των ναζί αλητήριων φίλων του, αλλά με την ενεργή συνδρομή ενός ολόκληρου λαού που εκστασιαζόταν από τις στολές και τα παράσημα μα πάνω από όλα ενός λαού που ήθελε να είναι το αφεντικό!
Και ως αφεντικά είχαν το δικαίωμα, έτσι έλεγαν, να δέρνουν όποιον, όποτε και για ό,τι αυτοί ήθελαν. Το κόλπο του ¨παλιού¨ με τη λούφα δεν έπιανε πάντα ειδικά όταν η προσπάθεια να εφαρμοστεί γινόταν από ατζαμήδες. Και ο Σάμι εκείνη την εποχή ήταν ένας από τους ατζαμήδες. Έτσι ο επιστάτης είδε το Σάμι που έριχνε μια γεμάτη και δύο τζούφιες φτυαριές στο φορτηγό. Το βράδυ μετά την αναφορά κατέβασε το παντελόνι και το τρύπιο του σώβρακο και ¨γεύτηκε¨ τα 25 κτυπήματα.[1]
Δεν έβγαλε άχνα, αλλά όλη τη νύχτα έτρεμε και αιμορραγούσε.
Ω, πόση κακία γεύτηκε, ώ πόση ταπείνωση βίωσε εκείνες τις στιγμές!
Θα ξεπερνούσε ποτέ αυτές τις στιγμές; Κανείς και ποτέ δεν το έμαθε, γιατί ο Σάμι –πέρα από το γράμμα που έστειλε στην αδερφή του- δεν το ανέφερε ποτέ σε όλες εκείνες τις ομιλίες που έκανε στα σχολιαρόπαιδα χρόνια αργότερα!
Το πρωί ο επιστάτης ήταν πίσω του για δυο ολόκληρες ώρες. Τέρμα η λούφα!
«Δε θα αντέξω φίλε» είπε στον ¨παλιό¨ «είναι αδύνατο να τα καταφέρω, έχω χάσει δεκαπέντε κιλά ήδη, δεν έχω ιδέα από χειρωνακτική δουλειά».
Ο ¨παλιός¨ ήταν σίγουρος κι αυτός πως ο Σάμι θα πέθαινε, αλλά τι να του πει;
Γέλασε ή μάλλον στράβωσε τα χείλη του και του απάντησε: «Όλοι έτσι λένε στην αρχή, αλλά οι περισσότεροι τα καταφέρνουν στο τέλος. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ, αλλά φίλε γίνε δυνατός, στάσου στα πόδια σου, άφησε τις σκέψεις πίσω σου».
«Που να είναι τα παιδιά μου και η γυναίκα μου; Με όσα βλέπω ήδη μπορεί να έχουν πεθάνει. Κι εγώ ζω ακόμα» ήταν η ανταπάντηση του Σάμι!
-/-
Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο ο Σάμι συνέχιζε να σπάει πέτρες ή να φορτώνει χαλίκι για την κατασκευή των νέων γερμανικών δρόμων, που ¨ονειρεύτηκε¨ ο χολερικός πρώην λοχίας εκεί στο Βερολίνο και ταυτόχρονα διέταζε τη δολοφονία όποιου θεωρούσε εχθρό της χιλιόχρονης Νέας Τάξης στην Ευρώπη.
Ο Σάμι ανήκε στους εχθρούς, τα παιδιά του ανήκαν στους εχθρούς, η γυναίκα του ανήκε στους εχθρούς αλλά γιατί; Αυτό το ερώτημα το έβλεπε χαραγμένο πάνω στις πέτρες που έσπαζε, το έβλεπε ανάμεσα στα χαλίκια που φτυάριζε, το έβλεπε στα όνειρά του, τον ξυπνούσε στους εφιάλτες του, με δυο λέξεις: τον στοίχειωνε!
Ήταν φανερό πως ο Σάμι δεν ήταν καλά, απομονωνόταν όλο και περισσότερο, δούλευε όλο και χειρότερα και τον ξυλοκοπούσαν κάθε ημέρα οι Γερμανοί.
Στα τέλη Μαρτίου εντελώς αναπάντεχα ο Σάμι φορτώθηκε σε ένα φορτηγό και χάθηκε από το εργοτάξιο. Όλοι πίστεψαν πως τον πάνε για εκτέλεση. Αλλά όχι!
Ο Σάμι γύρισε στην παλιά του δουλειά, στο ραφτάδικο στολών του στρατού. Είχαν έλλειψη εξειδικευμένων εργατών και ο εκεί επιστάτης –ένας Πολωνός πρώην αξιωματικός του στρατού- τον θυμήθηκε και τον αναζήτησε.
Τον πήρε παράμερα και τον ρώτησε: «Εβραίε, μπορώ να βασιστώ επάνω σου; Θα δουλέψεις σωστά; Έρχεσαι με τις χειρότερες συστάσεις, μη με εκθέσεις».
Και ο Σάμι δεν τον εξέθεσε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Ξανάγινε ο εργατικός Σάμι, βρήκε το κέφι του, έκανε παρέες, αλλά ποτέ δεν έπαψε να σκέφτεται τους δικούς του.
Τέλη Μαΐου πήρε προαγωγή. έγινε υπεύθυνος στο τμήμα των παντελονιών για τις φόρμες των αξιωματικών. Ήθελαν αψεγάδιαστη δουλειά και ο Σάμι πέρα από τα άλλα του καθήκοντα έκανε και τον τελικό ποιοτικό έλεγχο των παντελονιών.
Στα μέσα Αυγούστου ο Πολωνός επιστάτης του είπε πως θέλει να μιλήσουν εκτός του εργοστασίου το απόγευμα. Περπάτησαν μαζί για λίγο και κάτω από τη σκιά ενός δέντρου ο επιστάτης του είπε: «Σάμι θέλεις να κοιμάσαι σε μια αποθήκη στο εργοστάσιο μαζί με τον υπεύθυνο για τα αμπέχονα, τι λες;» και συνέχισε «μη μου απαντήσεις τώρα, μιλήστε τα πρώτα και σε δύο ημέρες μου λες. Άντε γεια»!
«Μα! Γιατί, τι έγινε;» πήγε να ρωτήσει ο Σάμι.
Ο άλλος του ¨είπε¨ με μια χειρονομία, ¨δε θα πω τίποτα άλλο¨ κι έφυγε.
«Γεια χαρά και σε ευχαριστώ» του φώναξε ο Σάμι «αύριο η παρτίδα θα είναι έτοιμη».
Μίλησαν με τον άλλο υπεύθυνο και αποφάσισαν να απαντήσουν θετικά στην πρόταση, αν και δεν μπορούσαν να καταλάβουν την αιτία της.
Στις επόμενες ημέρες κατάλαβαν και ευχαρίστησαν τον Πολωνό επιστάτη.
Όλοι οι Εβραίοι της πόλης διώχτηκαν από τα σπίτια τους στο κέντρο και υποχρεωτικά εγκαταστάθηκαν ή μάλλον στοιβάχτηκαν στα σπίτια των Πολωνών στις βόρειες παρυφές της πόλης, στο δρόμο προς το Ράμπστιν.
Οι Πολωνοί πήραν τα εβραϊκά σπίτια που έμειναν κενά στο κέντρο. Ήταν το ¨δώρο¨ των Γερμανών για την απουσία οποιασδήποτε αντίδρασης τους στην εφαρμογή της βίας προς τους Εβραίους συμπολίτες τους ή μάλλον πρώην συμπολίτες τους!
Το γκέτο του Ολκούζ ήταν πλέον γεγονός. Ανοικτό γκέτο ήταν, αλλά για να φύγεις έπρεπε να πάρεις γραπτή άδεια και επιπλέον δεν υπήρχαν κάρβουνα, ξύλα και τροφή, όχι αρκετή αλλά ούτε καν επαρκής για όλους δεν υπήρχε. κάποιοι υποχρεωτικά θα λιμοκτονούσαν, θα πέθαιναν πρόωρα από την πείνα και θα ήταν αυτοί οι ¨τυχεροί¨, αλλά ούτε αυτό το ήξεραν!
Έπρεπε να σταθείς στην ουρά για να πάρεις σούπα και ψωμί.
Η επόμενη φάση των δεινών για τους 3.000 Εβραίους της Ολκούζ μόλις άρχιζε!
Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1941, ένα βροχερό βραδάκι, εμφανίστηκε και πάλι ο Λούκας στην Ακτή. Πέρασε από τη μάνα του και αργότερα πήγε στης αδελφής του. Έφαγαν το λουκάνικο που έφερε μαζί του και συζήτησαν για την κατάσταση που βίωναν.
Οι γυναίκες είπαν τις σκέψεις τους: η άποψη της Χάννα ήταν να χωριστούν ανά δύο και να φύγουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ώστε να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιζήσουν. η άποψη της αδερφής του είχε τη λογική ότι και οι δυο μαζί –γιαγιά και μητέρα- θα μπορούσαν να προστατεύσουν καλύτερα τα δυο μικρά παιδιά.
Ο Λούκας συμφώνησε με τη Χάννα.
«Σε όλη τη χώρα δυσκολεύει η ζωή για τους Εβραίους» τους είπε ο Λούκας.
«Πρέπει να φύγετε, καλά το σκέφτεστε, αλλά μόνες σας χωρίς σχέδιο και βοήθεια ξεχάστε το».
Τότε τις ρώτησε, «Τι γίνεται με τον Σάμι; Έχετε νέα του;».
«Όχι, δε μάθαμε τίποτα από τότε που σε ξαναείδαμε. Δεν ξέρουμε αν ζει και πού είναι» είπε κλαίγοντας η αδερφή του.
Η Χάννα την παρηγορούσε: «Καλά θα είναι το παλικάρι μας Ταβιθά. Σίγουρα θα είναι κάπου μακριά με τους παρτιζάνους και θα πολεμάει τους Φρίτσιδες».
Ο Λούκας τους είπε γιατί ήρθε στο χωριό: «Θέλω να σας πάρω από την Ακτή, πρέπει να σας κρύψω, διαφορετικά δε θα γλυτώσετε. Σκοτώνουν τους Εβραίους οι άτιμοι Γερμανοί. Έχω σκεφτεί τι πρέπει να γίνει με εσάς αδελφούλα».
Όλη τη νύχτα τους εξηγούσε με κάθε λεπτομέρεια πώς θα γινόταν η μετακίνηση.
Έπρεπε να είναι έτοιμες να ταξιδέψουν ανά πάσα στιγμή.
Να έχουν ράψει τα χρήματα και τα χρυσαφικά στα ρούχα τους.
Να έχουν έτοιμες δυο αλλαξιές, ένα πιάτο και ένα κύπελλο για νερό η κάθε δυάδα.
Η αδερφή του να έχει τα μαλλιά της βαμμένα σε πιο ανοικτό καστανό και η Χάννα να έχει βρει μια από εκείνες τις κοτσίδες που ¨έπιαναν¨ στα μαλλιά τους οι Πολωνέζες αγρότισσες.
Η Χάννα επιπλέον έπρεπε εντός δέκα ημερών να έχει βρει ρούχα αγρότισσας, γιατί θα ταξίδευε ως Πολωνή γριούλα, καθώς και γυναικείες μπότες φθαρμένες αλλά όχι διαλυμένες.
Και βέβαια έπρεπε να ξέρουν τα νέα τους ονόματα, καλό θα ήταν από εδώ και μπρος να προσφωνούν η μια την άλλη με αυτά και η μικρή Σανέ έπρεπε να δασκαλευτεί σε αυτό!
Ο Λούκας θα ερχόταν άγρια χαράματα να τις πάρει με ένα κάρο για να πάνε στο σιδηροδρομικό σταθμό. φυσικά όλα αυτά έπρεπε να μείνουν κρυφά από τη γειτονιά.
Η ημερομηνία του ταξιδιού ήταν άγνωστη, θα εξαρτιόταν από το πότε θα ετοιμάζονταν τα πλαστά χαρτιά. μα κυρίως εξαρτιόταν από το αν και πότε θα έβρισκαν στη Σοσνόβιεκ ή αλλού την οικογένεια που θα έκρυβε τη Χάννα και τη Σανέ!
Κι έπρεπε να προσπαθήσουν και να ερευνήσουν πολύ σοβαρά αυτός και οι σύντροφοί του το θέμα αυτό. Η επιλογή της οικογένειας ήταν απόφαση ζωής ή θανάτου!
Η αδερφή του θα πήγαινε στη θεία τους και ήταν ήσυχος με αυτή την επιλογή.
-/-
Λίγες ημέρες πριν, την Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 1941, 650 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και 260 Πολωνοί κρατούμενοι αμπαρώθηκαν στο υπόγειο του Μπλοκ 11. εκεί πέρα στο Όσβιέτσιμ με διαταγή του Karl Fritzsch -υποδιοικητή του Lager.
Τα παράθυρα και οι πόρτες σφραγίστηκαν με χώμα και οι φρουροί πέταξαν στον σφραγισμένο χώρο αρκετούς μπλε κρυστάλλους αλάτων από εκείνη την κονσέρβα που είχαν για να σκοτώνουν τις ψείρες.
Το όνομα της κονσέρβας ήταν άγνωστο στον πολύ κόσμο: Zyklon Blausaure (Τυφώνας του Μπλε Οξέος) και το προμηθεύονταν από μια φιλική εταιρεία την IG Farben.
Τι ψείρες, τι άνθρωποι σκέφτηκε ο Fritzsch, κι έτσι διέταξε την πρώτη μαζική δοκιμή, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την δολοφονική αποτελεσματικότητα αυτών των αλάτων που μετατρέπονταν σε αέριο που θα έμενε στην Ιστορία γνωστό ως Zyklon B. το αέριο με το οποίο δολοφονήθηκαν εκατομμύρια αθώοι, εκεί στον άχαρο λασπότοπο.
Δυο μήνες αργότερα, μια Δευτέρα ήταν, στις 24 Νοεμβρίου του 1941 μεταφέρθηκαν στη μικρή πόλη Τερεζίν –εξήντα χιλιόμετρα έξω από την όμορφη Πράγα- και κλείστηκαν στην εκεί καστροπολιτεία καμιά τριακοσοπενηνταριά άνθρωποι, εργάτες και τεχνίτες που αποκαλούνταν Aufbaukommando / «κατασκευαστικό κομάντο».
Όταν τους μάζεψαν τους είπαν πως θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα και να γυρίζουν τις οικογένειές τους τα Σαββατοκύριακα.
Το πρώτο ψέμα. αμέσως μετά την άφιξή τους κατάλαβαν πως ήταν αυτοί οι πρώτοι κρατούμενοι του νέου γκέτο.
Το καθήκον αυτών των εργατών/σκλάβων ήταν να κάνουν τις απαραίτητες προσαρμογές στους στρατώνες και τα υπόλοιπα βρώμικα και υγρά κτίρια –για την ακρίβεια όλα ήταν πρώην στάβλοι- στο Τερεζίν, που στις επόμενες ημέρες επρόκειτο να φιλοξενήσει χιλιάδες Εβραίους που θα μεταφέρονταν στο νέο αυτό ¨πρότυπο¨ γκέτο.
Όλοι αυτοί θα έμεναν εκεί ως φιλοξενούμενοι/κρατούμενοι με λιγοστή τροφή, χωρίς φάρμακα, χωρίς γιατρούς, χωρίς σχολεία για τα χιλιάδες παιδιά, χωρίς να ξέρουν τι θα απογίνουν, χωρίς να ξέρουν πότε και πού θα πεθάνουν, γιατί σίγουρα θα δολοφονούνταν.
Και είχε το όνομα της Μαρίας Θηρεσίας το κάστρο και το χωριό. Terezin, Θηρεσία!
Μετά από μια εβδομάδα χίλιοι ακόμα Εβραίοι –γιατί για Εβραίους μιλάμε- βρέθηκαν στους βρόμικους στρατώνες και μέχρι το τέλος του χρόνο, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα, ένα σύνολο οχτώ χιλιάδων Εβραίων από την Τσεχία κλείστηκαν εκεί.
Αυτό θα ήταν το γκέτο Theresienstadt και αυτός ο τόπος δε θα ήταν τίποτα άλλο παρά ένας ενδιάμεσος σταθμός, ένας σταθμός ¨διέλευσης¨ και εξαπάτησης στην πορεία των άμοιρων Εβραίων προς τον αφανισμό τους στο Μπέλζεκ, στην Τρεμπλίνκα, στο Άουσβιτς.
Ταυτόχρονα θα ήταν και ένα στρατόπεδο/γκέτο εργασίας, όχι για την παραγωγή αλλά για τη συγκάλυψη των μεταφορών στην Ανατολή.
Όμως υπήρχε και ένας τρίτος στόχος των SS. ήθελαν να σκοτώσουν όσους περισσότερους ηλικιωμένους Εβραίους μπορούσαν χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα, χωρις να τους κατηγορήσει κανείς για το παραμικρό. δια της ¨φυσικής¨ όδου με την πείνα και τις ασθένειες θα πέθαιναν οι άνθρωποι.
Την πείνα θα τη δημιουργούσαν οι ίδιοι. τις ασθένειες θα τις ¨έφερνε¨ η πολυκοσμία και η απουσία οποιασδήποτε νοσοκομειακής δομής, έτσι δε θα είχαν καμία ευθύνη οι αγαθοι Γερμανοί, που ¨φιλοξενούσαν¨ τους κακόμοιρους συνταξιούχους, άρρωστους και ανήμπορους Εβραίους.
Αυτό το τελυταίο ήταν ο μύθος που θα ¨σέρβιρε¨ ο δόκτορ Γκέμπελς στους υπηκόους, όχι πως τους ένοιαζε και τόσο, τους υπηκόους, η τύχη των Εβραίων!
Ταυτόχρονα ο ίδιος μύθος θα πλασαριζόταν στη διεθνή κοινότητα και ειδικότερα στον Σιεθνή Ερυθρό Σταυρό που έκανε πως ενδιαφερόταν για την τύχη των Εβραίων. Ούτε που τους ένοιαξε ποτέ στα 5 χρόνια του πολέμου η τύχη των ανθρώπων αυτών. Και το Τερεζίν θα ήταν ο τόπος όπου θα αποδεικνυόταν σε όλο τον κόσμο η φαρσοκωμωδία του ΔΕΣ!
Μια στάση πριν τις μαζικές δολοφονίες ήταν το Τερεζίν, ένας τόπος όπου 50.000 άνθρωποι στοιβάζονταν εκεί έτσι χωρίς προφανή λόγο, αλλά ο ΔΕΣ πίστευε τα ναζιστικά παραμύθια περί ενός τόπου ¨ησυχίας, ασφάλειας και καλοπέρασης¨ σε αυτόν τον ¨εβραϊκό οικισμό¨ για τους συνταξιούχους και ειδικά για ¨επιφανείς Εβραίους¨γνωστούς στο ευρύ κοινό επιστήμονες, ηθοποιούς, μουσικούς, συγγραφείς, ζωγράφους …
Ήταν τόσο οργανωμένο το ¨κόλπο¨, ώστε στο Τερεζίν υπήρχαν τα ¨σημεία πώλησης¨, όπου μπορούσαν οι φιλοξενούμενοι/κρατούμενοι να αγοράσουν ¨ό,τι ήθελαν¨! Μόνο που υπήρχαν τρεις λεπτομέρειες τις οποίες ο ΔΕΣ ουδέποτε πρόσεξε: (α) οι ¨φιλοξενούμενοι¨ δεν είχαν χρήματα, όλα κατάσχονταν μόλις έφταναν εκεί. χρήματα, ρολόγια, κοσμήματα, πολυτελή ρούχα, ποτά, ακόμα και τα τσιγάρα, (β) τα ιδιότυπα αυτά μαγαζιά πωλούσαν ακριβώς αυτά κατασχεμένα σε αυτούς από τους οποίους τα είχαν κλέψει οι αφεντάδες, (γ) για να αγοράσεις οτιδήποτε έπρεπε να περιμένεις εβδομάδες ή και μήνες να έρθει η σειρά σου. μπορεί και να είχες πεθάνει μέχρι τότε.
Οι οικογένειες που έφταναν στο Τερεζίν χωρίζονταν αμέσως σε διαφορετικά οικήματα, που είχαν παράξενα ονόματα: ¨Στρατώνας του Αμβούργου¨, ¨Στρατώνας της Σουδητίας¨, ¨Σπίτι των Νέων¨, ¨Στρατώνας των Ιπποτών¨ και πάει λέγοντας.
Και για να είμαστε ακριβείς η εξαπάτηση δεν αφορούσε μόνο τον ΔΕΣ αλλά και τους Εβραίους της Τσεχίας οι οποίοι ήταν οι πρώτοι φιλοξενούμενοι/κρατούμενοι. Επειδή το στρατόπεδο/γκέτο βρισκόταν στον τόπο τους, θεωρούσαν πως θα ήταν εύκολη η διαβίωση σε αυτό. Δεν ήταν λίγα τα παιδιά που πίστευαν πως βρίσκονταν κατασκήνωση. «κάπως έτσι ήταν μαμά» έλεγαν τα παιδιά «κι εκεί στεκόμασταν με την καραβάνα μας στη σειρά για το φαγητό»!
Και αρκετοί ενήλικες πίστευαν ότι όλα αυτά θα τελείωναν γρήγορα, «να δίπλα στην πόλη μας είμαστε, σύντομα θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας» έλεγαν στις οικογένειές τους. Πραγματικά το πίστευαν ή έδιναν κουράγιο στις γυναίκες και στα παιδιά;
-/-
Οι δυο γυναίκες βέβαια δεν ήξεραν τίποτα σχετικά με το Τερεζίν και εκείνη την εποχή δεν είχαν καμία σχέση με το Τερεζίν. Αργότερα η ¨μοίρα¨ θα τις έπαιζε άσχημο παιχνίδι.
Αυτές προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Έπρεπε να αποφασίσουν τι θα κάνουν, έψαχναν νέα από τον Σάμι κι όσο περίτεχνα μπορούσαν έραβαν στις φόδρες των ρούχων τους τα χρήματα και τα κοσμήματα που είχαν κρύψει στην μικρή αποθήκη.
Δεν ήξεραν πότε θα γινόταν το ταξίδι τους ούτε τι θα έβρισκαν στον τελικό προορισμό τους ήξεραν.
Ήξεραν ή μάλλον ένιωθαν πως έπρεπε να φύγουν, κάθε ημέρα που έμεναν έκανε την κατάσταση τους πιο δύσκολη.
Μάθαιναν από όσους μπορούσαν να ξέρουν δυο τρεις πληροφορίες, κυρίως από όσους πήγαιναν για δουλειά σε άλλες περιοχές, ότι ήταν πολλοί οι ¨δικοί¨ τους που ¨χάνονταν¨ χωρίς ίχνη, χωρίς να στείλουν μια κάρτα, ένα σημείωμα από τον τόπο που πήγαν.
Και αυτό ήταν ύποπτο και ανησυχητικό.
Την ίδια στιγμή τέσσερα πράγματα ήταν σίγουρα:
όλοι πήγαιναν ανατολικά,
όλοι ταξίδευαν με το τρένο,
όλοι έπαιρναν μαζί τους ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα,
όλοι έφευγαν βιαστικά.
Εκείνη την ίδια νύχτα ακούστηκε ένα απαλό κτύπημα στο πίσω παράθυρο. Τρόμος κυρίευσε τις δυο γυναίκες. Πίστεψαν πως αυτό ήταν, η αρχή του τέλους τους ήρθε. Αλλά όχι, ήταν ένας νεαρός Πολωνός μέλος του Εσωτερικού Στρατού που έφερνε ένα μήνυμα από τον Σάμι και λίγο αλεύρι.
«Έπρεπε να είναι έτοιμες ανά πάσα στιγμή για αναχώρηση» έλεγε το μήνυμα, «αν έμεναν κινδύνευαν να εγκλειστούν όλοι τους σε γκέτο» και το χειρότερο να απαχθεί η μικρή Σανέ.
Θα έφευγαν με ¨νόμιμα¨ χαρτιά όχι ως Εβραίες αλλά ως Πολωνές κι έτσι θα μπορούσαν ταξιδέψουν με το τρένο για τους Πολωνούς και ο Σάμι πρότεινε ό,τι και η μητέρα του: ξεχωριστοί προορισμοί ανά δυο άτομα. Για τον Ματθία δεν έλεγε κουβέντα το μήνυμα!
Η Ταβιθά με τον μικρό Ιάκωβο θα ταξίδευαν στην Πράγα στη θεία Έλεν. η Χάννα με τη Σαννέ θα πήγαιναν μέχρι το Σόσνιοβιετς εκεί δίπλα στο Κατοβίτσε να κρυφτούν σε κάποια φιλική οικογένεια που θα υπόδειχνε ο θείος Πασκάλ.
Δε θα κουβαλούσαν τίποτα το ύποπτο, ελάχιστα ρούχα και μια μπουκιά φαγητό για το ταξίδι, έπρεπε να δείχνουν πως πάνε μια επίσκεψη σε συγγενείς και όχι πως φεύγουν από την Ακτή. αυτή τη λεπτομέρεια δεν έπρεπε να την ξεχάσουν, ήταν ζωτικής σημασίας.
Πριν το ταξίδι θα τους έστελνε μαζί με τα χαρτιά και λίγα ζλότι.
Το μήνυμα τις ξεσήκωσε, τις ενθάρρυνε και τις φόβισε ταυτόχρονα, αλλά κυρίως τις μπέρδεψε. ήταν πολύ αόριστο.
Πότε θα γινόταν το ταξίδι;
Πώς θα ταξίδευαν μόνες;
Ποιος θα έφερνε τα πλαστά χαρτιά;
Ποιος θα τις πήγαινε στο σιδηροδρομικό σταθμό;
Πώς θα έβρισκαν το θείο Πασκάλ;
Ποιος θα τους έκρυβε στη Σοσνόβιεκ;
Ποιος θα τις βοηθούσε στην Πράγα;
Η Ταβιθά ποιον έπρεπε να ακούσει, τον ¨εξαφανισμένο¨ άντρα της ή τον αδερφό της που τον έβλεπε και μιλούσε για συγκεκριμένο σχέδιο μαζί του;
Και το Σεπτέμβριο ο Λούκας τους είχε πει ότι ο εγκλεισμός σε γκέτο για δύο γυναίκες και δυο μικρά παιδιά σήμαινε σίγουρο θάνατο.
Τους εξήγησε ότι οι Γερμανοί τακτικά ¨εκκαθάριζαν¨ τα γκέτο και οι πρώτοι που έφευγαν ανατολικά ήταν οι ηλικιωμένοι, οι άρρωστοι και τα γυναικόπαιδα. Από αυτή τη ¨δεξαμενή¨ γέμιζαν τα βαγόνια των τρένων με τον καθορισμένο αριθμό ανθρώπων κάθε φορά. Οι υγιείς έμεναν για δουλειά! Έως την επόμενη διαλογή!
Μέχρι τότε η Ακτή είχε αποφύγει τα δύσκολα: δυο τρεις μετακινήσεις οικογενειών από τα γύρω χωριά που τις στοίβαξαν όλες μαζί σε ένα μεγαλούτσικο οίκημα, η απαγόρευση κυκλοφορίας εκτός του χωριού και ο περιορισμός στις συναλλαγές -ειδικά για τα τρόφιμα- ήταν τα επιπλέον μέτρα για τους Εβραίους του χωριού.
Όμως σε όλη την Άνω Ανατολική Σιλεσία τα πράγματα δυσκόλευαν μέρα με την ημέρα και ήταν παραπάνω από σίγουρο ότι οι συγγενείς του Σάμι θα ταξίδευαν πολύ σύντομα προς την Ανατολή, αν δεν κρύβονταν.
Οι γυναίκες ρώτησαν τον νεαρό Πολωνό να τους πει πού βρισκόταν ο Σάμι, αλλά ξεκάθαρη απάντηση δεν πήραν. «Είναι καλά» τους είπε και «προσέχει τον εαυτό του».
«Πότε θα τον δούμε;» ρώτησαν οι γυναίκες. Και πάλι η απάντηση ήταν αόριστη: «Είναι δύσκολο να έρθει, είναι αρκετά μακριά και πολύ απασχολημένος».
Οι δυο γυναίκες μέσα στην ταραχή τους δε συνέδεσαν τα όσα τους είχε πει ο Λούκας με όσα υπονόησε ο νεαρός Πολωνός!
Ίσως καλύτερα …
-/-
Και οι δυο προτάσεις είχαν ένα κοινό πρόβλημα, δεν έπαιρναν υπόψη τους τη δεδομένη κατάσταση στην Πράγα. Άφησαν στο πλάι το γεγονός πως στην Πράγα εδώ και ένα χρόνο το γκέτο ήταν γεγονός, αλλά ίσως να μην τους ενδιέφερε αυτό επειδή και οι δύο πίστευαν ότι η θεία Έλεν θα προστάτευε τους φιλοξενούμενους στο διαμέρισμά της.
Ο Σάμι ήταν σίγουρο πως δεν ήξερε για το γκέτο και μάλλον ούτε ο Λούκας το γνώριζε.
Η διαφορά μεταξύ των δύο προτάσεων ήταν ότι ο Λούκας θα συνόδευε την αδερφή του και τον ανιψιό του μέχρις εκεί και θα μπορούσε να ¨ζυγιάσει¨ τα δεδομένα, ενώ ο Σάμι δεν μπορούσε να κάνει κάτι παρόμοιο.
Ο χρόνος έδειξε ότι και οι δύο έκαναν λάθος.
Ο πόλεμος τράβηξε πολύ … αυτή ήταν η επιλογή του μισητού ανθρώπου στο Βερολίνο.
Ο χρόνος ήταν μακρύς και αδυσώπητος για τα ανυπεράσπιστα άτομα εκείνους τους ζοφερούς καιρούς!
Ούτε ο Λούκας ούτε ο Σάμι μπορούσαν να προβλέψουν ότι το αποτέλεσμα του ταξιδιού της Ταβιθά και του Ιακώβ είχε προδιαγεγραμμένη κατάληξη από τη στιγμή που έφτασαν στην Πράγα ή μάλλον πριν καν συμβεί το ταξίδι, από τη στιγμή της σύλληψης της ιδέας ήταν απλά θέμα χρόνου η δολοφονία μητέρας και παιδιού!
Η πρόταση του Σάμι για το Σόσνιοβιετς θα προκαλούσε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που προσδοκούσε, αν την ακολουθούσε η μάνα του.
Δεν ήξερε ή μάλλον ήξερε λιγότερα από όσα ίσχυαν για το Σόσνιοβιετς: η κατάσταση εκεί ήταν πολύ άσχημη και επικίνδυνη για τους Εβραίους.
Ήξερε βέβαια πως εκεί, όπως σε όλες τις περιοχές που υπήρχαν Εβραίοι, οι Γερμανοί δημιούργησαν νέα Εβραϊκά Συμβούλια πλήρως ελεγχόμενα από αυτούς, σύμφωνα με όσα είχε ορίσει από τις 21 Σεπτεμβρίου 1939 ο αιμοδιψής Χάιντριχ.
Όπως έχει αναφερεθεί Judenrat ονόμαζαν αυτά τα Συμβούλια οι Γερμανοί και απαιτούσαν από τους επικεφαλής τους αναλυτικές λίστες των Εβραίων της περιοχής και πλήρη υποταγή στις προσταγές τους. Και για κακή τύχη των πολλών βρέθηκαν τα άτομα που θα εκτελούσαν κάθε διαταγή των Γερμανών, όποια κι αν ήταν!
Ο Σάμι ήλπιζε με τη βοήθεια των γνωστών Καθολικών Πολωνών του θείου Πασκάλ να προλάβουν να κρυφτούν η μάνα του και η κόρη του μέσα στο μεγάλο πλήθος των Εβραίων της πόλης -28.000 ήταν το 1939!
Δεν ήξερε, ο Σάμι, ότι αρχικά απομακρύνθηκαν από τα σπίτια τους οι Εβραίοι της πόλης που διέμεναν στις οδούς:3 Maja, Pieracki, Matachowski, Breslauerstrasse, Hauptstrasse και ότι στη συνέχεια ακολούθησαν οι υπόλοιποι, όταν δημιουργήθηκε το γκέτο.
Και ο θείος Πασκάλ είχε διαμέρισμα στη Hauptstrasse!
Ήταν αδύνατο πια η Χάννα να βρει τον Πασκάλ χωρίς επιτόπια βοήθεια, αλλά και αν τον έβρισκε κλεισμένος στο γκέτο θα ήταν.
Και φυσικά δεν ήξερε ο Σάμι ότι στην πόλη είχαν εγκατασταθεί -μέχρι τότε- περί τους 6.000 Γερμανοί στα πλαίσια της προσπάθειας μετατροπής της Δυτικής Πολωνίας και ειδικά της Άνω Σιλεσίας σε καθαρά γερμανική περιοχή.
Η πόλη ήταν πλέον πολύ, μα πολύ εχθρική για τους Εβραίους.
Μόνο το σχέδιο του Λούκας έδινε κάποιες ελπίδες επιβίωσης στη Χάννα και τη Σανέ.
Στη σκέψη του Λούκας ο θείος Πασκάλ ήταν χαμένη υπόθεση. Γνώριζε τι είχε συμβεί στη Σοσνόβιεκ και ήταν σίγουρος πως μόνο από θαύμα μπορούσε να βρεθεί ο Πασκάλ ελεύθερος και με δυνατότητα μετακινήσεων και επιλογών.
Γι΄ αυτό ο Λούκας μέσα από το δίκτυα της Bund έψαχνε ήδη την ¨ανάδοχο¨ πολωνική οικογένεια στην ευρύτερη περιοχή.
Εκείνους τους καιρούς εκεί πέρα στις στροφές των ποταμών μόνο οι κυνηγοί κεφαλών και οι δολοφόνοι, μπορούσαν να ξέρουν και να σχεδιάσουν τη δράση τους.
Όσα από τα ¨θηράματα¨ είχαν πίστη μέσα τους μόνο να προσεύχονται στο Θεό τους μπορούσαν και να ελπίζουν στην εύνοιά Του. οι άλλοι οι όχι και τόσο θεοσεβούμενοι απλά εύχονταν να είναι τυχεροί.
Αλλά 6.000.000 Πολωνοί πολίτες δεν βρήκαν ούτε εύνοια, ούτε τύχη.
Για έναν στους έξι Πολωνούς Θεός και Τύχη ήταν με το μέρος των δολοφόνων!
Όντως άγρια χαράματα, η πόρτα των Χορόβιτς χτύπησε απαλά και η Ταβιθά τράβηξε λίγο την κουρτίνα και κοίταξε από το παράθυρο φοβισμένη.
Ηρέμισε, είδε τον Λούκας με ένα φίλο του έξω από την αυλή τους. Εκατό μέτρα πιο πέρα, στην άκρη του χωριού, ένα κάρο με τον καροτσέρη στη θέση του τους περίμενε.
Τον φίλο του Λούκας τον ήξερε, ήταν ένα τίμιο παλικάρι, ένας μπεσαλής Πολωνός που μισούσε όσο τίποτε άλλο τους Γερμανούς ναζιστές κι ειδικά εκείνον τον χολερικό με το μισό μουστάκι και το γυναικείο λίκνισμα των γοφών όταν προσπαθούσε να δείξει στα ξαναμμένα πλήθη των Γερμανών πόσο σκληρός και δυνατός κι αντρειωμένος ήταν.
Ο Λούκας, ο φίλος του ο Όλεγκ και ο καροτσέρης, που δεν ήταν άγνωστος στην Ταβιθά. ήταν όλοι μαρξιστές που αντιστέκονταν όσο μπορούσαν στο Γερμανό κατακτητή, αλλά κυρίως βοηθούσαν τους Εβραίους.
Ο Λούκας. όπως έχουμε πει, ανήκε στη Bund και οι άλλοι δύο στη φράξια W.R.N. του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, P.P.S..
Ο Σάμι ήταν άφαντος μετά το μήνυμα του Νοεμβρίου. Έτσι ο Λούκας τελικά θα ήταν αυτός που θα σχεδίαζε και θα αναλάμβανε την ασφαλή μετακίνηση των γυναικών και των μικρών παιδιών.
Αυτός και η αδερφή του θα ταξίδευαν με πλαστά χαρτιά βέβαια -ως ζευγάρι με το παιδί τους, τον Ιακώβ, στην Πράγα.
Ο Ιακώβ είχε μετονομαστεί σε Ιβάν και η Ταβιθά σε Θεοφίλη, άπαντες Πολωνοί και Καθολικοί, που ήθελαν να πάνε στην άκληρη και άρρωστη θεία τους που τους είχε σαν παιδιά της και θα την κληρονομούσαν, όπως έγραφε το ¨γράμμα¨ της που είχαν!
Ο Όλεγκ ¨έγινε¨ γιος της χήρας Ζόγια, όπως μετονομάστηκε η Χάννα, και ταξίδευαν με την κόρη του τη Σανέ για να βρουν δουλειά στα γερμανικά εργοστάσια που είχαν ανοίξει στην περιοχή της Ανατολικής Άνω Σιλεσίας. Και αυτοί ήταν Πολωνοί και Καθολικοί, άνθρωποι φτωχοί και ρημαγμένοι από τον πόλεμο.
Και οι δυο παρέες θα πήγαιναν με το κάρο στο σιδηροδρομικό σταθμό του Wodzisław Śląski απ΄ όπου θα έπαιρναν το τρένο για την Πράγα οι μεν και για το Κατοβίτσε οι άλλοι.
Ο μεγάλος κίνδυνος παραμόνευε σε δύο περιοχές: (α) στα είκοσι πέντε χιλιόμετρα της διαδρομής μέχρι να φτάσουν στο σταθμό, (β) στο σταθμό. εκεί ο χρόνος αναμονής μέχρι να ανέβουν στα τρένα, που τότε δεν είχαν και πολύ ακριβή ώρα άφιξης και αναχώρησης, θα ήταν σημαντικός για την ασφάλεια τους.
Μετά την αναχώρησή τους κατά πάσα πιθανότητα όλα θα κυλούσαν ομαλά στα περίπου τρακόσια πενήντα χιλιόμετρα μέχρι την όμορφη Πράγα και στα εξήντα χιλιόμετρα μέχρι το γειτονικό Κατοβίτσε.
Τα πάντα ήταν έτοιμα. Οι γυναίκες φορούσαν διπλά φουστάνια όπου είχαν ράψει τα κοσμήματα και τα χρήματα, όπως και τα παιδιά είχαν διπλά πουλόβερ και στο κορμάκι τους ραμμένα στα εσώρουχα χρήματα, κάμποσα Ράιχσμαρκ και αρκετά ζλότι.
Από μπαγκάζια δεν είχαν και πολλά: από μια μικρή βαλίτσα, την καινούργια την κουβαλούσαν οι νέοι και την πιο φθαρμένη η Χάννα και ο Όλεγκ, και από ένα μικρό χαρτόκουτο με ρουχαλάκια των παιδιών. Όλα ήταν φανερά ώστε να μην ψάχνουν και πολύ οι αστυνομικοί, αν έκαναν κάποιο έλεγχο.
Σε αυτό το σημείο είχαν ακολουθήσει τις οδηγίες του Σάμι, που είχε απόλυτο δίκιο όπως αποδείχτηκε δύο φορές τουλάχιστον εκείνη την ημέρα.
«Πάμε» είπε ο Όλεγκ «δεν πρέπει να αργήσουμε μέσα στο χωριό», ο Λούκας συμφώνησε και με τη σειρά του βοήθησε τη Χάννα και της φώναξε να κάνει πιο γρήγορα.
«Άντε συμπεθέρα, αργούμε. Θα πάρω εγώ τη βαλίτσα, εσύ πιάσε τη Σανέ από το χέρι, ανέβασέ την στο κάρο».
Η Χάννα έκλαιγε, κόντευε να λιποθυμήσει από τη λύπη της. Μια ζωή έζησε σε εκείνο το όμορφο σπίτι που δεν επρόκειτο να ξαναδεί ποτέ, εκεί μεγάλωσε τα παιδιά της, εκεί είδε τα δύο εγγόνια της, εκεί έζησε χαρές, εκεί βίωσε το θάνατο του άντρα της.
Στη σκέψη αυτή ψέλλισε: «Συγχώρα μας Θεέ μου, συγχώρα με Ματθία» …
Η Ταβιθά βογκούσε από τον πόνο, από την αγωνία για τα δυο παιδιά της και από την απουσία του άντρα της …
Επιτέλους, έφευγαν.
Έτριξαν οι ρόδες του κάρου, όταν ο ντορής υπάκουσε στην προσταγή του οδηγού του.
Ο Λούκας και η Ταβιθά/Θεοφίλη, ένα όμορφο -σχεδόν Άριο- φαινομενικά ζευγάρι Πολωνών που ταξίδευε με το πρώτο του παιδί, δε συνάντησαν κανένα πρόσκομμα.
Απλά ήταν αναγκασμένοι να περάσουν αρκετές ώρες με τους εχθρούς τους στον ίδιο χώρο, να αναπνέουν τον ίδιο αέρα με τους σφαγείς του λαού τους και να μην μπορούν να αντιδράσουν. Να παίζουν θέατρο μαζί τους και να συμφωνούν με κάθε αντιεβραϊκό τσιτάτο που τα τέρατα αυτά ξεστόμιζαν, για να πουλήσουν εξυπνάδα.
Στο τρένο ταξίδευαν μαζί με πολλούς Γερμανούς στρατιώτες που γύριζαν με άδεια στα σπίτια τους και ο Λούκας συζητούσε μαζί τους για τα όσα συνέβαιναν στα βρομερά παράσιτα, τους Εβραίους, και για τα σχέδια της μελλοντικής γερμανοποίησης της Ανατολής και ειδικά της Άνω Σιλεσίας που τον ενδιέφεραν περισσότερο.
Έμαθε αρκετά από τα σχέδια των Γερμανών και κατάλαβε ότι εκείνες τις ημέρες κάτι σοβαρό είχε αποφασιστεί στο Βερολίνο, κάτι που θα συνέβαινε στην Πολωνία, αλλά δεν ήξεραν λεπτομέρειες οι στρατιώτες.
Και ήταν λογικό να μην ξέρουν. Πώς να γνωρίζουν ότι δίπλα σε μια ειδυλλιακή λίμνη δεκαπέντε τέρατα, στολισμένα με τα παράσημα του αγώνα υπέρ του ναζιστικού κόμματος, αποφάσισαν πως «ήρθε πλέον ο καιρός να τελειώνουμε με τους Εβραίους ολόκληρης της δικής μας Ευρώπης», όπως προλόγισε τη μάζωξη ο Χάιντριχ!
Ήρθε ο καιρός της Τελικής Λύσης, ο άνθρωπος με το μισό μουστάκι είχε αποφανθεί, αλλά δεν το έγραψε πουθενά γιατί παραμόνευε η ¨τσούλα η Ιστορία¨.
«Πρέπει να γίνει γρήγορα, ο Εβραίος πρέπει να εκδιωχτεί από την Ευρώπη. […] Αν στην πορεία καταστραφεί, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Βλέπω μόνο ένα πράγμα. Πλήρη εξόντωση, εάν δε φύγουν με τη θέληση τους …» είπε ο χολερικός σε εκείνον που είχε δεξί του χέρι, τον κοτοπουλά με τα μυωπικά γυαλιά που έκρυβαν τη βλακεία του και το μίσος του για κάθε τι ανθρώπινο, τον Χίμλερ.
Κι αυτός διέταξε το μορφωμένο τέρας, τον Χάιντριχ, να κάνει πράξη τη θέληση Του!
Δυο, τρεις πολίτες γύριζαν από το Άουσβιτς, αλλά ο Λούκας δεν μπόρεσε να τους πάρει κουβέντα για τα εκεί τεκταινόμενα. Οι πολίτες του είπαν απλά πως δούλευαν σε ένα εργοστάσιο ως τεχνικό προσωπικό και ότι μαζί τους δούλευαν αρκετοί καταναγκαστικοί εργάτες, οι περισσότεροι Εβραίοι κρατούμενοι από το εκεί στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η Ταβιθά έτρεμε από το φόβο της και συνέχεια έκανε πως κοιτούσε τον άρρωστο Ιακώβ στον οποίο οι τεχνικοί από το Άουσβιτς έδιναν σοκολάτες και μπισκότα …
«Τι καλοί άνθρωποι» … παραλίγο να φωνάξει ειρωνικά η Ταβιθά, αλλά ο Λούκας της έσφιξε το μπράτσο και την κοίταξε ¨γλυκά¨ ως σύζυγος και αυτή υπάκουσε.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Ústí nad Orlicí το τρένο θα άλλαζε μηχανή και προσωπικό και ως εκ τούτου θα γινόταν και πάλι έλεγχος χαρτιών των επιβατών. Οι επιβάτες πριν τον έλεγχο είχαν μισή ώρα να ξεμουδιάσουν, να ξαλαφρώσουν, να πιουν λίγο νερό και να φάνε μια μπουκιά αν κουβαλούσαν κάτι φαγώσιμο μαζί τους.
Το ¨ζευγάρι¨ με πρόφαση τον καθαρισμό του μωρού κρύφτηκε στις τουαλέτες. Άλλαξαν ρουχαλάκια στον ¨Ιβάν¨, έφαγαν μια φέτα ψωμί με λίγο ξινό λάχανο και μισό χοιρινό λουκάνικο, καθώς έπρεπε να δείχνουν Πολωνοί μικροαστοί. Το άλλο μισό έμενε για αργότερα και ήταν ορατό από τους συνταξιδιώτες και τους ελεγκτές.
Μπήκαν τελευταίοι στο βαγόνι, οι ελεγκτές ήταν εκεί ήδη: δύο σιδηροδρομικοί -ένας Γερμανός κι ένας Τσέχος συνάδελφός του- μαζί με έναν Ουκρανό λοχία των SS.
Έδειξαν τα χαρτιά τους, ο λοχίας, που μιλούσε αρκετά καλά τα πολωνικά, τους ρώτησε το λόγο του ταξιδιού και τη διεύθυνση διαμονής τους στην Πράγα.
«Θα μείνουμε στην άκληρη θεία της γυναίκας μου» είπε ο Λούκας και λέγοντας τη διεύθυνση του σπιτιού έδειξε την επιστολή και τη φωτογραφία της θείας Έλεν.
Οι ελεγκτές ξαφνιάστηκαν από την ομοιότητα των δύο γυναικών της θειας και της ανιψιάς και πείστηκαν για όσα άκουγαν. ο Τσέχος τους ευχήθηκε «καλή τύχη», χάιδεψε τον ¨Ιβάν¨ που κοιμόταν για πρώτη φορά χορτάτος από τα μπισκότα των μελλοντικών δημίων του.
«Ευχαριστούμε πολύ» απάντησε το ¨ζευγάρι¨ και τάχα ρώτησαν τι έπρεπε να κάνουν με τα χαρτιά τους, όταν θα έφταναν στην Πράγα. Οι ελεγκτές τους έδωσαν την πληροφορία μαζί με τα χαρτιά τους και προχώρησαν στους επόμενους …
Στο σταθμό της Πράγας τους περίμενε η θεία Έλεν μαζί με έναν αντιστασιακό σύνδεσμο και τους οδήγησαν στο σπίτι της με χίλιες προφυλάξεις.
Δεν έπρεπε να τους δουν οι γείτονες της θείας Έλεν. Τους ήξεραν πως ήταν Εβραίοι κατά το ήμισυ και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την αντίδρασή των γειτόνων.
Ο Λούκας ξεκουράστηκε μια εβδομάδα και γύρισε στη Σιλεσία όχι με το τρένο αλλά με τη βοήθεια των συνδέσμων της Bund. θα ήταν παρακινδυνευμένο να ξανακάνει το ταξίδι, ίσως ¨έπεφτε¨ πάνω στους ίδιους ελεγκτές και τότε δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα.
Οι πρώτες εβδομάδες στην Πράγα πέρασαν σχετικά καλά. η Έλεν, ειδοποιημένη από τον Λούκας, είχε από καιρό εφοδιαστεί και αποθηκεύσει αρκετά τρόφιμα, ώστε να μη γίνεται στόχος στην αγορά.
Η Ταβιθά είχε ρητή εντολή, ούτε στο παράθυρο δεν έπρεπε να τη δουν, στην όμορφη πόλη όλοι οι Εβραίοι είχαν κλειστεί στο γκέτο. Γιατί η Ταβιθά να μην είναι εκεί;
Και δεν ήταν μόνο αυτό που σκεφτόταν η θεία Έλεν.
Είχαν αρχίσει και τα τρανσπόρτα, όπως έλεγαν την αναγκαστική μεταφορά των Εβραίων, στο γκέτο του Τερεζίν και η Έλεν είχε ακούσει πολλές τρομερές και ακατανόητες πληροφορίες για όσα γίνονταν εκεί.
Δεν είπε όσα άκουγε στην Ταβιθά, για να μη τη στρεσάρει. Ένα ήταν σίγουρο, κανείς δεν έπρεπε να δει την Ταβιθά και τον Ιακώβ.
Η Έλεν αποφάσισε να απομονωθεί, να ξεκόψει από τους γείτονες της,
Δύσκολο και επικίνδυνο συνάμα! Θα την έψαχναν, θα τη ρωτούσαν όταν την έβλεπαν, τι θα έλεγε; Όλες αυτές οι σκέψεις της έφεραν ανορεξία και αϋπνίες.
Ήταν πλέον φανερό στην Ταβιθά πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβλεπε την ταραχή της θείας της και ήξερε πως η Έλεν είχε πολλούς φίλους. Εβραίους και χριστιανούς, που την επισκέπτονταν και τώρα ήταν όλοι άφαντοι.
«Πού είναι οι φίλοι σου» ρώτησε ένα βραδάκι τη θεία της, «γιατί χάθηκαν όλοι τους;».
Η Έλεν δεν είχε απάντηση, ξεστόμισε κάποιες ανούσιες δικαιολογίες, έτσι για να πει κάτι γιατί ένιωθε πως δεν έπρεπε να ταράξει την ανιψιά της. μια απλή κοπέλα του χωριού που δε μπορούσε να καταλάβει τη φρίκη του πολέμου, την κακία των Γερμανών και την αναλγησία των χριστιανών.
Η Ταβιθά δεν είχε την εμπειρία του γκέτο, δεν ήξερε τις θανατηφόρες λεπτομέρειες. εκεί στην Ακτή μια απαγόρευση αφορούσε την ώρα κυκλοφορίας, μια άλλη είχε σχέση με τη φοίτηση των παιδιών στο σχολείο και υπήρχε έλλειψη στα τρόφιμα.
Κάπως έτσι νόμιζε ότι θα ήταν και στο γκέτο της Πράγας.
«Γιατί λοιπόν θεία οι Εβραίοι φίλοι σου δεν έρχονται επίσκεψη νωρίς το απόγευμα; Και οι χριστιανοί γνωστοί σου καμία ημέρα δεν έχουν ελεύθερο χρόνο;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε τη θεία της, ξεχνώντας στιγμιαία την κατάστασή τους.
Αμέσως ζητούσε συγνώμη κι έπεφτε σε μια βαριά σιωπή, ψυχοφθόρα, βασανιστική και μόνο η παρουσία του Ιακώβ την έβγαζε από αυτή αλλά για λίγο …
Η σκέψη του συζύγου της, η φυγή του, η απουσία του, η άγνοια για την τύχη του την ¨ξανάριχνε¨ στα τάρταρα.
Και ήταν η άγνοια το κύριο χαρακτηριστικό της Νέας Τάξης των Γερμανών στην Ευρώπη, ήταν το πρωταρχικό και αποτελεσματικό όπλο τους στον πόλεμο τους εναντίον των Εβραίων.
Κανείς δε μπορούσε νε ξέρει τι θα του συμβεί την επόμενη στιγμή, την επόμενη ώρα, την επόμενη ημέρα, την επόμενη εβδομάδα. ούτε μπορούσε να ξέρει τον υπεύθυνο για τα επερχόμενα βάσανά του ή και το θάνατό του.
Όλοι ένιωθαν σα να βρίσκονταν παγιδευμένοι σε κινούμενη άμμο που τους ρουφούσε λίγο, λίγο χωρίς να έχουν την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης.
Αυτή η άγνοια ¨σκότωνε¨ την ψυχή και τα λογικά των υποψήφιων θυμάτων και τα οδηγούσε στην αυτοχειρία, ειδικά τα ηλικιωμένα ζευγάρια που έμεναν μόνα.
Και η Ταβιθά ένιωθε πως ήταν, και όντως ήταν, υποψήφιο θύμα της Νέας Τάξης.
Δεν ξαναρώτησε για τους φίλους της. αφοσιώθηκε στον μικρό Ιακώβ και κρυφά από τη θεία της έκλαιγε. Βυθιζόταν!
Ήταν φανερό πως δεν θα άντεχε για πολύ καιρό σε αυτή την κατάσταση.
Ο Όλεγκ και η Χάννα είχαν πιο δύσκολο έργο, γιατί η Χάννα έπρεπε να μεταμορφωθεί σε μια χήρα Πολωνή χωρική, που ταξίδευε με το γιο και την εγγονή της προς το Σόσνιοβιετς σε συγγενείς, ψάχνοντας για δουλειά.
Η Χάννα φόρεσε μια πλατιά ριγέ φούστα από χοντρό ύφασμα. Πάνω από τη φούστα έβαλε μια μπλε ποδιά, ένα πλατύ λευκό πουκάμισο και κετσεδένιες -σχεδόν σκισμένες μπότες- που συμπλήρωναν τη φορεσιά της.
Η ψεύτικη καστανή κοτσίδα ήταν απαραίτητη για να κρύψει τα κατσαρά μαλλιά της και το παλτό με κάμποσες τρύπες συμπλήρωνε την εικόνα μια φτωχής αγρότισσας.
Φυσικά κάτω από τη φούστα η Χάννα είχε δυο κανονικά φουστάνια στα οποία ήταν φυλαγμένα τα χρήματα και τα μισά κοσμήματα, όπως και στο φορεματάκι της Σανέ υπήρχαν κάποια χρήματα.
Όλες αυτές οι προφυλάξεις ήταν απαραίτητες, γιατί πολλοί Πολωνοί από την περιοχή τους είχαν ενταχθεί ως βοηθητικοί στη γερμανική Αστυνομία και βέβαια πολλοί Εβραίοι είχαν επανδρώσει την Εβραϊκή Αστυνομία στα γκέτο της περιοχής, ειδικά στο Κατοβίτσε και τη Σοσνόβιεκ.
Όλοι αυτοί ήταν όργανα των Γερμανών και στιγμή δε θα δίσταζαν να καταδώσουν τη Χάννα και τη μικρή για την είσπραξη της αμοιβής, αν τους αναγνώριζαν,
Στο Ρίμπνικ ανέβηκαν στο τρένο τους δύο βοηθητικοί Πολωνοί αστυνομικοί, εξέτασαν τα χαρτιά τους και έπιασαν κουβεντούλα μαζί τους.
Ο Όλεγκ τους είπε πως πάνε να βρουν καμιά δουλίτσα, καθώς άκουσαν ότι άνοιξαν πολλά από τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες που είχαν αρπάξει οι Γερμανοί από τους Πολωνούς και κυρίως από τους Εβραίους ιδιοκτήτες τους.
Οι αστυνομικοί επιβεβαίωσαν την πληροφορία και τους είπαν πως οι Πολωνοί έβρισκαν εργασία πιο εύκολα από τους Εβραίους που τους είχαν ¨κλεισμένους¨ σε συγκεκριμένες γειτονιές, τα γκέτο, και υπάγονταν στην οργάνωση Schmelt[2] η οποία τους έστελνε σε εργοτάξια και στρατόπεδα καταναγκαστικός εργασίας.
Τους τόνισαν με νόημα, ότι αν έβρισκαν δουλειά θα είχαν ως αφεντικά Γερμανούς και θα δούλευαν για το ¨καλό¨ του Γ’ Ράιχ!
Όλα για το Ράιχ …
Η Χάννα όλη την ώρα έτρεμε μήπως την αναγνώριζαν και τόλμησε να ρωτήσει τους αστυνομικούς «εσείς παλικάρια μου από πού κατάγεστε;».
«Από το Ολκούτς» απάντησαν και οι δύο τους, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα ανατολικά από την Ακτή.
Ηρέμησε, πήρε μια βαθιά ανάσα η γιαγιά, ξεφύσησε ανακουφισμένη και ρώτησε τους αστυνομικούς «τι γίνεται με τους Εβραίους στην περιοχής σας; Οι δικοί μας είναι ακόμα στα σπίτια τους εκτός από αυτούς που δολοφονήθηκαν ή έφυγαν στα δάση».
«Από το Σεπτέμβριο του 1941 όλοι οι Εβραίοι μας μετεγκαταστάθηκαν στη βόρεια πλευρά της κωμόπολης και στα σπίτια τους, κυρίως στο κέντρο, εγκαταστάθηκαν Πολωνοί» απάντησαν οι αστυνομικοί και συνέχισαν, «αν είστε τυχεροί μπορεί να βρείτε κι εσείς κάποιο κενό, μικρό εβραϊκό σπίτι» και λέγοντας αυτά χαιρέτησαν κι έφυγαν!
Ο Όλεγκ είχε εξουσιοδότηση από τον Λούκα για τις ενέργειες που έπρεπε να κάνει όταν θα έφταναν στο Σόσνιοβιετς. Αν έβρισκαν τον Πασκάλ θα άφηνε τη Χάννα και τη Σανέ και απλά θα επιτηρούσε την κατάσταση με τους Εβραίους. Εάν δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με τον Πασκάλ, θα έπρεπε να βρει μια οικογένεια Πολωνών και να κρύψει για λίγες ημέρες τη Χάννα και τη Σανέ. Στη συνέχεια θα έβρισκε μια πολύ ασφαλή κρυψώνα μέχρι το τέλος του πολέμου, αν ήταν δυνατό!
Το τέλος του πολέμου! Ποιος απλός άνθρωπος μπορούσε να ξέρει τη διάρκεια αυτού του μακελειού; Κανείς! Και κανείς δεν μπορούσε να ξέρει βέβαια τα νέα σχέδια των ναζί σχετικά με τους Εβραίους της Πολωνίας αρχικά και της Ευρώπης αργότερα.
Τέλειωνε ο Ιανουάριος του 1942 τότε.
Ο Όλεγκ ήξερε ότι στο Σόσνιοβιετς οι Γερμανοί απαγόρευσαν την παρουσία των Εβραίων σε κάποιες περιοχές, αλλά δεν ήξερε λεπτομέρειες. Έτσι αποφάσισε να το διακινδυνεύσει και να ρωτήσει όποιον συνεπιβάτη θα έβρισκε από τη Σοσνόβιεκ.
Και βρήκε. Και έμαθε, ότι δε θα συναντούσε εύκολα και ακίνδυνα τον Πασκάλ, αφού –όπως όλοι οι Εβραίοι- είχε ήδη αναγκαστεί να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του, στην οδό Hauptstrasse, και διέμενε κατά πάσα πιθανότητα στη γειτονιά που τους μάζεψαν.
Άρα έπρεπε να κρύψει αυτός τη Χάννα και τη Σανέ. Ο Όλεγκ ήθελε χρόνο να μάθει λεπτομέρειες και να αποφασίσει. Η πόλη του φαινόταν πολύ ανασφαλής, γιατί όπως του είπαν είχαν μαζευτεί πολλοί Γερμανοί και πολλές υπηρεσίες.
Ήταν απόγευμα με ένα μουντό ουρανό όταν κατέβηκαν από το τρένο και πήραν το δρόμο για μια γνωστή οικογένεια του Όλεγκ. Αμέσως έπεσαν σε έλεγχο χαρτιών από μεικτό κλιμάκιο. Η ψεύτικη κοτσίδα και τα μισοσπασμένα ματογυάλια της Χάννα τους έσωσαν.
Η Χάννα δεν ταίριαζε στο κάδρο: ο Όλεγκ αδύνατος και σχεδόν κοκκινομάλλης, και η Σανέ με σχεδόν Άρια χαρακτηριστικά δεν έδειχναν να έχουν συγγένεια με τη παχουλή –από τα πολλά ρούχα- και κοντή γιαγιά.
Και αυτή ακριβώς η ιδιοτροπία κίνησε το ενδιαφέρον του κλιμάκιου ελέγχου.
Ο Γερμανός έβαλε στο μάτι τη Σανέ –για το πρόγραμμα αρπαγής- και ζήτησε να πάνε στο Αστυνομικό Τμήμα. Ο Πολωνός αστυνομικός κατάλαβε και προσπάθησε να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Κρυφά είπε στα πολωνικά στον Όλεγκ να πέσει κάτω και να κτυπιέται ως επιληπτικός.
Η Χάννα άρχισε να κλαίει και να σκουπίζει τα μάτια της με την κοτσίδα, όταν ο Όλεγκ ¨έγινε¨ επιληπτικός. η Σανέ έμεινε βουβή στην αγκαλιά του άλλου Πολωνού βοηθητικού αστυνομικού.
Η Χάννα γονάτισε και πήρε στα δυο της χέρια το κεφάλι του επιληπτικού γιου της για να μη κτυπήσει στα χαλίκια του δρόμου. Ο Όλεγκ δάγκωσε τα χείλη του και έτρεξε αίμα … φυματίωση εν όψει!
Ο Γερμανός δεν μπορούσε να δει καθαρά τα μάτια της γιαγιάς, αλλά η καστανή βρόμικη κοτσίδα της ταίριαζε με τα μαλλιά του Όλεγκ.
Βρομιά, ¨επιληψία¨ και ίσως φυματίωση απέτρεψαν τον Γερμανό από το σχέδιό του.
«Που να μπλέξω τώρα» σκέφτηκε και γυρνώντας στους Πολωνούς τους ρώτησε: «Τέτοιοι άρρωστοι ποντικοί είναι οι αγρότες σας;» .
Σφύριξε μια βρισιά μέσα από τα δόντια του, τους έφτυσε, έριξε μια γερή κλωτσιά στον Όλεγκ κι έφυγαν.
Είχε σουρουπώσει, η Σανέ έμενε βουβή και η Χάννα έκλαιγε έχοντας στα χέρια της το κεφάλι του Όλεγκ που ¨χτυπιόταν¨ και ταυτόχρονα κοιτούσε την άκρη του δρόμου.
Δεν περνούσε κανείς πια.
Σηκώθηκε, πήρε τη βαλίτσα και σχεδόν τρέχοντας έφτασαν στο σπίτι των γνωστών του. χτύπησαν την πόρτα, αυτή άνοιξε στα σκοτεινά, μπήκαν και αμέσως πήγαν στο μικρό πατάρι. Η βαλίτσα καταχωνιάστηκε σε μια κρύπτη κάτω από τα σανίδια του πατώματος.
Φτηνά τη γλύτωσαν χάρη στον Πολωνό αστυνομικό, αλλά δεν έπρεπε με τίποτα να ξαναβρεθούν στο δρόμο του Γερμανού.
Τον αναγνώριζες εύκολα: ψηλός, κοντοκουρεμένος καστανός, παχουλός με δυο τεράστια χέρια και μια νεκροκεφαλή στο πέτο.
Η Ταβιθά όντως δε θα άντεχε, αν η θεία της δεν είχε μια φαεινή ιδέα.
«Τι λες κορίτσι μου, θέλεις κάθε Σάββατο να πηγαίνουμε για τα ψώνια μας, ώστε να κάνεις κι εσύ και το παιδί μια βόλτα;» είπε ένα απογευματάκι η θεία Έλεν.
Σάββατο και ψώνια δεν ακουγόταν καλά στην μισοεβραία Ταβιθά! Είχε μάθει διαφορετικά στο σπίτι του άντρα της και ας μην ήταν φανατική της θρησκείας η οικογένεια. Κάποια έθιμα τα κρατούσαν. Το Σάββατο ήταν ένα από αυτά.
«Όχι και καλή ιδέα μου κάνει, με τους γείτονες τι θα γίνει;» αποκρίθηκε η Ταβιθά.
Και τότε ήρθε μια άλλη ιδέα στην Έλεν: θα άλλαζε διαμέρισμα, θα πήγαιναν σε άλλη γειτονιά. Ήταν σχετικά εύκολο τότε, γιατί πολλοί χριστιανοί Τσέχοι ¨έπιαναν¨ τα σπίτια που έμεναν οι Εβραίοι και άδειασαν, όταν αυτοί κλείστηκαν στο γκέτο.
Τον καιρό εκείνο ¨αφεντικό¨ στην Πράγα και σε ολόκληρη τη Βοημία ήταν ο ορκισμένος εχθρός των Εβραίων και Διοικητής του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ, ο Ράινχαρντ Χάιντριχ. Το Σεπτέμβρη του 1941 ο άνθρωπος με το μισό μουστάκι τον είχε ανταμείψει για τη διεστραμμένη κακία του διορίζοντάς τον ¨Προτέκτορα¨, Προστάτη του Ράιχ, στη Βοημία και τη Μοραβία. Ο άνθρωπος αυτός έκανε και στην Πράγα αυτό για το οποίο είχε γεννηθεί: επέβαλε ένα κλίμα τρομοκρατίας και μια πρακτική ανηλεούς βίας εναντίον των Εβραίων και των αντιστασιακών Τσέχων που παρείχαν βοήθεια σε αυτούς.
Γρήγορα απόκτησε το προσωνύμιο ¨ο χασάπης της Πράγας¨ και ένιωθε τόσο άτρωτος που κυκλοφορούσε με ανοιχτό αμάξι χωρίς φρουρούς, γιατί δεν μπορούσε να διανοηθεί πως οι μέρες του ήταν μετρημένες. Μα ναι, όντως ήταν μετρημένες και πολύ μα πολύ λίγες!
Ούτε η θεία Έλεν ούτε η Ταβιθά τα γνώριζαν όλα αυτά.
Τα έμαθαν όλα μια Τρίτη. Ήταν 27 του Μάη, όταν δύο αντιστασιακοί, ο Γιαν και ο Γιόζεφ[3], την έστησαν στον ¨χασάπη¨, τον πυροβόλησαν μα δεν τον πέτυχαν, τότε πέταξαν μια χειροβομβίδα μέσα στην καμπριολέ πράσινη Μερσεντές του τύπου!
Και μετά από εφτά ημέρες τους άφησε χρόνους ο αχρείος.
Ήταν Πέμπτη, 4 Ιουνίου 1942, όταν ο Κύριος απάλλαξε την ανθρωπότητα από αυτό το άτομο με την κολασμένη ψυχή, αλλά ήταν και η ημέρα που άλλαξε η τύχη των Εβραίων της Τσεχίας και μαζί άλλαξε η τύχη της Ταβιθά και του Ιακώβ!
Στις επόμενες ημέρες η κτηνωδία των Γερμανών ξεπέρασε κάθε όριο.
Τρεις χιλιάδες Εβραίοι από το γκέτο του Τερεζίν εκτελέστηκαν. Και ήταν το Τερεζίν το γκέτο ¨βιτρίνα¨ -τάχα- που δημιούργησε το αρρωστημένο μυαλό του Χάιντριχ αμέσως μόλις εγκαταστάθηκε στην Πράγα.
152 Εβραίοι στο Βερολίνο εκτελέστηκαν την ημέρα της κηδεία του τέρατος. Την άλλη ημέρα την Τετάρτη της 10ης Ιουνίου ένα ολόκληρο χωριό, το Λίντιτσε, πυρπολήθηκε και ισοπεδώθηκε για αντίποινα. εκτελέστηκαν 198 άνδρες, και 71 γυναίκες. τα ενενήντα παιδιά του χωριού στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή δόθηκαν για υιοθεσία σε Γερμανούς. Μέχρι τον Οκτώβριο σκότωναν. Ήταν τόσο το μίσος του χολερικού πρώην λοχία ώστε 242 συγγενείς των κατοίκων του Λίντιτσε θανατώθηκαν με αέρια!
Το είπε και το έκανε πράξη. μέσα σε όλον αυτό το χαμό με τη δολοφονία του Χάιντριχ, η Έλεν με τη βοήθεια των αντιστασιακών φίλων του Λούκα μετακόμισε.
Βρήκε ένα πιο μικρό διαμέρισμα για να δικαιολογήσει την απόφασή της κι έτσι απέφυγε τις πολλές ερωτήσεις, όταν πήγε να δηλώσει τη νέα της διεύθυνση: «Τι να κάνω παιδάκι μου» είπε στον αρμόδιο υπάλληλο «μια γυναίκα μόνη είμαι τώρα. Αργότερα μπορεί να έρθει και η ανιψιά μου από τη Ρόσιμπορτζ να μου κάνει παρέα, θα δούμε»!
Τα άρια χαρακτηριστικά και η ομορφιά της Έλεν δεν ¨επέτρεπαν¨ αντιρρήσεις και πολλές ερωτήσεις. και το επώνυμο του άντρα της ήταν καθαρά Τσέχικο.
Δεν πήρε κανένα έπιπλο μαζί της μόνο τα ρούχα τους τα σερβίτσια και τις φωτογραφίες του άντρα της. Παιδιά δεν είχε η θεία Έλεν.
Το μόνο δύσκολο στη μετακόμιση ήταν ο μικρός και η μάνα του. Δεν έπρεπε να τους δουν στη γειτονιά τώρα την τελευταία στιγμή και να χαλάσουν όλα.
Έτσι ένα ζευγάρι αντιστασιακών Τσέχων επισκέφτηκε την ‘Ελεν λίγο πριν τη μετακόμιση κι έφυγε με τον Ιακώβ αγκαλιά. Το προηγούμενο βράδυ δέκα λεπτά πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας η Ταβιθά βγήκε από την πολυκατοικία της Έλεν αγκαζέ με τον ¨φίλο¨ της. Ένιωθε εντελώς άβολα και απαίσια, αλλά έπρεπε να γίνει κι αυτό.
Όλα κύλησαν ομαλά και οι σαββατιάτικες βόλτες των τριών έγιναν ρουτίνα. Μια επικίνδυνη ρουτίνα που ¨επέτρεπε¨ μικρότερη επαγρύπνηση και μεγαλύτερα ρίσκα.
Ο Λούκας την εβδομάδα που έμεινε στην Πράγα είχε μονώσει το σπίτι της θείας του, για να μην ακούγονται οι φωνές και τα κλάματα του μικρού.
Όχι τίποτα επαγγελματικά πράγματα. Στους τοίχους προς τον διάδρομο κρέμασε μερικά παλιά χαλιά της θείας και στο εσωτερικό της πόρτας του διαμερίσματος κάρφωσε ένα παλιό πάπλωμα.
«Εάν σε ρωτήσουν θεία, θα πεις ότι τα έχεις για τα κρύα του χειμώνα αφού υπάρχει έλλειψη κάρβουνου» ορμήνεψε την Έλεν και αυτή γέλασε και του απάντησε: «Ανιψιέ για τόσο χαζή με έχεις, λες να μην ξέρω τι να πω;» και γέλασαν και οι τρεις με την ψυχή τους.
Όλα αυτά τελικά ξεπεράστηκαν με τη μετακόμιση, όμως για 4 μήνες λειτούργησαν αποτελεσματικά. ειδικά το πάπλωμα πίσω από την πόρτα δεν άφηνε κανέναν να καταλάβει τι γίνεται μέσα στο διαμέρισμα.
Αλλά!
Όταν έφυγαν οι γυναίκες από το διαμέρισμα, κι έφυγαν βιαστικά. δε σκέφτηκαν να τα ξηλώσουν όλα αυτά.
Υπήρχε λοιπόν κίνδυνος οι νέοι ενοικιαστές να ειδοποιήσουν την Αστυνομία, εάν θεωρούσαν αφύσικη την όλη κατάσταση. Κι εδώ που τα λέμε έτσι ήταν, αφύσικη. Οι νέοι ένοικοι θα έμπαιναν στο διαμέρισμα καλοκαίρι και θα έβλεπαν τα χαλιά στους τοίχους.
Όταν η Έλεν και η Ταβιθά σκέφτηκαν το λάθος ήταν πλέον αργά, είχαν παραδώσει τα κλειδιά στη θυρωρό. Συνήθως τα άτομα αυτά ήταν καταδότες ή πιο κομψά ¨συνεργάτες¨ της Αστυνομίας, αλλά η συγκεκριμένη γυναίκα δεν έδινε δεκάρα για αυτά. βαριόταν αφόρητα τη δουλειά της και επιπλέον ζούσε μόνη της, δεν είχε οικογένεια ούτε κανέναν μπεκρούλιακα σύζυγο για να την έχει στο χέρι το Τμήμα Ηθών.
Το διαμέρισμα άργησε να ενοικιαστεί. Είχε μπει για τα καλά το φθινόπωρο του 1942 όταν ένα άτεκνο ζευγάρι γύρω στα πενήντα πήρε τα κλειδιά. Δεν ασχολήθηκαν με όσα είδαν, αντίθετα τους άρεσε η ιδέα με το πάπλωμα στην πόρτα, όπως είπαν στη θυρωρό.
Στο Κατοβίτσε η Χάννα και η μικρή Σανέ, μετά τις πρώτες ημέρες φιλοξενίας στο πρώτο σπίτι –στη γιάφκα της Bund- που τις οδήγησε ο Ολεγκ, μεταφέρθηκαν σε μια χριστιανική οικογένεια που ζούσε σε μια ήσυχη γειτονιά, σε ένα μικρό διώροφο σπίτι με αυλή εμπρός και πίσω από το κτίριο, που ήταν το πατρικό του Ιαν.
Ο πατέρας του Ιαν ήταν από τα πρώτα θύματα της Intelligenzaktion[4] και η μητέρα του πέθανε από την καρδιά της αμέσως μετά.
Η οικογένεια είχε δύο μικρά κοριτσάκια δύο και τριών ετών, έτσι δεν υπήρχε φόβος να μιλήσουν σε κάποιον άγνωστο, επιπλέον δεν έμεναν ποτέ μόνα με ξένους.
Ο πατέρας της οικογένειας, ο Ιαν ένας τριανταπεντάρης αδύνατος άντρας. δημόσιος υπάλληλος ήταν και ορκισμένος αντιναζιστής χωρίς όμως ενεργή πολιτική δράση ή συμμετοχή σε πολιτικό κόμμα. Ήταν εκ φύσεως και εκ πεποιθήσεως ένας άνθρωπος που δεν αγαπούσε τη βία και αντιπαθούσε τα όπλα, τις στολές και τις εντολές!
Η μητέρα, η Ζόγια, -μια όμορφη γεματούλα, τριαντάρα Καθολική Πολωνέζα- δεν εργαζόταν παρά μόνο δυο ημέρες. Τις Κυριακές, μετά την Εκκλησία, καθάριζε το σπίτι δυο ηλικιωμένων και τους μαγείρευε το κυριακάτικο φαγάκι τους και το ίδιο έκανε κάθε Τετάρτη απόγευμα για δυο ώρες. Καταγόταν από το Μόρντζεϊοφ και διατηρούσε επαφές με τους συγγενείς της στη μικρή πόλη.
Ο Ιαν και η Ζόγια δέχτηκαν πρόθυμα να φιλοξενήσουν και να βοηθήσουν τη Χάννα και τη Σανέ, αρκεί να είχαν μια μικρή βοήθεια για την αγορά των επιπλέον τροφίμων. τίποτα παραπάνω. Τη συμφωνία την έκανε ο Όλεγκ που έδωσε και ως προκαταβολή ένα από τα κοσμήματα και αρκετά ζλότι.
Γιαγιά και εγγονή θα έμεναν στο πίσω μικρό δωμάτιο που είχε μόνο έναν ανοιγόμενο φεγγίτη. Θα έτρωγαν στο δωματιάκι, στο οποίο υπήρχε και ένα υποτυπώδες WC πίσω από μια κουρτίνα και θα έβγαιναν να περπατήσουν μόνο τα απογεύματα στην πίσω αυλή και μόνο εάν ήταν παρόντες ο Ιαν και η Ζόγια για να παρακολουθούν την κίνηση στην περιοχή.
Για την περίσταση η πόρτα επικοινωνίας με το δωματιάκι άλλαξε όψη. βάφτηκε στο χρώμα του τοίχου, κόπηκε στη μέση και άνοιγε μόνο από τη μέση και κάτω -σχεδόν μπουσουλώντας έμπαινες στο δωματιάκι. Και όταν έμπαιναν γιαγιά και εγγονή στο δωματιάκι μια μικρή ντουλάπα έκρυβε την πόρτα από τα αδιάκριτα μάτια.
Το πρόβλημα ήταν να μη συμβεί κάτι έκτακτο, μια αρρώστια για παράδειγμα ή μια σοβαρή έλλειψη τροφίμων, η οποία όταν πραγματικά εμφανίστηκε λύθηκε μέσω του ζευγαριού των ηλικιωμένων που φρόντιζε η Ζόγια. Με το πρόσχημα της αγοράς τροφίμων για τους άρρωστους ηλικιωμένους κάλυπτε τις επιπλέον αγορές για τη Χάννα και τη Σανέ.
Ο Όλεγκ κάθε δεκαπέντε ημέρες έφερνε στην οικογένεια ό,τι μπορούσε να βρεθεί στην αγορά της περιοχής και ό.τι μπορούσαν να κλέψουν οι αντιστασιακοί από τις γερμανικές αποθήκες που ήταν γεμάτες από πολωνικά προϊόντα επίσημα κλεμμένα από τους ναζί στα πλαίσια του Σχεδίου Πείνας[5], που εφάρμοζαν οι ναζί στην Πολωνία και τη Ρωσία.
Τα πρωινά, όταν κοιμόνταν ακόμα τα μικρά, η Χάννα και η Ζόγια μοιράζονταν τις δουλειές του σπιτιού, έπιναν κάτι ζεστό και μιλούσαν … αναπολούσαν τις προπολεμικές ημέρες τις συγκεντρώσεις, τις χαρές, την ελευθερία τους.
Η Χάννα τον πρώτο καιρό ήταν κλειστή, δεν έλεγε πολλά, αλλά με τον καιρό ¨λύθηκε¨, χαλάρωσε και έπνιγε τα λόγια της μέσα στο κλάμα, ένα σιγανό ασταμάτητο κλάμα για το πριν και το μετά. Μάταια η Ζόγια προσπαθούσε να την ηρεμήσει και της έλεγε πως δεν θα τις άφηναν ποτέ στα χέρια των Γερμανών.
Ο Ιαν επιβεβαίωνε τα παρηγορητικά λόγια της γυναίκας του τις λίγες φορές που συμμετείχε στις συζητήσεις των δυο γυναικών. συνήθως τα απογεύματα παρακολουθούσε τα τρία κοριτσάκια που έπαιζαν με τις κούκλες και άλλα παιδικά παιχνίδια, όταν η Χάννα ήταν στην πίσω αυλή. Για καλό και κακό τα δύο μικρά δεν ήξεραν πως εμφανιζόταν η Σανέ στο σπίτι τους και η Σανέ είχε δασκαλευτεί να μην πει ποτέ που έμενε και ήταν πάντα ο Ιαν αυτός που απομάκρυνε τα δυο κορίτσια του, ώστε να μπει η Σανέ στο δωματιάκι.
Η Χάννα ελάχιστες φορές εμφανιζόταν μπροστά στα μικρά και πάντα με το όνομα της ηλικιωμένης κυρίας που πρόσεχε η μαμά τους
Με όλα αυτά από τον Φεβρουάριο έως τα τέλη Δεκέμβρη του 1942 ο χρόνος κυλούσε ομαλά για την οικογένεια και τις έγκλειστες. Θα μπορούσε να πει κανείς σχεδόν ανώδυνα για τον ψυχισμό της Σανέ -καθώς η παρουσία του Ιαν μετρίαζε το κενό από την απουσία του Σάμι- όχι όμως και για τη Χάννα.
Τότε ήταν που οι Πολωνοί χαφιέδες κάτι ¨μυρίστηκαν¨ και δύο από αυτούς περνούσαν τακτικά από την ήσυχη γειτονιά. Ήταν φανερό πως έψαχναν ένα σημάδι για την παρουσία επιπλέον ατόμων στο σπίτι, για αυτό περνούσαν το σούρουπο μήπως και διακρίνουν φως στο πίσω δωματιάκι
Ενημερώθηκε η οργάνωση Bund και ένα βράδυ οι δύο χαφιέδες, οι πουλημένοι στους κατακτητές απάνθρωποι κυνηγοί κεφαλών , ¨εξαφανίστηκαν¨ από τη γειτονιά και την πιάτσα γενικά, ενώ η Χάννα και η εγγονή της ξαναγύρισαν στο πρώτο σπίτι μέσα στο Κατοβίτσε, που ήταν μια από τις γιάφκες της Bund.
Την ίδια χρονική περίοδο ¨εκκαθαρίστηκε¨ από τα SS το γκέτο στο Μόρντζεϊοφ και επικράτησε στην περιοχή εκείνη μια ησυχία σχετικά με το ανελέητο ¨κυνήγι¨ των Εβραίων και όσων χριστιανών τους βοηθούσαν.
Γύρω στους εκατόν πενήντα ηλικιωμένοι Εβραίοι, που έμειναν πίσω, ¨πακεταρίστηκαν¨ σε πεντέξι σπίτια και περίμεναν τη μεταφορά τους στο Άουσβιτς, που έγινε το Μάιο μήνα.
Ο Λούκας και ο Όλεγκ ήξεραν, από την οργάνωση Zegota στην οποία είχαν πρόσβαση οι δύο νέοι αλλά και από την Ζόγια, ότι στο Μόρντζεϊοφ υπήρχαν κάποιες οικογένειες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν μια ανήμπορη γυναίκα κι ένα κοριτσάκι.
Με μια μικρή χρηματοδότηση από την Zegota, ο Λούκας είχε βρει λύση στο πρόβλημα με τα λιγοστά χρήματα που απέμεναν για τη Χάννα και τη Σανέ.
Ήταν φανερό από καιρό πως όσα είχαν πάρει μαζί τους δε θα αρκούσαν να τις συντηρήσουν αν ο πόλεμος διαρκούσε πέρα από το 1943 όσο καλή διάθεση και να είχαν οι άνθρωποι που τις προστάτευαν.
Με τη μικρή μηνιαία χρηματοδότηση που εξασφαλίστηκε –άγνωστο βέβαια για πόσο χρόνο- μπορούσαν να κερδίσουν χρόνο και έτσι να αυξηθούν οι πιθανότητες επιβίωσης της Χάννα και της Σανέ.
Προς το παρόν η μεταφορά τους στο Μόρντζεϊοφ ήταν επιτακτική και η μόνη δυνατή λύση σχετικά με την άμεση επιβίωσή τους. Δεν μπορούσαν να μείνουν στο Κατοβίτσε.
Έγιναν οι επαφές και στα τέλη Μαρτίου του 1943 μέρα μεσημέρι έγινε η μετακίνηση από το Κατοβίτσε στo Μόρντζεϊοφ σε μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων νοτιοανατολικά.
Ο Ιαν με το ποδήλατό του θα πήγαινε τη μεγάλη του κόρη –τη Σανέ δηλαδή- στους παππούδες της και ο Όλεγκ με τη μητέρα του τη Χάννα θα έψαχναν για δουλειά εκεί στα ορυχεία. Ήταν χήρα η μάνα του –το παλιό γνωστό κόλπο- και την ήθελε κοντά του, για να βρίσκει ένα πιάτο σπιτικό φαγητό, όταν θα γυρνούσε από τη δουλειά, θα έλεγε ο Όλεγκ σε όποιον τους ρωτούσε.
Στο Ολκούζ το κρύο και η πείνα θέριζαν ηλικιωμένους και άρρωστους για τους οποίους δεν υπήρχαν φάρμακα. Μαζί με αυτά άρχισαν και οι εκτοπίσεις από τις αρχές του 1942.
Δεν ήξεραν βέβαια οι άνθρωποι εκεί τι έγινε στο Βερολίνο, τι αποφάσισαν οι 15 ναζιστικές γουρουνοκεφαλές που μαζεύτηκαν στη Βανζεέ στις 20 του Γενάρη του 1942.
Γρήγορα βίωσαν τη νέα πραγματικότητα. ¨απελάσεις – εκτοπίσεις``!
Τα καμπανάκια κτυπούσαν ολοένα και πιο δυνατά σε ολόκληρη την περιοχή της Άνω Ανατολικής Σιλεσίας. Ο Σάμι τα άκουγε, αλλά δεν προβληματίστηκε ιδιαίτερα.
Τον αφύπνισε για άλλη μια φορά ο επιστάτης.
«Σάμι είναι καιρός να φύγεις από εδώ, έρχονται τα δύσκολα και φοβάμαι πως δε θα μπορέσω να σε βοηθήσω».
Δεν τον προσφώνησε ¨φίλε¨, όπως δεν το έκανε και ο Σάμι οποίος, όταν μιλούσε στους γνωστούς του για αυτόν, τον αποκαλούσε πάντα ως ο ¨επιστάτης¨ χωρίς ίχνος φιλικής διάθεσης, ποτέ δεν ανάφερε το όνομά του.
Είκοσι χιλιόμετρα νοτιοδυτικά στο Χρζάνοβ, σε μια πόλη 18.000 κατοίκων, βρίσκονταν 7.000 Εβραίοι στην ίδια κατάσταση με αυτούς στο Ολκούζ. Ο επιστάτης είπε στον Σάμι να τραβήξει κατά εκεί, θα του έδινε και ένα σημείωμα για να βρει δουλειά στο αντίστοιχο εργοστάσιο εκεί. Με δύο προϋποθέσεις: όλα να γίνουν πριν την Παρασκευή 15 Μαΐου και να μη μιλήσει σε κανέναν για όλα αυτά.
Στις 22 Μάιου, ημέρα Παρασκευή, ο Σάμι έφευγε από την πίσω πόρτα του εργοστασίου πάνω σε ένα φορτηγό με υφάσματα και με ένα σημείωμα στην τσέπη για τον επιστάτη του εργοστασίου στο Χζράνοβ.
Ο νέος επιστάτης ήταν Εβραίος: «Είσαι ο Σάμι;» τον ρώτησε, «εγώ είμαι ο Μόουζες, θέλω να με αποκαλείς κ. Μόουζες μπροστά στους εργάτες».
«Μάλιστα κ. Μόουζες» απάντησε ο Σάμι.
«Τι πόστο θα έχω;» ρώτησε. «Αρχικά θα σκουπίζεις τους διαδρόμους, αργότερα θα ράβεις και ίσως γίνεις και υπεύθυνος τμήματος. Θα σε τσεκάρω πρώτα»!
«Πάρε τα πράγματά σου –μια βαλίτσα όλη κι όλη- και έλα να σε πάω σπίτι σου».
[1] Την ίδια περίπου εποχή ένας αυτοεξόριστός Εβραίος διανοούμενος, ο Φραντς Βέρφελ έγραφε σε ένα ποίημά του (στο ¨Η πόλη των ονείρων ενός μετανάστη):
… με πιάνουν από το μπράτσο …
Το μίσος και η περιφρόνηση με κυκλώνουν
Χλομιάζω και παραπατώ …
Μπορεί το ανθρώπινο θάρρος να αντέξει τόσο φόβο;
Οι ατσάλινες ράβδοι που θα με χτυπήσουν, σφυρίζουν,
Αισθάνομαι να λυγίζουν τα γόνατά μου ..
[2] Η οργάνωση Schmelt ήταν μια υπηρεσία των SS που εκμεταλλευόταν ένα σύνολο στρατο-πέδων με Εβραίους κρατούμενους ως εργάτες καταναγκαστικής εργασίας. Αρχικά δραστη-ριοποιήθηκε στην Ανατολική Άνω Σιλεσία,
[3] Γιόζεφ Γκάμπτσικ και Γιαν Κούμπις ήταν οι αντιστασιακοί Τσέχοι, μέλη της οργάνωσης ¨Ελεύθερη Τσεχία¨, που σκότωσαν το ¨Ξανθό Τέρας¨.
[4] Intelligenzaktion ήταν η κωδική ονομασία της δράσης για την εξόντωση της πολωνικής ιντελιγκέντσια (inteligencja), του συνόλου σχεδόν της διανόησης της χώρας και τη μετατροπή των Πολωνών σε μια αγράμματη μάζα, στην υπηρεσία των αφεντάδων Γερανών. Η δράση δε στόχευε μόνο στην ελίτ της διανόησης, αλλά περιλάμβανε εκπαιδευτικούς και ιερείς σε ολόκληρη τη χώρα και ειδικά στην περιοχή τα Άνω Σιλεσίας. Η δράση υλοποιούσε τα λόγια του ανθρώπου με το μισό μουστάκι που είχε δηλώσει: «Μόνο το έθνος του οποίου η ηγεσία καταστρέφεται μπορεί να γίνει σκλάβος.»
[5] Το Σχέδιο Πείνας ήταν ένα αυστηρά εμπιστευτικό σχέδιο, το περιεχόμενο της οποίας ήταν γνωστό μόνο σε όσους βρίσκονται στο ανώτατο επίπεδο της ναζιστικής ιεραρχίας και ο υπεύθυνος για την εφαρμογή του ήταν ο ¨κοτοπουλάς¨ Χίμλερ. Το πρόγραμμα εξόντωσης εάν είχε προλάβει να εφαρμοστεί θα είχε σκοτώσει περισσότερους από 30 εκατομμύρια Σλάβους από τη σχεδιασμένη πείνα.
Ο ¨κοτοπουλάς¨ είχε δηλώσει: «Είναι ζήτημα ύπαρξης, επομένως θα είναι ένας φυλετικός αγώνας ανελέητης σκληρότητας, κατά τη διάρκεια του οποίου 20 έως 30 εκατομμύρια Σλάβοι και Εβραίοι θα χαθούν μέσω στρατιωτικών ενεργειών και κρίσεων τροφίμων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου