23 Μαρτίου 2024

ΣΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ. ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ.ΣΠΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ .ΣΕΛ 61-70

Έτσι ακριβώς το είχαν υπολογίσει και σχεδιάσει οι Γερμανοί!

Τι θα έτρωγαν, πώς θα περνούσαν χωρίς χρήματα, πώς θα ζεσταίνονταν τον χειμώνα -που έφτανε- οι άνθρωποι αυτοί; Δεν ενδιέφεραν τους Γερμανούς αυτά τα μικροπράγματα, αυτά όμως ήταν τα ερωτήματα στα οποία προσπαθούσαν να απαντήσουν οι Εβραίοι αλλά και πολλοί χριστιανοί κάτοικοι της πόλης.

Όλοι ήξεραν πως τους περίμενε ένας δύσκολος χειμώνας, οι Γερμανοί είχαν δείξει το ανάλγητο πρόσωπό τους. περίμεναν χιλιάδες θανάτους. όλοι ήξεραν πως ελάχιστα μπορούσαν να κάνουν ενάντια σε αυτό το επερχόμενο, προσχεδιασμένο φονικό.

Ένα πέπλο φόβου κάλυπτε την όμορφή πόλη. όλοι και κυρίως οι Εβραίοι ζούσαν με το φόβο του ξυλοδαρμού, της κατάδοσης, της σύλληψης.

Μα και οι μη Εβραίοι δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση, εκτός αν ήταν συνεργάτες των Γερμανών ή καταδότες Εβραίων και χριστιανών που βοηθούσαν Εβραίους.

Καταδότης, ήταν το νέο επάγγελμα που αναπτύχθηκε ραγδαία στην κατεχόμενη Ευρώπη. Ήταν η νέα ειδικότητα που εισήγαγαν και προώθησαν οι Γερμανοί σε όλες τις κατεχόμενες από αυτούς χώρες. Ήταν το δικό τους, το αγαπημένο τους χαρακτηριστικό!

Τότε ήταν που περιουσίες ολόκληρες άλλαζαν χέρια σε μια νύχτα.

Τότε ήταν που οι Σουδήτες ¨πληρώθηκαν¨ για τις υπηρεσίες τους στον Φύρερ τους.

Τότε ήταν που οι βιτρίνες των καταστημάτων γέμισαν με σβάστικες μαζί με εκείνες τις απαίσιες απαγορευτικές πινακίδες:

JUDEN VERBOTEN – Απαγορεύονται οι Εβραίοι!

Αυτό έγραφαν οι πινακίδες και τις έβρισκες παντού: στα πάρκα, στις πλατείες,  στις πισίνες, στους κεντρικούς δρόμους …

JUDEN VERBOTEN!

Και σε λίγο σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη οι λαοί θα έβλεπαν γραμμένη και θα μάθαιναν το νόημα της λέξης VERBOTEN!

 


 

 Στα τέλη του φθινόπωρου του 1940 έβρεξε πολύ, το ποτάμι φούσκωσε και πλημμύρησε για ημέρες την περιοχή δυτικά της Ακτής. Όταν υποχώρησαν τα νερά φάνηκε η αλήθεια, μέσα στις λάσπες περαστικοί αντίκρισαν ανθρώπινους σωρούς. Οι περισσότερες από αυτές ήταν σε άσχημη κατάσταση, όμως περίπου δέκα ήταν αναγνωρίσιμες κυρίως από τα ρούχα που έφεραν πάνω τους.

Ένας γείτονας πήγε τα νέα στη γιαγιά Χάννα: «Ε, Χάννα, ένας από τους πεθαμένους φοράει το αγαπημένο πουλόβερ του Ματθία» της είπε, «εκείνο το πράσινο με τις γκρι γραμμές». όλοι το γνώριζαν το πουλόβερ που του είχε πλέξει η γυναίκα του.

Η Χάννα μαζί με πολλές γυναίκες από την Ακτή και έτρεξαν προς τις όχθες του Όντερ. Υπήρχε πολύ λάσπη, αλλά δεν τις εμπόδισε να φτάσουν εκεί που ήταν το μακάβριο εύρημα. Πέντε έξη άντρες είχαν φέρει μαζί φτυάρια, τσαπιά κι ένα κάρο.

Μάζεψαν τα οστά που ήταν διάσπαρτα και οι άντρες με το φτυάρια ανασκάλεψαν την υγρή ακόμα άμμο και κόντεψαν να πεθάνουν από το σοκ.

Βρήκαν το αυλάκι – τάφο και εκεί μέσα υπήρχαν ακόμα γύρω στα 60 πτώματα, όλα τους κομμένα σχεδόν στη μέση από τις ριπές του πολυβόλου και όλα με μια τρύπα στο κρανίο. Οι άθλιοι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους διασκέδαζαν ρίχνοντας και την αχρείαστη χαριστική βολή στα θύματά τους.

Τα αναγνωρίσιμα πτώματα, όπως αυτό του Ματθία πλύθηκαν με νερό και σωριάστηκαν πάνω στο κάρο. Το θέαμα ήταν τόσο μακάβριο που δεν επέτρεπε κλάματα, μια παγωμένη βουβαμάρα επικρατούσε όση ώρα γίνονταν τα απαραίτητα.

Ο λάκκος με τα πτώματα σκεπάστηκε και γύρω, γύρω οι άντρες στερέωσαν χοντρά κλαριά για να συγκρατηθούν όσο ήταν δυνατό η άμμος και το χώμα και να μην έχουν τα ίδια πάλι. Ένα άλλο κάρο έφερε κάμποσες μεγάλες πέτρες και τοποθετήθηκαν πάνω από το κλαριά που σκέπαζαν τον ομαδικό τάφο.

 

Τα πτώματα επάνω στο κάρο ήταν το πρόβλημα. Τι θα τα έκαναν; Να τα έθαβαν επιτόπου ή να τα πήγαιναν στο νεκροταφείο της Ακτής;

Αποφάσισαν να κάνουν το πρώτο, οι Γερμανοί θα εμφανίζονταν και κανείς δε μπορούσε να μαντέψει την αντίδρασή τους. Θα τους έλεγαν, πως για τη δημόσια υγεία έκαναν όσα έκαναν εκείνο το πρωινό.

Έσκαψαν πέντε μεγάλους λάκκους όσο πιο μακριά μπορούσαν από το ποτάμι κι έθαψαν τα δέκα πτώματα λέγοντας και τις απαραίτητες προσευχές στα πολωνικά οι άντρες και στα γίντις οι γυναίκες. Μετά θάνατο επέρχεται η ισότητα και η δικαίωση.

Η Χάννα έμεινε με τον άντρα της όσο πιο πολύ μπορούσε. Κοιτάζοντας το γκριζοπράσινο πουλόβερ θυμόταν τις καλές ημέρες, όταν το έδειχνε με καμάρι ο ίδιος  στους φίλους του. Κι εκείνη την αποφράδα ημέρα που τους μάζεψαν, η Χάννα του το έδωσε να το πάρει μαζί του, είχαν αρχίσει τα κρύα κι ο άντρας της έπασχε από βρογχικά. «Για να μην κρυώσεις» του είπε κι εκείνος γέλασε και δεν απάντησε. 

Το θυμόταν η Χάννα εκείνο το θλιμμένο γελάκι του άντρα της και σκεφτόταν πως ίσως ο Ματθίας ήξερε τι θα γινόταν τότε, αλλά δεν της είπε τίποτα.

Μα πότε να της έλεγε τις σκέψεις του; Όλα έγιναν τόσο γρήγορα εκείνη την ημέρα.

Αλλά ναι, ο Ματθίας δεν της είχε πει τους φόβους του και τα σχέδιά του για το μέλλον τους με τους Γερμανούς πάνω από το κεφάλι τους.

Η  Χάννα δεν ήξερε να διαβάζει, κι όταν βρήκε εκείνο το φάκελο μέσα στο μπαούλο -κάτω από το Tallit -το σάλι της προσευχής- και το Κippah -το σκουφάκι της προσευχής- τον έδωσε στην Ταβιθά να τον ανοίξει.

Μέσα στο φάκελο υπήρχαν αρκετά χρήματα -ζλότι και ράιχσμαρκ-, ένα σημείωμα και μερικά κοσμήματα: ένα αντρικό δακτυλίδι, ένα ρολόι τσέπης επίχρυσο, ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια, ένα μενταγιόν, ένα ασημένιο βραχιόλι και μια γυναικεία ολόχρυση καρφίτσα.

«Για τα δύσκολα που έρχονται», έγραφε το σημείωμα, «να μου φιλήσεις τα παιδιά και να τα προσέχεις» κι έκλεινε με μια προφητεία.

 «Εγώ θα φύγω, δε θα σας ξαναδώ. θα μας σκοτώσουν αυτοί οι αγριάνθρωποι στο όνομα του τρελού τους θεού, του Αδόλφου Χίτλερ».

Δεν είχε ημερομηνία το σημείωμα, οι γυναίκες δεν ήξεραν πότε γράφτηκε, όπως δεν ήξεραν για τα κοσμήματα. Το ρολόι ήταν του Ματθία, το ήξεραν.

 Έκλαψαν και αναρωτήθηκαν πότε και γιατί ο Ματθίας αγόρασε κι έκρυψε τα κοσμήματα, γιατί αυτά δεν προορίζονταν να φορεθούν.

Τότε, οι δυο γυναίκες δεν μπορούσαν να ξέρουν πως η ζωή της Χάννα και της Σανέ θα εξαρτιόταν από αυτά, ούτε μπορούσαν να ξέρουν τη μοίρα της Ταβιθά και του μικρού Ιακώβ.

Εκείνη τη νύχτα η Ταβιθά έκρυψε και τα δικά της κοσμήματα του γάμου: ένα ολόχρυσο κολιέ, ένα μονόπετρο και μια τιάρα ασημένια με σμαράγδια, πράσινους αβεντουρίτες και αζουρίτες.

Έσκαψε στην μέσα τη μικρή αποθήκη δίπλα στο κοτέτσι και έθαψε όλα τα κοσμήματα και τα χρήματα, απλά κράτησε λίγα ζλότι για τις αναγκαίες αγορές τροφίμων, όταν και αν αυτά υπήρχαν.

Τα ραφτάδικο είχε κατασχεθεί από τις Αρχές, ευτυχώς οι γυναίκες είχαν προλάβει να πάρουν μια παλιά ραπτομηχανή στο σπίτι κι έτσι μπορούσαν να ράβουν τα μπαλώματα στα ρούχα των φτωχών ή μάλλον των φτωχοποιημένων χωρικών. Για καινούργια ρούχα ούτε λόγος. Ούτε αυτές θα τα κατάφερναν, ούτε και υπήρχαν χρήματα και διάθεση εκ μέρους των συγχωριανών τους για τέτοιες πολυτέλειες!

Οι Πολωνοί έπρεπε να φυτοζωούν για να ζουν άνετα οι Γερμανοί, το έμαθαν καλά το μάθημα αυτό εκεί στη στροφή του ποταμού. Κι ευτυχώς που ζούσαν εκεί στη στροφή: μπορούσαν οι ψαράδες να πιάσουν ψάρια -κρυφά βέβαια- και να τα  ανταλλάσσουν με πατάτες ή αυγά, όταν δεν τα είχαν κλέψει όλα αυτά εκείνοι οι ¨πολιτισμένοι αγροίκοι¨ αφεντάδες!

Και ¨έφτασε¨ ο πιο κρύος χειμώνας από τις αρχές του 20ου αιώνα με τους παγωμένους βόρειους άνεμους να διαλύουν τα πάντα. Και το ποτάμι πάγωσε πιο νωρίς, έτσι έγινε χρονοβόρο και δύσκολο το ψάρεμα της πέστροφας. κι ήταν οι Γερμανοί με τους απαίσιους καταδότες συνεργάτες τους πανταχού παρόντες …


 

Ήταν 1941 όταν ο Χάνς Φράνκ, ένα από τα αφεντικά της Πολωνίας, δήλωνε ανερυθρίαστα: «Δεν ζητάω τίποτα από τους Εβραίους εκτός από το να εξαφανιστούν».

Ο πόλεμος δεν έλεγε να τελειώσει, αντίθετα από τα μέσα του καλοκαιριού οι Γερμανοί επιτέθηκαν στη Ρωσία, οι δυο ¨φίλοι¨ -Χίτλερ και Στάλιν- που είχαν διαμελίσει την Πολωνία το 1939 έγιναν αναπάντεχα άσπονδοι εχθροί.

Αυτό έβλεπε ο φτωχός Πολωνός βιοπαλαιστής, που δεν ήξερε τι ωρυόταν τόσα χρόνια εκείνος ο περίεργος άνθρωπος με το μισό μουστάκι. Οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι δεν είχαν την πολυτέλεια του ραδιόφωνου και της εφημερίδας.

Η Πολωνία πλήρωνε τα έξοδα κατοχής και ταυτόχρονα έτρεφε τους Γερμανούς, όπως όλη η τότε κατεχόμενη Ευρώπη. Ο τόπος γέμιζε σιγά, σιγά από πεινασμένα παιδιά, από ορφανά παιδιά, από ανάπηρα παιδιά, από ¨χαμένες¨ γυναίκες, από υπερήλικες με αποστεωμένα πρόσωπα χριστιανούς μα κυρίως από λιμοκτονούντες Εβραίους που δεν είχαν εγκλειστεί ακόμα στα γκέτο.

Την ίδια εποχή μια ήδη δυσάρεστη κατάσταση εντάθηκε απότομα: όλο και πιο συχνά άνθρωποι που περπατούσαν αμέριμνοι ακαριαία χάνονταν, αρπάζονταν, φορτώνονταν σε κλειστά φορτηγά βαγόνια κι οδηγούνταν ως δούλοι στη Γερμανία.

Το δουλεμπόριο ξαναεμφανίστηκε στην Ευρώπη, οι Γερμανοί ήταν οι ηθικά και πρακτικά υπεύθυνοι. μεθυσμένοι από τη χαρά της εφήμερης νίκης έκαιγαν, έσφαζαν, άρπαζαν από πατάτες μέχρι ανθρώπους.

Πρωταγωνιστές τους ήταν εκείνοι οι παλληκαράδες των SS, τα ξανθά αγόρια που μεγάλωσαν με τα ¨ιδανικά¨ των ναζί και ορκίστηκαν στο όνομά του λικνιστού, όπως εκείνος ο παράξενος Άϊχμαν που κανόνιζε τις ¨μεταφορές¨ των Εβραίων, καταπώς έλεγαν όσοι γνώριζαν λίγα πράγματα παραπάνω στην Ακτή και τη γύρω περιοχή.

Τη χρονιά εκείνη, το 1941, δούλευαν ως σκλάβοι στα εργοστάσια/κάτεργα της πολεμικής βιομηχανίας και στα χωράφια 1,3 εκατομμύρια Πολωνοί –άνδρες και γυναίκες- και πάνω από ένα εκατομμύριο Ρώσοι αιχμάλωτοι.

Αυτοί, οι Ρώσοι αιχμάλωτοι, βρίσκονταν στο τελευταίο σκαλοπάτι της ανθρώπινης κλίμακας, όπως την εννοούσαν οι Γερμανοί αφεντάδες. Ήταν οι πρώτοι που πέθαιναν από την εργασία δια της εσκεμμένης πείνας, τους ακολούθησαν οι Εβραίοι στα γκέτο, στη συνέχεια οι υπόλοιποι Εβραίοι και τέλος οι πολίτες –κυρίως οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές- όλης της Ευρώπης στα στρατόπεδα εργασίας! 

Και σαν να μην έφτανε η αρπαγή των δούλων εργατών μια νέα είδηση κυκλοφόρησε σε ολόκληρη την πρώην Πολωνία και έφτασε ως την Ακτή: τα ξανθά παιδιά –κυρίως τα αγόρια- αρπάζονταν μέρα μεσημέρι μέσα από τα σπίτια τους, μέσα από τα χέρια των γονιών τους για να δοθούν σε άτεκνους Γερμανούς, για να γίνουν  ¨Γερμανοί¨.

Ο Χίτλερ χρειαζόταν αίμα για τον συνεχιζόμενο πόλεμο και το έβρισκε στους ¨Αρίους¨ Πολωνούς. οι Εβραίοι δεν κινδύνευαν από αυτή τη δράση.

Επιτέλους ένιωθαν και αυτοί μια σταλιά αλληλεγγύη για τις διώξεις τους.  την αλληλεγγύη που εκπορευόταν από τα βάσανα των χριστιανών, μα ταυτόχρονα τους έγινε φανερό ότι τα βάσανά τους δεν θα είχαν τελειωμό, αντίθετα θα γινόταν όλο και πιο βίαια.

Στα τέλη του καλοκαιριού του 1941, κι ενώ όλοι πίστευαν πως η επίθεση στη Ρωσία θα μείωνε τη βία των Γερμανών προς τους Πολωνούς και ειδικά προς τους Πολωνοεβραίους, οι δολοφόνοι των Einsatzgruppen σκότωναν πλέον αδιάκριτα άνδρες, γυναίκες και παιδιά εβραϊκής  καταγωγής, ενώ μέχρι τότε δολοφονούσαν κυρίως άνδρες Εβραίους.

Οι ομαδικοί τάφοι αυξάνονταν και πληθύνονταν και ταυτόχρονα γίνονταν τεράστιοι, ήταν σχεδόν αδύνατο να παραμείνουν κρυφοί.

 Όλοι οι Πολωνοί έτρεμαν όταν έπεφτε η νύχτα.

Οι γυναίκες έδιωχναν τους άντρες τους από τα σπίτια κι έκρυβαν τα μικρά παιδιά τους στα πατάρια και στα υπόγεια κελάρια.  

«Μητερούλα» έλεγε η Ταβιθά στην Χάννα, «Κάτι πρέπει να κάνουμε», «ναι, αλλά τι;» απαντούσε με ερώτηση η πεθερά της.

Δεν ήταν εύκολο δυο γυναίκες μόνες με το αστέρι του Δαυίδ στο μανίκι με δύο μικρά παιδιά να προστατεύσουν,  να αποφασίσουν τα μελλούμενα.

Οι πληροφορίες τους ήταν ελάχιστες, αντικρουόμενες και παράξενες για να είναι αληθινές. Τι να πιστέψουν:

ότι ο κόσμος που ήξεραν διαλυόταν,

ότι οι άνθρωποι έγιναν κακοί τόσο κακοί,

ότι η ζωή τους δεν άξιζε τίποτα,

ότι ¨αύριο¨ θα μπορούσαν να είναι νεκρές επειδή έτσι θα ήθελε ο όποιος γείτονάς τους,

ότι η πείνα θα τις σκότωνε για να μη λείψει το βούτυρο και η μαρμελάδα στα γερμανόπουλα, όταν τα δικά τους παιδιά έπεφταν κάτω σαν τις μύγες από την πείνα και το κρύο;

Ήταν κάτι τέτοιες στιγμές κατά τις οποίες η Ταβιθά αναρωτιόταν για τις επιλογές της. Τον αγαπούσε τον Σάμι, αλλά ίσως ήταν λάθος να φέρουν στον κόσμο το γιο τους τον Ιάκωβο σε αυτούς τους δύσκολους χρόνους.

Ναι, τότε ¨οσμίζονταν¨ τις δυσκολίες των καιρών, ¨έβλεπαν¨ το κακό να πλησιάζει, αλλά δεν περίμεναν η ζωή να γίνει τόσο άδικη για αυτούς.

Ήταν νέοι, τα σώματά τους δεν υπάκουαν στη λογική.

Αυτά σκεφτόταν, όταν είχε αγκαλιά της το μικρό αγόρι χωρίς να μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα για αυτό. Είχε κλείσει τα δύο, αλλά ήταν ισχνό και αδύναμο. χωρίς γάλα ένα μωρό δύσκολα αναπτύσσεται και η Ταβιθά δεν είχε γάλα, αλλά του τραγουδούσε νανουρίσματα να το ηρεμεί και να το κρατά μέσα στην κούνια του ζεστό όσο πιο πολύ χρόνο μπορούσε.

Για να ξεγελά την πείνα του μωρού η Ταβιθά του έδινε λίγο ζεστό χυλό από αλεύρι και λίγο γάλα που της εξοικονομούσαν οι χριστιανοί συγγενείς της.

Ένιωθε προδομένη από τον Σάμι αυτές τις ώρες, ένιωθε πως έκανε λάθος που τον προέτρεψε και του επέτρεψε να φύγει. αλλά αμέσως μετάνιωνε για αυτές τις σκέψεις κι έκλαιγε με το μωρό αγκαλιά.

Πού να ήταν ο Σάμι;

Οι δύο γυναίκες σκέφτονταν σοβαρά πως έπρεπε, ήταν αναγκαίο πια, να φύγουν από το χωριό για να ξεφύγουν από τον βέβαιο θάνατο τους.

Να φύγουν, αλλά να πάνε πού, πώς να μετακινηθούν και κυρίως πότε έπρεπε να το κάνουν; Η πληροφόρηση που είχαν ήταν ελάχιστη και πάντα κακά μαντάτα άκουγαν!

Δεν είχαν και πολλές επιλογές. Οι χριστιανοί συγγενείς της Ταβιθά που έμεναν εκεί δίπλα ήταν αδύνατο να βοηθήσουν. Θα ήταν ανόητο και καθοριστικό για τις ζωές όλων να τις κρύψουν αυτοί. Προφανώς θα ήταν ο πρώτος στόχος. Ήταν τόσο τραγικό για τους συγγενείς της Ταβιθά όλο αυτό που γινόταν μπροστά στα μάτια τους, τόσο τραγικό να μη μπορούν να κάνουν σχεδόν τίποτα. Αργά τις νύχτες μπορούσαν να δώσουν λίγο γάλα ή βούτυρο στις δύο γυναίκες.

Δύο ήταν, λοιπόν,  οι επιλογές τους: Πράγα ή Σόσνιοβιετς, εκεί δίπλα στο Κατοβίτσε.

Θα προλάβαιναν;

Τρένα δεν υπήρχαν για τους Εβραίους και με τα πόδια ούτε που να το σκεφτούν. Δυο Εβραίες στους δρόμους με δύο μικρά παιδιά και με τους μπόγους παραμάσχαλα μάλλον δε θα πήγαιναν και πολύ μακριά, άσε που απαγορευόταν η μετακίνησή τους.

Εξάλλου απαγορεύονταν οι μετακινήσεις των Εβραίων!

Αλλά ήταν σίγουρες ότι εκεί που θα πήγαιναν θα έβρισκαν τους δικούς τους;

Ποιος μπορούσε να είναι σίγουρος εκείνους τους ζοφερούς καιρούς;

Και αυτή η αγωνία πισωγύριζε τις δυο γυναίκες, τις έκανε αναποφάσιστες, τις φόβιζε.

Και η ίδια αγωνία τις ανάγκαζε να ξανασκεφτούν, αν ήταν φρόνιμο που ο Σάμι το έσκασε εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου.

Μήπως έπρεπε να μείνει, να αποφασίσει εκείνος ως αρχηγός της οικογένειας;

Αλλά, αν έμενε θα ήταν ακόμα ζωντανός; Τόσοι και τόσοι δολοφονούνταν από εκείνες τις ομάδες που σκότωσαν και τον Ματθία.

«Έλα κόρη μου, ας ευχηθούμε να είναι καλά ο άντρας σου, όπου και αν είναι» έλεγε η Χάννα κι έκρυβε τα δάκρυά της και την αγωνία της με μια αγκαλιά στη νύφη της.

«Λες να μας θυμάται μητερούλα» αναρωτιόταν η Ταβιθά κι έκλαιγε –νέα γυναίκα, εικοσιπέντε  ετών ήταν- για την ¨απώλεια¨ του αγαπημένου της  συζύγου, του στηρίγματος της οικογένειας.

«Θα επιβιώσουμε καλή μου» της απαντούσε χαμηλόφωνα η Χάννα κι ας μην το πίστευε και τόσο πολύ.


 

  Στο Ολκούζ ο Σάμι έφαγε το πρώτο ξύλο από τους Γερμανούς. Στις 31 Ιουλίου του 1940, τη ¨Ματωμένη Τετάρτη¨ του Ολκούζ, χιλιάδες Εβραίοι ξάπλωσαν στις πλατείες και τους δρόμους και επί ώρες οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους ξυλοκοπούσαν ανηλεώς.

Δεκαπέντε ημέρες πριν ένας Γερμανός στρατιώτης είχε δολοφονηθεί και 20 Εβραίοι εκτελέστηκαν σε αντίποινα. Οι Γερμανοί δεν ικανοποιήθηκαν. χιλιάδες άνθρωποι κακοποιήθηκαν στο Ολκούζ και μαζί τους ο Σάμι που είχε την πρώτη εμπειρία ξυλοδαρμού.

 Έσπασαν δυο δάκτυλά του και η μύτη του από τον υποκόπανο του όπλου ενός SS, που προσπάθησε να τον κτυπήσει στο κεφάλι. Εάν δεν έβαζε τα χέρια του στο πρόσωπό του θα ήταν νεκρός από το συντριπτικό κτύπημα.

Η κατάσταση δυσκόλεψε για όλους τους Εβραίους και ειδικά για τους νεαρούς άνδρες από το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου. Η οργάνωση Schmelt ανέλαβε τη ¨διαχείριση¨ των έργων στην περιοχή και αμέσως άρχισαν οι εκτοπίσεις για καταναγκαστική εργασία.

Όποιος είχε χρήματα μπορούσε να ξεφύγει από τις εκκαθαρίσεις για λίγο καιρό. Ο Σάμι δεν είχε ουσιαστικά φίλους στην πόλη, είχε μόνο γνωστούς. Έτσι λίγα πράγματα ήταν σε θέση να γνωρίζει πριν συμβούν, πριν είναι πολύ αργά για αυτόν.

Με την είσοδο του νέου χρόνου, του 1941, έμαθε πως είναι στη λίστα όσων θα σταλούν να εργαστούν στο νέο αυτοκινητόδρομο της Σιλεσίας. Το ¨νέο¨ του το πρόφτασε ο Πάβελ.

«Σάμι βρες το αφεντικό σου και ζήτησέ του να σε κατατάξει στους απαραίτητους ράφτες, διαφορετικά φεύγεις» του είπε και ο Σάμι έμεινε κόκκαλο.

«Σάμι με ακούς;» συνέχισε ο Πάβελ. «Σήμερα πρέπει να το κάνεις, αύριο θα είναι αργά».

«Δεν μπορώ να του μιλήσω, δεν έχω νταραβέρια μαζί του και δεν έχω τίποτα για να τον δωροδοκήσω Πάβελ. Σε ευχαριστώ πάντως».

Την επόμενη εβδομάδα ο Σάμι και άλλα 229 άτομα φορτώθηκαν στις καρότσες 10 φορτηγών και βρέθηκαν στο εργοτάξιο. Θα δούλευαν γύρω τις δέκα ώρες την ημέρα και θα διαβίωναν σε κάτι παράγκες που είχαν ¨μονωθεί¨ με λίγο πισσόχαρτο.

«Εδώ θα πεθάνω» σκέφτηκε ο Σάμι και προσπάθησε να βρει μια στεγνή γωνιά.

Την άλλη ημέρα στην αναφορά και στη διαλογή των ¨κομάντο¨ τους ζήτησαν να δηλώσουν τη δουλειά που έκαναν ως πολίτες πριν τον πόλεμο αλλά και ποια ήταν η ασχολία τους στο Ολκούζ πριν απελαθούν.

Εκείνη την πρώτη ημέρα φόρτωνε χαλίκι τα φορτηγά στις όχθες ενός ποταμιού δίπλα από το δρόμο. Άμαθος όπως ήταν, κυριολεκτικά ¨πέθανε¨! Ο βούρδουλας του επιστάτη σφύριξε δυο τρεις φορές όταν τυλίχτηκε στα πόδια του, ευτυχώς όχι στην πλάτη του.

Όταν τον ρωτούσαν αργότερα εάν έφαγε εκείνο το βράδυ, δεν ήξερε να απαντήσει, Είχε πιει εκείνο το νεροζούμι με μια φλούδα από πατάτα στον πάτο της γαβάθας, είχε καταπιεί σχεδόν  αμάσητο το μαύρο ψωμί και είχε πέσει σε λήθαργο. Τον σκέπασε ένας ¨παλιός¨ με επιπλέον κουρέλια  και τον πρόσεχε τη  νύχτα μήπως και πεθάνει.

Την άλλη ημέρα το πρωί ο Σάμι και άλλοι έντεκα δε σηκώθηκαν από τις κουκέτες. Τους πήραν σηκωτούς στην αναφορά. Έβρεχε καταρρακτωδώς όλη τη νύχτα και συνέχιζε η βροχή. Τα πάντα ήταν λίμνη, έτσι οι εργάτες έμειναν στις παράγκες τους αλλά χωρίς φαγητό. Μοιράστηκαν κάτι μουχλιασμένα μπισκότα κι έμειναν όλοι ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο για να ζεσταθούν όσο μπορούσαν.

Η βροχή κράτησε δυο ακόμα μερόνυχτα και αυτή η συγκυρία ήταν η σωτηρία του Σάμι. Συνήλθε κάπως με την αναπάντεχα πηχτή σούπα που μοιράστηκε τις δύο επόμενες ημέρες και το ψωμί που έτρωγε το βράδυ.

Το ποτάμι φούσκωσε και ήταν αδύνατο να φορτώσουν χαλίκι στα φορτηγά, έτσι για δύο ακόμα ημέρες άνοιγαν αυλάκια να φύγει το νερό από το χώρο δουλειάς.

Σχετικά εύκολο ήταν αυτό ακόμα και για τον Σάμι. «Ε, φίλε» του είπε ο ¨παλιός¨ «πρόσεχε πως πιάνεις το φτυάρι και πως βάζεις τη δύναμη», και του έδειξε το κόλπο.

Του είπε και πώς να ¨λουφάρει¨ τη δουλειά, πως να κάνει ότι δουλεύει χωρίς να το κάνει πραγματικά, αλλά αυτό είχε και κίνδυνο! Βουρδουλιές!

 Με όλα αυτά πέρασε ο Ιανουάριος με το Σάμι ζωντανό και απισχνασμένο, γεμάτο φόβο και σκέψεις για τους δικούς του, μοναχικό εξ ανάγκης, μελλοθάνατο -όπως όλοι γύρω του- από την απόφαση ενός χολερικού και

Δεν υπάρχουν σχόλια: