή να γίνει το καθαρτήριο του. Δεν το έκανε. σκέφτηκε πως θα πέθαινε από πνευμονία μετάα από κάποιες ημέρες ή από σφαίρα σε επόμενα δευτερόλεπτα.

Πέρασαν αρκετές ημέρες κι εκεί ανάμεσα στα καζάνια με τη νερόσουπα ο Σάμι πλησίασε και ρώτησε το φίλο του: «Ε, Όττο γνωρίζεις για το δεκανέα Moll?».

«Όχι φίλε, ποιος είναι αυτός;» απάντησε ο Όττο.

«Ο μέγιστος δολοφόνος του Μπίρκεναου, μέλος της φρουράς στα κρεματόρια που ερχόταν και στη ράμπα, όταν υπήρχε μεγάλο πρόβλημα, αυτό με τους πολλούς νεκρούς που σου έλεγα πριν μέρες.

»Στη ράμπα τα μικρά παιδιά τα πιάνει από τα πόδια, τα κτυπά στο έδαφος, τους σπάει το κρανίο και τα πετά σα σκουπίδια πάνω στα φορτηγά που περιμένουν παραπέρα.

»Είναι ένα κτήνος, ένας σαδιστής, ένα απάνθρωπο τέρας. εκπρόσωπος της ¨ανώτερης¨ φυλής, εκπρόσωπος των πολιτισμένων Γερμανών αφεντάδων μας».

Ο Όττο ανατρίχιασε, πίστευε πως ο θάνατος των άμοιρων ομοεθνών του επερχόταν με πιο ήρεμο τρόπο, τον ανακούφιζε κάπως αυτή η σκέψη.

«Όταν ο Moll βρισκόταν στους θαλάμους αερίων έκανε τα ίδια και ακόμα χειρότερα. Άφηνε τους θαλάμους να γεμίσουν και λίγο πριν κλείσουν τις πόρτες έπαιρνε από τις γυμνές μανάδες τα μικρά παιδιά, τα κτυπούσε με το κεφάλι στον τοίχο και τα πετούσε στο θάλαμο. Μα η πλέον αποτρόπαια πράξη του ήταν κάτι που δε μπορεί να το συλλάβει ο κοινός ανθρώπινος νους: τα βρέφη και τα αδύναμα παιδιά κυριολεκτικά τα έσχιζε στη μέση, ζωντανά φίλε, και τα πετούσε στο θάλαμο. Σκέψου τις μανάδες!

»Αυτές τις σκηνές στους θαλάμους αερίων δεν τις είδα, μου τις διηγήθηκε ένας δικός μας sonderkomando εκεί στη ράμπα. έρχονταν εκεί όταν είχαμε αποστολές με πολλούς νεκρούς, όπως σου είπα».

Ο Όττο δε μιλούσε πλέον. Κοίταζε αμήχανος τον Σάμι που έκλαιγε και πάλι. «Γιατί κλαις τώρα πάλι; Τι σκέφτεσαι;».

«Θα σου πω μια ακόμα σκηνή από τη ράμπα. Όταν οι SS έβλεπαν μητέρες με παιδιά στην αγκαλιά ή με παιδιά σε καροτσάκι αφήνιαζαν. Δεν ξέρω γιατί. Τότε οι SS ορμούσαν πάνω στις μανάδες που παρακαλούσαν, που έτρεμαν, που ωρύονταν, που ούρλιαζαν, που λιποθυμούσαν, που έπεφταν στα πόδια των ναζί, αλλά αυτοί δε χαμπάριαζαν.

»Τραβούσαν τα παιδιά από την αγκαλιά ή τα καροτσάκια, σκιζόταν η καρδιά μας … στα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα μάνα και γιος ή μάνα και κόρη ήταν νεκροί, εκεί στη ράμπα».

Ο Σάμι ήταν κάτασπρος, σχεδόν διάφανος είχε γίνει! Ο Όττο φοβήθηκε πως θα του έμενε στα χέρια από στιγμή σε στιγμή.

«Πού είναι τα παιδιά μου, η γυναίκα μου και η μητέρα μου Όττο; Μήπως έχουν ήδη περάσει τα ίδια με αυτά που σου περιέγραψα; Μήπως ο Moll κακοποίησε τα παιδιά μου;

»Η αβεβαιότητα με σκοτώνει λίγο, λίγο  και ταυτόχρονα με δυναμώνει ώστε να μείνω ζωντανός για να τους βρω αν ζουν ή να μάθω πως πέθαναν».

-/-

Στα μέσα του Δεκεμβρίου οι δύο φίλοι σουλατσάριζαν στο Μπιρκενάου, ¨κρύφτηκαν¨ πίσω από τα καζάνια του και περίμεναν τις εξελίξεις του πολέμου.

Έπρεπε να γίνουν όσο το δυνατό πιο αόρατοι στους Κάπο που έβλεπαν να πλησιάζει  το τέλος τους και γίνονταν πιο σκληροί, αλλά ταυτόχρονα έψαχναν τα μεταπολεμικά τους άλλοθι στήνοντας γέφυρες με κάποιους από τους κρατούμενους.

Ο Σάμι ξαναβρήκε τον Φιλιπ, τον παράξενο αυτόν ¨φίλο¨ και προστάτη του…

Η ράμπα δεν είχε πια πολύ δουλειά …


 

Από τη Δευτέρα 15 Γενάρη του 1945 όλοι ήταν σε υπερδιέγερση στο στρατόπεδο.

 Εκείνη την ημέρα χιλιάδες κρατούμενοι πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρει κανείς τους τον τόπο προορισμού τους.

Στα μέσα της εβδομάδας, όταν γινόταν μια άλλη μεγάλη επιλογή, έμαθαν ότι τα αυλάκια δίπλα στους δρόμους που περνούσαν οι κρατούμενοι γέμιζαν πτώματα. 

Θα ήταν περίπου 1.500 άντρες που επιλέχτηκαν από τα SS το αμέσως επόμενο σαββατιάτικο απόγευμα. Κανείς δεν ήξερε το πώς και το γιατί επιλέχτηκαν. Όπως κάθε διαλογή έκρυβε μυστήριο και ποτέ δεν ήταν για το καλό των κρατουμένων.

Αχάραγα της Κυριακής -την 21η  Γενάρη- τους μάζεψαν στην Apellplatz, τους μέτρησαν και ξεκίνησαν. Με μια τρύπια κουβέρτα στους ώμους, ένα ξερό καρβέλι ψωμί παραμάσχαλα, τη διάρροια και την πείνα μέσα τους, τα σκυλιά των SS και τα ¨σκυλιά¨ SS, που θα τους συνόδευαν στο άγνωστο, δίπλα τους.

 Όταν πέρασαν την πύλη είδαν πως δεν τους περίμεναν ούτε φορτηγά βαγόνια τρένου ούτε φορτηγά αυτοκίνητα. Αντίθετα καμιά δεκαριά χειράμαξες ήταν ήδη φορτωμένες και περίμεναν τα ¨άλογά¨ τους. Όλοι οι κρατούμενοι έφευγαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από  τις χειράμαξες, αλλά αυτή η πρακτική δεν θα έσωζε κανέναν. τις ημέρες που έρχονταν σχεδόν όλοι με τη σειρά ή τυχαία θα ¨ζεύονταν¨ τις χειράμαξες με τα προσωπικά είδη των Capo και των SS.

Και ήταν κι εκείνες οι χειράμαξες –οι βαρύτερες όλων- με τον εξοπλισμό του μαγειρείου, μόνο για την εξουσία βέβαια θα χρησιμοποιείτο ο εξοπλισμός.

 Έξω από την πύλη τους σταμάτησαν και τους γαύγισαν μια φράση: «Όποιος γλιστρήσει και πέσει ή ξεμείνει πίσω από αδυναμία θα πυροβολείται επί τόπου». τότε κατάλαβαν –επιβεβαίωσαν την αρχική τους ιδέα- πως βρίσκονταν πλέον σε άλλη μια πορεία θανάτου. Αλλά γιατί τόσο λίγοι; Όσοι επιζούσαν θα μάθαιναν την απάντηση: τους πήγαιναν στα νταμάρια και είχαν διαλέξει τους λιγότερο αδύνατους.

Βέβαια ήταν μαζί τους και αρκετοί άρρωστοι και Muselmanner που ζήτησαν οι ίδιοι να περπατήσουν, παίζοντας με την ελάχιστη πιθανότητα να επιζήσουν.

Οι SS τους πήραν μαζί, ήξεραν ότι μετά από 5 το πολύ 10 χιλιόμετρα θα είναι νεκροί.

Τα SS εκτελούσαν την εντολή του Χίμλερ. ¨Αδειάστε τα στρατόπεδα, σκοτώστε όσους μπορείτε και τους υπόλοιπους φέρτε τους μέσα στο Ράιχ¨.

Τρελή διαταγή;

Όχι, ήταν φανερό πλέον πως ο Χίμλερ ήθελε να κάνει κοινωνούς των εγκλημάτων του όλους τους Γερμανούς, όλοι θα έβλεπαν τους εξαθλιωμένους να περνούν και θα καταλάβαιναν –και οι πλέον αδαείς- τι γινόταν τόσα χρόνια στην Ανατολή.

Αλλά πώς θα αντιδρούσαν οι Γερμανοί; Αυτό το ερώτημα βασάνιζε από καιρό –απ΄ όταν άρχισαν οι πορείες- τους κρατούμενους στα στρατόπεδα. υπήρχαν ανάμεσά τους διάφορες απόψεις: από την άκρα αδιαφορία που θα έδειχναν οι πολίτες, έως την πλήρη αγανάκτηση των πολιτών. κάποιοι μιλούσαν και για εξέγερση ακόμα , που δήθεν θα πυροδοτούσε η θέαση χιλιάδων ζωντανών – νεκρών περιπατητών.

Ο Σάμι δεν είχε ξεκάθαρη άποψη, ήλπιζε σε μια κάπως ουδέτερη –όχι πάντως αρνητική- στάση του πληθυσμού. Γρήγορα θα άλλαζε άποψη.

Ο Χίμλερ δεν ήθελε με τίποτα να βρουν οι Ρώσοι ούτε έναν από τους κρατούμενους στα στρατόπεδα. Και οι Ρώσοι κυριολεκτικά τους κυνηγούσαν τους Γερμανούς. Ο υπόκωφος ήχος των ρωσικών πυροβολαρχιών ήταν τόσο έντονος πια και τόσο ευχάριστος για τους κρατούμενους, όσο δυσάρεστος ήταν για τους Γερμανούς και λοιπούς φιλοναζί φρουρούς.

Ο γερμανικός πληθυσμός στα ανατολικά της χώρας έτρεμε, γιατί πλέον ήξερε για τα αίσχη –εγκλήματα (βιασμοί, μαζικές δολοφονίες, κλεψιές) που διαδραματίστηκαν πέρα μακριά στην Ανατολή και με αγωνία περίμενε την τιμωρία. Αυτήν που μπορούσαν να αποτρέψουν μόνο οι  ¨ήρωες¨ των SS -έτσι φαντάζονταν και πίστευαν οι Γερμανοί μέσα στον πανικό τους. Άρα -σκέφτονταν και το έδειχναν- συμπλέουμε με όσους μπορούν να μας βοηθήσουν. τους βοηθάμε στη ¨δουλειά¨ τους, ζήτω τα SS.

Αντίθετα πέρα στη Δύση ο πληθυσμός σήκωνε λευκές σημαίες και καλωσόριζε τους Αμερικάνους, αλλά τίποτα από αυτά δεν γνώριζαν ο Σάμι και οι συγκρατούμενοί του.

Είχε πολύ κρύο μετά το νυχτερινό χιόνι και ο βόρειος άνεμος πάγωνε τα πάντα, Σύντομα οι κουβέρτες πάγωσαν και κοκάλιασαν στους ώμους των πεζοπόρων, τα ξυλοπάπουτσα γλιστρούσαν στον πάγο και αρκετοί από τους πιο αδύναμους άρχισαν να πέφτουν κι ήταν αυτό εκτός από οδυνηρό και επικίνδυνο, έως θανατηφόρο.

Αν τους έβλεπαν οι SS θα τους πυροβολούσαν, τους το είχαν ξεκαθαρίσει. Όσοι είχαν μαζί τους λουρίδες από κουρέλια για εσώρουχο τις έδεσαν στα κάτω άκρα τους και προσπάθησαν να περπατήσουν στον πάγο …

Πήραν τη δημοσιά κατά το Wodzisław Śląski, είχε πολλά τρένα εκεί το ήξεραν όλοι οι Πολωνοί κρατούμενοι και κατάλαβαν πως όδευαν για το παλιό Ράιχ.

Μετά από 8 χιλιόμετρα βρέθηκαν στις όχθες του Βιστούλα στην περιοχή της Wola με τα ανθρακωρυχεία στις παρυφές του μεγάλου δάσους του Łęg.

Ούτε λόγος να σταματήσουν, τα πάντα ήταν παγωμένα κι επίπεδα.

Οι χειράμαξες έτριζαν πάνω στον πάγο και γλιστρούσαν εύκολα χωρίς πολύ κόπο, όμως ελλόχευε πάντα ο κίνδυνος να βρεθούν ανάποδα στο αυλάκι πλάι στο δρόμο.

Ήδη τρεις κρατούμενοι έμειναν για πάντα στην άκρη του δρόμου με σπασμένα κρανία από τον υποκόπανο των τουφεκιών των SS και τα ρόπαλα των Κάπο, επειδή οι χειράμαξες τούμπαραν.

 O Σάμι αντικατέστησε έναν από τους νεκρούς μέχρι το επόμενο χωριό το Międzyrzecze γύρω στα 4 χιλιόμετρα απόσταση. Ήταν τυχερός, γιατί η διαδρομή αποτελούνταν από δυο ευθείες που ενώνονταν με μια αριστερή κλειστή στροφή και ήταν εντελώς επίπεδη, θα έλεγε κανείς ξεκούραστη ακόμα και για αυτά τα περιπλανώμενα ¨πτώματα¨.  

Είχαν περπατήσει περίπου έντεκα χιλιόμετρα σε τέσσερις ώρες και ήδη είχαν παγώσει. Δεν είχαν συναντήσει άνθρωπο ούτε για δείγμα, τους περίμεναν άλλα σαράντα επτά χιλιόμετρα και όλοι φοβόντουσαν την ερημιά, όπου θα ήταν εύκολο να τους σκοτώσουν όλους, αυτό ψιθύριζαν μεταξύ τους οι κρατούμενοι.

Αργά το απόγευμα σταμάτησαν στην άκρη ενός μικρού οικισμού, του Brzezce. Και πάλι ψυχή δεν κυκλοφορούσε και δεν ήταν μόνο η παγωνιά. Οι κάτοικοι είχαν υποστεί πολλά βασανιστήρια και εξιλασμούς από τους Γερμανούς στη διάρκεια της πεντάχρονης κατοχής, οπότε οι 500 περίπου κάτοικοι κυριολεκτικά κλείστηκαν στα μικρά σπίτια τους με την εντολή να μην πλησιάσουν την πορεία.

Μερικοί κρατούμενοι, ψάχνοντας να αφοδεύσουν, συνάντησαν μια κυρούλα κι ζήτησαν λίγο φαγητό. Εκείνη τους είπε τις τρομερές ιστορίες και χάθηκε πίσω από ένα φράχτη, ψιθυρίζοντας πως «θα γύριζε με μια ποδιά πατάτες και λίγα αυγά» και η μικρή ομάδα των κρατουμένων αναθάρρησε «θα φάμε κάτι» έλεγαν ο ένας στον άλλο.

Ένας αιμοβόρος Κάπο, ένας Γερμανός φονιάς από τη Δρέσδη, τους άκουσε και τους την ¨έστησε¨ στο μισοσκόταδο μαζί με τέσσερις SS.

Κανείς κρατούμενος δεν πρόλαβε να πάρει ούτε μια μπουκιά.

Πρώτη πυροβολήθηκε η γριούλα με τις πατάτες και στη συνέχεια πέντε ομάδες με τέσσερεις  κρατούμενους τη φορά στήθηκαν στην άκρη του δρόμου και δολοφονήθηκαν όλοι τους.

Για μερικές πατάτες εικοσιένα άτομα σκοτώθηκαν εν ψυχρώ για παραδειγματισμό. Εκεί στην άκρη του δρόμου, τότε στην λήξη του πολέμου, και ήταν αδύνατο να εξηγήσεις την τόση απανθρωπιά. Ήταν αδύνατο σε όλους αυτούς τους νεκροζώντανους  ¨βαδιστές του πουθενά¨ να βρουν έστω και μια λογική αιτία, για όσα συνέβαιναν σε αυτή την παγωμένη κι έρημη γωνιά του κόσμου που δε διακυβευόταν απολύτως τίποτα.

Μόνο μέσα από την παράνοια και την εκδικητικότητα ενός λαού, που παρέδωσε την ψυχή του σε έναν ¨σύγχρονο διάβολο¨  όχι για την απόλυτη γνώση –όπως αρχικά έκανε εκείνος ο πρόγονός τους ο Φάουστ- αλλά με στόχο την απόλυτη εξουσία, τουλάχιστον στην Ευρώπη,  θα μπορούσε κάποιος από αυτούς τους εξ ανάγκης ¨ βαδιστές¨ να εξηγήσει τα τελευταία γεγονότα! [1]

Κι αν –αυτός ο μισοζώντανος σκεπτόμενος- είχε κατορθώσει να διαβάσει ολόκληρο το κείμενο του Γκαίτε θα σκεφτόταν ότι ¨ Κατά τη διάρκεια του της απάνθρωπης πορείας του ο Φάουστ μετάνιωσε για τη συμφωνία¨, κάτι  που δεν έκανε σχεδόν κανείς από όλους αυτούς τους σύγχρονους αντικατοπτρισμούς του κατά την 6ετή τους πορεία προς τον όλεθρο, ούτε και κατά την επόμενη 6ετία που βάφτηκαν με τα χρώματα του πολέμου.

Η ξεκούραση τελείωσε άδοξα, οι αγριοφωνάρες των Γερμανών έβαλαν πάλι σε κίνηση τη νεκρική πομπή …  τα πτώματα έμειναν άταφα στην άκρη της δημοσιάς …

Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα τους σταμάτησαν πάλι. Οι SS και οι Κάπο στήθηκαν δεξιά και αριστερά του δρόμου και δόθηκε η διαταγή: «Τρέξτε»!

Κι έτρεξαν τα ¨πτώματα¨, κι έτρωγαν ροπαλιές  και κλωτσιές κι έπεφταν ένα, ένα και άκουγαν οι υπόλοιποι την αχρείαστη χαριστική βολή, κι όλο έτρεχαν.

Όταν ¨ζεστάθηκαν¨ από το τρέξιμο, ακούστηκε νέα διαταγή: «Αλτ, όλοι ακίνητοι»!

Θα γινόταν νέα καταμέτρηση, τους είπαν, για να δουν πόσοι πέθαναν. Αλλά η καταμέτρηση αργοσερνόταν! Πάγωσαν, ξύλιασαν! ¨Πνευμονία¨ ξανασκέφτηκε ο Σάμι …  

Το επόμενο μεσημέρι 1350 νεκροζώντανα, παγωμένα  υπολείμματα ¨ανθρώπων¨ έφταναν επιτέλους στο σιδηροδρομικό σταθμό της Wodzisław Śląski και κατασκήνωσαν –τρόπος του λέγειν- πίσω από τις γραμμές σε ένα παγωμένο άδεντρο χωράφι.

Ο Σάμι στη διάρκεια της πορείας βρέθηκε δίπλα στους άνδρες με τα ροζ τρίγωνα που είχαν φτάσει μαζί του στο Άουσβιτς και  οι οποίοι ήταν πάντα πολύ καλά πληροφορημένοι. Ένας μάλιστα, ο Χανς, τον είχε βοηθήσει -χωρίς να το ξέρει ο Σάμι είχε μιλήσει στο ¨Κάπο του¨-,  ώστε νε βρεθεί ο Σάμι στο κομάντο του ¨Καναδά¨ με το πρόσχημα ότι ήταν ράφτης και θα μπορούσε να διαλέγει αξιόπιστα και με μια ματιά τα ρούχα των δολοφονημένων Εβραίων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη Γερμανία και αργότερα τον βοήθησε να ξεκουραστεί για λίγες ημέρες στο αναρρωτήριο.

 νΤώρα - ήταν πάλι στην παρέα του. «Πού μας πάνε;» ρώτησε ο Σάμι, για να του απαντήσει ο Χανς: «Στο Γκρος-Ρόζεν και από εκεί στο Μπούχενβαλντ».

Κόκαλο ο Σάμι! Θυμήθηκε τα λόγια του φίλου του στο Φούρστενγκρουμπ. Κατάλαβε το λάθος του. Μάουτχαουζεν ήταν το στρατόπεδο του φοβόντουσαν, εκείνο με τη σκάλα  την πλατιά, ¨των δακρύων τη σκάλα¨ όπως  χρόνια αργότερα θα την χαρακτήριζε ο ποιητής! [2]

«Για να σπάμε πέτρες στα λατομεία των στρατοπέδων μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και τότε πιθανολογώ ότι  θα μας σκοτώσουν».

«Εσάς τους Εβραίους σίγουρα θα σας δολοφονήσουν», συμπλήρωσε ο Χάνς.

Ο  Σάμι τινάχτηκε, δεν περίμενε τέτοια απάντηση, ήταν κι εκείνες οι κουβέντες για την αντίδραση των Γερμανών στη θέα χιλιάδων ρακένδυτων που του είχαν δώσει ελπίδα και τώρα ο Χανς τα ανάτρεπε όλα με το συλλογισμό του.

Και ο Χανς ήταν πάντα ενημερωμένος. Ο Σάμι πραγματικά κλονίστηκε όταν άκουσε τα όσα είπε ο ¨ιδιαίτερος¨ αυτός Γερμανός.

Ο Χανς τον ρώτησε, «Από πού είσαι τελικά, φίλε;» και τότε ο Σάμι για πρώτη φορά στην πορεία συνειδητοποίησε που βρίσκονταν. Πλησίαζαν το χωριό του.

«Από αυτά τα μέρη» του είπε.

«Από τη Ράσιμπορτζ. Για την ακρίβεια από ένα χωριό δίπλα στην πόλη».

«Μα αύριο θα είμαστε εκεί, με τα πόδια θα πηγαίνουμε προς τα επάνω, βορειοδυτικά, έως ότου συναντήσουμε άδειο τρένο» είπε ο Χανς και τον κοίταξε με νόημα.

«Έχεις πουθενά να κρυφτείς, αν το σκάσεις;» ρώτησε και πάλι ο Χανς.

«Μα πώς;» απάντησε με ερώτηση ο αιφνιδιασμένος Σάμι.

 «Αλλά ναι, τα ξέρω καλά τα μέρη, ήμουν και με τους παρτιζάνους στα γύρω».

«Θα με βοηθήσεις, θα έρθεις μαζί μου;»  ρώτησε ο Σάμι.

Και ακαριαία σκέφτηκε πως έκανε πατάτα, πως προδόθηκε!

Είχε ξεχάσει πόσο ¨κολλητός¨ ήταν ο Χανς με έναν από τους Κάπο, τους είχε δει να μένουν πίσω στην φάλαγγα και όχι μόνο.

Αλλά ο Χανς ήταν Γερμανός και πήγαινε στη χώρα του, έστω και κινδυνεύοντας στους παγωμένους δρόμους, ήταν και καλοταϊσμένος οπότε μπορούσε να αντέξει στις κακουχίες.

 Δεν ήθελε να το σκάσει, όσο είχε την προστασία του Κάπο ήξερε πως θα έφτανε στη Γερμανία κι εκεί τους είχαν δηλώσει πως θα τους επανέντασσαν στην Volksgemeinschaft, αν βοηθούσαν το Ράιχ ως Γερμανοί που ήταν.

Η απάντησή του ήταν μονολεκτική, κοφτή και  ¨γερμανική¨:  «Nein – όχι!»


 

Όμως ο Χανς ήταν και εχθρός του ναζισμού, οπότε θα βοηθούσε κάθε άλλον εχθρό του Ράιχ και ο Σάμι, χωρίς να το θελήσει ποτέ, είχε γίνει εχθρός του Ράιχ απλά και μόνο επειδή ήθελε να επιζήσει.

Θα τον βοηθούσε λοιπόν τον Σάμι ο Χανς.

Έτσι ρώτησε τον Σάμι για τη διαδρομή «Για πες μου την τοπογραφία του δρόμου μέχρι τη Ράσιμπορτζ» είπε. «Θέλω να σε βοηθήσω, να το σκάσεις, θα σου δώσω και φαγητό».

Ο Σάμι είδε στα μάτια του Χανς την αντιχιτλερική φλόγα και άρχισε χαμηλόφωνα να του περιγράφει τη διαδρομή. Τι είχε να χάσει; Ήξερε πως στα 220 παγωμένα χιλιόμετρα μέχρι το Γκρος-Ρόζεν, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να πεθάνει, πρωτίστως από την πείνα και το κρύο και δευτερεύοντος από τα δολοφονικά ένστικτα των μόνιμα μεθυσμένων Κάπο και των ανεξέλεγκτων πλέον SS.

Αποφάσισαν πως όλα πρέπει να γίνουν στα τέσσερα χιλιόμετρα μεταξύ των στάβλων του Ρζούχοφ, που αρχίζουν οι ανηφόρες του δρόμου, και του δάσους της Ακτής –του χωριού του- που αρχίζουν οι κατηφόρες για να φτάσει ο δρόμος στο ποτάμι, τον Όντερ.

Ο Χανς άφησε μόνο του τον Σάμι κι έψαξε να βρει τον φίλο του τον Κάπο. Πέρα από την έγνοια για την επικείμενη απόδραση του Σάμι είχε να σκεφτεί και τον εραστή του, που θα τον βοηθούσε να φτάσει ζωντανός στη Γερμανία.

Μετά από μια ώρα περίπου γύρισε με μισή φρατζόλα φρέσκο ψωμί και 2 κονσέρβες μια με τυρί και η άλλη με ζαμπόν. Τα έδωσε κρυφά στο Σάμι και του ανάλυσε το σχέδιο που είχε σκεφτεί. Κανένας δεν έμαθε ποτέ αν ο εραστής Κάπο ήταν μυημένος στο σχέδιο της απόδρασης ή ο Χανς τον παγίδεψε εκείνο το παγωμένο πρωινό.

 «Το Ρζούχοφ είναι στο μέσον της διαδρομής και θα κάνουμε μια στάση πριν τις ανηφόρες για να αλλάξουν τα ¨άλογα¨ στις χειράμαξες» είπε γρήγορα και σιγανά.

«Εσύ εκεί  θα ζητήσεις να βοηθήσεις και θα πας να ¨ζευτείς¨ τη χειράμαξα του μαγέρικου, την πιο βαριά».

Ο Σάμι κατάλαβε αμέσως. «Και θα αργοπορώ σιγά - σιγά στην ανηφοριά, έτσι Χανς;».

 «Ναι» απάντησε αυτός «κι εγώ θα έρθω να σε βοηθήσω τάχα για να μείνω πίσω με τον Κάπο μου. Του το έχω ζητήσει!».

Στην πιο πυκνή συστάδα δέντρων ο Σάμι θα άφηνε τη χειράμαξα στον Χανς για να κάνει την ανάγκη του κι εκεί θα εξαφανιζόταν.

Η τύχη του χαμογέλασε. Για τη στάση στους στάβλους του Ρζούχοφ υπήρχε κι ένας ακόμα λόγο που δεν τον ήξερε ο Χανς. Από το δρόμο που συνδέει τους στάβλους με τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Leszczyny/Rzędówka κοντά στο Ρύμπνικ μια φάλαγγα από περίπου 700 κρατουμένους συνδέθηκε μαζί τους για να συνεχίσει την πορεία θανάτου.. 

Το απόγευμα της 22ας Ιανουαρίου στο σταθμό του Leszczyny/Rzędówka οι χίλιοι κρατούμενοι –από κάμποσα υποστρατόπεδα του συμπλέγματος Άουσβιτς στην περιοχή του Γκλίβιτσε- διατάχθηκαν να κατέβουν από το τρένο που τους μετέφερε στο Ράιχ για να συνεχίσουν την πορεία τους με τα πόδια. 

Από την εξάντληση, πολλοί από αυτούς δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τη διαταγή και όπως ήταν φυσικό οι SS τους πυροβόλησαν στο ψαχνό.

Τριακόσια πτώματα έμειναν και πάγωσαν στη ράμπα του σιδηροδρομικού σταθμού, οι υπόλοιποι 700  που ακόμα μπορούσαν να περπατήσουν ήταν αυτοί που ενώθηκαν με τη φάλαγγα του Σάμι στο Ρζούχοφ.

Μέσα στην αναταραχή ο Σάμι προσφέρθηκε να βοηθήσει τον κρατούμενο στη χειράμαξα, ο οποίος δέχτηκε με χαρά τη βοήθεια. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Αλλά είχαν αυξηθεί οι φρουροί, κι αυτό δεν ήταν καλό, με τη μόνη διαφορά πως οι περισσότεροι από αυτούς ήταν κάποιοι μεσόκοποι νυσταλέοι Πολωνοί Volksdeutsche που συνεργάζονταν με τα SS, παριστάνοντας την τοπική αστυνομία στα μικρά υποστρατόπεδα του Άουσβιτς.

Ο Σάμι δεν τους έβλεπε πια όλους αυτούς. είχε επιλέξει τη μοίρα του.

Ανάμεσα στην βεβαιότητα του θανάτου και την αβεβαιότητα της ελευθερίας ενός νεκροζώντανου κυνηγημένου υπανθρώπου είχε διαλέξει την ελευθερία.

Τις επόμενες τρεις εβδομάδες θα ήταν ημερήσιος πελάτης των στάβλων της περιοχής του όπου θα προσπαθούσε να κρυφτεί και να κοιμηθεί.  Θα περπατούσε μόνος και παγωμένος -πάντα νύχτα- προς τον ίδιο προορισμό και πάλι, το Κατοβίτσε, μέσα από τα ίδια  δάση του Γκλίβιτσε σε μια επανάληψη της πορείας του φθινόπωρου του 1939.

Μόνο που πλέον ήταν φανερό πως οι μέρες της σκλαβιάς ήταν μετρημένες κι αυτός θα έψαχνε να ξαναβρεί τους ανθρώπους του, που το φθινόπωρο του 1939 άφησε πίσω μόνους, ήθελε να επανορθώσει εκείνο το λάθος του, να σβήσει την έμπρακτη απόδειξη της δειλίας του –έτσι έβλεπε από καιρό την απόφαση του να φύγει από την Ακτή το Σεπτέμβριο του 1939- περπατώντας ανάμεσα στους τότε διώκτες του και τώρα διωκόμενους Γερμανούς.

Εκείνο το βράδυ της 22ας Ιανουαρίου ο Χανς του είχε δώσει την ευκαιρία να διορθώσει το λάθος του, να ζήσει την υπόλοιπη  ζωή του με το κεφάλι ψηλά.

Ναι ο Χανς που ήταν ένας ¨ιδιαίτερος¨ Γερμανός, αλλά Γερμανός, του έδωσε το δικαίωμα και την ευκαιρία να ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν τον πόλεμο, άνθρωπος! 

Στις 23 Ιανουαρίου 1945 ο Σάμι –μετά από εξήντα πέντε μήνες- με χίλιες προφυλάξεις μπήκε στην Ακτή, το χωριό του. Αλλά πλέον η Ακτή δεν ήταν χωριό του, δεν ήταν χωριό κανενός. Λίγο μετά το 1939 εμφανίστηκαν εκείνοι οι Volksdeutsche, αφού την είχαν εγκαταλείψει οι Πολωνοί και Εβραίοι άντρες.

Αργότερα οι Εβραίες γυναίκες με τα παιδιά τους μετοίκησαν αναγκαστικά στα γκέτο της περιοχής και στα σπίτια τους δόθηκαν σε Πολωνούς η διέμεναν προσωρινά Εβραίοι της Δύσης ¨περαστικοί¨ για το Άουσβιτς.

Και να που τώρα οι Volksdeutsche ξανάφευγαν.

Τώρα που το ναζιστικό όνειρο του Ανατολικού Παραδείσου έσβησε.

Τώρα που οι Κόκκινοι έρχονται σχεδόν τρέχοντας.

 Τώρα που ο άνθρωπος με το μισό μουστάκι τρέμει και πέρδεται, κλεισμένος δώδεκα μέτρα κάτω από τη γη.

Έμειναν όμως οι Πολωνοί –που πήραν τα καλύτερα σπίτια και τις περιουσίες μετά την πρώτη επιλογή από τους Volksdeutsche-, που έκαναν ¨δικά¨ τους τα ξένα σπίτια.

Και τώρα -αφεντικά αυτοί, οι Πολωνοί- δε διστάζουν κυνηγήσουν, να ξυλοκοπήσουν ακόμα και δολοφονούν όποιον Εβραίο γύριζε στον τόπο του και αναζητούσε το βιός του.

Ο Σάμι τα ανακάλυψε όλα αυτά το ίδιο εκείνο πρωί, όταν πέρασε έξω από το σπίτι του, το σπίτι των Horovitz, και είδε παιδιά να κάνουν τσουλήθρα στην αυλή και γυναίκες να νοικοκυρεύονται.

Προς στιγμή  θόλωσε και πίστεψε πως είδε τη δική του γυναίκα και τα δικά του παιδιά κρυμμένος όπως ήταν πίσω από μια ντάνα καυσόξυλα.

Πεινασμένος και παγωμένος -όταν κανείς δεν υπήρχε γύρω-  έκανε την αποκοτιά. μπήκε στην αυλή του!

Τα παιδιά τρόμαξαν, φώναξαν «Μαμά ένας ξένος»  και η μαμά  βγήκε να δει τι έγινε.

«Ουστ από δω παλιό Εβραίε» φώναξε στον Σάμι που έτρεμε από την παγωνιά, τον φόβο της κατάδοσης, το θυμό του και για την ¨κατάσχεση¨ του σπιτιού του μα πιο πολύ από την απογοήτευσή του που το όραμά του έμεινε όραμα!

«Είμαι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού» είπε πολύ σοβαρά στη γυναίκα κι εκείνη σχεδόν τον έφτυσε, λέγοντάς του «το σπίτι τώρα είναι δικό μας, ήρθαμε πριν ένα χρόνο από το χωριό Nędza[3]  και μένουμε εδώ».

«Φύγε πριν έρθει ο άντρας μου και σε σκοτώσει ή σε καταδώσει στους Γερμανούς».

«Αυτό είναι το σπίτι μας, το κατάλαβες;», και του πέταξε δυο τρεις πατάτες ψητές στα πόδια του.

«Πάρε να φας και φύγε τώρα», του ξαναφώναξε, μα ο Σάμι έτρεμε, είχε κοκκαλιάσει,  έμενε ακίνητος στην παλιά αυλή του!

«Θα φύγω».

«Υπάρχει κανένα κουρέλι να σκεπαστώ λίγο, θα πεθάνω από το κρύο» είπε ικετευτικά στη γυναίκα. Και πρόσθεσε «δεν πρέπει να με γνωρίσουν από τα ρούχα».

Από το σπίτι, το παλιό δικό του σπίτι, βγήκε μια γριούλα. Στα χέρια της κρατούσε ένα σκοροφαγωμένο παλτό, σκέτο ¨ερείπιο¨ και του το πέταξε κι αυτό στα πόδια του.

Ο Σάμι το γνώριζε το ρούχο αυτό, ήταν από τα πρώτα παλτά που είχε ράψει ό ίδιος για τον πατέρα του, ως μαθητευόμενος ράφτης!

Έσκυψε, το πήρε, το φίλησε και το φόρεσε προσεκτικά μη και διαλυθεί. έβαλε τις πατάτες στη τσέπη του και έκλαψε.

Η γριούλα, πιο διαλλακτική από τη νεαρή γυναίκα, τον ρώτησε πως λέγεται.

«Χόροβιτς, Σάμι Χόροβιτς, ο γιος του Ματθία του ράφτη» είπε αυτός.

Η γριούλα δάκρυσε κι αυτή ακούγοντας το όνομα του  Ματθία.

Κλαίγοντας του είπε «Γνώριζα τον πατέρα σου και μάθαμε πως σκοτώθηκε νωρίς. Οι γυναίκες με τα παιδιά έφυγαν νωρίς το ’42 κατά τη Σοσνόβιεκ, μας είπαν εδώ, όταν μας έφεραν αναγκαστικά οι Γερμανοί, το ΄43».

Ο Σάμι αναθάρρησε, είχε καιρό να πάρει νέα από τους δικούς του, έστω και ¨νέα¨ μπαγιάτικα. Τουλάχιστον είχαν επιζήσει  για τρεις μήνες από τότε που τους έστειλε το μήνυμα και το λίγο αλεύρι με εκείνο το παλικάρι.

Αλλά από τότε συνέβηκαν πολλά στον ίδιο. Μια σειρά τίτλων ήταν η ζωή του!

Παραλίγο προδοσία και σύλληψη.

Γκέτο, ξυλοδαρμοί και τύχη μαζί.

Muselmann, μεταγωγή.

 Ατυχία και πάλι τύχη, στη ράμπα, στο ανθρακωρυχείο.

Ελευθερία.

Ξαναβρήκε την αυτοσυγκέντρωση του και ευχαρίστησε τη γριούλα. Η νέα γυναίκα κοίταζε βλοσυρά τη γριούλα και με τον τρόπο της του έλεγε «Ξεκουμπίσου τώρα»!

Ο Σάμι φοβόταν. φοβόταν να μείνει μήπως εμφανιστεί ο αγροίκος Πολωνός. φοβόταν να φύγει μήπως τον έβλεπαν και τον κατέδιδαν.

Η ημέρα ήταν παγωμένη αλλά ηλιόλουστη και το χιόνι φρέσκο, απάτητο.

Τα ίχνη του θα ήταν ορατά επί ώρες!

 Έπρεπε πάση θυσία να κρυφτεί, αλλά πού και πώς;

Έπρεπε να ζητήσει βοήθεια από τις γυναίκες!

Και πάλι η γριούλα τον έβγαλε από τα δύσκολα. «Έλα μαζί μου» του είπε και ξεκίνησε προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Ο Σάμι κατάλαβε πως πάει να τον κρύψει στις μικρές αποθήκες, αλλά δεν ήξερε πως όλες αυτές οι κατασκευές είχαν διαλυθεί και στη θέση τους υπήρχε μια χαβούζα σχεδόν γεμάτη με σαπισμένο σανό.

Είδε τη χαβούζα και αναρωτήθηκε; «Εδώ, μα πώς»!

Η γριούλα του έδωσε ένα παλιό χαλί, του έδειξε το πιο στεγνό σημείο και τον όρκισε στο Θεό του να μην κάνει καθόλου θόρυβο για όλη την ημέρα.

«Δεν πρέπει να σε βρει ο ήλιος στην Ακτή» του είπε η γριούλα! 

«Τα χαράματα θα σου αφήσω λίγο γάλα ζεστό, να το πιεις αμέσως και να φύγεις».

Κι έτσι έγινε. Λίγο πριν το χάραμα  η αλαφροΐσκιωτη και αθόρυβη κυρούλα του άφησε το γάλα με ψωμί στην άκρη του λάκκου μαζί ένα παλιομάχαιρο, μια τραγιάσκα και μια φωτογραφία.

Η φωτογραφία ήταν από το γάμο του με την Ταβιθά, μόνο που η γυναίκα του είχε μισό πρόσωπο, επειδή είχε βραχεί η  φωτογραφία στη μια της άκρη.

O Σάμι το θεώρησε γρουσουζιά, έκλαψε με βουβά δάκρυα και συνάμα κατάλαβε, γιατί η κυρούλα ήταν τόσο φιλική μαζί του, τον είχε αναγνωρίσει.

Ήπιε το γάλα, χρόνια είχε να πιει γάλα, έφαγε το μισό ψωμί κι έβαλε το υπόλοιπο στην τσέπη του μαζί με το μαχαίρι.

Τη φωτογραφία έπρεπε να την κρύψει ή να την καταστρέψει, γιατί έδειχνε καθαρά ότι ο γάμος ήταν εβραϊκός. η φιγούρα του ραβίνου ανάμεσα στα νεόνυμφα και το σάλι της προσευχής, που κρατούσαν οι τέσσερεις φίλοι του πάνω από τα κεφάλια τους, δεν κρυβόταν!

Τη δίπλωσε προσεχτικά και την έβαλε κάτω από τη φόδρα της παλιάς τραγιάσκας …  «και ο Θεός βοηθός» σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Σάμι!

Πήρε τους δρόμους για άλλη μια φορά, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν φοβισμένος, ήταν αποφασισμένος να ζήσει, να βρει τη φαμίλια του και να καταγγείλει σε όλο τον κόσμο τα εγκλήματα των ναζί, όπως του είχε ζητήσει ο Γάλλος συγκρατούμενός του, ο Ανρύ, πριν γίνουν muselmanner και οι δύο εκεί στο Fünfteichen.

Δεν το σκέφτηκε πολύ.

«Θα πάω ανατολικά» σκέφτηκε και πάλι μεγαλόφωνα, «θα πάω προς τα εκεί που φεύγουν σαν κυνηγημένοι λαγοί οι Γερμανοί» και γέλασε με την καρδιά του. 

Θα πήγαινε πάλι προς την Κρακοβία, το ένστικτό του ¨φώναζε¨ πώς οι Κόκκινοι θα ήταν εκεί, θα τους έβρισκε εκεί όταν θα έφτανε.


 

Όμως άλλαξε πορεία, σκέφτηκε να περπατήσει ανατολικά μέχρι το Τίσι και μετά να στραφεί βόρεια προς το Κατοβίτσε, εκεί ίσως συναντούσε κάποιον γνωστό, αν και δεν το θεωρούσε πολύ πιθανό. μπορούσε να φανταστεί τι θα είχαν απογίνει οι Εβραίοι της περιοχής στα δύο σχεδόν χρόνια που έλλειπε.

Το πρόβλημά του ήταν πώς να αποφύγει τα γερμανικά μπλόκα, ήξερε πως αν έπεφτε στα χέρια τους στα πρώτα 20 δευτερόλεπτα θα ήταν νεκρός. Για το λόγο αυτό διάλεξε αυτή τη διαδρομή που του επέτρεπε να κινείται σε δασώδεις περιοχές για να κρύβεται.

 Έπρεπε οπωσδήποτε το συντομότερο δυνατόν να ανταμώσει τον Κόκκινο Στρατό, δεν είχε χαρτιά που να έδειχναν ποιος ήταν, είχε όμως επάνω του δυο τεκμήρια:

τη φωτογραφία του γάμου του, που του είχε δώσει η κυρούλα στην Ακτή, και

το τατουάζ στο χέρι του με τον αριθμό από το Άουσβιτς.

Ήταν 24 Ιανουαρίου, Τετάρτη πρωί,  όταν σκεφτόταν όλα αυτά ο Σάμι, που δεν ήξερε τι γινόταν λίγα χιλιόμετρα μπροστά του. Η 17η Γερμανική Στρατιά περίμενε το ¨σφύριγμα της λήξης¨ για να αποχωρήσει από την Ανατολική Άνω Σιλεσία, ώστε να μην παγιδευτεί από τους Σοβιετικούς στρατιώτες του 1ου Ουκρανικού Μετώπου στα πλαίσια της Επιχείρησης ¨Βιστούλας-Όντερ¨ που θα οδηγούσε τους Σοβιετικούς στο Βερολίνο 2,5 μήνες αργότερα.

Για άλλη μια φορά ο Σάμι είχε πάρει τη σωστή απόφαση –να πάει στο Κατοβίτσε- αλλά επέλεξε λάθος διαδρομή, να μετακινηθεί Ανατολικά και όχι Βορειοανατολικά.

Μερικά χιλιόμετρα βόρεια της Ακτής, στη περιοχή του Γκλίβιτσε ο Κόκκινος Στρατός ήταν ήδη εκεί! Το Γκλίβιτσε ήταν απελευθερωμένο, ο Σάμι δεν το ήξερε ούτε βέβαια μπορούσε να το φανταστεί.

Η άγνοια των γεγονότων –από τα θύματα- είναι το κύριο χαρακτηριστικό σε έναν πόλεμο και στον ¨πόλεμο¨ τους με τους Εβραίους οι ναζί τα είχαν καταφέρει πολύ καλά με βοηθούς πολλούς από τους μη Εβραίους κατοίκους των κατακτημένων χωρών.

Έτσι ανάμεσα στους πολλούς  κι ο Σάμι εκείνη την Τετάρτη κίνησε με οδηγό την άγνοια και πόνταρε στην τύχη του -ή την ατυχία του; Κανείς δεν ήξερε.

Ήταν τόσο καταπονημένος μα συνάμα τόσο αποφασισμένος να ζήσει και να βρει τους δικούς του, ώστε όλα του φαίνονταν εύκολα. μια πορεία 100 χιλιομέτρων στο καταχείμωνο του έμοιαζε ¨τίποτα¨ μπροστά στη χαρά να βρει τους δικούς του.

Το μόνο του πρόβλημα ήταν η τροφή, δεν υπήρχε τίποτα στους κήπους και στα χωράφια, παρά χιόνι και πάγος! Ως μόνη λύση σκεφτόταν τους λάκκους με τα αποφάγια κυρίως στα μικρά χωριά όπου θα έβρισκε καμιά φλούδα από πατάτα, κάποιο ξεροκόμματο και ίσως μερικά αυγά από τα κοτέτσια.

Αυτή η σκέψη θα τον ανάγκαζε να βρίσκεται δίπλα από κατοικημένες περιοχές τα χαράματα, να ψάχνει για φαγώσιμα, να ξεκουράζεται  και το βραδάκι να φεύγει για τον επόμενο προορισμό.  Με απλά λόγια, έπρεπε να κινείται νύχτα μέσα σε αυτόν τον παγετό!

Στον πρώτο λάκκο που βρήκε άχυρο γέμισε το κορμί του και τα μπατζάκια του με άχυρο κι έγινε σα σκιάχτρο στα χωράφια. Από επάνω φόρεσε το παλιό παλτό του πατέρα του.

Σκέφτηκε την κατάστασή του κι έκλαψε …

Πρώτος σταθμός του θα ήταν το Ρίμπνικ όπου σίγουρα κάτι θα έβρισκε να φάει και κάπου να κρυφτεί. Η απόσταση, κοντά στα δεκαπέντε χιλιόμετρα, ήταν μεγάλη και προφανώς θα τον έπαιρνε δύο 24ωρα για να φτάσει με όλα τα ζιγκ ζαγκ που έπρεπε να κάνει μέσα στα δάση της περιοχής.

Ο Σάμι χωρίς να το ξέρει προχωρούσε σχεδόν παράλληλα με το κάτω όριο της περιοχής, στην οποία εκδηλωνόταν η επίθεση του Κόκκινου Στρατού. Οι υπόκωφοι κρότοι που άκουγε, ώρες - ώρες πολύ καθαρά, από εκεί προέρχονταν.

 Όχι δεν ήταν επικές μάχες, οι Γερμανοί έφευγαν τρέχοντας, οι εκρήξεις αφορούσαν μάχες οπισθοφυλακής για να προστατευθεί η υποχώρηση. 

Την πρώτη ημέρα της πορείας του οι Σοβιετικοί είχαν απελευθερώσει το Γκλίβιτσε, ακριβώς επάνω από την πορεία του Σάμι, ο οποίος δε συνάντησε άνθρωπο για άνθρωπο, αφού κρυβόταν και απόφευγε τις συναντήσεις.

Έφαγε λίγο από το ψωμί της κυρούλας κι έπεσε για ύπνο σε μια στεγνή γωνιά του δάσους. Έστρωσε το παλιό χαλάκι σκεπάστηκε με φύλλα δίπλα σε ένα μικρό οικισμό τη Σουμίνα και κοιμήθηκε όλο το απόγευμα, γιατί την πρώτη ημέρα περπάτησε με το φως του ήλιου για να κερδίσει χρόνο.

Μόλις βράδιασε ξεκίνησε για το Ρίμπνικ. Ευτυχώς είχε ένα ολόγιομο φεγγάρι κι έτσι  απόφευγε τις παγωμένες λιμνούλες και τα πεσμένα κούτσουρα,  που ήταν κίνδυνος κρυοπαγημάτων και τραυματισμών.

Κατά τις πέντε το ξημέρωμα έφτασε στα πρώτα σπίτια της πόλης και κρύφτηκε για να ξεκουραστεί και να παρατηρήσει την κίνηση.

Δεν παρατήρησε γερμανικά περίπολα και αναθάρρησε. Προχώρησε σκυφτός όταν άκουσε κότες και γαβγίσματα σκύλου. ένας φουκαράς Πολωνός αγρότης περνούσε με το σκύλο του  κι αυτός γάβγισε τις κότες. Μετά από δέκα λεπτά ο Σάμι ρουφούσε τρία φρέσκα αυγά και πήρε ένα υπνάκο στην άκρη του κοτετσιού.

Δεν πέρασε κανείς από το κοτέτσι, μέχρι που ξύπνησε κι έψαξε πόσιμο νερό.

Τα μονοπάτια που πήρε τον έφεραν στη βόρεια πλευρά της πόλης, όπου βρίσκονταν μια πισίνα κι ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Βρήκε μια βρύση και λίγο σαπούνι δίπλα στη γούρνα της. Πλύθηκε όσο μπορούσε καλύτερα κι έψαχνε για οτιδήποτε θα του ήταν χρήσιμο.

Στην αρχή βρήκε ένα ζευγάρι παπούτσια σε πολύ καλή κατάσταση. Έκρυψε τα στρατοπεδικά τσόκαρα και φόρεσε τα νέα του παπούτσια. Ένιωσε τη ζεστασιά αμέσως αλλά πάνω απ΄ όλα ένιωσε να κόβεται ένας ακόμα κρίκος από εκείνη την αόρατη αλυσίδα που τον έδενε με τα στρατόπεδα. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά έκλαψε γοερά.



[1]   “Εγώ, ο Γιόχαν Φάουστ, Δόκτωρ, δια του παρόντος ιδιοχείρου μου εγγράφου, επικυρώνω συμ-φωνία γενομένη μεταξύ εμού και του πνεύματος του καλούμενου Μεφιστοφελή. Το εν λόγω πνεύμα υποχρεούται να με οδηγεί, να με διδάσκει και …  εγώ του υποσχέθηκα και το επιβε-βαιώνω ενταύθα ότι για 24 έτη από τη σημερινή ημερομηνία, που φέρει το σχετικό έγγραφο, θα διατελώ υπό την καθοδήγησή του, αλλά και εκείνος θα μου προσφέρει όσα επιθυμώ…”.

[2]    Εκεί στη σκάλα την πλατιά / στη σκάλα των δακρύων / στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ / το λατο-μείο των θρήνων … (Από το ποίημα του Ιάκωβου Καμπανέλη «Ο Αντώνης» από τον κύκλο τρα-γουδιών του Μ, Θεοδωράκη «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν». Η πραγματική ιστορία στην οποία στηρίζεται η σύνθεση του ποιήματος  περιγράφεται στο βιβλίο «Μαουτχάουζεν» που εκδόθηκε το 1961.)

[3]   Nędza σημαίνει φτώχεια, μιζέρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: